"Κι έβαζε ακόμα χτήμα απάνω τον βασιλικό, κι αργάτες θέριζαν, κοφτερά στα χέρια τους φουχτώνοντας δρεπάνια· άλλα χερόβολα σωριάζονταν στο χώμα αράδα αράδα κι άλλα τα δέναν με ασταχόσκοινα γερά οι δεματιαστάδες· κι ήτανε τρεις πον τα δεμάτιαζαν, και πίσω τονς αγόρια τρέχαν, μάζευαν τα χερόβολα, στην αγκαλιά τα παίρναν, και τα 'διναν πιο πίσω ...
Κάπου πιο πέρα οι κράχτες σύνταζαν κάτω από δρυ το γιόμα· βόδι τρανό είχαν σφάξει κι έψηναν με προθυμία, κι οι δούλες σωρό το αλεύρι το άσπρο εζύμωναν, να φαν οι θεριστάδες. (Ομήρου Ιλιάς Σ, στ. 550-556 και 558-560. Μετάφραση: Ι. Κακριδή - Ν. Καζαντζάκη)
Όταν τα στάχυα κιτρινίσουν σαν το κυδώνι τότε το σιτάρι είναι ώριμο και πρέπει ν' αρχίσει ο θερισμός. Αυτό στον τόπο μας γίνεται τον Ιούλιο, γι' αυτό κι ο μήνας λέγεται "Θεριστής".
Οι θεριστάδες ετοίμαζαν τα εργαλεία του θερισμού, δρεπάνια, ετοίμαζαν και τα δεματικά για να δέσουν τα δεμάτια.
Οι άντρες με πλατύγυρο ψάθινο καπέλο στο κεφάλι κι οι γυναίκες με τη μαντήλι στο πρόσωπο, πρωί με τη δροσιά ξεκινούσαν για τα χωράφια τους. Εκεί έμπαιναν με τη σειρά κι έπαιρνε ο καθένας τον όργο του. Στο δεξί χέρι κρατούσαν το δρεπάνι και στ' αριστερό έβαζαν την παλαμαριά στα δάκτυλα, που προστάτευε το χέρι και βοηθούσε να πιάνουν μεγαλύτερες χεριές.
Πρώτος άρχιζε ο πρωτεργάτης, που ήταν ο πιο καλός κι έμπειρος θεριστής της ομάδας. Προτού αρχίσει, γυρνώντας "καταηλιού", έκανε το σταυρό του λέγοντας: "Αιντε στ' όνομα του Θεού! Καλοξόδιαστα και τυχερά! Τ' χρόν' πλειότερα! Χίλια κιλά να δώσ' ου Θεός. Αφεντικό! (το κιλό 22 οκάδες). Αμήν! Γεια στα χέρια σας. Και δύναμη να σας δίν' ο Θεός" απαντούσε τ' αφεντικό.
Κι ο πρωτεργάτης άρχιζε και θέριζε τόσο, όσο μπορούσε να φτιάσει ένα δεμάτι. Βάζοντας τις χεριές επάνω στ' ανοιχτό δεματικό, τις έδενε κι έστηνε όρθιο το πρώτο δεμάτι με τα στάχυα κοιτάζοντας τον ουρανό. Το πρώτο αυτό δεμάτι, που το στόλιζαν με παπαρούνες κι αγριολούλουδα, θα έστεκε όρθιο σ' όλη τη διάρκεια του θερισμού σαν προσφορά και θυσία του γεωργού στο Θεό, όπως έκαναν και οι αρχαίοι ικετεύοντας τη γη να είναι πάντοτε καλή κι απλόχερη μαζί τους.
Τ' αφεντικό κερνούσε τους θεριστάδες κι όλοι μαζί με τραγούδι άρχιζαν το θερισμό, αφήνοντας κάτω τις χεριές, που σχημάτιζαν τόσες σειρές, όσοι ήταν κι οι θεριστάδες. Ο δεματατζής από κοντά έδενε τα δεμάτια με ξύλο λεπτό ως τριάντα πόντους, λίγο γυριστό και μυτερό στην άκρη.
Καθώς η μέρα προχωρούσε, η ζέστη δυνάμωνε κι ο ιδρώτας έσταζε από τα πρόσωπα, ενώ τα άγανα γρατσούνιζαν τα χέρια. Όλη την ώρα ακουγόταν ο μεταλλικός ήχος των δρεπανιών πάνω στην καλαμιά.
Το μεσημέρι, όταν η ζέστη γινόταν αφόρητη, κάθονταν όλοι στον ίσκιο κάποιου κοντινού δέντρου για να ξεκουραστούν και να φάνε το φαγητό που ετοίμαζε η νοικοκυρά μαζί με το δροσερό ξιδόνερο.Άπλωναν μετά να κοιμηθούν για λίγο ώσπου να πέσει η ζέστη. Κι όταν ξυπνούσαν, αφού τρόχιζαν τα δρεπάνια με το λαδάκονο, άρχιζαν τη δουλειά με το τραγούδι:
"Κάτω στους τρανούς τους κάμπους και στα πράσινα λιβάδια
έσπειρα σπυρί σιτάρι, φύτρωσε μαργαριτάρι
κι έβαλα περ' σους εργάτες, έβαλα κι ένα λεβέντη
νια να δένει τα δεμάτια."
Πολλά ήταν τα τραγούδια του θέρου. Τα θέματα τους ήταν παρμένα από τα βάσανα και τις πίκρες τής ζωής, από τους πόθους, τήν αγάπη και τον έρωτα.
Το μεροκάματο κρατούσε από τα χαράματα μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Κι οι θεριστάδες.....