Ιστορικό Διήγημα υπό Αγ. Τσελάλη ( Ολυμπιακά Χρονικά 1970)
Τη γύρισε στην Εμινέ χανούμ, τη γυναίκα του που τον κοιτούσε εναγώνια στα μάτια. Πρόβαλε προκλητική η κοιλιά της κι’ ήταν σαν πρόσκληση, σαν παρόρμηση να πάει κοντά της. Και η φωνή του μαλάκωσε, γλύκανε η ματιά του.
- Όλοι ετοιμαστείτε…Θα φύγουμε…Όποιος δε θέλει ας μείνει να τον σφάξουν οι ζορμπάδες….
Εσηκώθη μια βουή και ένας ολοφυρμός γύρω του, στα τζαμιά, στα σπίτια.
- Όχι… δε φεύγουμε…Όχι που να πάμε;… Δεν τα΄αφήνουμε τα κονάκια μας…
- Όσοι δε θέλουν να τους σφάξουν οι ραγιάδες να ετοιμαστούν ευθύς να ξεκινήσουν.
Είπε κοφτά κι΄εμπήκε στο σαράγι. Εκεί ήταν ο τρανός δαρμός. Τραβάν οι γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ΄ άσπρα τους στήθια. Μοιρολογάν’ οι γέροντες. Αα, τούτος των γέρων ο κλαθμός. Οι ιμάμιδες με δάκρυα στα μάτια γδένουν τους μιναρέδες.
- Ώχου, κακό που πάθαμε εμείς και τα παιδιά μας.
¨Ηταν – τάχα- η διαίσθηση πως δε θα ξαναγύριζαν ποτέ σε τούτον τον ωραίο τόπο, που είχαν τα σπίτια και τα πλούτη τους, τους τάφους των δικών τους, του σκλάβους και τις δούλες τους;
Ήταν ανήμερα του Βαγγελισμού, 25 Μάρτη 1821.
Τ’ άστρα τρεμούλιαζαν να σβύσουν. Το μισοφέγγαρο στον ουρανό ήταν θολό και μελαγχολικό, γερμένο. Και το ζωγραφιστό στο μπαϊράκι του σαραγιού μίκραινε κι΄έσβαινε, ως το κατέβαζαν από του σαραγιού τον πύργο και το συδίπλωναν γοργά μαζί με τις ελπίδες τους. Αγάλλιαζαν οι Έλληνες, μαράζωναν οι Τούρκοι.
Άαα! Τι δαρμός ήταν εκείνος και τι σπαραγμός… Τι κλάψες θλιβερές, τι μαύρα μοιρολόγια…Τι θριαμβευτικές φωνές, τι νικήτριες ιαχές, τι χαρούμενες κραυγές στην κορυφή του Άγιολιά.
Μάζεψαν όσα μπορούσαν ο καθένας. Πολλά τα ‘χωσαν στην γη, στις αυλές, στους κήπους, στων δέντρων τις κουφάλες, μέσα στις στέρνες…Με την απαντοχή να τα βρουν όταν ξαναγυρίσουν…Μάταιη ελπίδα…
Ο μυροβόλος της άνοιξης αέρας, που έπνεε από του Λυκαίου τις κορφές, πέρναγε από του λόφους του Κεραυσίου, δρόσιζε τις κοιλάδες, εχάιδευε τα όπλα των Ελλήνων στις βουνοκορφές κι’ έφερνε στ’ αυτιά των Τούρκων του Φαναριού τον χαρμόσυνο ήχο των ελληνικών σαλπίγγων και τον απειλιτικό κρότο των καριοφιλιών.
Σαν να νοιωσε μια περηφάνεια και μια χαρά παράξενη στα σωθικά του ο Αλή Μουλάς Δελγιώτης με τούτα τα ακούσματα που τάραζαν των Τούρκων τις καρδιές. Κι’ εμπήκε στο σαράγι, αδιάφορος για τον οδυρμό και τον κλαθμό των κοπελιών, των χανούμ, των σπαήδων, των επίσημων Τούρκων, που συσκεύαζαν τα δεφτέρια, τα κεμέρια, τα τζοβαϊρικά, τα’ ασημένια σκεύη, τα χρυσαφικά. Τα φόρτωναν στα ζώα. Αγκάλιασε την Εμινέ, την μπας χανούμ, την γυναίκα του, την ανέβασε στο άσπρο άλογο, έζωσε τ΄άρματά τουπήδησε στο σελωμένο άτι του, εβγήκε στην πλατεία του τζαμιού και κίνησε μπροστά.
Ήταν απομεσήμερο. Λίγο πριν πέσει ο ήλιος. Δεξιά ζερβιά οι δυνατοί, οι νέοι, πάνοπλοι. Στη μέση τα γυναικόπαιδα, οι άρρωστοι, οι γέροι. Έτοιμοι όλοι και νοιασμένοι, με το δάχτυλο στην σκανδάλι, σηκωμένα τα κοκκόρια των ντουφεκιών οι άντρες. Τα ζώα- κατοσταριές- κατάφορτα. Αφάνταστη η ταραχή,η σύγχυση, η βουή. Η συνοδεία έπιανε δυο ώρες διάστημα. Η μπροστέλα στην Ανδρίτσαινα, στο Φανάρι οι πισινοι. Τρεςι χιλιάδες ψυχές και τρεις χιλιάδες ζώα.
Το σούρουπο έφθασαν στην Ανδρίτσαινα. Και όταν πέρασαν την Τρανή βρύση και βγήκαν στον Μαυρία, έσφιξε τα χαλινά του αλόγου του ο Αλή Μουλάς, το κράτησε στον τόπο και φώναξε:
- Βρε Έλληνες…, μην είν’ εφτού οι Δελγιώτες;…
Η φωνή του κουδουνιστή, έφτασε στους Έλληνες που τους ακολουθούσαν καταπόδι ράχη σε ράχη στο δρόμο Φαναριού-Καρύταινας.
- Είναι ρε Τούρκο…Πίσω θα μέναν;…Γιατί ρωτάς;…
- Μην είν΄εφτού ο Φωτεινός ο Βώβος;…
- Εδώ είναι…Τι τον θέλεις;…
- Ναρθεί πιο κάτω να ιδωθούμε…
Ο καπετάν Αγγελής ο Βώβος κι΄ο γιός του ο Φωτεινός, άκουσαν την φωνή, την γνώρισαν. Δεν απάντησαν. Ντράπηκαν για τον αλλαξόπιστο. Το είδαν οι άλλοι Δελγιώτες, έννοιωσαν, βουβάθηκαν. Ήξεραν.
Περίμενε ώρα ο Αλή Μουλάς Δελγιώτης πάνω στο άτι του απάντηση. Δεν έλαβε. Έγυρε το κεφάλι θλιμμένος, σπιρούνισε το άτι του, ξαναμπήκε στη μπροστέλα μπροστινός. Βάδιζε η κολώνα στη Θεισόα. Κι’ ως έφθασε εκεί, εφάνη μπροστά τους περήφανο το κάστρο της Καρύταινας, το δυνατό και ξακουστό. Εβγήκε ένας ανακουφιστικός αστεναγμός από τα στήθεια τους, που τα επλάκωνε η φοβέρα των Κλεφτών, ο φόβος και η αγωνία. Έβαλαν χαρούμενες φωνές. Αλάλαξαν. Και προχώρησαν θαρρετά, σίγουροι, εμπήκαν στο στενό δερβένι του Αγιοθανασιού, στο Κοτύλιο. Τάχυνα το βήμα, έβιαζαν τους πεζούς, τους αδύνατους να τρέξουν, ζόριζαν τα ζα, να φθάσουν στη γέφυρα του Αλφειού, να διαβούν τον ποταμό να μπούνε στην Καρύταινα. Κατηφόριζαν το δρόμο. Άξαφνα σφύριξαν τα βόλια από τις βουνοκορφές. Βροντερή, τραναταχτερή, φοβερή φωνή ακούστη:
- Απάνου τους Έλληνες…Βαρείτε τους μουρτάτες…Στο ψαχνό….
Συνεχίζεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου