ΤΡΥΠΗΤΗ(ΎΠΑΝΑ, ΙΣΟΒΑ 'Η ΜΠΙΤΖΙΜΠΑΡΔΙ ): " Ίσταται κατά τον βορράν, στηριζόμενο επί φυσικού μπαλκονίου, εξόχως μεγαλοπρεπής και η περικλείουσα αιώνια βλάστηση αποτελεί τον μανδύα του. Αυτός λάμπει και απαστράπει εις όλα τα παιχνίδια των χρωμάτων εις καθημερινό θέαμα και ακτινοβολεί ως φαιοπράσινη φλόγα υπό τας πρωϊνάς αχτίδας του ηλίου".

''Πρός άρκτον δ' 'ομορα ήν τω Πύλω δύο πολίδια Τριφυλιακά 'Υπανα και Τυπανέαι και ποταμοί δε δύο εγγύς ρέουσι, ο τε Δαλίων (Διάγων) και ο Αχέρων εκβάλοντες εις τον Αλφειόν"
(Στράβων Η΄3,15)

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φράσεις με σημασία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φράσεις με σημασία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2023

Μορέας ή Μοριάς (...και όχι Μωριάς) από που προήλθε το όνομα.

 

Χάρτης του Μοριά το 1608.

Η Πελοπόννησος από τα αρχαία χρόνια αποτελεί πάντα, ίσως, το σημαντικότερο κομμάτι της χερσονήσου του Αίμου και ειδικότερα του Ελλαδικού χώρου. Εμφανίζεται στον χάρτη της ιστορίας με την ονομασία Πελασγία (εκ των αυτοχθόνων Πελασγών), μετέπειτα Απία και συνεχίζει και επικρατεί η ονομασία Πελοπόννησος (΄΄νήσος του Πέλοπος΄΄, αν και παράδοξο για την εποχή εκείνη να συμπεριλαμβάνεται η λέξη νήσος) που την συνοδεύει ως και σήμερα. Υπάρχει όμως ένα μεσοδιάστημα 6, περίπου, αιώνων που ένα άλλο όνομα χαρακτηρίζει την «νήσο του Πέλοπος» και αφήνει ένα στίγμα με βαθιές ρίζες ακόμη και στις μέρες μας και αυτό δεν είναι άλλο από το όνομα «Μοριάς».

Συγκεκριμένα κατά την μεσοβυζαντινή ή μεσαιωνική περίοδο, 12ος αιώνας, ως και την επίσημη ίδρυση του Ελληνικού κράτους το όνομα Μωρέας ή Μορέας ή Μοριάς (σημ. με συνίζηση*) είναι αυτό που χαρακτηρίζει τον ανυπέρβλητο τόπο του ελλαδικού χώρου και στιγματίζει την μνήμη των κατοίκων του. Σε ελληνικό  έγγραφό του 1111 που ανακάλυψε στο Βρετανικό μουσείο ο Κωνσταντίνος Σάθας, αναφέρεται για πρώτη φορά αυτό το όνομα, Μοραίας. "Μνήσθητι Κύριε του δούλου σου Ανδρέου μοναχού του εκ της καθολικής εκκλησίας Ωλένης του Μοραίου".

Αρχικά το όνομα αυτό το έφερε μόνο η περιοχή της Ηλεία και κατόπιν επικράτησε σε όλη την Πελοπόννησο (14ος-15ος αι.). Από αυτό συμπεραίνουμε πως αναιρείται η άποψη πως το όνομα είναι συνυφασμένο με την Φραγκοκρατία αφού ήδη προϋπήρχε.

Η ετυμολογία του ονόματος έχει ερευνηθεί από πολλούς ιστορικούς

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

Πως έμεινε η έκφραση: Η Νίλα του Δράμαλη

 


Νίλα: η καταστροφή, η ζημιά, η αποτυχία, η ταλαιπωρία.

Με την παραπάνω λέξη καθορίζεται το μέγεθος μιας απρόσμενης αποτυχίας – καταστροφής. Η έκφραση συνδυάστηκε με την μεγάλη νίκη των Ελλήνων στα Δερβενάκια και την, ακόμη πιο μεγάλη, παταγώδη αποτυχία του εντυπωσιακού στρατού, για τα δεδομένα της εποχής, του Οθωμανού Πασά- στρατηγού Δράμαλη που ουσιαστικά αποδεκατίστηκε στα στενά των κακοτράχαλων Δερβενακίων. Βέβαια θα πρέπει να προσθέσω πως την εποχή στην οποία αναφέρομαι η λέξη «νίλα» εξέφραζε επίσης οίκτο και ταραχή.

Κατά το καλοκαίρι του 1822 λαμβάνει χώρα η εκστρατεία του Δράμαλη στην Πελοπόννησο για να καταπνίξει την επανάσταση των Ελλήνων. Παίρνει το κάστρο της Κορίνθου αντουφέκηγο αφού ο μεγάλος όγκος της στρατιάς του προκαλούσε δέος στο πέρασμά της. Ματαιόδοξος γαρ, θέλησε να κυνηγήσει τον Κολοκοτρώνη και τους επαναστάτες ολούθε ώστε να τους συντρίψει σέρνοντας την ογκώδη στρατιά του στα δύσβατα μέρη του Μοριά και φθάνοντας στον Αργολικό κάμπο κατάλαβε πόσο λάθος έκανε αφού η εικόνα που αντίκρυσε στη διάβα του ήταν καμένη γη, λαμπρή ιδέα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Η ζέστη και οι διάφορες αρρώστιες (δυσεντερία κ.α.) έπληξαν την υγεία του στρατεύματος αλλά και τον εγωϊσμό του ίδιου του Μαχμούτ Πασά Δράμαλη. Ο Δράμαλης αποφάσισε να γυρίσει στην Κόρινθο και ο μόνος που το υποψιάστηκε ήταν ο Γέρος, και παρά τις πιέσεις των πολιτικών που πίστευαν πως θα κατευθυνθεί προς την Τρίπολη, και του έστησε καρτέρι στα Δερβενάκια (Δερβένι [ντερβένι] = στενό πέρασμα) μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες ήρωες και αποδεκάτισε την μεγαλειώδη στρατιά του πασά. Οι λίγοι που διασώθηκαν, μαζί με τον Δράμαλη, γύρισαν στην Κόρινθο. Ο Μαχμούτ πασάς Δράμαλης μετά από λίγο καιρό πέθανε από τον καημό του ή από «την μεγάλη νίλα που έφαγε».

Εν τούτοις με το πέρασμα του χρόνου η έκφραση έμεινε στα χείλη των Ελλήνων και κατόπιν στην πένα τους για να φθάσει ως τις μέρες μας και να διευρυνθεί ακόμη πιο πολύ εκφράζοντας την αποτυχία μέσα από τον συναγωνισμό, την ζημιά που προκαλεί ταλαιπωρία κ.α.

Πηγές: el.wiktionary.org, Δημ. Φωτιάδη: Καραϊσκάκης, Βασίλη Ρώτα: Κολοκοτρώνης

 


Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

"Κοράκιασα από την δίψα", πως βγήκε η φράση!

Μικρά Μυστικά: «Κοράκιασα από τη δίψα»! γιατί λέμε αυτή τη φράση

Φ
ράση που προέρχεται από έναν αρχαιοελληνικό μύθο. Σύμφωνα με αυτόν, σε κάποια μικρή ορεινή πόλη της αρχαίας Ελλάδας, οι κάτοικοι αποφάσισαν κάποτε να κάνουν μια θυσία στο θεό Απόλλωνα. Το νερό όμως που θεωρούσαν ιερό και το χρησιμοποιούσαν στις θυσίες , βρίσκονταν ανάμεσα σε δύσβατα φαράγγια. Έπρεπε λοιπόν για αυτή τη σημαντική θυσία να στείλουν κάποιον σε αυτή τη δύσκολη και ανηφορική διαδρομή, για να φέρει το «ιερό» νερό. Ξαφνικά, ακούστηκε μια φωνή από ένα δέντρο εκεί κοντά. Ήταν η φωνή ενός κόρακα ο οποίος προσφερόταν να αναλάβει το συγκεκριμένο εγχείρημα. Παρά την έκπληξη που ένιωσαν οι κάτοικοι ακούγοντας τη φωνή του κόρακα, αποφάσισαν να του αναθέσουν την αποστολή, μιας και με τα φτερά του θα έφτανε γρήγορα και εύκολα στην πηγή που έτρεχε το «ιερό» αυτό νερό. Έδωσαν λοιπόν, οι άνθρωποι στον κόρακα μια μικρή υδρία, αυτός την άρπαξε με τα νύχια του και πέταξε στον ουρανό με κατεύθυνση την πηγή. Ο κόρακας έφτασε γρήγορα στην πηγή. Πλάι της αντίκρισε μια συκιά γεμάτη σύκα, και λιχούδης καθώς ήταν άρχισε να δοκιμάζει μερικά σύκα. Τα σύκα όμως ήταν άγουρα, και ο κόρακας αποφάσισε να περιμένει μέχρι να ωριμάσουν, ξεχνώντας όμως την αποστολή που είχε αναλάβει για λογαριασμό των ανθρώπων. Περίμενε τελικά δύο ολόκληρες μέρες ώσπου τα σύκα ωρίμασαν. Έφαγε πολλά μέχρι που κάποια στιγμή θυμήθηκε τον πραγματικό λόγο για τον οποίο είχε έρθει στην πηγή. Άρχισε να σκέφτεται λοιπόν, πώς θα δικαιολογούσε την αργοπορία του στους κατοίκους της πόλης. Τελικά γέμισε με νερό τη μικρή υδρία, άρπαξε με το ράμφος του ένα μεγάλο φίδι το οποίο διέκρινε να κινείται κοντά στους θάμνους και πέταξε για την πόλη. Όταν ο κόρακας έφτασε στην πόλη, οι κάτοικοι θέλησαν να μάθουν το λόγο για τον οποίο άργησε να επιστρέψει με το νερό από την πηγή. Ο κόρακας αφού άφησε κάτω την υδρία και το φίδι, και ισχυρίστηκε ότι το συγκεκριμένο φίδι ρουφούσε το νερό από την πηγή, με αποτέλεσμα αυτή να αρχίσει να ξεραίνεται. Έπειτα τους είπε πως όταν το φίδι αποκοιμήθηκε, αυτός γέμισε την υδρία με το νερό και γράπωσε και το φίδι για να το παρουσιάσει στους κατοίκους. Οι άνθρωποι τον πίστεψαν και σκότωσαν το φίδι χτυπώντας το με πέτρες και ξύλα. Όμως, το φίδι αυτό ήταν του θεού Απόλλωνα, και ο θεός του φωτός οργισμένος αποφάσισε να τιμωρήσει τον κόρακα για το ψέμα του. Έτσι από εκείνη την ημέρα, κάθε φορά που ο κόρακας προσπαθούσε να πιει νερό από κάποια πηγή, αυτή στέρευε. Κράτησε πολύ καιρό το μαρτύριο αυτό της δίψας του κόρακα, μέχρι που ο Απόλλωνας τον λυπήθηκε και τον έκανε αστέρι στον ουρανό. Από τότε, όταν κάποιος διψούσε πολύ, έλεγε τη φράση « Κοράκιασα από τη δίψα ». Και αυτή η φράση έχει παραμείνει ως τις μέρες μας…


Πηγή: pireasnews

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2020

"Θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί" πως βγήκε η φράση!


Αποτέλεσμα εικόνας για εθνοσυνελευση μαυροκορδατου

Εν μέσω της ελληνικής επανάστασης, δημιουργήθηκαν  κυβερνήσεις οι οποίες όχι μόνο δεν έκαναν καλό, αντιθέτως δημιούργησαν προβλήματα με γνώμονα την πολιτική καθιέρωση, εξέλιξη, έλεγχο και η υποταγή σε αυτές των ανθρώπων που έχυσαν το αίμα τους, των Αγωνιστών. Αυτό επετεύχθη μέσα από την πλεκτάνη και την ραδιουργία ανθρώπων υπόλογων στην ιστορία του ελληνικού έθνους. Ανάμεσα σε αυτούς πρωτοστατεί ο Μαυροκορδάτος με συνεπίκουρους τον Κωλέττη και  τον Νέγρη. Αυτός ο διοπτροφόρος δαίμονας δημιούργησε πάμπολλες καταστάσεις τόσο πολιτικές, όσο και στρατιωτικές με αποτέλεσμα να πρωτοστατεί και να έλεγε τα πάντα. Οι οπλαρχηγοί για αυτόν ήταν πλέον περιττοί και θεωρούσε τον εαυτό του απαραίτητο για τη χώρα. Τη στιγμή που ακόμα η χώρα βρισκόταν στα σπάργανα ο ίδιος καλούσε εθνοσυνελεύσεις, σκάρωνε Σύνταγμα κατά δοκούν και έκανε εκλογές στα μέτρα του. Έτσι λοιπόν ο συγκεκριμένος πολιτικάντης έφτιαξε πρώτα Σύνταγμα πριν καν δημιουργηθεί χώρα. Όλοι πλέον είχαν πιαστεί για τα καλά στα δίχτυα του, μπορούσε εύκολα να τους παρασύρει με τη βοήθεια συμμάχων, ο ίδιος είχε διαλέξει, ακόμα και στη φυλακή(βλέπε Κολοκοτρώνης) ή ακόμα και στον θάνατο (βλέπε Ανδρούτσος).
Η δράση του στρατιωτικά δεν είχε τα ίδια αποτελέσματα που είχε στην πολιτική. Αφού δεν μπόρεσε να δρέψει στρατιωτικές δάφνες στην Μεσσηνία και στην Πάτρα, και να υποσκελίσει τον μεγάλο του εχθρό Κολοκοτρώνη αποφάσισε να επιβληθεί μόνο πολιτικά με την ψήφιση του δικού του Συντάγματος. Ο μεγαλύτερος ραδιούργος και άνθρωπος που τρέφονταν από την ίντριγκα, απόγονος της Μεγάλης ανθελληνικής φαναριώτικης σχολής με περίσσια υποκρισία και διδακτορικό στις παραδουνάβιες ηγεμονίες έκαμψε την αντίσταση των στρατιωτικών, πήρε με το μέρος του τους κοτζαμπάσηδες και τους προεστούς και έγινε ο ισχυρότερος άνθρωπος της χώρας. Μπορούσε να εξοντώσει όλους τους αντιπάλους του, είτε στρατιωτικούς, είτε πολιτικούς όχι με όπλα αλλά με το λόγο και το χαρτί. Τους τύλιξε πραγματικά σε μία κόλλα χαρτί και άνοιξε τη φυλακή για τους αντίθετος στην γνώμη του. Είναι ο άνθρωπος ο οποίος χρησιμοποιούσε καθημερινά, ώστε να απειλήσει τον οποιονδήποτε που στέκονταν εμπόδιο, την φράση  " θα σε τυλίξω σε μία κόλλα χαρτί " η οποία έμεινε ως και τις μέρες μας ως απειλή για τον οποιονδήποτε μπλέξει με τα δίχτυα της γραφειοκρατίας και των μελανών υδάτων της πολιτικής.

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019

Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα, πως έμεινε η έκφραση!


  
Αποτέλεσμα εικόνας για ιδου η ροδος ιδού και το πήδημα σημασια

Η παροιμιώδης αυτή έκφραση, προέρχεται από τον μύθο του Αισώπου, «Ανήρ κομπαστής» (ο άνδρας που καυχιέται) , και χρησιμοποιείται για όσους καυχιούνται για κάτι και το υποστηρίζουν, αλλά αδυνατούν να αποδείξουν τα λεγόμενά τους. Σύμφωνα με τον μύθο, ένας αθλητής που βρισκόταν στην Αθήνα καυχιόνταν συνέχεια ότι σε αγώνες στην Ρόδο είχε πραγματοποιήσει ένα τεράστιο άλμα. Καθώς δεν τον πίστευε κανείς, αυτός έλεγε στους Αθηναίους να πάνε στη Ρόδο και να ρωτήσουν τους θεατές των αγώνων. Τότε ένας Αθηναίος πήγε στο σκάμμα, και με το χέρι έγραψε πάνω στην άμμο τη λέξη «Ρόδος». Κατόπιν γύρισε προς τον καυχησιάρη αθλητή και του είπε: «Αυτού γαρ και Ρόδος και πήδημα», το οποίο έχει μείνει ως «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα». Το προφανές νόημα είναι ότι ο καθένας έχει οποτεδήποτε την δυνατότητα να αποδείξει τις δυνατότητές του χωρίς, απαραίτητα , να χρειάζεται η επίκληση  προγόνων, ανέφικτων κατορθωμάτων κτλ.

Τρίτη 9 Απριλίου 2019

Παράσιτοι και παράσιτα, προέλευση και ετυμολογία!

Αποτέλεσμα εικόνας για Παράσιτοι και συμπόσια
Αρχαίο Ελληνικό συμπόσιο


Η συνήθεια των αρχαίων Ελλήνων να έχουν τακτικά πολυπληθή δείπνα είναι γνωστή και αποτέλεσε την αφορμή της υιοθετησής της από τους Ρωμαίους και μέσα στο χρόνο να φθάσει ως και τις μέρες μας με αρκετές παραλλαγές. Το οποιοδήποτε ευχάριστο γεγονός όπως ένας γάμος, μια άφιξη φιλοξενούμενου ή μια γέννηση τέκνου ήταν ευκαιρία για δείπνο. Η αναγγελία του γίνονταν στην αγορά με προφορικές προσκλήσεις, συνήθως την τελευταία μέρα, αλλά ενίοτε και από ημερών. Οι προσκεκλημένοι, οι οποίοι καλούνταν κλητοί, μπορούσαν να προσκαλέσουν με την σειρά τους και άλλους φίλους οι οποίοι ονομάζονταν άκλητοι, αυτόματοι ή αυτεπάγγελτοι. Το ζήτημα του αριθμού των άκλήτων ήταν πολύ λεπτό και αποτέλεσε μέγα θέμα με το οποίο ασχολήθηκε και ο Πλούταρχος στα Συμποσιακά Προβλήματα ( VI π.1), "Το δέ των επικλήτων έθος, ούς νυν Σκιάς καλούσιν, ού κεκλημένων επί το δείπνον αγομένους, εζητείτο πόθεν έσχε την αρχήν".
Ενίοτε όμως γίνονταν κατάχρηση αυτού του δικαιώματος και με επιδέξιο τρόπο παρείσφυαν στα δείπνα υπεράριθμοι δαιτυμόνες με αποτέλεσμα να δημιουργείται έντονο πρόβλημα. Οι γελωτοποιοί και οι βωμολόχοι οι οποίοι γαι να συμψηφίσουν την διασκέδαση που περείχαν στους τροφίμους μεγάλωναν τον αριθμό  ακόμη περισσότερο και  καλούνταν επίκλητοι, σκιές και παράσιτοι.
Η πένα του Λουκιανού διατήρησε ως και τις μέρες μας την ειδική μελέτη του "Περί παρασίτου", ότι "παρασιτική εστί τέχνη ποτέων και βρωτέων και των δια ταύτα λεκτέων, τέλος δε αυτής το ηδύ ". Η τέχνη δηλαδή του παρεισφύειν, του τρώγειν και του πίνειν με παραπέτασμα καπνού το λέγειν με σκοπό το ευάρεστον.
Οιαδήποτε ομοιότητα ή παραπομπή με την εποχή μας είναι τυχαία και πέραν της προθέσεως του γράφοντος!

Κυριακή 31 Μαρτίου 2019

Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες!



 Αριστερά ο Δ.Μπαϊρακτάρης και δεξια ένα κουτσαβάκι μπροστα στον Πύργο των Αέρηδων

Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα συμμορίες της Αθήνας λυμαίνονταν τις γειτονιές και ήταν ο φόβος και οτρόμος των πολιτών. Από αυτές τις συμμορίες που αυτοαποκαλούνταν μάγκες ξεπήδησαν τα κουτσαβάκια, ψευτόνμαγκες δηλαδή και λιγότερο επικίνδυνοι. Η ετυμολογία της λέξης είναι κουτσά και βαίνω δηλαδή βαδίζω. Αυτοί οι ψευτόμαγκες βάδιζαν αργά με ένα ελαφρύ ψεύτικο κούτσαμα από το ένα πόδι, έσκυβαν το κεφάλι από την άλλη και μετέπειτα δεν φορούσαν το ένα μανίκι του σακακιού τους. Έφεραν σελάχι μάλλινο μέσα στο οποίο έκρυβαν μαχαίρι το οποίο το χρησιμοποιούσαν συχνά - πυκνά.
Κατά το 1893 συστήθηκε ο θεσμός της στρατιωτικής αστυνομίας και με επικεφαλής τον αστυνομικό διευθυντή Δημήτρη Μπαϊρακτάρη ξεκίνησε ο διωγμός των κουτσαβάκηδων. Τους έκοβε το μισό μουστάκι, το ένα αφόρετο μανίκι ή τις λοϊδες μαλλιών που άφηναν.
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το βιβλίο του δημοσιογράφου Τάσου Κοντογιαννίδη, «Μπαϊρακτάρης, πολιτικοί και κουτσαβάκηδες» και περιγράφει με απολαυστικό τρόπο τη δράση του περίφημου αστυνομικού.   Τα μάτια όλων πέφτουν πάνω στον Μπαϊρακτάρη. Σε όσους έχουν ροπή προς το έγκλημα προκαλεί φόβο και τρόμο. Και σ’ εκείνους που επιθυμούν την ήρεμη ζωή, την ευταξία και την ασφάλεια, σεβασμό και εμπιστοσύνη.
«Φέρε μου το γουρνοψάλιδο! …» διατάζει τον αστυνομικό. Εκείνος, βιαστικά, βγάζει απ’ το δισάκι του ένα χοντρό ψαλίδι, από εκείνα που κουρεύουν τα γιδοπρόβατα. Οι τρεις μάγκες αρχίζουν να δυσανασχετούν. Σηκώνουν ψηλά το κεφάλι σα να κάνουν ικεσία στον ύψιστο και ψιθυρίζουν…
Όχι κύριε διευθυντέα, να χαρείς τα πεθαμένα σου…
Γιατί κύρ’ αστυνόμε, εγώ είμαι αθώος… -Σκάστε ζαγάρια!
Τώρα θα σας δείξω ψωρόμαγκες της μισής οκάς! Και αφού παίρνει στα χέρια του το ψαλίδι, φωνάζει στον εύζωνα. «Φέρε μου αυτόν τον σέρτικο που συνέχεια φωνάζει». 
Ο αστυφύλακας αρπάζει τον πιο ψηλό απ’ τα μαλλιά και το μπράτσο και τον οδηγεί βιαίως μπροστά στον διευθυντή. -«Να δω ρε ζαγάρ αν θα ξαναπάς κάτω από το παράθυρο της χήρας και θα μαχαιρώνεστε…».
Και με τη βοήθεια άλλων δύο αστυνομικών που τον κρατούν χεροπόδαρα, με μια ψαλιδιά αφαιρεί το αριστερό μέρος του τσιγκελωτού μουστακιού και του το δίνει στο χέρι.
 -Πάρτο! Πάρτο! Κι αν σε ξαναδώ, θα σε κουρέψω! Μπρος! Κυκλοφόρα τώρα έτσι, ρεζίλι! Θα σας μάθω εγώ!… Φέρτε μου τον άλλο!
Οι άνδρες του οδηγούν με όχι τόσο κομψό τρόπο και τον δεύτερο και κατόπιν τον τρίτο. Και οι τρεις χωρίς το μισό μουστάκι! Ταπεινωμένοι και εξευτελισμένοι κρύβουν τα πρόσωπά τους για να μη τους δει ο κόσμος που γελά με το χάλι τους. Τα ειρωνικά γέλια με τα πικρόχολα σχόλια ακούγονται τώρα στ’ αυτιά των κουτσαβάκηδων ενοχλητικά. Μοιάζουν με ανήμερα θηρία! Αν μπορούσαν, θ’ άρπαζαν ένα μαχαίρι για να τιμωρήσουν αυτούς που τους χλευάζουν.   Τώρα όμως κρύβουν τα πρόσωπά τους για να μη φανεί στα αδηφάγα μάτια των περιέργων το κομμένο μουστάκι και ρεζιλευτούν ακόμα περισσότερο.
 -«Ε, εσύ! Εσύ με το ζωνάρι στο χέρι! Αυτό το μαχαίρι δεν είναι δικό σου;»
 -«Τι; Η σκανταλιάρα; Ηηήταν κύρ’ Αστυνόμε. Την είχα μαζί μου να καθαρίζω κάνα μήλο…».
 -«Και απ’ το σακάκι γιατί αφήνεις να κρέμεται το μανίκι σου;»
 «Όχι κύρ’ αστυνόμε, πονάει ο πιασμένος ώμος μου, γι αυτό…».
-«Για να μη το φοράς, πάει να πει ρε ρεζίλι ότι δεν σου χρειάζεται».
«Οοόχι κύρ’ διαφεντή! Καινούργιο πράμα είναι, μηηη!…» Με μιας ο συνταγματάρχης αρπάζει το κρεμάμενο μανίκι και με το ψαλίδι το κόβει με μανία.
 -«Μπρος! Πάρτο και μην το ξαναδώ να κρέμεται γιατί θα στο ξανακόψω!…»
ην ίδια τύχη είχαν όσα μανίκια κρέμονταν…
Η ξεφτίλα ήταν μεγάλη και στην μια και στην άλλη περίπτωση και έτσι προτιμούσαν να μπούν στην φυλακή ή αλλιώς "στενή" παρά να κυκλοφορήσουν ανάμεσα στον κόσμο με αποτέλεσμα να βγει η φράση: "Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες".
 Τ Σήμερα, για όσους αγνοούν την ιστορία, το όνομά του παραπέμπει στα γνωστά κεμπάμπ στο Μοναστηράκι, έργο ενός από τους απογόνους του....
ΠΗΓΕΣ:
Τάσου Κοντογιαννίδη, «Μπαϊρακτάρης, πολιτικοί και κουτσαβάκηδες»,
Μηχανή του χρόνου