Το παρακάτω διήγημα είναι του γνωστού Ηλείου, λογοτέχνη και πεζογράφου και ποιητή, Τάκη Δόξα με τον τίτλο "Κτίσματα στον Καΐάφα".
(Βιογραφικό Τάκη Δόξα)
Ο συγγραφέας σε αυτό το διήγημα του καταπιάνεται, εμμέσως πλην σαφώς, με την παράνομη και άναρχη οικοδόμηση στην πανέμορφη παραλία του Καΐάφα, με την έλευση ανθρώπων από ορεινά χωριά και την καταπάτηση παραλίας για την χρήση εξοχικών, θαλάσσιων κατοικιών. Το φαινόμενο συνεχίστηκε ως και τις μέρες μας, αλλά με την εφαρμογή του νόμου περί αιγιαλού έχει περιοριστεί και πολλά από αυτά τα κτίσματα έχουν κατεδαφιστεί. Βέβαια δεν είναι αυτό το θέμα μας, αλλά το υπέροχο άγνωστο διαμάντι του εξαίρετου πεζογράφου. Ας το απολαύσουμε σε δύο μέρη:
(Ά Μέρος)
Δεκαπέντε σχεδόν χρόνια δεν τον είχαν πειράξει ούτε με τη μικρότερη κουβέντα. Και οι αρχές, από νομάρχη μέχρι χωροφύλακα, και οι γειτόνοι που αγοράζουν οικόπεδα και έχτιζαν σπίτια ευπρόσωπα με τούβλα και πολύχρωμες βεράντες ή για τις καλοκαιρινές διακοπές.
Ο μόνος που του έδωσε κάποτε κάποια σημασία, ήταν ο τουρισμός. Μα και αυτός, όπως αργότερα αποδείχθηκε, μάλλον από περιέργεια.
Ο τουρισμός ήταν ένας ευγενικός κύριος πολύ ψηλός σαν αρχεία σκοροφαγωμένη κολώνα με Ευρωπαϊκή φυσιογνωμία που ανακατεύει τα ελληνικά με άλλες γλώσσες και ρώταγε τους ηλικιωμένους παραθεριστές για το σπίτι του Ξενοφώντα. Αυτός Λοιπόν κάθισε λίγη ώρα και κοίταζε εκείνο το σπίτι που είχε κολλήσει σε μία αγκαλιά άμμο και φαινόταν ότι από στιγμή σε στιγμή θα το παιρνε ο αυγουστιάτικος αέρας και θα το Πήγαινε στη θάλασσα.
Το σπίτι ήταν από σανίδες, λαμαρίνες, σταφιδωτά να και ξερά χόρτα δεμένα με παλιό σύρματα, και είχε πάνω από την πόρτα καρφωμένο ένα χαρτί που έγραφε με πράσινα λόγια "Σεράι Βαρώνου Φον Κορδονούρη". Ίσως αυτός ο αρχοντικός τίτλος να κίνησε περισσότερο το ενδιαφέρον του τουρισμού και έφτασε στο τέλος ως την πόρτα.
- Excuse me, κυρία μου! Έσκουζε ο τουρισμός μόλις Είδε μία ξερακιανή γυναίκα να ξεπετιέται στο κατώφλι με τα χέρια γεμάτα απορία και σαπουνάδες. Ο Μίστερ Βον Κορδονούρης είναι εδώ;
Η γυναίκα από γράμματα ήξερε μόνο όσα της είχε μάθει Η φτώχεια και η θάλασσα, και δεν κατάλαβε τα περισσότερα. Τρόμαξε κιόλας μπρος στο ανάστημα αυτού του ανθρώπου, γιατί ούτε από Αρχαιολογίας σκάμπαζε.
- Mήπως λέτε για τον άντρα μου; έκανε σε λίγο.
-Ω, γιές! Εδώ είναι;
Απάνω στην ερώτησή του πέσανε 4- 5 κουτσούβελα, με ένα παλλόμενο κοντό βρακάκι το καθένα, που μύριζαν αρμύρα και πείνα, και τον τριγύριζαν. Ένα μάλιστα από αυτά άνοιξε κρυφά και δεξιά του χούφτα και άρχισε να από πίσω να τον μετράει πόσες παλάμες ψηλός είναι. Το πιο μεγάλο έκανε τον διερμηνέα:
- Καλέ μάνα ντιπ στούρνος είσαι; Για τον πατέρα ρωτάει ο κύριος Κολόνας...
- Όχι, απάντησε με σέβας εκείνη. Ο Αντώνης δεν είναι σπίτι, πάει για τσίρους.
-Τσίρους;
-Για τσιροπούλια που λέμε. Για τσικουλήθρες και σπουργίτια. Κυνηγάει και τέτοια με το λάστιχο και με το γκρα. Βάνει και κόλλα καμιά φορά. Για να τρώμε καλέ...
- Α!
Ο Τουρισμός ήταν έξυπνος άνθρωπος και νόμισε πως μπορούσε να μάθει και άλλα πράγματα, ας ήταν προ Χριστού. Του είχε καθίσει μεράκι ιστορία του Ξενοφώντα και μάζευε στοιχεία να γράψει για το κτήμα που του χάρισαν κάποτε οι Σπαρτιάτες στον Σκιλλούντα. Για αυτό περισσότερο έχει φτάσει ως τον Καϊάφα.
Ρώτησε λοιπόν για όλα αυτά και πρώτα πρώτα για τον Ξενοφώντα που κάθισε χρόνια στον Σκιλλούντα κάνοντας τον αγρότη
, και ας ήταν ιστορικός στρατηγός, μα ούτε η κυρία Κορδονούρη ούτε τα κουτσούβελα είχαν ακούσει ποτέ για αυτό το πρόσωπο τίποτα.
Μόνο ο " διερμηνέας " πετάχτηκε πάλι να δώσει πληροφορίες:
- για τον Ξενοφώντα είπατε:
- για αυτόν...
- αυτός κύριε κολώνα, ήταν στο πρωί στο καφενείο και έπαιζε τάβλι με τον αγροφύλακα. Να σας πω που κάθεται;
... Και σήκωσε αμέσως το δεξί η διερμηνέας να δείξει κάπου, μα ο τουρισμός είχε πια υποχρεωθεί πολύ και τράβηξε να βρει το σιδηροδρομικό σταθμό.
Κόντευε να σουρουπώσει σε όλη την αμμουδιά, πάνω στα πεύκα ο ήλιος έλιωνε τις τελευταίες του αχτίδες, κι όμως ο τουρισμός μίκραινε ολοένα και πιο πολύ φεύγοντας, μαζεύτηκαν και τα άλλα κουτσούβελα του Κορδονούρη, κάνανε μία μάζα μισοξεβράκωτη και τον ξεπροβόδιζαν σαν φωνάζοντας, στη γλώσσα του:
- Αβάντι Μαέστρο! Στο καλό ψηλέα!
Στο καφενείο του σταθμού ρώτησε, έμαθε ότι ο Κορδονούρης είχε 11 παιδιά και πως το χαρτί με τα πράσινα λόγια απάνω στην πόρτα του, το κάρφωσαν μία νύχτα κάποιοι περαστικοί Αθηναίοι τεντυμπόιδες, μα είπε γιατί δεν τον ένοιαζε είπε γιατί του άρεσε και το "Σεράι και το Φον" το άφησε.
Το βράδυ που γύρισε ο Κορδονούρης με ένα καλάθι γεμάτο σχεδόν σπουργίτια που είχε σκοτώσει δέντρο σε δέντρο από το πρωί, και μύδια που Μάζεψε βουτώντας ίσα Με το γόνατο και Ψάχνοντας τη θάλασσα, έμαθε τα καθέκαστα με τον τουρισμό και ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
Έπειτα ψήσαμε πάνω σε βέργες τα πουλιά, μοιράστηκαν τα μύδια και φάγανε καθισμένοι γύρω-γύρω κατάχαμα...
Έτσι γινόταν πάντα. Το Σεράι είχε δύο μεγάλα δωμάτια πατωμένα και ταβανωμένα όπως όπως, πιο πέρα στην άκρη έναν τόσο δα τόπο για κουζίνα. Μεσημέρι και βράδυ, βράδυ πιο σπάνια, αυτός ο τόπος στούφωνε από καπνό και τα παιδιά στριμώχνονταν το ένα πάνω στο άλλο και ρούφαγαν την τσίκνα με ηδονή, ώσπου να ‘ρθει η ώρα για να μου κόψουν το στομάχι τους.
Ο Κορδονούρης ψάρευε κιόλας κατεβαίνοντας η λιμνοθάλασσα της Αγουλινίτσας, ποτέ με πυροφάνι και πότε με κανένα δυναμίτη που πάντα τη γλίτωνε από το δόκανο του νόμου. Πήγαινε και στο κυνήγι της μπάλιζας πριν έρθει το κράτος και ξεράνει τα νερά για να φυτέψει δέντρα και σπίτια εκεί που άλλοτε σπαράζουν τα ψάρια και τα χέλια ταΐζοντας κόσμο και κοσμάκη. Οι μπάλιζες ήταν κάτι μαύρα πουλιά με σκληρό Μα νόστιμο κρέας, που γέμιζαν καρύδια στο μαγείρεμα ή το 'καναν στιφάδο και μοσχοβόλαγε ο τόπος, και το στόμα.
Στο ψάρεμα και στο κυνήγι ο Κορδονούρης έπαιρνε και μερικά από τα παιδιά του, τα μεγαλύτερα. Όχι μόνο για να τον βοηθάνε ή να πα να φυλάνε, όταν έριχνε το δυναμίτη μην τον πιάσει ο νόμος. Πιο πολύ γιατί ήταν κατεργάρηδες και μπορούσαν να κλέβουν το κυνήγι των άλλων χωρίς να τους μυρίζετε κανείς! Περισσότερο από όλους τα κατάφερναν ο Κλάψας, ο Σπάγγος και ο Ψώρας. Τα παιδιά βέβαια δεν πήραν αυτά τα ονόματα για βαφτιστικά τους, αλλά τους θα χε κολλήσει ο ίδιος ο πατέρας τους- του πρώτου γιατί όλο γκρίνιαζε, του δεύτερου γιατί ήταν αδύνατος σα λέλεκας και του τρίτου γιατί ξηνόταν από το πρωί ως το βράδυ.
Τα μικρότερα ήταν σχεδόν αυτοσυντήρητα. Κάθε καλοκαίρι κατέβαινα να παραθερίζουν ή για μπάνια στην παραλία του Καϊάφα πολλές οικογένειες από τις γύρω πόλεις και τα χωριά, μα και το χειμώνα έρχονταν πολλοί ξένοι που έπασχαν από τα νεφρά τους ή από χολή και έκαναν λούσεις η Έπιναν από θαυματουργό θειαφόνερο που βγάζουν αδιάκοπα οι σπηλιές του Λαπίθα. Τότε οι σβόμπιροι του Κορδονούρη ξεκίναγαν με το χεράκι τους απλωμένο για ζητιανιά... Μάζευαν από λεφτά μέχρι και αποφάγια ακόμα, και όταν συγκεντρώνονταν απαρτία στο Σεράι, σαν όλα στη σειρά και τα μοιράζονταν δίκαια. Το Σεράι είχε πολλές χαραμάδες και τρύπες εδώ και εκεί, κι άλλο το ήλιος, άλλοτε το φεγγάρι κρυφό κοίταζαν τη μοιρασιά και χαμογελούσαν για την περίεργη ανθρώπινη ευτυχία.
Ο Βαρώνος Φον Κορδονούρης και η φαμελιά του έμεναν βέβαια στο ίδιο σπίτι και το χειμώνα. Μα τότε τα πράγματα ήταν κάπως δύσκολα με τους Αέρηδες και τις βροχές που τους φοβερίζουν και τους το ξεσήκωναν με όλα τα υπάρχοντά τους και τους άφηναν για ταβάνι Μόνο τον ουρανό, έναν ουρανό χωρίς οίκτο. Την ίδια φοβερά τους έκανε και η θάλασσα. Αυτή ανέβαινε πάνω στους ώμους και ήθελε σώνει και καλά να μπει στο Σεράι, πάστα για να μάθει πόσα δωμάτια έχει και πώς το λένε το κάθε παιδί.
Ωστόσο, την τελευταία ώρα το σπίτι μετάνιωνε, αντιστεκόταν και ριζών βαθύτερα όπως και η μοίρα τους.
Όταν ήρθε διαταγή να γκρεμιστούν τα παράνομα κτίσματα, ο Κορδονούρης είχε στρωθεί έξω από την πόρτα του και τάιζε τραχανά τη Χρυσούλα. Η Χρυσούλα ήταν η Χιονάτη του σπιτιού και δεν είχε κλείσει ακόμα τα δύο χρόνια της. Έκλαιγε κιόλας γιατί μέρες τώρα έτρωγε το ίδιο φαγί και όμως δεν μπορούσε να το συνηθίσει. Δεν ήξερα Επίσης και γράμματα για να καταλάβει Τον πατέρα της που της παίνευε τον τραχανά.
- Φάτο, νεράιδα μου, τι σε έκανε παρακαλώντας. Ούτε τα πριγκιποπούλα δεν τρώνε αυτό το φαΐ...
Η Χρυσούλα κάθε που της έλεγε για πριγκιποπούλα, έβγαζε από το στόμα της ένα σβώλο τραχανά και τον έφτυνε.
Τη διαταγή την έφερε ένας δημοτικός υπάλληλος με ένα χωροφύλακα. Ήταν ένα χαρτί ψυχρό και κίτρινο, απότομο. Το διάβασαν στον Κορδονούρη, τα άκουσε και η Χρυσούλα έτοιμο πάλι να κάνει εμετό, μαζεύτηκαν ολόγυρα και οι άλλοι να μάθουν τα νέα της ημέρας.
Ο " διερμηνέας" ήταν πολύ περίεργος και στα κέφια του. Ρώτησε τι σημαίνει παράνομα κτίσματα και ποιος γράφει τόσο ωραία χαρτιά. Ο χωροφύλακας πούλησε τις απορίες με μία ανάποδη σφαλιάρα και ο δημοτικός υπάλληλος απευθύνθηκε στον πατέρα του:
- καταλαβαίνεις, κύρια φωνή, τι θέλει να πει αυτή η διαταγή;
- όχι και τόσο, συμπάθα με...
- να σου την κάμω εγώ λοιπόν λιανά: Λέει ότι το Σεράι θα πάει περίπατο!
- Δηλαδή, θα το πάρετε από δω και θα μετακομίσουμε αλλού;
- κάθε άλλο, κύριε Κορδονούρη! Λέει ότι το Σεράι είναι παράνομο κτίσμα και κάθε παράνομο κτίσμα πρέπει να κατεδαφίζεται.
- και γιατί αυτό; εγώ το έφτιαξα με το ίδιο μου το αίμα! Κατεδαφίζεται το αίμα κύριοι;
Εκεί να χωθεί και στη μέση ο χωροφύλακας και τους έλυσε τη διαφορά πειστικότερα:
- Σου το 'παμε, κύριε έξυπνε, ότι το παλιό Σεράι σου θα ‘ρθει η μπουλντόζα και θα το μαζέψει
- Και τι της φταίει της μπουλντόζας το σπιτικό το δικό μου;
- το χτίσεις χωρίς άδεια καταλαβαίνεις; Κι' είναι ένα πράγμα σιχαμερό που προσβάλει τον Τουρισμό.
Με τη λέξη τουρισμό, ένας από τους σβόλους του Κορδονούρη θυμήθηκε τον ψηλό άνθρωπο με τις μπερδεμένες γλώσσες και έβαλε τις φωνές:
- και θύμωσε ο κύριος Κολώνας, επειδή δεν ξέραμε πού είναι το σπίτι του Ξενοφώντα;
Ο "Διερμηνέας" τον ανίσκοψε:
- Πάψε ρε κιτρινόσκατο, δεν τούπα εγώ ότι παίζει τάβλι στο καφενείο;
Η συζήτηση τελείωσε με μία δεύτερη σφαλιάρα και έπειτα ο δημοτικός υπάλληλος τους άφησε τη διαταγή και έφυγαν με το χωροφύλακα. Το χαρτί το στροβίλισε στην αρχή ένα αεράκι και ύστερα το 'ρίξε μέσα στο πιάτο του τραχανά. Ο Κορδονούρης Σταμάτησε απότομα το τάισμα της Χρυσούλας και πήρε παράμερα τη γυναίκα του να κουβεντιάσουν, για τη Συμφορά που τους περίμενε. Είχαν κιόλας θολώσει τα μάτια του, έσφιγγε τις γροθιές του, κοίταζε πότε-πότε και τον ουρανό ρωτώντας τον μυστικά να μάθει το γιατί.
Τα παιδιά το κατάλαβαν Τι θα γινόταν και πως όλα τα παιδιά εκεί με το που το χάρτη με τα κατάμαυρα, όλο κακία γράμματα. Το βγάλανε Λοιπόν από το πιάτο, έτρεξε ο Σπάγγος να φέρει σπίρτα και του βάλανε φωτιά- νομίζοντας ότι θα πέθαινε...
Όσο και εγώ όταν, με κάποια δυσκολία και ειρωνεία, η διαταγή, ο δημοτικός υπάλληλος με το χωροφύλακα φαίνονταν ακόμα περπατώντας στην άμμο. Και ο ψαράς άφησε και μία στιγμή το ξύσιμο και του φώναξε:
- Καλέ 'σεις που φέρατε το χαρτί, το βλέπεται; Κατά διαόλου πάει!
Είχε εκτελεστεί και η προθεσμία που είχε να ζήσει το Σεράι, ήταν μόνο τέσσερις μέρες. Έπειτα θα 'ρχότανε μπουλντόζα με την κίτρινη χοντροκομμένη φάτσα, θα κύλαγε τις πελώριες, τις ανελέητες ρόδες της και θα πέρναγε, τραγουδώντας ίσως έναν αμανέ, σύρριζα στο σπίτι, θα το αναποδογύριζε και ύστερα θα ξανά πέρναγε για να το λειώσει.
Τέλος Α΄Μέρους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου