Καλή ανάγνωση.
Α
Αρουλιέμαι = ωρύωμαι, φωνάζω έντονα από πόνο
Αγκόρτσα (τα) = άγρια αχλάδια (φυτό: αγκορτσιά)
Απίδια (τα) = αχλάδια
Αλισίβα (η) = σταχτόνερο με βρόχινο νερό και ιδιαίτερες δυνατότητες καθαρισμού
Απώθα το = άφησε το
Αμούτσι (το) = τσάμπα (αμουτσαδόρος : τσαμπατζής)
Αξίνα (η) = τσάπα
Άρμη (η) = άλμη του τυριού
Αγλατζινιά (η) = Φιλλυρέα (η), αειθαλές άγριο φυτό
Αερικό (το) = πνεύμα, νεράιδα
Αλέτρι (το) = άροτρο
Αλωνάρης(ο) = Ιούλιος
Αλώνι (το) = επίπεδο μέρος στο οποίο γίνονταν το αλώνισμα με ζώα
Άμπουλας (ο) = πηγή που το νερό αναβλύζει από τον πυθμένα κάθετα
Αναβόλα(η) = η άκρη του χωραφιού εκεί που άλλαζε πορεία το ζευγάρι ζώων που επιτελούσε το όργωμα
Αναχαράζω = αναμασώ (ιδιότητα των μηρυκαστικών)
Απλάδι(το) = πολύχρωμο υφαντό από μαλλί προβάτων
Απάλιουρας (ο) = είδος αγκαθωτού φυτού που χρησίμευε και ως φράκτης
Αραποσίτι (το) = αραβόσιτος (ο)
Αρνάρι (το) = ράσπα, λίμα
Ασπροσίτι (το) = ποικιλία σταριού
Αστράχα (η) = είναι το κενό που δημιουργείται μεταξύ στέγης και τοίχων
Άταρος = (ο) ισχνός, αδύναμος
Αργαλειός ( ο) = ξύλινη υφαντική ‘’ μηχανή’’ περασμένων ετών
Αποσπερού = απόψε
Αβανιά (η) = συμφορά, υλική ζημιά (π.χ. έπαθα μεγάλη αβανιά)
Αβαρία (η) = οικονομική ζημιά
Αγκρουμάζομαι = ακούω προσεκτικά
Αδερφομοίρι (το) = μερτικό μεταξύ αδερφών
Αμί = κατάφαση
Αμποδάω = εμποδίζω, περιορίζω
Απάγκιο (το) = απάνεμο
Αφαλαρίδα (η) = θερινό αγριόχορτο με αγκάθια
Αρταίνομαι = διακόπτω τη νηστεία
Ανακλαρίζομαι = τεντώνομαι να ξεπιαστώ, βαριέμαι
Β
Βαρικός
(ο) = ακαλιέργειτος αγρός με λιμνάζοντα νερά
Βάϊζα
(η) = κόρη (η)
Βίτσα(η)
= Μαστίγιο
Βατοκόπι
(το)= μεταλλικό
εργαλείο κοπής με κοντάρι, το οποίο χρησίμευε στην κοπή θάμνων, βάτων κ.α.
Βεδούρα (η) =
ξύλινο πλατύστομο δοχείο με κοντές δόγες, χρήσιμο για γάλα
Βίκα
(η) = Στάμνα με στενό επιστόμιο για νερό
Βιλλάρι
(το) = Μακρύ ύφασμα που φτιάχνονταν στον
αργαλειό
Βέλασμα
(το) = η κραυγή του προβάτου
Βάκρενα
(η) = είδος προβατίνας
Γ
Γρέκι
(το) = πρόχειρος σταύλος για πρόβατα
Γίδα(η)
= κατσίκα
Γκιόσα(η)
= μεγάλης ηλικίας κατσίκα
Γκρά
(το) = είδος παλαιού όπλου
Γλίνα
(η) = υγρής μορφής ελαστικού χώματος το οποίο χρησίμευε για κεραμίδια και αγγειοπλαστική
Γούβης
(ο) = είδος μεγαλόσωμου πτηνού που προκαλούσε τρόμο με τις επιθέσεις του
Γουρνοτσάρουχα
(τα) = παπούτσια φτιαγμένα από το δέρμα γουρουνιού
Γκαστρωμένη
(η) = έγκυος
Γαλόστρα
(η) = είδος γαλόπιτας που φτιάχνονταν με πρωτόγαλο
Γραπώνω = αρπάζω, πιάνω καλά
Γκούτσια = μεταφορά στην πλάτη
Γράνα (η) = ρέμα
Γιούκος (ο) = όγκος αποτελούμενος από στρωσίδια
Γουλί (το) = το μεγάλο ράπανο
Γραπώνω = αρπάζω, πιάνω καλά
Γκούτσια = μεταφορά στην πλάτη
Γράνα (η) = ρέμα
Γιούκος (ο) = όγκος αποτελούμενος από στρωσίδια
Γουλί (το) = το μεγάλο ράπανο
Δ
Δαυλί
(το) = αναμμένο ξύλο
Δραπέτι
(το) = ξινό, χαλασμένο (έκφραση που
χρησιμοποιούσαν όταν χάλαγε το κρασί)
Δεντρογαλιά(η)
= φίδι που αναρριχάται στα δέντρα και αρέσκεται στο γάλα
Δικριάνι
(το) = ξύλινο γεωργικό εργαλείο σε μορφή τρίαινας που χρησίμευε στο άχυρο, σανό
κ.α.
Διακονιάρης
(ο) = ο ζητιάνος
Δαύτος (ο) = αυτός
Δαύτος (ο) = αυτός
Ε
Εδωχάμου
= ακριβώς εδώ
Έκιωσε
= τελείωσε
Ευτούνο
= αυτό
Ζ
Ζάρα
(η) = μεγάλο πιθάρι με νεύρα (ζάρες), μέσο αποθήκευσης υγρών (λάδι, κρασί κ.α.)
Ζά
(τα) = ζώα
Ζαλώνω
= φορτώνω
Ζαλιά (η) = φόρτωμα
Ζγάρτσα (η) = βρώμα , λέρα (συνήθως στα πόδια χαμηλά)
Ζίγανα (τα) = πευκοβελόνες
Ζάμπα (η) = βάτραχος της στεριάς
Ζαλιά (η) = φόρτωμα
Ζγάρτσα (η) = βρώμα , λέρα (συνήθως στα πόδια χαμηλά)
Ζίγανα (τα) = πευκοβελόνες
Ζάμπα (η) = βάτραχος της στεριάς
Η
Θ
Ι
Ίγκλα
(η) = φαρδιά δερμάτινη ζώνη που συγκρατούσε το σαμάρι πάνω στο ζώο
Κ
Καδούλι
(το) = μικρό ξύλινο βαρέλι για τυρί
Κατσούλι
(το) = μικρό γατί
Καλίγωμα
(το) = πετάλωμα
Καψάλισμα
(το) = ελαφρύ κάψιμο
Κλαμπατσίμπανα
(τα) = όργανα, κλαρίνα
Κόσα
(η) = εργαλείο κοπής χόρτων
Κουμάσι
(το) = γουρουνόσπιτο
Κοτέτσι
(το) = κοτόσπιτο
Κουρκούτι
(το) = χυλός με σιτάλευρο ή καλαμποκάλευρο
Κρεβατίνα
(η) = κληματαριά που χρησίμευε για ίσκιο (πέργκολα)
Καγιανάς
(ο) = νοστιμότατο έδεσμα με ντομάτες, αυγά και παστό χοιρινό
Κασάρι
(το) = εργαλείο κοπής λεπτών ξύλων
Κολέγας
(ο) = ο φίλος
Κούρβουλο
= παγωμένο (φρ. Έγινα κούρβουλο = πάγωσα)
Καπίστρι
(το) = ιμάντας (σχοινί) ελέγχου κατεύθυνσης του ζώου
Καπιστριάνα
(η) = δερμάτινη περιβολή κεφαλιού στα ζώα
Καθίγκλα
(η) = Ξύλινο χαμηλό κάθισμα
Κάθικο
(το) = δοχείο υγρών
Κακαρέτζα
(η) = γιδοκοπριά
Καματέυω
= οργώνω
Καρούτα
(η) = λαξευμένος κορμός δέντρου για μαζικό πότισμα ζώων
Κατσιαμπούλα
(η) = πεταλούδα της νύχτας
Κοφίνι
(το) = καλάθι πλεγμένο με καλάμι και λυγιά
Κυβούρι
(το) = τάφος
Καταράχι
(το) = ύψωμα με καλή θέα και ακουστική, τρόπος άμεσης επικοινωνίας περασμένων ετών
Κλώθει
= κυρ. επωάζει (μετ. κωλυσιεργεί)
Κουμούτσι (το) = μεγάλο κομμάτι ψωμί ενίοτε και ξερό
Κόφτρα (η) = αυλάκι εναλλαγής ποτίσματος
Κουμούτσι (το) = μεγάλο κομμάτι ψωμί ενίοτε και ξερό
Κόφτρα (η) = αυλάκι εναλλαγής ποτίσματος
Λ
Λιανός
(ο) = λιγνός (μετ. λιανά = ψιλά)
Λούρα
(η) = βέργα
Λόγγος
(ο) = δύσβατο δάσος
Λάτα
(η) = μεταλλικός τενεκές
Λιτρουβιό
(το) = ελαιοτριβείο
Λακάω
= φεύγω τρέχοντας
Λούμπα
(η) = μικρό κοίλωμα στο έδαφος με
κατακράτηση υδάτων
Λίγδα (η) = λίπος χοιρινό με πολλαπλές χρήσεις στην μαγειρική
Λουμπούσι (το) = το εσωτερικό του καλαμποκιού, το υπόλειμμα μετά το ξύσιμο
Λίγδα (η) = λίπος χοιρινό με πολλαπλές χρήσεις στην μαγειρική
Λουμπούσι (το) = το εσωτερικό του καλαμποκιού, το υπόλειμμα μετά το ξύσιμο
Μ
Μαγάρα
(η) = λέρα ( μετ. ο πανέξυπνος , ο
καταφερτζής)
Μπαλτίμια
(τα) = ιμάντες που συγκρατούσαν το σαμάρι
Μπομπότα
(η) = ψωμί από καλαμπόκι
Μισαφίρης
(ο) = επισκέπτης
Μπροστέλα
(η) = ποδιά
Μάπα
(η) = το λάχανο
Μπουχός
(ο) = σκόνη (μετ.φρ. έγινε μπουχός =
εξαφανίστηκε)
Μπίτι
= καθόλου (μετ. τελείως [ φρ. είσαι μπίτι
τρελός])
Μουνούχισμα
(το) = η αφαίρεση των όρχεων από τα ζώα για έλεγχο της αναπαραγωγής
Μαλάθα
(η) = μεγάλο πλεκτό καλάθι με καπάκι για αποθήκευση ψωμιού
Μασιά
(η) = σιδερένια βέργα με πλατιά απόληξη για την σηντήρηση της φωτιάς στο τζάκι
Μουτζούλι (το) = κρούστα πληγής, πληγή, κάπαλο
Μπούλα (η) = σκιάχτρο, αποκριάτικη αμφίεση
Μπουχλώνω = γεμίζω ένα μέρος με καπνό
Μαρτίνια (τα) = ζώα ( γίδες , πρόβατα κ.α)
Μαλινάρισμα (το) = τρόμος
Μούργα (η) = κατάλοιπο
Μουτζούλι (το) = κρούστα πληγής, πληγή, κάπαλο
Μπούλα (η) = σκιάχτρο, αποκριάτικη αμφίεση
Μπουχλώνω = γεμίζω ένα μέρος με καπνό
Μαρτίνια (τα) = ζώα ( γίδες , πρόβατα κ.α)
Μαλινάρισμα (το) = τρόμος
Μούργα (η) = κατάλοιπο
Ν
Νάκα (η) = δερμάτινη κούνια μωρού
Νιτερέσιο (το) = συνεργασία
Ντοτό (το) = ρευστό
Νάκα (η) = δερμάτινη κούνια μωρού
Νιτερέσιο (το) = συνεργασία
Ντοτό (το) = ρευστό
Ξ
Ξαμόνι
(το) = χαμοκέλα σε χωράφι που αποτελούσε και μέρος καλοκαιρινής διαβίωσης
Ξεπουντούλωσε = τα πήρε όλα, τον άφησε ταπί, άφησε
‘’καμένη’’ γη,κ.α.
Ξυσμάρα (η) = δερματικός ερεθισμός
Ξυσμάρα (η) = δερματικός ερεθισμός
Ο
Π
Πατουλιά
(η) = δυσπρόσιτο μέρος αποτελούμενο από βάτα
Πούσι
(το) = ομίχλη
Περδικλώθηκα
= σκόνταψα, μπερδεύτηκα
Πορτόνι
(το) = μικρή πόρτα, μισόπορτα παλαιών οικιών
Πλαστήρι (το) = ξύλινο μέσο φουρνίσματος, ενίοτε και επεξεργασίας ζύμης
Πλαστήρι (το) = ξύλινο μέσο φουρνίσματος, ενίοτε και επεξεργασίας ζύμης
Ρ
Ρέντος
(η) = ράντισμα
Ρουμάνι
(το) = πυκνό, δύσβατο δάσος
Ρουνιά
(η) = νεροσυλλέκτης βρόχινων υδάτων περί της
σκεπής
Ριμάδι (το) = έρημο, δόλιο
Ρουτζώνω = μουτρώνω (φρ.ρουτζώνει τα χείλα {χείλη})
Ριμάδι (το) = έρημο, δόλιο
Ρουτζώνω = μουτρώνω (φρ.ρουτζώνει τα χείλα {χείλη})
Σ
Σκούζω
= φωνάζω έντονα ( παρ. σκούξιμο, σκουζμάρι)
Σιμπάω
= σιγοντάρω τη φωτιά
Σούγλος
(ο) = κουβάς από φαναρτζολαμαρίνα
Σφαρδάκλι
(το) = ο μικρός βάτραχος (ή σφάρδακλας)
Σκούρκος
(ο) = έντομο μεγαλύτερου μεγέθους από την σφήκα με πολύ επίπονο τσίμπημα
Σούρνωμαι
= σέρνομαι
Σκαπετάω
= χάνομαι στο βάθος του ορίζοντα
Σφεντάμι
(το) = ο ασφένδαμος
Σκίντα
(τα) = τα σκίνα
Σκιάζομαι
= φοβάμαι
Σκουτιά
(τα) = ενδύματα
Σαμάρι
(το) = ξύλινο κάθισμα και μέσο φόρτωσης
στα γαϊδούρια, μουλάρια κ.α.
Σεργούνι
= ντροπή (φρ. μ’ έβγαλες σεργούνι = με
ντρόπιασες)
Σάρωμα (το) = μέσο σκουπίσματος με φυτική προέλευση
Σκάφη (η) = το σκεύος με χρήση στο πλύσιμο και στο ζύμωμα
Σκαφίδι (το) = η μικρή σκάφη
Σκολιάμπρι (το) = εύγευστο ακανθώδες χόρτο (συντ. σκολιάμπρια με άρμη)
Σάρωμα (το) = μέσο σκουπίσματος με φυτική προέλευση
Σκάφη (η) = το σκεύος με χρήση στο πλύσιμο και στο ζύμωμα
Σκαφίδι (το) = η μικρή σκάφη
Σκολιάμπρι (το) = εύγευστο ακανθώδες χόρτο (συντ. σκολιάμπρια με άρμη)
Σπαρταράω = σφαδάζω από πόνο, χτυπιέμαι
Σαλαχάω = κατευθύνω (παρ. σαλαχάω τα πρόβατα)
Σκαρίζω = βγαίνω (μετφ.σκαρίζω τα πρόβατα)
Στυλιάρι (το) = το κοντάρι στα γεωργικά εργαλεία
Σπέτσα (η) = καυτερή πιπεριά
Σαλαχάω = κατευθύνω (παρ. σαλαχάω τα πρόβατα)
Σκαρίζω = βγαίνω (μετφ.σκαρίζω τα πρόβατα)
Στυλιάρι (το) = το κοντάρι στα γεωργικά εργαλεία
Σπέτσα (η) = καυτερή πιπεριά
Τ
Τσουκάλι
(το) = χάλκινο σκεύος μεταφοράς υγρών
Τσιούπα
(η) = κόρη
Τσιγαρίδες
(οι) = παστό χοιρινό
Τσιροπούλι
(το) = μικρό πουλί
Τέντζερης
(ο) = χάλκινη κατσαρόλα
Τσουρούλια
= μαλλιά κουβάρια
Τείρα
= κοίτα
Τσετσεκιά
(η) = χασισόδεντρο
Τσέπι
(το) = κέρατο
Τραγάλια
(τα) = κόλυβα
Τέσα (η) = οικοσκευή μεταφοράς φαγητού στο χωράφι
Τσαπέλες (οι) = ξερά σύκα
Τσαντίλα (η) = ύφασμα παρασκευής τυριού
Τσιγκλάω = σπηρουνώ το ζώο που ιππευώ ( μετφ. πειράζω)
Τέμπλα (η) = μεγάλο ξύλο ραβδίσματος
Τροκάκια (τα) = κουδούνια
Τέσα (η) = οικοσκευή μεταφοράς φαγητού στο χωράφι
Τσαπέλες (οι) = ξερά σύκα
Τσαντίλα (η) = ύφασμα παρασκευής τυριού
Τσιγκλάω = σπηρουνώ το ζώο που ιππευώ ( μετφ. πειράζω)
Τέμπλα (η) = μεγάλο ξύλο ραβδίσματος
Τροκάκια (τα) = κουδούνια
Υ
Φ
Φουσκιά
(τα) = περιττώματα ζώων
Φτουράει
= αρκεί, αξίζει
Φορτωματιάρης
(ο) = εκπρόσωπος του γαμπρού πριν το γάμο ο οποίος πήγαινε στην νύφι με σφαχτά,
κρασί και ψωμί
Φουρκίζω
= πνίγω
Φτενό (το) = λεπτό, ισχνό
Φτενό (το) = λεπτό, ισχνό
Χ
Χάμου
= κάτω (μετ. χαμουτζής = Ήλειος)
Χαμίσιο
(το) = ψωμί που ψήνεται στο φούρνο χωρίς την χρήση ταψιού
Χαμοκέλα
(η) = αποθήκη χτισμένη συνήθως με χωματόπλιθρα
Χολιάω
= θυμώνω
Χαλκώματα
(τα) = οικοσκευές από χαλκό
Χτικιάρης
(ο) = ισχνός , αδύναμος
Χαγιάτι (το)= υπόστεγο
Χαμπάρι (το) = είδηση, νέο
Χαψιά (η) = μεγάλη δαγκωματιά
Χερόβολο (το) = μικρή χεριά θερισμένου δημητριακού (π.χ. σταριού)
Χόβολη (η) = η θράκα του τζακιού με λίγα κάρβουνα
Χάχαλα (τα) = ξερόκλαδα, προσανάμματα
Χουρχούρα (η) = σαύρα
Χαγιάτι (το)= υπόστεγο
Χαμπάρι (το) = είδηση, νέο
Χαψιά (η) = μεγάλη δαγκωματιά
Χερόβολο (το) = μικρή χεριά θερισμένου δημητριακού (π.χ. σταριού)
Χόβολη (η) = η θράκα του τζακιού με λίγα κάρβουνα
Χάχαλα (τα) = ξερόκλαδα, προσανάμματα
Χουρχούρα (η) = σαύρα
Ψ
Ψές
= χθες
Ω
πολύ ωραίο, μπράβο!
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι ίσως και οι παρακάτω: γκούτσια, μπουχλώνω, προγκάω, ζίγανα - χάχαλα, χουρχούρα, τσαπέλα, γράνα, μπούρνελα, γλουμπούσι κούκλας (καλαμπόκι), μαρτίνια, κολιτσίνα, τσατίλα (για τυρί), ζαλιά, μαλινάρισα, αρταίνομαι, (και ας τα πούμε προσωνύμια όπως: βαϊζούλαμ'- τσόναμ'- λάκομ' - μάτι).
ΑπάντησηΔιαγραφήτσιγκλάω, τέμπλα, βολβοί, αροβατάω, ροβολάω, αγκρουμάζομαι, σαλαγάω, τροκάκια, γούρνα
Διαγραφήγιούκος
Διαγραφήζάμπα, στρακαστρούκα, μπανίζω, ανακλαρίζομαι, βρασουλιά, μούργες (λάδι), σπέτσα, γουλί (στα λαχανικά), σάρωμα (ψάθινη σκούπα), γούβα, ντοτό, φτενό, στυλιάρι, ξεψαχνίζω το κρέας, πετσάκια (τσιγαρίδα), σκαρίζω
Διαγραφήπουρλάκιξα μισιακες μωρόξω καρκαβιτσα παταγούδι περονιάζω τσοκαναω
ΑπάντησηΔιαγραφή