ΤΡΥΠΗΤΗ(ΎΠΑΝΑ, ΙΣΟΒΑ 'Η ΜΠΙΤΖΙΜΠΑΡΔΙ ): " Ίσταται κατά τον βορράν, στηριζόμενο επί φυσικού μπαλκονίου, εξόχως μεγαλοπρεπής και η περικλείουσα αιώνια βλάστηση αποτελεί τον μανδύα του. Αυτός λάμπει και απαστράπει εις όλα τα παιχνίδια των χρωμάτων εις καθημερινό θέαμα και ακτινοβολεί ως φαιοπράσινη φλόγα υπό τας πρωϊνάς αχτίδας του ηλίου".

''Πρός άρκτον δ' 'ομορα ήν τω Πύλω δύο πολίδια Τριφυλιακά 'Υπανα και Τυπανέαι και ποταμοί δε δύο εγγύς ρέουσι, ο τε Δαλίων (Διάγων) και ο Αχέρων εκβάλοντες εις τον Αλφειόν"
(Στράβων Η΄3,15)

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

Μουσείο Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας!

Σχετική εικόνα  

Η αξεπέραστη προσφορά των αρχαίων Ελλήνων στους τομείς της Φιλοσοφίας και των Καλών Τεχνών είναι πασίγνωστη και δεν αμφισβητείται από κανένα. Το ίδιο γνωστή είναι και η προσφορά τους στο χώρο των αρχαίων Επιστημών. Όμως η Τεχνολογία των αρχαίων Ελλήνων είναι σχετικά άγνωστη όπως και οι απίστευτες επιδόσεις τους στον τομέα αυτό. Η έκθεση του μουσείου αρχαίας ελληνικής τεχνολογίας ξαναζωντανεύει 300 περίπου εξαιρετικές εφευρέσεις του αρχαιοελληνικού τεχνολογικού θαύματος (από το ρομπότ - υπηρέτρια του Φίλωνος μέχρι τον κινηματογράφο του Ήρωνος και από το αυτόματο ωρολόγιο του Κτησιβίου μέχρι τον αναλογικό υπολογιστή των Αντικυθήρων) που καλύπτουν την περίοδο από το 2000 π.Χ. μέχρι το τέλος του αρχαίου ελληνικού κόσμου κατόπιν 25χρονης έρευνας και μελέτης του Κώστα Κοτσανά. 
 Πρόκειται για την εγκυρότερη (καθότι στηρίζεται αποκλειστικά στην ενδελεχή μελέτη της αρχαιοελληνικής, λατινικής και αραβικής γραμματείας, των αγγειογραφικών πληροφοριών και των ελαχίστων σχετικών αρχαιολογικών ευρημάτων) και την πληρέστερη έκθεση του είδους της παγκοσμίως. Όλα τα εκθέματα και το υποστηρικτικό τους υλικό έχουν δημιουργηθεί από τον ίδιο χωρίς καμιά επιχορήγηση από οποιοδήποτε δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα. Το μουσείο βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της κεντρικής πλατείας του Κατακόλου, απέναντι από το σιδηροδρομικό σταθμό και λειτουργεί υπό την αιγίδα του Δήμου Πύργου. Εγκαινιάσθηκε στις 11 Μαρτίου 2011 από τον ομότιμο καθηγητή του Ε.Μ.Π και πρόεδρο της ΕΜΑΕΤ Θεοδόση Τάσιο.
Σκοπός του μουσείου είναι να αναδείξει...

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

Τάκη Δόξα: "Κτίσματα στον Καϊάφα", (Μέρος Α')!

Θα συνεχίσω τις δημοσιεύσεις, αγνώστων στο ευρύ κοινό, διηγημάτων με απώτερο στόχο, όσο το δυνατόν περισσότεροι, να ανακαλύψουν κρυμμένα διαμάντια της λογοτεχνίας και λαογραφίας.
Το παρακάτω διήγημα είναι του γνωστού Ηλείου, λογοτέχνη και πεζογράφου και ποιητή, Τάκη Δόξα με τον τίτλο "Κτίσματα στον Καΐάφα".
(Βιογραφικό Τάκη Δόξα)
Ο συγγραφέας σε αυτό το διήγημα του καταπιάνεται, εμμέσως πλην σαφώς, με την παράνομη και άναρχη οικοδόμηση στην πανέμορφη  παραλία του Καΐάφα, με την έλευση ανθρώπων από ορεινά χωριά και την καταπάτηση παραλίας για την χρήση εξοχικών, θαλάσσιων κατοικιών. Το φαινόμενο συνεχίστηκε ως και τις μέρες μας, αλλά με την εφαρμογή του νόμου περί αιγιαλού έχει περιοριστεί και πολλά από αυτά τα κτίσματα έχουν  κατεδαφιστεί. Βέβαια δεν είναι αυτό το θέμα μας, αλλά το υπέροχο άγνωστο διαμάντι του εξαίρετου πεζογράφου. Ας το απολαύσουμε σε δύο μέρη:


(Ά Μέρος)


Δεκαπέντε σχεδόν χρόνια δεν τον είχαν πειράξει ούτε με τη μικρότερη κουβέντα. Και οι αρχές, από νομάρχη μέχρι χωροφύλακα, και οι γειτόνοι που αγοράζουν οικόπεδα και έχτιζαν σπίτια ευπρόσωπα με τούβλα και πολύχρωμες βεράντες ή για τις καλοκαιρινές διακοπές.
Ο μόνος που του έδωσε κάποτε κάποια σημασία, ήταν ο τουρισμός. Μα και αυτός, όπως αργότερα αποδείχθηκε, μάλλον από περιέργεια.
Ο τουρισμός ήταν ένας ευγενικός κύριος πολύ ψηλός σαν αρχεία σκοροφαγωμένη κολώνα με Ευρωπαϊκή φυσιογνωμία που ανακατεύει τα ελληνικά με άλλες γλώσσες και ρώταγε τους ηλικιωμένους παραθεριστές για το σπίτι του Ξενοφώντα. Αυτός Λοιπόν κάθισε λίγη ώρα και κοίταζε εκείνο το σπίτι που είχε κολλήσει σε μία αγκαλιά άμμο και φαινόταν ότι από στιγμή σε στιγμή θα το παιρνε ο αυγουστιάτικος αέρας και θα το Πήγαινε στη θάλασσα.
Το σπίτι ήταν από σανίδες, λαμαρίνες, σταφιδωτά να και ξερά χόρτα δεμένα με παλιό σύρματα, και είχε πάνω από την πόρτα καρφωμένο ένα χαρτί που έγραφε με πράσινα λόγια "Σεράι Βαρώνου Φον Κορδονούρη". Ίσως αυτός ο αρχοντικός τίτλος να κίνησε περισσότερο το ενδιαφέρον του τουρισμού και έφτασε στο τέλος ως την πόρτα.
- Excuse me, κυρία μου! Έσκουζε ο τουρισμός μόλις Είδε μία ξερακιανή γυναίκα να ξεπετιέται στο κατώφλι με τα χέρια γεμάτα απορία και σαπουνάδες. Ο Μίστερ Βον Κορδονούρης είναι εδώ;
Η γυναίκα από γράμματα ήξερε μόνο όσα της είχε μάθει Η φτώχεια και η θάλασσα, και δεν κατάλαβε τα περισσότερα. Τρόμαξε κιόλας μπρος στο ανάστημα αυτού του ανθρώπου, γιατί ούτε από Αρχαιολογίας σκάμπαζε.
- Mήπως λέτε για τον άντρα μου; έκανε σε λίγο.
-Ω, γιές! Εδώ είναι;
Απάνω στην ερώτησή του πέσανε 4- 5 κουτσούβελα, με ένα παλλόμενο κοντό βρακάκι το καθένα, που μύριζαν αρμύρα και πείνα, και τον τριγύριζαν. Ένα μάλιστα από αυτά άνοιξε κρυφά και δεξιά του χούφτα και άρχισε να από πίσω να τον μετράει πόσες παλάμες ψηλός είναι. Το πιο μεγάλο έκανε τον διερμηνέα:
- Καλέ μάνα ντιπ στούρνος είσαι; Για τον πατέρα ρωτάει ο κύριος Κολόνας...
- Όχι, απάντησε με σέβας εκείνη. Ο Αντώνης δεν είναι σπίτι, πάει για τσίρους.
-Τσίρους;
-Για τσιροπούλια που λέμε. Για τσικουλήθρες και σπουργίτια. Κυνηγάει και τέτοια με το λάστιχο και με το γκρα. Βάνει και κόλλα καμιά φορά. Για να τρώμε καλέ...
- Α!
Ο Τουρισμός ήταν έξυπνος άνθρωπος και νόμισε πως μπορούσε να μάθει και άλλα πράγματα, ας ήταν προ Χριστού. Του είχε καθίσει μεράκι  ιστορία του Ξενοφώντα και μάζευε στοιχεία να γράψει για το κτήμα που του χάρισαν κάποτε οι Σπαρτιάτες στον Σκιλλούντα. Για αυτό περισσότερο έχει φτάσει ως τον Καϊάφα.
Ρώτησε λοιπόν για όλα αυτά και πρώτα πρώτα για τον Ξενοφώντα  που κάθισε χρόνια στον Σκιλλούντα κάνοντας τον αγρότη
, και ας ήταν ιστορικός στρατηγός, μα ούτε η κυρία Κορδονούρη ούτε τα κουτσούβελα είχαν ακούσει ποτέ για αυτό το πρόσωπο τίποτα.
Μόνο ο " διερμηνέας " πετάχτηκε πάλι να δώσει πληροφορίες:
- για τον Ξενοφώντα είπατε:
- για αυτόν...
- αυτός κύριε κολώνα, ήταν στο πρωί στο καφενείο και έπαιζε τάβλι με τον αγροφύλακα. Να σας πω που κάθεται;
... Και σήκωσε αμέσως το δεξί η διερμηνέας να δείξει κάπου, μα ο τουρισμός είχε πια υποχρεωθεί πολύ και τράβηξε να βρει το σιδηροδρομικό σταθμό.
Κόντευε να σουρουπώσει σε όλη την αμμουδιά, πάνω στα πεύκα ο ήλιος έλιωνε τις τελευταίες του αχτίδες, κι όμως ο τουρισμός μίκραινε ολοένα και πιο πολύ φεύγοντας, μαζεύτηκαν και τα άλλα κουτσούβελα του Κορδονούρη, κάνανε μία μάζα μισοξεβράκωτη και τον ξεπροβόδιζαν σαν φωνάζοντας, στη γλώσσα του:
- Αβάντι Μαέστρο! Στο καλό ψηλέα!
Στο καφενείο του σταθμού ρώτησε, έμαθε ότι ο Κορδονούρης είχε 11 παιδιά και πως το χαρτί με τα πράσινα λόγια απάνω στην πόρτα του, το κάρφωσαν μία νύχτα κάποιοι περαστικοί Αθηναίοι τεντυμπόιδες, μα είπε γιατί δεν τον ένοιαζε είπε γιατί του άρεσε και το "Σεράι και το Φον" το άφησε.
Το βράδυ που γύρισε ο Κορδονούρης με ένα καλάθι γεμάτο σχεδόν σπουργίτια που είχε σκοτώσει δέντρο σε δέντρο από το πρωί, και μύδια που Μάζεψε βουτώντας ίσα Με το γόνατο και Ψάχνοντας τη θάλασσα, έμαθε τα καθέκαστα με τον τουρισμό και ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
Έπειτα ψήσαμε πάνω σε βέργες τα πουλιά, μοιράστηκαν τα μύδια και φάγανε καθισμένοι γύρω-γύρω κατάχαμα...
Έτσι γινόταν πάντα. Το Σεράι είχε δύο μεγάλα δωμάτια πατωμένα και ταβανωμένα όπως όπως, πιο πέρα στην άκρη έναν τόσο δα τόπο για κουζίνα. Μεσημέρι και βράδυ, βράδυ πιο σπάνια, αυτός ο τόπος στούφωνε από καπνό και τα παιδιά στριμώχνονταν το ένα πάνω στο άλλο και ρούφαγαν την τσίκνα με ηδονή, ώσπου να ‘ρθει η ώρα για να μου κόψουν το στομάχι τους.
Ο Κορδονούρης ψάρευε κιόλας κατεβαίνοντας η λιμνοθάλασσα της Αγουλινίτσας, ποτέ με πυροφάνι και πότε με κανένα δυναμίτη που πάντα τη γλίτωνε από το δόκανο του νόμου. Πήγαινε και στο κυνήγι της μπάλιζας πριν έρθει το κράτος και ξεράνει τα νερά για να φυτέψει δέντρα και σπίτια εκεί που άλλοτε σπαράζουν τα ψάρια και τα χέλια ταΐζοντας κόσμο και κοσμάκη. Οι μπάλιζες ήταν κάτι μαύρα πουλιά με σκληρό Μα νόστιμο κρέας, που γέμιζαν καρύδια στο μαγείρεμα ή το 'καναν στιφάδο και μοσχοβόλαγε ο τόπος, και το στόμα.
Στο ψάρεμα και στο κυνήγι ο Κορδονούρης έπαιρνε και μερικά από τα παιδιά του, τα μεγαλύτερα. Όχι μόνο για να τον βοηθάνε ή να πα να φυλάνε, όταν έριχνε το δυναμίτη μην τον πιάσει ο νόμος. Πιο πολύ γιατί ήταν κατεργάρηδες και μπορούσαν να κλέβουν το κυνήγι των άλλων χωρίς να τους μυρίζετε κανείς! Περισσότερο από όλους τα κατάφερναν ο Κλάψας, ο Σπάγγος και ο Ψώρας. Τα παιδιά βέβαια δεν πήραν αυτά τα ονόματα για βαφτιστικά τους, αλλά τους θα χε κολλήσει ο ίδιος ο πατέρας τους- του πρώτου γιατί όλο γκρίνιαζε, του δεύτερου γιατί ήταν αδύνατος σα λέλεκας και του τρίτου γιατί ξηνόταν από το πρωί ως το βράδυ.
Τα μικρότερα ήταν σχεδόν αυτοσυντήρητα. Κάθε καλοκαίρι κατέβαινα να παραθερίζουν ή για μπάνια στην παραλία του Καϊάφα πολλές οικογένειες από τις γύρω πόλεις και τα χωριά, μα και το χειμώνα έρχονταν πολλοί ξένοι που έπασχαν από τα νεφρά τους ή από χολή και έκαναν λούσεις η Έπιναν από θαυματουργό θειαφόνερο που βγάζουν αδιάκοπα οι σπηλιές του Λαπίθα. Τότε οι σβόμπιροι του Κορδονούρη ξεκίναγαν με το χεράκι τους απλωμένο για ζητιανιά... Μάζευαν από λεφτά μέχρι και αποφάγια ακόμα, και όταν συγκεντρώνονταν απαρτία στο Σεράι, σαν όλα στη σειρά και τα μοιράζονταν δίκαια. Το Σεράι είχε πολλές χαραμάδες και τρύπες εδώ και εκεί, κι άλλο το ήλιος, άλλοτε το φεγγάρι κρυφό κοίταζαν τη μοιρασιά και χαμογελούσαν για την περίεργη ανθρώπινη ευτυχία.
Ο Βαρώνος Φον Κορδονούρης και η φαμελιά του έμεναν βέβαια στο ίδιο σπίτι και το χειμώνα. Μα τότε τα πράγματα ήταν κάπως δύσκολα με τους Αέρηδες και τις βροχές που τους φοβερίζουν και τους το ξεσήκωναν με όλα τα υπάρχοντά τους και τους άφηναν για ταβάνι Μόνο τον ουρανό, έναν ουρανό χωρίς οίκτο. Την ίδια φοβερά τους έκανε και η θάλασσα. Αυτή ανέβαινε πάνω στους ώμους και ήθελε σώνει και καλά να μπει στο Σεράι, πάστα για να μάθει πόσα δωμάτια έχει και πώς το λένε το κάθε παιδί.
Ωστόσο, την τελευταία ώρα το σπίτι μετάνιωνε, αντιστεκόταν και ριζών βαθύτερα όπως και η μοίρα τους.
Όταν ήρθε διαταγή να γκρεμιστούν τα παράνομα κτίσματα, ο Κορδονούρης είχε στρωθεί έξω από την πόρτα του και τάιζε τραχανά τη Χρυσούλα. Η Χρυσούλα ήταν η Χιονάτη του σπιτιού και δεν είχε κλείσει ακόμα τα δύο χρόνια της. Έκλαιγε κιόλας γιατί μέρες τώρα έτρωγε το ίδιο φαγί και όμως δεν μπορούσε να το συνηθίσει. Δεν ήξερα Επίσης και γράμματα για να καταλάβει Τον πατέρα της που της παίνευε τον τραχανά.
- Φάτο, νεράιδα μου, τι σε έκανε παρακαλώντας. Ούτε τα πριγκιποπούλα δεν τρώνε αυτό το φαΐ...
Η Χρυσούλα κάθε που της έλεγε για πριγκιποπούλα, έβγαζε από το στόμα της ένα σβώλο τραχανά και τον έφτυνε.
Τη διαταγή την έφερε ένας δημοτικός υπάλληλος με ένα χωροφύλακα. Ήταν ένα χαρτί ψυχρό και κίτρινο, απότομο. Το διάβασαν στον Κορδονούρη, τα άκουσε και η Χρυσούλα έτοιμο πάλι να κάνει εμετό, μαζεύτηκαν ολόγυρα και οι άλλοι να μάθουν τα νέα της ημέρας.
Ο " διερμηνέας" ήταν πολύ περίεργος και στα κέφια του. Ρώτησε τι σημαίνει παράνομα κτίσματα και ποιος γράφει τόσο ωραία χαρτιά. Ο χωροφύλακας πούλησε τις απορίες με μία ανάποδη σφαλιάρα και ο δημοτικός υπάλληλος απευθύνθηκε στον πατέρα του:
- καταλαβαίνεις, κύρια φωνή, τι θέλει να πει αυτή η διαταγή;
- όχι και τόσο, συμπάθα με...
- να σου την κάμω εγώ λοιπόν λιανά: Λέει ότι το Σεράι θα πάει περίπατο!
- Δηλαδή, θα το πάρετε από δω και θα μετακομίσουμε αλλού;
- κάθε άλλο, κύριε Κορδονούρη! Λέει ότι το Σεράι είναι παράνομο κτίσμα και κάθε παράνομο κτίσμα πρέπει να κατεδαφίζεται.
- και γιατί αυτό; εγώ το έφτιαξα με το ίδιο μου το αίμα! Κατεδαφίζεται το αίμα κύριοι;
Εκεί να χωθεί και στη μέση ο χωροφύλακας και τους έλυσε τη διαφορά πειστικότερα:
- Σου το 'παμε, κύριε έξυπνε, ότι το παλιό Σεράι σου θα ‘ρθει η μπουλντόζα και θα το μαζέψει
- Και τι της φταίει της μπουλντόζας το σπιτικό το δικό μου;
- το χτίσεις χωρίς άδεια καταλαβαίνεις; Κι' είναι ένα πράγμα σιχαμερό που προσβάλει τον Τουρισμό.
Με τη λέξη τουρισμό, ένας από τους σβόλους του Κορδονούρη θυμήθηκε τον ψηλό άνθρωπο με τις μπερδεμένες γλώσσες και έβαλε τις φωνές:
- και θύμωσε ο κύριος Κολώνας, επειδή δεν ξέραμε πού είναι το σπίτι του Ξενοφώντα;
Ο "Διερμηνέας" τον ανίσκοψε:
- Πάψε ρε κιτρινόσκατο, δεν τούπα εγώ ότι παίζει τάβλι στο καφενείο;
Η συζήτηση τελείωσε με μία δεύτερη σφαλιάρα και έπειτα ο δημοτικός υπάλληλος τους άφησε τη διαταγή και έφυγαν με το χωροφύλακα. Το χαρτί το στροβίλισε στην αρχή ένα αεράκι και ύστερα το 'ρίξε μέσα στο πιάτο του τραχανά. Ο Κορδονούρης Σταμάτησε απότομα το τάισμα της Χρυσούλας και πήρε παράμερα τη γυναίκα του να κουβεντιάσουν, για τη Συμφορά που τους περίμενε. Είχαν κιόλας θολώσει τα μάτια του, έσφιγγε τις γροθιές του, κοίταζε πότε-πότε και τον ουρανό ρωτώντας τον μυστικά να μάθει το γιατί.
Τα παιδιά το κατάλαβαν Τι θα γινόταν και πως όλα τα παιδιά εκεί με το που το χάρτη με τα κατάμαυρα, όλο κακία γράμματα. Το βγάλανε Λοιπόν από το πιάτο, έτρεξε ο Σπάγγος να φέρει σπίρτα και του βάλανε φωτιά- νομίζοντας ότι θα πέθαινε...
Όσο και εγώ όταν, με κάποια δυσκολία και ειρωνεία, η διαταγή, ο δημοτικός υπάλληλος με το χωροφύλακα φαίνονταν ακόμα περπατώντας στην άμμο. Και ο ψαράς άφησε και μία στιγμή το ξύσιμο και του φώναξε:
- Καλέ 'σεις που φέρατε το χαρτί, το βλέπεται; Κατά διαόλου πάει!
Είχε εκτελεστεί και η προθεσμία που είχε να ζήσει το Σεράι, ήταν μόνο τέσσερις μέρες. Έπειτα θα 'ρχότανε μπουλντόζα με την κίτρινη χοντροκομμένη φάτσα, θα κύλαγε τις πελώριες, τις ανελέητες ρόδες της και θα πέρναγε, τραγουδώντας ίσως έναν αμανέ, σύρριζα στο σπίτι, θα το αναποδογύριζε και ύστερα θα ξανά πέρναγε για να το λειώσει.

Τέλος Α΄Μέρους.

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

Αγησίλαου Τσέλαλη: ο αγιοβασιλιάτης (Μέρος Β).

Σχετική εικόνα

- "Δε βαριέσαι. Τον σκότωσε, τον σκότωσε. Θα τον φάμε. Βάλε θερμό γυναίκα. Φτιάστονε με χυλοπήττες. Για τ' 'Αγιοβασιλιού θα βρούμε άλλονε". Και μπήκε σπίτι.
Η Περικλίνα τον ετοίμασε καλά, τονε ξεπουπούλιασε, τον άνοιξε, τον καψάλησε, τον έκοψε κοψίδια και τον έβαλε στον τέντζερη. Τα κορίτσια φέρανε ξύλα, γέμισαν το τζάκι. Τα πουρνάρια σε λίγο τριζοβολούσαν, ξέφευγαν οι φλόγες από την τρίποδη σιδεροστιά και κύκλωναν τον τέντζερη που άρχιζε σιγά σιγά να χοχλάζει.
- "Άει πιάσε κρασί Ελενιώ", είπε στην μεγαλυτερή του κόρη ο Περικλής κι' εξαπλώθη στο παραγώνι, κατέβασε το μπουζούκι του κι' άρχισε να παίζη να του περάση η στεναχώριακι' ο θυμός.
Σε λίγο μοσχοβολούσαν στον τέντζερη τα κοψίδια, η κανάτα, γεμάτη κρασί, έχυνε από λίγο μεράκι στην ψυχή του Περικλή και μεριά από την ευωχία που ετοιμαζότανε, μεριά από το κρασί, μεριά από το ξέσπασμα της στεναχώριας, εμερακλώθη για καλά.
- "Κορίτσια, πέστε το τραγούδι. Ας ειπούμε πως είναι σήμερα πρωτοχρονιά. Ούλες οι μέρες του θεού είναι, άγιες είναι".
Τα κορίτσια, καθισμένα γύρω στη φωτογωνιά, έσκυψαν ντροπαλά το κεφάλι, εχαμογέλασαν η μια την άλλη και κοίταξαν τη μάνα τους δειλά. Αυτή τους έγνεψε θαρρυντικά κι' άρχισαν το σκοπό σιγά-γλυκά.

- Με πήρε το παράπονο και το μεγάλο ντέρτι
και για την κόρη εκίνησα και για τα μαύρα μάτια.
Βρίσκω την κόρη μοναχή στον αργαλειό και υφαίνει.
- " Κρίνε μου αγάπη, κρίνε μου, δυο λόγια μπιστεμένα".
- " Για κοντοστέκα, ψυχογιέ μη με κοντοζυγώνεις,
τι αναγαλλιάζει ο κόρφος μου και φλιτουράει η καρδιά μου".

Η Περικλίνα έρριχνε με καμάρι ματιές στα κορίτσια, στον Περικλή, κι' ανακάτευε μια τους μεζέδες στον τέντζερη με την κουτάλα και μια την φωτιά με την μασιά.
Και τα τραγούδια, το ένα κοντά στ' άλλο, σειρά, για τα κορίτσια με τις ψιλές ταρναριστές τους φωνές και μία ο Περικλής με το μπουζούκι, γέμιζαν το σπίτι αχό.
Ο Γιάννης περίμενε. Είχε χίλιες φορές σχεδιασμένα στο νου του τα λόγια που θα του λεγε του Περικλή, σαν θα βγή να του ζητήση το λόγο. Και περίμενε πότε θα βγή.
- " Γιατί τόση ώρα; Τι κάνει τόση ώρα; Για δε βγαίνει; Μα για δε βγαίνει; Τι είναι τούτο πάλε; Γιατί αργεί; Μα γιατί αργεί;!!Μην εβγήκε και επήγε στην αστυνομία; Μπά, δεν κάνει τέτοιο αυτός. Κάνει τον φιλότιμο. Αμ' τότε; Δεν τον αφήνη η γυναίκα του.Ακούει αυτός γυναίκα;!! Συγκοπή τούρθε; Θα σκούζανε. Άμ' τότε για δε βγαίνει; Τι διάβολο, τόσο το αψήφησε; Δεν μπορεί. Δεν μπορεί θα βγή ο μασκαράς και θα στον κάμω που να μην τον πλένει της Λιοδώρας το ποτάμι. Όπου νάναι θα βγή...Τώρα θα βγή.
Μα γιατί; Γιατί αργεί; Δεν μπορεί, πρέπει να βγή... Μα τι είναι τούτο;!!!
Γλυκές οι νότες του μπουζουκιού έβγαιναν από το παράθυρο χειμωνιάτικο κι' έφταναν στ' αυτιά του.
Αλαφιάστη. Αφουγκράζεται καλύτερα.
Γλυκές οι φωνές των κοριτσιών δονούν την ατμόσφαιρα μέσ' στο σούρουπο.
- " Ρε τι είναι τούτο; Τι διάβολο γίνεται;"
Βγαίνει στο παράθυρο. Ακούει, δεν πιστεύει στ' αυτιά του, βγαίνει στην πόρτα, ακούει μπουζούκι, τραγούδι, γέλια. Πετάγεται στο πορτόσκαλο, στην αυλή, κατεβαίνει στον κήπο, τεντώνει καλά τ' αυτιά του.
Ντρίγκ,ντρίγκ, ντρίγκ,ντρίγκ,ντρίγκ, ακούει ξάστερα.
-" Το μπουζούκι του Περικλή! Και οι φωνές των κοριτσιών!!!"

Και αν πας Μαλάμω για νερό, 
εγώ στη βρύση καρτερώ... 

-"Ζουρλαθήκανε μωρέ;::" Δεν πιστεύει, δεν καταλαβαίνει, πηδάει το φράχτη, μπαίνει στην αυλή του Περικλή. Ο ντορής μασούσε αργά άχερο στ' αχούρι και οι γίδες σηκωθήκανε φοβισμένες και παραμερίσανε. Βάνει αυτί καλά στην πόρτα.
Μπουζούκι, τραγούδι, χαρές. Έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια και τόσφιξε δυνατά. Τα τραγούδια τον κυνηγούν, βουίζουν στο κεφάλι του, δεν μπορεί να ησυχάση, τούρχεται σαν τρέλλα. Διαλογίζεται έτσι, για να ηρεμήση, να ιδή που βρίσκεται, τι είναι τούτο.
-"Επίτηδες το κάνει ο κερατάς. Επίτηδες το κάνει ο άτιμος! Για να με σκάση. Αφήνει τα πουλιά του, μου τρώνε τον κήπο, τραφήκανε και τώρα τα τρώει και γλεντάει για να με σκάση. Στάσου τότε να του δείξω γώ του πρόστυχου".
Και μανιασμένοςδίνει μια σπρωξιά στην πόρτα του Περικλή και μπαίνει μέσα.
Η Περικλίνα με ανασκουμπωμένη την ποδιά, άφησε τα πιάτα που 'φερνε στα χέρια της και την ποδιά και πέσανε στο πάτωμα. Τα κορίτσια σηκωθήκανε ταραγμένα. Άφησε το μπουζούκι ο Περικλής, ανασηκώθη και γελαστός, καλοκαρδισμένος:
-"Βρε, καλώς το Γιάννη. Πως ήταν και τούτο, ρε; Κάτσε, κάτσε να φάμε".
Και κάρφωσε μόνος ένα μεζέ από τον τέντζερη, γιόμισε ποτήρι κρασί και με τα δυο του τα χέρια αυθόρμητα, χαρούμενα, τα πρόσφερε απο καρδιάς στον Γιάννη. Η μορφή του εξέχυνε όλη την καλοσύνη της ψυχής του κείνη την στιγμή κι' έλαμπε το κόκκινο από την ευθυμία, το τραγούδι και την φωτιά, προσωπό του.
Ο Γιάννης εκοκκάλωσε, εξεράθη. Με γουρλωμένα τα μάτια , με σφιγμένες τις γροθιές, αναμαλλιασμένος, σαστισμένος, εμάρμαξε. Αστραπή οι σκέψεις περνούσαν από το νού του.
-" Μωρέ!! Τι 'ναι τούτο;" Τόσο μίσος στην ψυχή, τόση έχθρα, σήμερα τους σκότωσε τον αγιοβασιλιάτη, τους έβρισε, ήταν έτοιμος για μεγαλύτερα, κι' αυτοί γλεντάνε, αυτοί τονε καλωσορίζουνε, τον δίνουνε μεζέ, τον δέχονται αγνά ακι αγαπητά και χαρούμενα. "Μωρέ τι 'ναι τούτο;"
Μπήκε στο σπίτι τους να τους βρίση κι' αυτοί; Για φαντάσου!!!
-"Ρε μη μου φτιάνουν φάκα να με καθήσουν κάτου να με κάνουνε του αλατιού;"
Η καλοσύνη έλαμψε στα μάτια του Περικλή και γλυκοχαμογελούσε ευχαριστημένος.
Συνεκλονίσθη. Κάτι εγκρεμίστη μέσα του και κάτι ανεστήθη.Μια στεναχώρια του 'σφιξε τα στήθη και η καλωσύνη που ένοιωθε στην φαμελια τον έπνιγε. Το αίσθημα του συμφιλιωμού, της αγάπης, που συγχωρεί και ταπεινώνει και ανυψώνει και εξευγενίζει, του γέμισε την ψυχή. Συνεταράχθη βαθιά, ανατρίχιασε σύγκορμος από την ταραχή αυτή κι' ένας κόμπος του ΄σγιξε το λαιμό.
-"Εβίβα Γιάννη, καλώς ώρισες, έπειτα από τόσα χρόνια μες στο φτωχικό μου. Να! πάρε τον μεζέ!".
-"Και μεζέ ρε Περικλή; Και μεζέ, ρε;... Φτύσε με ρε γείτονα, φτύσε με. Έφταιξα τόσο καιρό, έφταιξα", απολογήθη και ο κόμπος ελύθη απ' το λαιμό του. Τα δάκρυά του απόλυσανε βρύση κι' έπεσε στ' αμπάρι πούτανε κοντά του.
Ο Περικλής εσηκώθη, τον αγκάλιασε, τον κάθησε κοντά του στο παραγώνι κι'είπε της Περικλίνας να πάη να πάρη τη Γιαννού και τα παιδιά να συφάνε απόψε συφάμελα.


Ανδρίτσαινα 1938
ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ ΤΣΕΛΑΛΗΣ

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2018

31-Δεκεμβρίου-1790: Η αρχαιότερη διασωθείσα ελληνική εφημερίδα!


Πρωτοσέλιδο

Η πρώτη ελληνική εφημερίδα κυκλοφόρησε στη Βιέννη από τον ζακυνθινό λόγιο, εκδότη και τυπογράφο Γεώργιο Βενδότη τον Ιούνιο του 1784. Η εφημερίδα διέκοψε την κυκλοφορία της μόλις μέσα σε ένα δίμηνο, μετά από πιέσεις του Σουλτάνου προς τις αυστριακές Αρχές. Δυστυχώς, δεν έχει διασωθεί κανένα αντίτυπο από τα οκτώ φύλλα που έβγαλε συνολικά η εφημερίδα του Βενδότη.
Στα τέλη του 1790, κυκλοφόρησε στην Βιέννη η Εφημερίς των δύο πρωτοπόρων Ελλήνων τυπογράφων Πούλιου και Γεωργίου Μαρκίδη-Πούλιου. Οι αδελφοί Πούλιου, που κατάγονταν από την Σιάτιστα, είχαν λάβει άδεια από τις αυστριακές Αρχές, από τον Οκτώβριο του 1790 για την έκδοση εφημερίδας στην ελληνική, την "Ιλλυρική" (Σερβική) και τη Γερμανική γλώσσα.
Από τα πρώτα φύλλα της η Εφημερίς δημοσίευε σε συνέχειες τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως τα διατύπωσε η Γαλλική Επανάσταση. Στην εφημερίδα αυτή τυπώθηκαν επίσης πολλά εθνεγερτικά συγγράμματα του Ρήγα Βελεστινλή. Μεταξύ άλλων, τυπώθηκαν σε μορφή βιβλίου στο ίδιο τυπογραφείο το Σχολείον των ντελικάτων εραστών, ο Θούρειος και η Χάρτα της Ελλάδος.
Η Εφημερίς έπαψε να κυκλοφορεί το 1797 μετά τη σύλληψη του Ρήγα Φεραίου αλλά και του Γεωργίου Πούλιου, που βρισκόταν στο τυπογραφείο, ενώ ο αδελφός του απουσίαζε στο εξωτερικό.
Η εξέλιξη της τυπογραφίας καθυστέρησε στον ελλαδικό χώρο εξαιτίας της Τουρκοκρατίας. Παρόλα αυτά, αξιόλογες προσπάθειες έγιναν το 1819 σε δύο σημαντικές πνευματικές εστίες της υπόδουλης Ελλάδας, τις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας και τη Χίο. Με το ξέσπασμα όμως της επανάστασης του 1821, οι Κυδωνίες καταστράφηκαν και μαζί με αυτές και το τυπογραφείο. Ακολούθως, ένα χρόνο αργότερα, με τη σφαγή της Χίου, και αυτό το τυπογραφείο έπεσε θύμα της εκδικητικής μανίας των Τούρκων.
Το τυπογραφείο της Κέρκυρας δεν ήταν σε θέση να προσφέρει καμία υπηρεσία στην ελληνική επανάσταση εξαιτίας της σχετικής απαγόρευσης από τον Άγγλο κυβερνήτη των Ιονίων Νήσων.
Τον Ιούνιο του 1821 ο Δημήτριος Υψηλάντης έφερε στην Ύδρα, από την Τεργέστη, ένα πιεστήριο το οποίο μετά από περιπέτειες λειτούργησε μέσα σε ένα τζαμί στην Καλαμάτα από τους τυπογράφους των κατεστραμμένων πια Κυδωνιών. Σε αυτό το τυπογραφείο τυπώθηκαν οι πρώτες προκηρύξεις της επανάστασης και η πρώτη εφημερίδα της επαναστατημένης Ελλάδας, Σάλπιγξ Ελληνική.

Τρίτη 28 Αυγούστου 2018

Ο Αγιοβασιλιάτης. (Μέρος Α')

Το παρακάτω διήγημα είναι του γνωστού λογοτέχνη  και ιστοριοδίφη, της περιοχής μας, Αγησίλαου Τσέλαλη. Το συγκεκριμένο διήγημα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Καθημερινή" το 1938, μετά από διαγωνισμό που είχε προκηρύξει. Για την ιστορία, είχε πάρει το πρώτο βραβείο και ο συγκεκριμένος διαγωνισμός υπήρξε πανελλήνιος, πράγμα που το καθιστά την επιτυχία του  ακόμα πιο σημαντική.
  Î£Ï‡ÎµÏ„ική εικόνα

- "Περικλίνα, μωρήηηη!!! Άααχ άτιμοι γειτόνοι, με φάγατε.
Μωρ' Περικλίνααααα..."
- "Τι ορίζεις κυρ-Γιάννη;
- Τι ορίζω μωρή;! Τι ορίζω, μου λες;
- Τι ορίζεις καλέ; Τι θές;  Ξανά απολόγήθη η Περικλίνα από το παρεθύρι. Μα πριν προφτάση να καταλάβη, ένα μπάμ, ένα δυνατό φρούούού, κάκάκά, ετάραξε την ηρεμία της γειτονιάς.
- Να, για να σου δείξω εγώ τι ορίζω.
 -Γιατί μου ξεραίνεις τα παιδιά μου ρε αθεόφοβε;!. Εφώναξε η Περικλίνα, που είδε πια το κακό. Γιατί τα σκοτώνεις, ρε, τα πουλιά; Τι σου φάγανε ρε ανάποδε γείτονα πια;!
- Σας το είπα, μωρή, μαζώχτε τα ζωντανά σας. Δεν υποφερνώστε πια. Τη μια το γουρούνι,την άλλη τα μαρτίνια, τώρα τα πουλιά!!! Μ' αφανίσατε πια. Δεν έμεινε φράχτη, δεν έμεινε κλαρί, δεν έμεινε λάχανο. Και τους μιλάς, τους αφιλότιμους και σου λέει τι ορίζω!!! Να τι ορίζω.
Και θυμωτά, άγρια, άρπαξε τον σκοτωμένο κόκκορη από τη φτερούγα, τον πέταξεστην αυλή κι' άρχισε μ' ακράτητη οργή να διορθώνη τον χαλασμένο φράχτη και να λέη, να λέη και ν΄αν΄βει με τα λόγια του.
Ηπερικλίνα εκατέβη στην αυλή, επήρε τον κόκκορη και φουρκισμένη, αμίλητη, μπήκε στο σπίτι.
Ένας σπάρτινος φράχτης εχώριζε την αυλή του Περικλή από τον κήπο και το σπίτι του Γιάννη. Κι αυτός ο φράχτης ήταν η αιτία να χωρίζωνται χρόνια τώρα οι δυο φαμεληες μ' έχθρα. Για το παραμικρό σγάρλισμα, που έκαναν οι κότες στον κήπο, άρχιζαν τα λογομιλήματα, οι φιλονικείες, η γκρίνια, τα δικαστήρια. Και η έχθρα δυνάμωνε, διαρκούσε και φυτευώτανε στα παιδιά, που ενώ μικρά παίζανε μαζύ, χοροπηδούσανε και γελούσανε αγκαλιασμένα, τώρα, που μεγαλώνουν, φυλάει το ένα τ' άλλο να βρη αφορμή να ανοίξουν φιλονικείες.
Τώρα, με το σκότωμα του κόκκορη θ' άνοιγε η μεγάλη φασαρία. Ο γιάννης το εκαρτέραγε. Κι' ένοιωθε πως ο φόβος να φτάσουν σε μεγαλείτερα. Επέτυχε βλέπεις το σμπάρο τον αγιοβασιλιάτη, που τον έθρεφαν για την πρωτοχρονιά. Τώρα που θα γυρίση από το χωράφι ο Περικλής, θα ιδή το κακό, θα τον πιάση άγριος θυμός, το φιλοτιμό του, και θα βγη να ζητήση το λόγο.
- Γι' ας έρθη ο μασκαράς! Ρε, θα του ειπή διαλογίζεται ο Γιάννης, έχεις και μούτρα και μιλάς κι' όλας; Θέλεις και τα ρέστα; Και άν ειπή λόγο, κι' αρχίση το βρισίδι και κάμη την παλληκαριά να φθάση σε μεγαλείτερα, τότε θα γένη το αγίνωτο. Και επερίμενε μ' αγωνία ο Γιάννης τον ερχομό του, με τα νεύρα ταραγμένα και το μυαλό θολωμένο. Ήταν και στο αίμα του πια η φιλονεικεία και σαν να ένοιωθε πως τον έτρεφε το σαράκι αυτό που του τάραζε τα νεύρα και την ψυχή και του έκανε την ζωή μαύρη κι' αγλύκιατη, ζητούσε τον καυγά, το δικαστήριο, φιρί φιρί. Του είχε καθήση αρρώστεια αγιάτρευτη. Κι' όλο το δίκηο τον έπνιγε, κι' όλο το φιλότιμο τον άναβε. Κι' έβρισκε το γειτονά του να φαγωθή. Κι' ο Περικλής χόρευε του μίσους το χορό με το γειτονά του.
Πέφτοντας ο ήλιος γύρισε ο Περικλής από τη δουλειά, εξεφόρτωσε τα ζα, τους έβαλε φάγνα, ανέβη στην αυλή κι' είδε τις πλάκες ματωμένες στο μέρος που επετάχθη ο κόκκορης.
- Κοτόπλο έσφαξες γυναίκα; Η φτώχεια θέλει καλοπέραση, ε;
- Κοτόπλο, αμή! Εφτούνος ο αχαίρευτος μας ξέρανε. Έρριξε με το ντουφέκι και μας σκότωσε τον αγιοβασιλιάτη μας!. Είπε με πίκρα και θυμό η Περικλίνα.
Άναψ' αυτός. - Δεν έχει φιλότιμο ο λωβός. Τι του χάλασε; Τα καπητούρια; Τόσες φορές έδωσα τόπο στην οργή. Μα όχι κι' έτσι!! Να ρήξη επίτηδες του αγιοβασιλιάτη, τον σημαδεμένο κόκκορη για τη χρονιάρα μέρα. Στον αγιοβασιλιάτη του σπιτιού!!! Δεν τρώγεται πια... Απέ φταίει κανείς να ξεστυλιαρώση τον κασμά και στον πιάση τον αφιλότιμο και στον κάμη, που να μην τον πιάνη βασιλικός γιατρός στα χέρια του. Φταίει; Φταίει ο φονηάς;
Τα κορίτσια του τον κοιτούσαν μαρμασμένα.
- Καλά, έμπα τωρα μέσα χριστιανέ μου, κι' ότι έγινε έγινε. Δεν πάει να χαθή. Και πια, τι έκαμε, τι απόλαψε. Η κακία θα του μείνη. Αυτή θα του φάη το κεφάλι. Έλα τήρα τη δουλειά σου τώρα. Του είπε η Περικλίνα, έτσι, σα φοβισμένη, για να προλάβη τα μεγαλείτερα.
- Ο θεός να σε φυλάη από τον κακό γείτονα, καλά το λέει κι' ο λόγος. Κι' εκούνησε το κεφάλι ο Περικλής, δυνατά, για να διώξη την κακή σκέψη, το θυμό. - Να 'ρχήσω πάλε τα δικαστήρια με φέρνει. Φασαρίες, χασομέριες,γκρίνια, έξοδα. Άει στην οργή!! Να βγαίνης στην αυλή σου, στην πόρτα σου, και να χεις την γκρίνια, τη βρισιά, το ντουφεκίδι με το γείτονα σου!; Με το γείτονα σου, μωρέ; Με ποιον να ειπής καλημέρα;!! Με τον εβραίο στη Γερουσαλήμ; Ας πάει να χαθή πια. Ούλο φιλονεικεία, ούλο γκρι-νταφ, ούλο δικαστήριο... Κοίταξε τα απιδιά του. Τα είδε για μια στιγμή πεινασμένα, πικραμένα, έρμα. Και οι χωροφυλάκοι, κλητήρες, δικαστές, δικηγόροι, φυλακή. Και κοντά τους ο κακός γείτονας, να βρίζη, να σκοτώνη. Κοίταξε και τον σκοτωμένο αγιοβασιλιάτη, που τον ετοίμαζε τώρα να τον μαδήση στην αυλή η Περικλίνα. Και, σα φώτιση, η γαλήνια, γελαστή, γλυκειά μορφή του Άγιο Βασίλη, που φέρνει τη χαρά και τα καλούδια, την αγάπη και την καλωσύνη, έλαμψε το νου του, γέμισε την ψυχή του. Και γαλήνεψε.

ΤΕΛΟΣ Α' ΜΕΡΟΥΣ.

Σάββατο 11 Αυγούστου 2018

Ναός Επικούρειου Απόλλωνος. Ο Ναός που περιστρέφεται, ο Ναός που δονείται!

 

Το Ιερό του Απόλλωνα στην Ηλεία, αλλά και ο Δελφικός Ναός κρύβουν σύμφωνα με τους ερευνητές, κάποια αναπάντεχα μυστικά. Οι αρχαίοι Ελληνικοί Ναοί δεν ήταν τυχαία αρχιτεκτονήματα. Σίγουρα, δεν κατασκευάστηκαν μόνο για να στεγάσουν τη αρχαία λατρεία, αλλά και για να αποτυπώσουν την αρμονία του Σύμπαντος.
Μέσα τους είναι εγγεγραμμένη η βαθιά γνώση που συνδέει τη Γη με τον Ουράνιο θόλο, τον άνθρωπο με το ʼπειρο. Ο Ναός του Επικούρειου Απόλλωνα στις Βάσσες Ηλείας κρατά επίσης, κάποια αναπάντεχα μυστικά βαθιά κρυμμένα. Κυριολεκτικά βαθιά στα θεμέλια του. Αυτά που οι κλασικά σκεπτόμενοι επιστήμονες χαρακτήρισαν «σαθρά»δίχως να καταλάβουν το «μυστικό» που κρύβεται εκεί.
Οι πρώτες περίεργες ενδείξεις προέκυψαν από σχετική έρευνα του αρχαιολόγου Cooper, ο οποίος το 1972 έκανε κάποιες τομές στα θεμέλια του Ναού. Αυτό που ανακάλυψε είναι πως ολόκληρο το οικοδόμημα στηρίζεται πάνω σε μία ασυνήθιστη υπόγεια βάση. Στην ανατολική πλευρά του Ναού υπάρχει σε βάθος δύο μέτρων, ένα στρώμα προσεκτικά λαξευμένου βράχου, με κλίση προς το Νότο.
Πρόκειται για ένα κεκλιμένο επίπεδο, δηλαδή. Στη νότια πλευρά όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εκεί ο Ναός «κάθεται» πάνω σε φερτά υλικά, σε αναρρίμματα και συγκεκριμένα σε ένα στρώμα από κιτρινωπό πηλώδες χώμα και βότσαλα θαλάσσης. Το αποτέλεσμα; Ολόκληρος ο Ναός «γλιστράει και περιστρέφεται αργά γύρω από έναν κατακόρυφο άξονα στην Νοτιοανατολική γωνία του. Για να διευκολυνθεί αυτή η περιστροφή και να αποσβένονται οι κραδασμοί, ολόκληρη η βάση του Ναού είναι κατασκευασμένη από αλλεπάλληλα στρώματα πλακών που συνδέονται μεταξύ τους με μεταλλικούς συνδετήρες γύρω από τους οποίους έχει χυθεί μόλυβδος, όπως έγραψε το περιοδικό Τηλέραμα.


Παρόμοιες συνδέσεις έχουν παρατηρηθεί και στο δάπεδο του Ναού της Προναίας Αθηνάς στους Δελφούς, στο μυστηριώδες κτίσμα που είναι γνωστό με το όνομα«θόλος». Γιατί όμως,να έχει...

"Τέρμα τα δίφραγκα", πως βγήκε η έκφραση!

Αποτέλεσμα εικόνας για εισπράκτορας παλιός λεωφορείου


Κατά το δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα, τα μέσα που κυριάρχησαν στην μετακίνηση του κόσμου, στα αστικά κέντρα συνήθως, ήταν τα λεωφορεία, κατά κύριο λόγο, καθώς τα τρόλεϊ και τα τραμ. Σε αυτά την είσπραξη του αντιτίμου της διαδρομής αναλάμβανε ο εισπράκτορας που κάθονταν σε ένα κάθισμα περιστρεφόμενο και μπροστά του είχε έναν μικρό γκισέ γεμάτο ψιλά μια και κυριαρχούσε η δραχμή και οι υποδιαιρέσεις της. Οι διαδρομές ήταν κλιμακωτές και καθορίζονταν από το μήκος της διαδρομής. Την περίοδο που επικράτησε η έκφραση, περίπου το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1960, η ελάχιστη διαδρομή ήταν 50 λεπτά και αύξανε όσο αύξανε και η διαδρομή με την τιμή να φθάνει στις 2 δραχμές (δίφραγκο) έως το τέρμα της διαδρομής. Ο εισπράκτορας αναφωνούσε σε κάθε στάση και το τέλος του αντίστοιχου ποσού. Για παράδειγμα έλεγε, τέρμα η δραχμή, τέρμα τα μια και είκοσι και ου τω κάθ' εξής ως το τέλος της διαδρομής που αναφωνούσε "τέρμα τα δίφραγκα" και εννοούσε το τέλος της διαδρομής ή αλλιώς πως δεν πάει άλλο παραπέρα. Τότε γυρνούσε με το περιστρεφόμενο κάθισμα προς την αντίθετη κατεύθυνση που έδειχνε στους επιβαίνοντες πως πρέπει να κατέβουν.
Έτσι έμεινε η έκφραση "τέρμα τα δίφραγκα" ως και τις μέρες μας που υποδηλώνει αγανάκτηση, πως "δεν πάει άλλο". Η έκφραση έμεινε στην καθομιλουμένη από τους ίδιους τους εισπράκτορες οι οποίοι την χρησιμοποιούσαν και στην καθημερινή τους ζωή.
Σημείωση: Τα παραπάνω μου τα διηγήθηκε προ ολίγων ετών εισπράκτορας της εποχής.

Σάββατο 4 Αυγούστου 2018

Τι είναι το "κερατιάτικο" και πως βγήκε η έκφραση!


Οι παράνομες ερωτικές σχέσεις κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας τιμωρούνταν σκληρά. Αν ο άνδρας και οι γυναίκα ήταν ανύπαντροι τους καταδίκαζαν σε 90 ραβδισμούς. Τον άντρα τον χτυπούσαν στις πατούσες και τη γυναίκα στα οπίσθια. Αν ο ένας ήταν παντρεμένος, καταδικαζόταν σε θάνατο με λιθοβολισμό. Αν ήταν και οι δύο παντρεμένοι τους λιθοβολούσαν και πάλι, αφού όμως πρώτα έβαζαν στη βράκα της γυναίκας μία γάτα. Αν μια ανύπαντρη μουσουλμάνα είχε δεσμό με χριστιανό, τη λιθοβολούσαν μέχρι θανάτου. Η μοιχεία ήταν θανάσιμο αμάρτημα στην Τουρκοκρατία. Αν η μοιχαλίδα ήταν Τουρκάλα, την έκλειναν σε ένα σακί και την έριχναν στη θάλασσα. Αν ο άντρας της ήθελε να τη συγχωρήσει και να την κρατήσει, όφειλε να τη φορτωθεί στην πλάτη του και να δεχτεί 150 ξυλιές στα οπίσθια. Στη συνέχεια έπρεπε να πληρώσει στον Σούμπαση (αστυνόμο) ένα άσπρο, το λεγόμενο «κερατιάτικο». Από τη στιγμή αυτή καθένας είχε το δικαίωμα να τον αποκαλεί κερατά. Όταν οι αστυνομικοί έβλεπαν ένα κορίτσι να μιλά με κάποιον άντρα, έστελναν μαμή και την εξέταζε. Αν διαπιστωνόταν ότι είχε χάσει την αγνότητά της, την πουλούσαν ως  σκλάβα για 20-25 γρόσια, ανάλογα με την εμφάνισή της. Αν ήταν από πλούσια οικογένεια όμως, οι γονείς της πλήρωναν στον αστυνόμο κάποιο σημαντικό ποσό κι έκλειναν το ζήτημα. Η διαπόμπευση μιας μοιχαλίδας στην Αθήνα κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία. Την έβαζαν μαζί με τον μοιχό πάνω σε ένα γαϊδούρι, με το κεφάλι προς την ουρά, την οποία και κρατούσαν ως χαλινάρι. Πάνω στο κεφάλι και στον τράχηλό τους τοποθετούσαν εντόσθια ζώων. Τους περιέφεραν στους δρόμους της πόλης και ο κόσμος τους γιουχάιζε. Η πομπή κατέληγε στην εκκλησία της Παναγίας Χρυσοκαστριώτισσας, πάνω στον λόφο του διονυσιακού θεάτρου, όπου τους ξεπέζευαν και τους άφηναν για 24 ώρες εκτεθειμένους στον χλευασμό και τα πειράγματα των συμπολιτών τους.
ΠΗΓΗ:  http://www.mixanitouxronou.gr

Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

"Έγινε της Πόπης", από που προήλθε η δημοφιλής έκφραση!



Το έτος 1920, ένα μετασκευασμένο επιβατικό ατμόπλοιο 408 τ. περιέρχεται στην ιδιοκτησία της "Ηπειρωτικής Ατμοπλοΐας" του Ποταμιάνου και φέρει το όνομα "Πόπη". 
Το "Πόπη" ήταν ένα παλαιό σε ηλικία σκαρί, που όταν εντάχθηκε στην εταιρεία του Ποταμιάνου μετρούσε ήδη σαράντα χρόνια ζωή. Είχε ξεκινήσει ως ιδιωτική θαλαμηγός αναψυχής και αφού άλλαζε διαρκώς ιδιοκτήτες κατέληξε να μετασκευαστεί σε πλοίο ακτοπλοΐας. 
Το "Πόπη" στις 27 Νοεμβρίου του 1934 εξώκειλε στη νησίδα "Κασίδι" που απέχει τριακόσια περίπου μέτρα από τις βραχονησίδες "Φλέβες" και ένα μίλι μετά το ακρωτήριο "Μικρό Καβούρι" που δεν είναι άλλο από το ακρωτήριο που εκτείνεται μετά το Λαιμό της Βουλιαγμένης. 
Το πλοίο ήταν φορτωμένο τουλάχιστον επισήμως με 122 επιβάτες (τόσα ήταν τα εισιτήρια που είχαν εκδοθεί, ενώ αργότερα θα αποδειχθεί ότι οι επιβάτες έφταναν τους 140 καθώς πολλοί είχαν εκδώσει εισιτήριο μέσα στο πλοίο) αλλά και με εμπορεύματα -μεταξύ των οποίων και τυριά- και πλοίαρχο τον Γεώργιο Πιλάλη. 
Το πλοίο θα εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς, Σύρο, Πάρο, Νάουσα Πάρου, Νάξο, Φολέγανδρο, Σίκινο, Οία, Ίο, Θήρα, Ανάφη, Αμοργό, Αιγιάλη, Σχοινούσα, Ηρακλειά, Κουφονήσια, και επιστροφή μέσω Νάξου, Πάρου, Σύρου, για να καταπλεύσει κάποτε στον Πειραιά από όπου αναχώρησε!
Όταν το "Πόπη" προσέκρουσε, τόσο οι αξιωματικοί του πλοίου όσο και το πλήρωμα φρόντισαν να δώσουν προτεραιότητα στην εκφόρτωση των τυριών που το πλοίο μετέφερε πάνω στη βραχονησίδα, παρά στη διάσωση των επιβατών.
Οι τρεις αξιωματικοί γέφυρας του "Πόπη" πάνω στο ξερονήσι που έριξαν το καράβι, αναμένουν να τους πάρουν για τον Πειραιά. Πίσω τους στοιβαγμένα κεφάλια από τυριά που φρόντισαν οι άνδρες του πληρώματος να βγάλουν την ίδια στιγμή που οι επιβάτες πνίγονταν! 
Μετά την προσάραξε άρχισε να λαμβάνει κλίση προς τα δεξιά ενώ οι επιβάτες του προσπαθούν να σωθούν μόνοι τους. Κανείς δεν βρέθηκε να τους οδηγήσει στο κατάστρωμα για να σωθούν. Αυτή η απουσία του πληρώματος την ώρα του κινδύνου επέτεινε την σύγχυση, ενώ μια φωνή μέσα στο σκοτάδι ακούστηκε: "Πνιγόμαστε, σωθείτε όπως μπορείτε". 
Παρότι το πλοίο ουδέποτε βυθίστηκε ολόκληρο, έντεκα επιβάτες πνίγηκαν από τον πανικό που επικράτησε. Τρεις χωροφύλακες που βρέθηκαν να συνοδεύουν κρατουμένους στην Ανάφη, άναψαν κλεφτοφάναρα με τα οποία ο κόσμος κατάφερε να δει και να εξέλθει. Αρκούσε μια οδηγία και μόνο για να εξέλθουν οι επιβάτες και να αποβιβαστούν στην κυριολεξία περπατώντας απλά στη διπλανή στεριά της βραχονησίδας του "Κασιδιού". 
Σημειωτέον ότι το ατμόπλοιο "Πόπη" δεν διέθετε συσκευή ασύρματου τηλέγραφου. 
Η προσάραξη του Α/Π "Πόπη" όπως παρουσιάζεται στο φύλλο της εφημερίδας "Σφαίρα" της 28ης Νοεμβρίου 1934 
Η προσάραξη του πλοίου, μεταξύ άλλων προκάλεσε και την έντονη διαμαρτυρία του Συνδέσμου Ραδιοτηλεγραφητών οι οποίοι εξέδωσαν διαμαρτυρία "δια τα όσα συνέβησαν με το Α/Π "Πόπην" κύρια όμως για το γεγονός ότι τα ακτοπλοϊκά σκάφη μέχρι τότε δεν έφεραν ασύρματο τηλέγραφο.
Ο πανικός που επικράτησε κατά την εγκατάλειψη του πλοίου, καθώς η πρόσκρουση έγινε νύχτα, βοήθεια από το πλήρωμα δεν υπήρξε, τηλέγραφο το πλοίο δεν διέθετε, έμεινε βαθιά χαραγμένη για πάντα στη μνήμη του ναυτικού κόσμου και των νησιωτών ώστε η έκφραση "έγινε της "Πόπης"", έγινε ταυτόσημη με τον πανικό και την αταξία της νύχτας του ναυαγίου.
Οι ναυαγοί του "Πόπη" φτάνοντας στον Πειραιά με σπαραγμό και οδύνη μεταφέρουν τις εικόνες χάους και πανικού που επικράτησαν κατά τη διάρκεια της πρόσκρουσης. 

Και δεν έφτανε μόνο αυτό αλλά αφού το πλοίο ρυμουλκήθηκε στον Πειραιά και επισκευάστηκε με μερικές μόνο επιδιορθώσεις, δρομολογήθηκε στη γραμμή Πάτρα, Ζάκυνθο, Αργοστόλι, Ληξούρι.
Σύντομα όμως και σε αυτή την γραμμή το "Πόπη" προσάραξε θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο για δεύτερη φορά τους επιβάτες του. Έλεγαν ότι λόγω υψηλού κέντρου βάρους το πλοίο ήταν ευάλωτο στις απότομες κλίσεις. 
Δεν ήθελε και πολύ ώστε η έκφραση του ναυαγίου, να επανέλθει και πάλι, αφού ο ναυτικός κόσμος μιλούσε εκ νέου για της "Πόπης" τα κατορθώματα! 
Καθώς λοιπόν της "Πόπης" τα κατορθώματα.... λάμβαναν διαστάσεις ο κόσμος απέφευγε να ταξιδεύει με αυτό το πλοίο αφού ένιωθε ανασφαλής. Οι επιβάτες που είχαν γνωρίσει την εμπειρία ενός ταξιδιού με το "Πόπη", εξιστορούσαν τις εμπειρίες τους από το παραλίγο μοιραίο ταξίδι τους.
Τότε το πλοίο άλλαξε για να αποσυνδεθεί από το κακό ιστορικό του, μετονομάσθηκε σε "Ήπειρος". Με την ονομασία αυτή αποτέλεσε ένα από τα πλοία της εταιρείας "Ηπειρωτική", στην οποία επίσης την περίοδο του Μεσοπολέμου ανήκαν τα πλοία "Ελβίρα", "Κίμων", "Πέτρος", "Τάσος" και "Φωκίων".
Όμως οι επιβάτες για να το ξεχωρίζουν -λόγω του κακού του ιστορικού- συνέχιζαν να το αποκαλούν με το αρχικό του όνομα, "Πόπη", αφού αποτελούσε πλέον φόβητρο σε όποιον ταξίδευε με αυτό. 

ΠΗΓΗ: http://pireorama.blogspot.com/

Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

Η απελευθέρωση της Ηλείας, και η μάχη στου Λάλα πρόδρομος της απελευθέρωσης της Τριπολιτσάς!

Αποτέλεσμα εικόνας για η μαχη στο πουσι

Με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, η Ηλεία ήταν από τις πρώτες επαρχίες του Μοριά που απελευθερώθηκαν από τον τουρκικό ζυγό.  Έτσι, της δόθηκε η ευκαιρία, από τους πρώτους κιόλας μήνες, να συμβάλλει σημαντικά στον αγώνα για την απελευθέρωση της υπόλοιπης Ελλάδας. Τον Ιούνιο του 1821 διεξήχθη στις περιοχές Πούσι και Μποτίνι, η πιο σημαντική και καταλυτική μάχη για την έκβαση του αγώνα. Οι ένοπλες επαναστατικές δυνάμεις που αποτελούνταν από Ηλείους, Γορτύνιους, Αχαιούς, Μεσσήνιους, Ζακύνθιους και Κεφαλλονίτες, συνέτριψαν τους σκληροτράχηλους Λαλαίους της περιοχής. Η έκβαση της μάχης, που κρίθηκε υπέρ των Ελλήνων, είχε ως αποτέλεσμα την ολοκληρωτική αποχώρηση των Τούρκων από την επαρχία της Ηλείας και  σήμανε το τέλος της σκληρής Οθωμανικής δουλείας και της βίας Λαλαίων Τουρκαλβανών. Η απόφαση των οπλαρχηγών να συσταθεί στρατόπεδο στην περιοχή Πούσι και Μποτίνι, είχε ως αποτέλεσμα να προκληθεί γενικός συναγερμός σε ολόκληρη την Ηλεία. Όσοι από τους κατοίκους των χωριών της ορεινής Ηλείας μπορούσαν να κρατήσουν όπλο, συνέδραμαν, συστρατευόμενοι υπό τις διαταγές των οπλαρχηγών.
Οι γεροντότεροι και ανίκανοι για εργασία, από τα διπλανά χωριά, συνάχθηκαν, με εντολή των ....