Το κλέφτης ήταν καύχημα, έλεγε: " είμαι κλέφτης, και η ευχή των πατέρων ήτο να γίνει κλέφτης. Το <<κλέφτης>> εβγήκε από την εξουσία. Εις του πατρός μου τον καιρό, ήτν ιερό πράγμα να πειράζουν Έλληνα. Και όταν οι κλέπται ήρχοντο εις συμπλοκή με τους Τούρκους, όλοι οι γεωργοί άφηναν το ζευγάρι, και επάγαιναν να βοηθήσουν τους κλέπτας. Είς τας ημέρας μου επειράζοντο και Έλληνες ομοφρονούντες με τους Τούρκους. Όταν ήρθε ο Ανδρούτσος, πατέρας του Οδυσσέως, εγνωρίσθηκα εις την Μάνη, και τον εσυντρόφευσα έως την Κόρινθο. Εις τον κατατρεγμό μας, δια δεκαπέντε ημέρες ούτε εκοιμώμεθα ούτε ετρώγαμε, ασώσαμε τα φουσέκια, καθημέρα πόλεμο".
Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες (Κλέφτικο τραγούδι)
Μαύρη, μωρέ, πικρή ζωή που κάνουμε
Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες, εμείς
οι μαύροι κλέφτες
Ποτέ, μωρέ, ποτέ μας δεν αλλάζουμε, ποτέ μας δεν αλλάζουμε
και δεν ασπροφορούμε
Όλη, μωρέ, όλη μερούλα πόλεμο
Όλη μερούλα πόλεμο το βράδυ καραούλι, το βράδυ καραούλι
Κοντά, μωρέ, κοντά, στα ξημερώματα
Κοντά στα ξημερώματα γυρίζω να πλαγιάσω, γυρίζω να πλαγιάσω
Το χε- μωρέ, το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα, και το σπαθί μου στρώμα
Το κα’μωρέ, καριοφίλι μ΄αγκαλιά
Τι καριοφίλι μ΄ αγκαλιά σαν το παιδί την μάνα, σαν το παιδί τη μάνα.