Μωρ' Περικλίνααααα..."
- "Τι ορίζεις κυρ-Γιάννη;
- Τι ορίζω μωρή;! Τι ορίζω, μου λες;
- Τι ορίζεις καλέ; Τι θές; Ξανά απολόγήθη η Περικλίνα από το παρεθύρι. Μα πριν προφτάση να καταλάβη, ένα μπάμ, ένα δυνατό φρούούού, κάκάκά, ετάραξε την ηρεμία της γειτονιάς.
- Να, για να σου δείξω εγώ τι ορίζω.
-Γιατί μου ξεραίνεις τα παιδιά μου ρε αθεόφοβε;!. Εφώναξε η Περικλίνα, που είδε πια το κακό. Γιατί τα σκοτώνεις, ρε, τα πουλιά; Τι σου φάγανε ρε ανάποδε γείτονα πια;!
- Σας το είπα, μωρή, μαζώχτε τα ζωντανά σας. Δεν υποφερνώστε πια. Τη μια το γουρούνι,την άλλη τα μαρτίνια, τώρα τα πουλιά!!! Μ' αφανίσατε πια. Δεν έμεινε φράχτη, δεν έμεινε κλαρί, δεν έμεινε λάχανο. Και τους μιλάς, τους αφιλότιμους και σου λέει τι ορίζω!!! Να τι ορίζω.
Και θυμωτά, άγρια, άρπαξε τον σκοτωμένο κόκκορη από τη φτερούγα, τον πέταξεστην αυλή κι' άρχισε μ' ακράτητη οργή να διορθώνη τον χαλασμένο φράχτη και να λέη, να λέη και ν΄αν΄βει με τα λόγια του.
Ηπερικλίνα εκατέβη στην αυλή, επήρε τον κόκκορη και φουρκισμένη, αμίλητη, μπήκε στο σπίτι.
Ένας σπάρτινος φράχτης εχώριζε την αυλή του Περικλή από τον κήπο και το σπίτι του Γιάννη. Κι αυτός ο φράχτης ήταν η αιτία να χωρίζωνται χρόνια τώρα οι δυο φαμεληες μ' έχθρα. Για το παραμικρό σγάρλισμα, που έκαναν οι κότες στον κήπο, άρχιζαν τα λογομιλήματα, οι φιλονικείες, η γκρίνια, τα δικαστήρια. Και η έχθρα δυνάμωνε, διαρκούσε και φυτευώτανε στα παιδιά, που ενώ μικρά παίζανε μαζύ, χοροπηδούσανε και γελούσανε αγκαλιασμένα, τώρα, που μεγαλώνουν, φυλάει το ένα τ' άλλο να βρη αφορμή να ανοίξουν φιλονικείες.
Τώρα, με το σκότωμα του κόκκορη θ' άνοιγε η μεγάλη φασαρία. Ο γιάννης το εκαρτέραγε. Κι' ένοιωθε πως ο φόβος να φτάσουν σε μεγαλείτερα. Επέτυχε βλέπεις το σμπάρο τον αγιοβασιλιάτη, που τον έθρεφαν για την πρωτοχρονιά. Τώρα που θα γυρίση από το χωράφι ο Περικλής, θα ιδή το κακό, θα τον πιάση άγριος θυμός, το φιλοτιμό του, και θα βγη να ζητήση το λόγο.
- Γι' ας έρθη ο μασκαράς! Ρε, θα του ειπή διαλογίζεται ο Γιάννης, έχεις και μούτρα και μιλάς κι' όλας; Θέλεις και τα ρέστα; Και άν ειπή λόγο, κι' αρχίση το βρισίδι και κάμη την παλληκαριά να φθάση σε μεγαλείτερα, τότε θα γένη το αγίνωτο. Και επερίμενε μ' αγωνία ο Γιάννης τον ερχομό του, με τα νεύρα ταραγμένα και το μυαλό θολωμένο. Ήταν και στο αίμα του πια η φιλονεικεία και σαν να ένοιωθε πως τον έτρεφε το σαράκι αυτό που του τάραζε τα νεύρα και την ψυχή και του έκανε την ζωή μαύρη κι' αγλύκιατη, ζητούσε τον καυγά, το δικαστήριο, φιρί φιρί. Του είχε καθήση αρρώστεια αγιάτρευτη. Κι' όλο το δίκηο τον έπνιγε, κι' όλο το φιλότιμο τον άναβε. Κι' έβρισκε το γειτονά του να φαγωθή. Κι' ο Περικλής χόρευε του μίσους το χορό με το γειτονά του.
Πέφτοντας ο ήλιος γύρισε ο Περικλής από τη δουλειά, εξεφόρτωσε τα ζα, τους έβαλε φάγνα, ανέβη στην αυλή κι' είδε τις πλάκες ματωμένες στο μέρος που επετάχθη ο κόκκορης.
- Κοτόπλο έσφαξες γυναίκα; Η φτώχεια θέλει καλοπέραση, ε;
- Κοτόπλο, αμή! Εφτούνος ο αχαίρευτος μας ξέρανε. Έρριξε με το ντουφέκι και μας σκότωσε τον αγιοβασιλιάτη μας!. Είπε με πίκρα και θυμό η Περικλίνα.
Άναψ' αυτός. - Δεν έχει φιλότιμο ο λωβός. Τι του χάλασε; Τα καπητούρια; Τόσες φορές έδωσα τόπο στην οργή. Μα όχι κι' έτσι!! Να ρήξη επίτηδες του αγιοβασιλιάτη, τον σημαδεμένο κόκκορη για τη χρονιάρα μέρα. Στον αγιοβασιλιάτη του σπιτιού!!! Δεν τρώγεται πια... Απέ φταίει κανείς να ξεστυλιαρώση τον κασμά και στον πιάση τον αφιλότιμο και στον κάμη, που να μην τον πιάνη βασιλικός γιατρός στα χέρια του. Φταίει; Φταίει ο φονηάς;
Τα κορίτσια του τον κοιτούσαν μαρμασμένα.
- Καλά, έμπα τωρα μέσα χριστιανέ μου, κι' ότι έγινε έγινε. Δεν πάει να χαθή. Και πια, τι έκαμε, τι απόλαψε. Η κακία θα του μείνη. Αυτή θα του φάη το κεφάλι. Έλα τήρα τη δουλειά σου τώρα. Του είπε η Περικλίνα, έτσι, σα φοβισμένη, για να προλάβη τα μεγαλείτερα.
- Ο θεός να σε φυλάη από τον κακό γείτονα, καλά το λέει κι' ο λόγος. Κι' εκούνησε το κεφάλι ο Περικλής, δυνατά, για να διώξη την κακή σκέψη, το θυμό. - Να 'ρχήσω πάλε τα δικαστήρια με φέρνει. Φασαρίες, χασομέριες,γκρίνια, έξοδα. Άει στην οργή!! Να βγαίνης στην αυλή σου, στην πόρτα σου, και να χεις την γκρίνια, τη βρισιά, το ντουφεκίδι με το γείτονα σου!; Με το γείτονα σου, μωρέ; Με ποιον να ειπής καλημέρα;!! Με τον εβραίο στη Γερουσαλήμ; Ας πάει να χαθή πια. Ούλο φιλονεικεία, ούλο γκρι-νταφ, ούλο δικαστήριο... Κοίταξε τα απιδιά του. Τα είδε για μια στιγμή πεινασμένα, πικραμένα, έρμα. Και οι χωροφυλάκοι, κλητήρες, δικαστές, δικηγόροι, φυλακή. Και κοντά τους ο κακός γείτονας, να βρίζη, να σκοτώνη. Κοίταξε και τον σκοτωμένο αγιοβασιλιάτη, που τον ετοίμαζε τώρα να τον μαδήση στην αυλή η Περικλίνα. Και, σα φώτιση, η γαλήνια, γελαστή, γλυκειά μορφή του Άγιο Βασίλη, που φέρνει τη χαρά και τα καλούδια, την αγάπη και την καλωσύνη, έλαμψε το νου του, γέμισε την ψυχή του. Και γαλήνεψε.
ΤΕΛΟΣ Α' ΜΕΡΟΥΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου