Κατά το δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα, τα μέσα που κυριάρχησαν στην μετακίνηση του κόσμου, στα αστικά κέντρα συνήθως, ήταν τα λεωφορεία, κατά κύριο λόγο, καθώς τα τρόλεϊ και τα τραμ. Σε αυτά την είσπραξη του αντιτίμου της διαδρομής αναλάμβανε ο εισπράκτορας που κάθονταν σε ένα κάθισμα περιστρεφόμενο και μπροστά του είχε έναν μικρό γκισέ γεμάτο ψιλά μια και κυριαρχούσε η δραχμή και οι υποδιαιρέσεις της. Οι διαδρομές ήταν κλιμακωτές και καθορίζονταν από το μήκος της διαδρομής. Την περίοδο που επικράτησε η έκφραση, περίπου το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1960, η ελάχιστη διαδρομή ήταν 50 λεπτά και αύξανε όσο αύξανε και η διαδρομή με την τιμή να φθάνει στις 2 δραχμές (δίφραγκο) έως το τέρμα της διαδρομής. Ο εισπράκτορας αναφωνούσε σε κάθε στάση και το τέλος του αντίστοιχου ποσού. Για παράδειγμα έλεγε, τέρμα η δραχμή, τέρμα τα μια και είκοσι και ου τω κάθ' εξής ως το τέλος της διαδρομής που αναφωνούσε "τέρμα τα δίφραγκα" και εννοούσε το τέλος της διαδρομής ή αλλιώς πως δεν πάει άλλο παραπέρα. Τότε γυρνούσε με το περιστρεφόμενο κάθισμα προς την αντίθετη κατεύθυνση που έδειχνε στους επιβαίνοντες πως πρέπει να κατέβουν.
Έτσι έμεινε η έκφραση "τέρμα τα δίφραγκα" ως και τις μέρες μας που υποδηλώνει αγανάκτηση, πως "δεν πάει άλλο". Η έκφραση έμεινε στην καθομιλουμένη από τους ίδιους τους εισπράκτορες οι οποίοι την χρησιμοποιούσαν και στην καθημερινή τους ζωή.
Σημείωση: Τα παραπάνω μου τα διηγήθηκε προ ολίγων ετών εισπράκτορας της εποχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου