- "Δε βαριέσαι. Τον σκότωσε, τον σκότωσε. Θα τον φάμε. Βάλε θερμό γυναίκα. Φτιάστονε με χυλοπήττες. Για τ' 'Αγιοβασιλιού θα βρούμε άλλονε". Και μπήκε σπίτι.
Η Περικλίνα τον ετοίμασε καλά, τονε ξεπουπούλιασε, τον άνοιξε, τον καψάλησε, τον έκοψε κοψίδια και τον έβαλε στον τέντζερη. Τα κορίτσια φέρανε ξύλα, γέμισαν το τζάκι. Τα πουρνάρια σε λίγο τριζοβολούσαν, ξέφευγαν οι φλόγες από την τρίποδη σιδεροστιά και κύκλωναν τον τέντζερη που άρχιζε σιγά σιγά να χοχλάζει.
- "Άει πιάσε κρασί Ελενιώ", είπε στην μεγαλυτερή του κόρη ο Περικλής κι' εξαπλώθη στο παραγώνι, κατέβασε το μπουζούκι του κι' άρχισε να παίζη να του περάση η στεναχώριακι' ο θυμός.
Σε λίγο μοσχοβολούσαν στον τέντζερη τα κοψίδια, η κανάτα, γεμάτη κρασί, έχυνε από λίγο μεράκι στην ψυχή του Περικλή και μεριά από την ευωχία που ετοιμαζότανε, μεριά από το κρασί, μεριά από το ξέσπασμα της στεναχώριας, εμερακλώθη για καλά.
- "Κορίτσια, πέστε το τραγούδι. Ας ειπούμε πως είναι σήμερα πρωτοχρονιά. Ούλες οι μέρες του θεού είναι, άγιες είναι".
Τα κορίτσια, καθισμένα γύρω στη φωτογωνιά, έσκυψαν ντροπαλά το κεφάλι, εχαμογέλασαν η μια την άλλη και κοίταξαν τη μάνα τους δειλά. Αυτή τους έγνεψε θαρρυντικά κι' άρχισαν το σκοπό σιγά-γλυκά.
- Με πήρε το παράπονο και το μεγάλο ντέρτι
και για την κόρη εκίνησα και για τα μαύρα μάτια.
Βρίσκω την κόρη μοναχή στον αργαλειό και υφαίνει.
- " Κρίνε μου αγάπη, κρίνε μου, δυο λόγια μπιστεμένα".
- " Για κοντοστέκα, ψυχογιέ μη με κοντοζυγώνεις,
τι αναγαλλιάζει ο κόρφος μου και φλιτουράει η καρδιά μου".
Η Περικλίνα έρριχνε με καμάρι ματιές στα κορίτσια, στον Περικλή, κι' ανακάτευε μια τους μεζέδες στον τέντζερη με την κουτάλα και μια την φωτιά με την μασιά.
Και τα τραγούδια, το ένα κοντά στ' άλλο, σειρά, για τα κορίτσια με τις ψιλές ταρναριστές τους φωνές και μία ο Περικλής με το μπουζούκι, γέμιζαν το σπίτι αχό.
Ο Γιάννης περίμενε. Είχε χίλιες φορές σχεδιασμένα στο νου του τα λόγια που θα του λεγε του Περικλή, σαν θα βγή να του ζητήση το λόγο. Και περίμενε πότε θα βγή.
- " Γιατί τόση ώρα; Τι κάνει τόση ώρα; Για δε βγαίνει; Μα για δε βγαίνει; Τι είναι τούτο πάλε; Γιατί αργεί; Μα γιατί αργεί;!!Μην εβγήκε και επήγε στην αστυνομία; Μπά, δεν κάνει τέτοιο αυτός. Κάνει τον φιλότιμο. Αμ' τότε; Δεν τον αφήνη η γυναίκα του.Ακούει αυτός γυναίκα;!! Συγκοπή τούρθε; Θα σκούζανε. Άμ' τότε για δε βγαίνει; Τι διάβολο, τόσο το αψήφησε; Δεν μπορεί. Δεν μπορεί θα βγή ο μασκαράς και θα στον κάμω που να μην τον πλένει της Λιοδώρας το ποτάμι. Όπου νάναι θα βγή...Τώρα θα βγή.
Μα γιατί; Γιατί αργεί; Δεν μπορεί, πρέπει να βγή... Μα τι είναι τούτο;!!!
Γλυκές οι νότες του μπουζουκιού έβγαιναν από το παράθυρο χειμωνιάτικο κι' έφταναν στ' αυτιά του.
Αλαφιάστη. Αφουγκράζεται καλύτερα.
Γλυκές οι φωνές των κοριτσιών δονούν την ατμόσφαιρα μέσ' στο σούρουπο.
- " Ρε τι είναι τούτο; Τι διάβολο γίνεται;"
Βγαίνει στο παράθυρο. Ακούει, δεν πιστεύει στ' αυτιά του, βγαίνει στην πόρτα, ακούει μπουζούκι, τραγούδι, γέλια. Πετάγεται στο πορτόσκαλο, στην αυλή, κατεβαίνει στον κήπο, τεντώνει καλά τ' αυτιά του.
Ντρίγκ,ντρίγκ, ντρίγκ,ντρίγκ,ντρίγκ, ακούει ξάστερα.
-" Το μπουζούκι του Περικλή! Και οι φωνές των κοριτσιών!!!"
Και αν πας Μαλάμω για νερό,
εγώ στη βρύση καρτερώ...
-"Ζουρλαθήκανε μωρέ;::" Δεν πιστεύει, δεν καταλαβαίνει, πηδάει το φράχτη, μπαίνει στην αυλή του Περικλή. Ο ντορής μασούσε αργά άχερο στ' αχούρι και οι γίδες σηκωθήκανε φοβισμένες και παραμερίσανε. Βάνει αυτί καλά στην πόρτα.
Μπουζούκι, τραγούδι, χαρές. Έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια και τόσφιξε δυνατά. Τα τραγούδια τον κυνηγούν, βουίζουν στο κεφάλι του, δεν μπορεί να ησυχάση, τούρχεται σαν τρέλλα. Διαλογίζεται έτσι, για να ηρεμήση, να ιδή που βρίσκεται, τι είναι τούτο.
-"Επίτηδες το κάνει ο κερατάς. Επίτηδες το κάνει ο άτιμος! Για να με σκάση. Αφήνει τα πουλιά του, μου τρώνε τον κήπο, τραφήκανε και τώρα τα τρώει και γλεντάει για να με σκάση. Στάσου τότε να του δείξω γώ του πρόστυχου".
Και μανιασμένοςδίνει μια σπρωξιά στην πόρτα του Περικλή και μπαίνει μέσα.
Η Περικλίνα με ανασκουμπωμένη την ποδιά, άφησε τα πιάτα που 'φερνε στα χέρια της και την ποδιά και πέσανε στο πάτωμα. Τα κορίτσια σηκωθήκανε ταραγμένα. Άφησε το μπουζούκι ο Περικλής, ανασηκώθη και γελαστός, καλοκαρδισμένος:
-"Βρε, καλώς το Γιάννη. Πως ήταν και τούτο, ρε; Κάτσε, κάτσε να φάμε".
Και κάρφωσε μόνος ένα μεζέ από τον τέντζερη, γιόμισε ποτήρι κρασί και με τα δυο του τα χέρια αυθόρμητα, χαρούμενα, τα πρόσφερε απο καρδιάς στον Γιάννη. Η μορφή του εξέχυνε όλη την καλοσύνη της ψυχής του κείνη την στιγμή κι' έλαμπε το κόκκινο από την ευθυμία, το τραγούδι και την φωτιά, προσωπό του.
Ο Γιάννης εκοκκάλωσε, εξεράθη. Με γουρλωμένα τα μάτια , με σφιγμένες τις γροθιές, αναμαλλιασμένος, σαστισμένος, εμάρμαξε. Αστραπή οι σκέψεις περνούσαν από το νού του.
-" Μωρέ!! Τι 'ναι τούτο;" Τόσο μίσος στην ψυχή, τόση έχθρα, σήμερα τους σκότωσε τον αγιοβασιλιάτη, τους έβρισε, ήταν έτοιμος για μεγαλύτερα, κι' αυτοί γλεντάνε, αυτοί τονε καλωσορίζουνε, τον δίνουνε μεζέ, τον δέχονται αγνά ακι αγαπητά και χαρούμενα. "Μωρέ τι 'ναι τούτο;"
Μπήκε στο σπίτι τους να τους βρίση κι' αυτοί; Για φαντάσου!!!
-"Ρε μη μου φτιάνουν φάκα να με καθήσουν κάτου να με κάνουνε του αλατιού;"
Η καλοσύνη έλαμψε στα μάτια του Περικλή και γλυκοχαμογελούσε ευχαριστημένος.
Συνεκλονίσθη. Κάτι εγκρεμίστη μέσα του και κάτι ανεστήθη.Μια στεναχώρια του 'σφιξε τα στήθη και η καλωσύνη που ένοιωθε στην φαμελια τον έπνιγε. Το αίσθημα του συμφιλιωμού, της αγάπης, που συγχωρεί και ταπεινώνει και ανυψώνει και εξευγενίζει, του γέμισε την ψυχή. Συνεταράχθη βαθιά, ανατρίχιασε σύγκορμος από την ταραχή αυτή κι' ένας κόμπος του ΄σγιξε το λαιμό.
-"Εβίβα Γιάννη, καλώς ώρισες, έπειτα από τόσα χρόνια μες στο φτωχικό μου. Να! πάρε τον μεζέ!".
-"Και μεζέ ρε Περικλή; Και μεζέ, ρε;... Φτύσε με ρε γείτονα, φτύσε με. Έφταιξα τόσο καιρό, έφταιξα", απολογήθη και ο κόμπος ελύθη απ' το λαιμό του. Τα δάκρυά του απόλυσανε βρύση κι' έπεσε στ' αμπάρι πούτανε κοντά του.
Ο Περικλής εσηκώθη, τον αγκάλιασε, τον κάθησε κοντά του στο παραγώνι κι'είπε της Περικλίνας να πάη να πάρη τη Γιαννού και τα παιδιά να συφάνε απόψε συφάμελα.
Ανδρίτσαινα 1938
ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ ΤΣΕΛΑΛΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου