ΤΡΥΠΗΤΗ(ΎΠΑΝΑ, ΙΣΟΒΑ 'Η ΜΠΙΤΖΙΜΠΑΡΔΙ ): " Ίσταται κατά τον βορράν, στηριζόμενο επί φυσικού μπαλκονίου, εξόχως μεγαλοπρεπής και η περικλείουσα αιώνια βλάστηση αποτελεί τον μανδύα του. Αυτός λάμπει και απαστράπει εις όλα τα παιχνίδια των χρωμάτων εις καθημερινό θέαμα και ακτινοβολεί ως φαιοπράσινη φλόγα υπό τας πρωϊνάς αχτίδας του ηλίου".

''Πρός άρκτον δ' 'ομορα ήν τω Πύλω δύο πολίδια Τριφυλιακά 'Υπανα και Τυπανέαι και ποταμοί δε δύο εγγύς ρέουσι, ο τε Δαλίων (Διάγων) και ο Αχέρων εκβάλοντες εις τον Αλφειόν"
(Στράβων Η΄3,15)

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2018

Τρίτη και 13, η αποφράδα ημέρα των Ελλήνων και των Ισπανών!

Γιατί η Τρίτη και 13 θεωρείται γρουσούζικη


Δεισιδαιμονία που απαντάται στους Έλληνες και τους Ισπανόφωνους λαούς. Γενικώς, η Τρίτη θεωρείται αποφράς ημέρα, δηλαδή γρουσούζικη και επικίνδυνη για τους λαούς αυτούς. Όταν συμπίπτει Τρίτη και 13, οι προληπτικοί τη θεωρούν πολύ άτυχη και επικίνδυνη ημέρα. Για τους υπόλοιπους λαούς η γρουσούζικη ημέρα είναι η Παρασκευή και 13.
Οι Ισπανόφωνοι εκφράζουν την ημέρα με την παροιμία «En martes, ni te cases ni te embarques» («Την Τρίτη, μη παντρεύεσαι και μη ξεκινάς ταξίδι»). Κάτι ανάλογο ισχύει και στα καθ’ ημάς, όταν οι προληπτικοί μέσα στην Τρίτη αποφεύγουν να αρχίσουν οποιαδήποτε εργασία, να επιχειρήσουν ταξίδι ή να τελέσουν αρραβώνα. Αντίθετα, η Τρίτη είναι η κατάλληλη για εκδηλώσεις μαγείας.
Κατά την ελληνική παράδοση, η Τρίτη θεωρείται γρουσούζικη, καθώς την ημέρα αυτή η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων (Τρίτη 29 Μαΐου 1453). Όπως παρατηρεί ο “πατέρας” της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης (1852-1921), η ερμηνεία αυτή είναι υστερογενής, αφού και οι σύγχρονοι στην Άλωση απέδωσαν την εθνική εκείνη συμφορά στην ολέθρια επίδραση της ημέρας. Μαρτυρία για την πρόληψη αυτή υπάρχει ήδη από το 1164.
Η εξήγηση της δεισιδαιμονίας πρέπει να αναζητηθεί, κατά τον Νικόλαο Πολίτη, σε αστρολογικές προβλέψεις. Σύμφωνα με αυτές, την Τρίτη κυρίαρχος είναι ο πλανήτης Άρης, ενώ σε κάποια ώρα της ημέρας (η «κακιά ώρα») επικρατεί μαζί με τον πλανήτη Κρόνο. Γι’ αυτό η ώρα αυτή καθίσταται ιδιαίτερα επικίνδυνη. Επειδή, όμως, κανείς δεν μπορεί να την προσδιορίσει, ολόκληρη η Τρίτη αντιμετωπίζεται ως αποφράς ημέρα.
Το 13 είναι ο κατεξοχήν κακότυχος αριθμός, που σπάει την αρμονία του 12 (12 Θεοί του Ολύμπου, 12 άθλοι του Ηρακλή, 12 φυλές του Ισραήλ, 12 μαθητές του Χριστού, 12 Ιμάμηδες κλπ). Με την προσθήκη του αριθμού 1 σχηματίζεται η αρχή ενός νέου κύκλου. Το άγνωστο, που αντιπροσωπεύει ο αριθμός 13, προκαλεί ανησυχία στους ανθρώπους κι έτσι άρχισαν να το συνδέουν με ατυχή γεγονότα.
Πηγή: Σαν Σήμερα

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Ο Κολοκοτρώνης αναφέρεται στην άλωση της Τριπολιτσάς!


Καθημερινῶς εἴχαμε πόλεμο ἀπὸ τὸ μεσημέρι ἕως εἰς τὸ βράδυ, καὶ τὸ βράδυ τοὺς ἐμβάζαμεν μέσα. Ἐσιμώσαμεν τόσο κοντά, ὁποὺ ἐφέραμεν κοσμίτες διὰ νὰ φτιάσουν λαγούμι εἰς τὴν μεγάλη τάπια τῆς Τριπολιτζᾶς. Ἄρχισαν οἱ ζωοτροφίες νὰ ὀλιγοστεύουν στὴν Τριπολιτζά, καὶ ἔδιωχναν τὲς ἑλληνικὲς φαμελιὲς ἀπὸ μέσα διὰ νὰ μὴν τρώγουν τὸν ζαερέ, καὶ ἔτζι εἴχαμεν κάθε ἡμέραν εἴδησιν, τί ἔκαμναν καὶ δὲν ἔκαμναν μέσα οἱ Τοῦρκοι. Τοὺς ἔφερναν εἰς τὸ ὀρδί μου καὶ τοὺς ἐξέταζα. Νερὸ τοὺς ἔλειψε, ἐρρίψαμε φλόμο εἰς τὰ τριγυρινὰ νερά.
Οἱ Ἕλληνες ἐπήγαιναν ἕως εἰς τὰ τείχη τῆς Τριπολιτζᾶς. Μιὰ ἡμέρα ἔμαθα ἀπὸ ἕναν Ἕλληνα, ὅτι ὁ Κιαμήλμπεης ἑτοιμάζεται μὲ μιὰ τρακοσαριὰ ἢ πεντακοσαριὰ διὰ νὰ ὑπάγει εἰς τὴν Κόρινθο καὶ ἔμελλε ν᾿ ἀπεράσει ἀπὸ τὸ Μύτικα. Ἐγὼ σὰν τὸ ἄκουσα αὐτὸ (μόλον ὅτι ἦτον ψέμα), ἐγνοιάσθηκα καὶ ἐπῆρα 10 καβαλλαραίους καὶ ἐπῆγα εἰς τὸν Μύτικα διὰ νὰ ἰδῶ τὸ στράτευμα, καὶ ἀντὶ 200 Τριπολιτζῶτες, ὁποὺ εἶχα διατάξει νὰ μένουν ἐκεῖ, δὲν εὕρηκα παρὰ 30. Τοὺς ὁμίλησα μὲ τὰ χαράματα καὶ ἦλθαν, τοὺς ἐμάλωσα διατὶ ἦτον τόσον ὀλίγοι, καὶ αὐτοὶ μοῦ εἶπαν: ὅτι δὲν ἦτον ἄλλοι φερμένοι καὶ ἦτον εἴκοσι ἡμέρες ὁποὺ ἐφύλαγαν ἐκεῖ. Ὁ Νταγρὲς μὲ 200 ἀνθρώπους ἦτον εἰς τὰ Τζιπιανὰ καὶ εἰς τὲς ράχες. Τότε ποὺ ἔρριξαν μερικὰ τουφέκια, ἐκατέβηκαν καὶ αὐτοὶ καὶ τοὺς ἐπῆρα καὶ ἐπῆγα εἰς τὸ χωρίον Λουκᾶ. Ἔπειτα ἐπῆρα τοὺς 200 τοῦ Νταγρὲ καὶ τοὺς ἔβαλα εἰς τὸ Μύτικα ἀντίκρυ εἰς τὴν Καπνίστρα καὶ ἔφκιασαν ταμπούρια. Κοιτάζω τὴν γῆν καὶ ἦτον εὔκολο νὰ σκαφθεῖ ἀπὸ τοῦ Μύτικα ἕως εἰς τὴν πέρα μεριὰ τῆς Καπνίστρας, ὅπου ἄφηκα τοὺς στρατιώτας τοῦ Νταγρέ. Ἦτον μακριὰ ἕνα μίλι, καὶ τὸ μισὸ ἦτον γράνες ἀμπελιῶν. Τοὺς λέγω: «Νὰ φτιάσομε μία γράνα ἐδῶ». Τότε ἔγραψα μία διαταγὴ εἰς τὰ Τριπολιτζώτικα χωριά: νὰ μαζωχθοῦν 70 ἕως 200 καὶ νὰ σκάψουν μία γράνα (χαντάκι) καὶ νὰ ρίχνουν τὸ χῶμα κατὰ τὴν Τριπολιτζά, ἐπειδὴ δὲν ἤλπιζα ὅτι θὰ περάσουν τὴν ἄλλη μεριὰ τῆς γράνας. Καὶ εἰς τρεῖς ἡμέρες τὴν ἔφτιασαν, τὴν ἐπῆγαν ἕως τὰ ταμπούρια καὶ τὴν ἄφησαν 700 βήματα ἕως τὴ ρίζα τοῦ βουνοῦ, ὁποὺ εἶχαν τὰ ταμπούρια. Τὸ ἄφημα αὐτὸ ἔγινε πρὸς ὄφελος τῶν Ἑλλήνων. Ὁ Κεχαγιὰς εἰς τρεῖς τέσσαρες ἡμέρες μὲ 6.000 στράτευμα ἐβγῆκε καὶ ἐπῆγε κατὰ τὰ Δολιανὰ καὶ γυρίζει ἔπειτα καὶ πλακώνει τὸν Νταγρέ, καὶ τὸ χαλᾶν αὐτὸ τὸ ὀρδί· τοῦ ἐσκότωσαν 27 καὶ 20 λαβωμένους. Οἱ Τοῦρκοι δὲν εἶδαν τὴ γράνα, διατὶ ἦτον νύκτα, μόνον εἶδαν τὴν ἄκρην καὶ εἶπαν: «Οἱ Γκιαούρηδες σύνορα κάμνουν, μοιράζουν τὴν γῆν». Ὁ Νταγρὲς ἐκλείσθη εἰς μία σπηλιὰ μὲ 4. Εὐθὺς σὰν ἤκουσα τὰ ντουφέκια, ἐκατάλαβα ὅτι ἐκτύπησαν τὸν Νταγρὲ καὶ ἐκίνησα. Εἰδοποίησα ὅλα τὰ ὀρδιὰ τὰ Καρυτινὰ νὰ τραβοῦν κοντά μου, καὶ ἐγὼ ἐβγῆκα μὲ τὸν ἀγιουτάντε μου Φωτάκο εἰς τὸ Χωματοβούνι, καρσὶ (ἀντίκρυ) στὸ Μύτικα, καὶ μιὰ τρακοσαριά, οἱ ὀγληγορότεροι, τοὺς ἔστειλα νὰ πιάσουν τὴ γράνα καὶ νὰ πᾶνε εἰς βοήθεια τοῦ Νταγρέ. Ἐπέρασαν αὐτοὶ ἀπὸ κοντά, ἦλθαν ἄλλοι 200, τοὺς ἔστειλα καὶ αὐτούς, καὶ ἦλθαν Καρυτινοὶ 1.000. Οἱ Τοῦρκοι ὁποὺ εἶχαν μείνει στὴν Τριπολιτζά, ἐβγῆκαν κι ἐπολεμοῦσαν διὰ νὰ ἐμποδίσουν τοὺς Ἕλληνας νὰ ἔλθουν εἰς βοήθειαν.
Οἱ στρατιῶτες ὁποὺ εἶχα στείλει ἐκτύπησαν τοὺς Τούρκους ἀποπάνω, καὶ τοὺς ἐτζάκισαν, καὶ ἐγλύτωσαν τὸν Νταγρέ. Τὸ μεγαλείτερο μέρος τοῦ τουρκικοῦ στρατεύματος εὑρίσκετο εἰς τοῦ Λουκᾶ τὸ χωριό, καὶ ἐφόρτωσαν 600 φορτώματα ζωοτροφίας. Ὁ Κεχαγιὰς ἔστειλε 300 καβαλλαραίους διὰ νὰ περάσουν τὴν γράνα. Τοὺς ἐβάρεσαν οἱ ἐδικοί μας καὶ ἔπειτα τοὺς ἄνοιξαν οἱ ἐδικοί μας καὶ ἐπέρασαν οἱ 300 Τοῦρκοι· ἐσκότωσαν 5, λαβωμένοι 10, 15 ἄλογα. Ἐγὼ ἐδυνάμωσα τοὺς Ἕλληνας. Τότε ξεκινᾶ ὁ Κεχαγιὰς 1.000. Οἱ Ἕλληνες ἐδιαμοιράσθηκαν πλάτη μὲ πλάτη, καὶ ἡμεῖς ἐκτυπούσαμε τοὺς Τούρκους, ὁποὺ ἦτον ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ τοὺς Τούρκους ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος. Τοὺς ἐκτύπησαν τοὺς 1.000. Ἐσκότωσαν μιὰ πενηνταριὰ ἀπ᾿ αὐτούς, καὶ πολλοὶ λαβωμένοι, καὶ πολλὰ ἄλογα. Ἔπειτα ἦλθε καὶ τὸ μεγάλο σῶμα τῶν Τουρκῶν μὲ τὰ φορτώματα ἕως 600 μουλάρια καὶ ἄλογα μὲ τοὺς πεζοὺς καὶ καβαλλαραίους. Τὰ φορτώματα τὰ εἶχαν εἰς τὴν ἄκρη. Οἱ Ἕλληνες, ὁποὺ εἶχα στείλει εἰς βοήθειαν τοῦ Νταγρέ, τοὺς ἔφερναν πολεμώντας ἀποπίσω κατάκαμπα. Κάμνει γιουρούσι καὶ ἡ περασμένη καβαλλαριὰ καὶ ἡ ἀπέραστη. Σκοτώνουν 80 καβαλλαραίους, καὶ ὅλα τὰ φορτώματα μένουν εἰς τὴν ἐξουσία τῶν Ἑλλήνων. Οἱ Ἕλληνες ἐδόθησαν εἰς τὰ λάφυρα, καὶ ἐγλύτωσαν οἱ Τοῦρκοι, διότι δὲν τοὺς ἐπῆραν κυνηγώντας. Ἐπάσχισα μὲ τὸ σπαθί, μὲ τὲς κολακεῖες διὰ νὰ τοὺς κινήσω, πλὴν δὲν ἄκουαν, καὶ ἔτζι ἐγλύτωσαν οἱ Τοῦρκοι. Εἰς αὐτὸν τὸν πόλεμον Τοῦρκοι ἦσαν 6.000, οἱ περισσότεροι καβαλλαραῖοι, Ἕλληνες ἦσαν 1.000, ὅλοι Καρυτινοί. Ἐλαβώθη ὁ ἀδελφὸς τοῦ Κεχαγιάμπεη, Ἕλληνες δύο μόνον ἐσκοτώθησαν καὶ δύο τρεῖς λαβωμένοι. Οἱ Τοῦρκοι 120 σκοτωμένοι καὶ χωριστὰ οἱ λαβωμένοι. Οἱ Τοῦρκοι πλέον δὲν ἐβγῆκαν ἀπὸ τὰ τείχη τῆς Τριπολιτζᾶς, ἦτον ἡ ὕστερή τους φορά· ἐπολεμοῦσαν ἀπὸ τὰ τείχη, ἀπελπίσθησαν διὰ νὰ εὕρουν πλέον ζωοτροφίας. Εἰς τὰς 10 – 15 Αὐγούστου ἔγινε αὐτὸς ὁ πόλεμος, ἕνας μήνας πρὶν νὰ παρθεῖ ἡ Τριπολιτζά.
Ἐπῆγα μία νυκτιὰ καὶ ἔπιασα τοῦ Μαντζαγρᾶ. Ἐκάμαμε χαντάκια, καὶ ἔκαμα καὶ ἦλθε ὁ Δημητράκης Δεληγιάννης μὲ τὸ σῶμα του καὶ ἔπιασε αὐτὸ τὸ χωριό, 10 λεπτὰ μακριὰ ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά. Τὰ Τούρκικα ἄλογα ἄρχισαν νὰ ἀποσταίνουν, διότι δὲν εἶχον πλέον νὰ φάγουν. Ἔστειλα τὸν Γενναῖον καὶ ἐμάζωξε Τζακωνίτες καὶ Ἁγιοπετρίτες καὶ τοὺς ἔσμιξε μὲ τὸν Παναγιώτη Ζαφειρόπουλο καὶ Γεωργάκη Τζάκωνα κι ἔπιασαν τὴν Βουλιμήν· δὲν φθάνει τὸ κανόνι ἐκεῖ· παρομοίως ἔστειλα τὸν Κεφάλα μὲ Μεσσηνίους κατὰ τὸν Ἅγιον Σώστη καὶ ἐταμπουρώθη, καὶ ἔτζι δὲν τοὺς ἀφήναμε μὲ τελειότητα νὰ σπαράξουν πλέον. Οἱ Ἀρβανίτες ἄρχισαν νὰ ἔχουν ὁμιλίες μὲ ἡμᾶς. Αὐτοὶ ἦτον 3.000 καὶ ἐκείνη ἦτον ἡ δύναμις τῆς τουρκικῆς φρουρᾶς. Μὲ ἐπρόβαλαν νὰ τοὺς ἀφήσω ν᾿ ἀπεράσουν καὶ τοὺς ὑποσχέθηκα, τοὺς μὲν Τούρκους ἐντοπίους νὰ τοὺς ἀφήσομε χωρὶς τὰ ἄρματά τους καὶ τοὺς Ἀρβανίτας μὲ τὰ ἄρματά τους. Ὁμίλησα μὲ τοὺς ἄρχοντας, μὲ τὸν Μαυρομιχάλη πρῶτα καὶ ἔπειτα ἔδωσα λόγον τιμῆς εἰς τοὺς Ἀρβανίτες διὰ νὰ ἀναχωρήσουν.

Κατὰ τὸν Ἰούνιον μήνα, ὅταν πολιορκούσαμεν τὴν Τριπολιτζά, ἐσήκωσα ἀπὸ τὰ Ντερβένια τὸν μακαρίτην Πάνο. Ὁ Πάνος, ὁ Ὑψηλάντης, ὁ Γενναῖος, ὁ Ἀποστόλης ἦτον εἰς τὰ Βασιλικά, ἐπαρχία τῆς Κορίνθου, διότι τοὺς εἶπαν ὅτι ἦλθαν Τοῦρκοι.

Τὸ στράτευμα 700, μὲ τὸν Ὑψηλάντην ἀπὸ τὴν Ἁγία Εἰρήνη ἀγνάντευαν τὸν στόλο ποὺ καίγει τὸ Γαλαξίδι. Ὅταν ἐπολιορκούσαμε στενὰ τὴν Τριπολιτζά, ἔβγαιναν ἔξω οἱ πολιορκημένοι, στὸν πόλεμο τοὺς πιάναμε, μεταξὺ αὐτῶν ἐπιάσθη ὁ Χατζῆ Χρίστος, ὁ Κότζος. Οἱ Βούλγαροι ἦτον σεΐζηδες, ὡς 200 ἐπιάσαμεν, ἦτον χριστιανοί.

Ἐν ταὐτῷ ἄρχισαν οἱ Ἀρβανίτες νὰ πραγματεύονται. – Ἦτον ἕνας γραμματικὸς μὲ τοὺς Ἀρβανίτες, γραμματικὸς τοῦ Βελήμπεη καὶ Ἀλμάσμπεη. Αὐτὸς ἔκαμνε τὸν μεσίτη μὲ τοὺς Ἀρβανίτες νὰ τοὺς βγάλομεν. Οἱ ἐπίλοιποι Τοῦρκοι μανθάνοντας τὸ τραττάτο, ἠθέλησαν νὰ πάρουν μέρος καὶ αὐτοί. Ἐβγαίνανε εἰς ἕνα μέρος, ἐπήγαινε ὁ Πετρόμπεης, ὁ Ἀναγνώστης Ντεληγιάννης, Κρεβατᾶς καὶ ἄλλοι, καὶ τοὺς ἐλέγαμε, νὰ ἀφήσουν τ᾿ ἄρματα καὶ νὰ τοὺς μπαρκάρομε ὅπου θέλουν. Ἐκεῖνοι ἔλεγαν: «Ὄχι, μὲ τ᾿ ἄρματά μας». Στέλνουμε στοὺς Ἀρβανίτες, διὰ νὰ ἐμπιστευθοῦν νὰ ἐβγοῦν, τὸν Κολιόπουλο ὡς ἐνέχυρον. Βλέποντες οἱ Ἕλληνες, ὅτι θὰ πέσει ἡ Τριπολιτζά, ἐμαζώχθηκαν 20.000 (22 Σεπτεμβρίου). Καθὼς ἐδοκίμασαν οἱ Ἀρβανίτες νὰ φύγουν, ἐπήδησαν οἱ Ἕλληνες μέσα ἀπὸ τὴν τάπια τοῦ σαραγιοῦ. Οἱ Ἀρβανίτες ἐβγῆκαν ἔξω, ἐπῆραν τὸν Κολιόπουλο, ἐτράβηξαν κατὰ τὸν Μύτικα ἕως 2.500. Μπαίνοντας τ᾿ ἀσκέρι, ἔβαλα τελάλι νὰ μὴ σκοτώσουμε τοὺς Ἀρβανίτες. Ἐβγῆκαν ὡς 2.000 καὶ μέσα εἰς τὴν Τριπολιτζά ἔκοβαν.

Τὸ ἄλογό μου ἀπὸ τὰ τείχη ἕως τὰ σαράγια δὲν ἐπάτησε γῆ.

Πηγή: Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη. 

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2018

...Έπεσε Σύρμα! Πως βγήκε η έκφραση!

Μια από τις εκφράσεις που χρησιμοποιούσαμε ευρέως τις προηγούμενες δεκαετίες είναι η γνωστή σε όλους μας, " έπεσε σύρμα". Σαν έκφραση είναι αλλόκοτη και όλίγον αργκό, όμως εννοιολογικά σημαίνει την μεταφορά είδησης με παράπλευρο, άψυχο μέσο που στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι το "σύρμα" που δεν είναι άλλο από το τηλεφωνικό καλώδιο ή σύρμα.
Ας πάρουμε τα πράγματα, όμως με την σειρά. Στην αρχή της εφεύρεσης του τηλεφώνου για την μεταφορά της φωνής από το ένα μέρος στο άλλο χρησιμοποιούνταν κολώνες ξύλινες που πάνω τους έφεραν έλασμα, κοινώς σύρμα, και έτσι δημιουργούνταν το τηλεφωνικό δίκτυο. Η άμεση ενημέρωση, πρωτοφανής για τα δεδομένα της εποχής, που παρείχε η νέα εφεύρεση είχε τα καλά της άλλα και τα κακά της, αφού όλα μαθαίνονταν γρήγορα και με την συνδρομή των "λαλίστατων", ακόμη γρηγορότερα, έως και τάχιστα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μπλέκουν οι παράνομοι ευκολότερα από πριν, και μιλάμε για εποχή που οι ρεμπέτες και η αστυνομία δεν είχαν και τις καλύτερες σχέσεις. Οι ρεμπέτες ομιλούσαν την "αργκό", τα μάγκικα ή, καλύτερα, την γλώσσα του πεζοδρομίου με αποτέλεσμα να επικρατήσει η έκφραση "...έπεσε σύρμα" που δήλωνε τον κίνδυνο σύλληψης αφού η οποιαδήποτε ενέργεια έγινε άμεσα γνωστή. Λόγου χάρη οι τσιλιαδόροι των "παπατζήδων" φώναζαν "σύρμα, σύρμα" σε περίπτωση που εμφανίζονταν "πολιτσμάνος" στην γωνία. Ένα άγνωστο ρεμπέτικο τραγούδι αναφέρει χαρακτηριστικά:

Για ένα μεροκάματο γυρίζω μες τους δρόμους,
καθημερινώς τραβήγματα έχω με αστυνόμους.

Ρεφραίν:
«Σύρμα» εδώ, «σύρμα» εκεί, μου σπάει τη χολή μου,
ζημιά μου κάνει στη δουλειά, μου κόβει το ψωμί μου.

Κι εκεί που κάνω το σεφτέ το σκάω μάνι – μάνι,
σύρμα! φωνάζουν τα παιδιά, έρχονται πολισμάνοι.

Αν με γραπώσ’ ο πόλισμαν, αλίμονο σε μένα,
με πάει στο αυτόφωρο, πληρώνω τα σπασμένα.

Στην Εφημερίδα "Εμπρός" με ημερομηνία 20 Αυγούστου 1946 αλιεύουμε ένα χρονογράφημα του Δ. Γιαννουκάκη που μας δίνει την έκφραση στο "πιάτο": 
Νέα λέξις εισήλθε πρότινος εις το ελληνικόν λεξιλόγιον της πλανοδίου εμπορικής κινήσεως. Το «σύρμα». 

Βέβαια, η λέξις δεν είναι νέα ως λέξις, αλλά ως νέα έννοια…  Είναι νεοτάτη. Απ του ντέιτ! Τι σημαίνει;
Το κυνηγητό των πλανοδίων την εδημιούργησε.
Μόλις αστυφύλαξ πλησιάσει σε τόπον όπου οι πλανόδιοι σιγαρετοπώλαι, καραμελοπώλαι, σαντουιτσοπώλαι, κονσερβοπώλαι και ποικίλοι διαφοροπώλαι και ανευαδειοπώλαι συγκεντρώνονται και ξεκουφαίνουν τους διαβάτας, μία φωνή θ’ ακουστεί:

– Σύρμα! Σύρμα!

Λαγοί γίνονται τότε οι διάφοροι ποικιλοπώλαι. Λούηδες γινονται, Κυριακίδηδες και τρέχουν ν’ απομακρυνθούν από την επικίνδυνη προσέγγιση, ενώ ταυτοχρόνως η φωνή του σκοπού επαναλαμβάνεται από τους άλλους, διά να μεταδοθεί εις τα πέρατα του δρόμου, όπως μεταδίδονται οι ειδήσεις με το ταμ ταμ στη ζούγκλα!

– Σύρμα!… Σύρμα!…
– Σύρμαααααα!….
Έτσι έμεινε στην ιστορία ως επιφώνημα προειδοποίησης.

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018

Τάκη Δόξα: "Κτίσματα στον Καϊάφα", (Μέρος Β')!


Αποτέλεσμα εικόνας για τακης δοξας


.....
Αυτά όλα τα είδε σαν εφιάλτη μπροστά του ο Κορδονούρης μαζί με τη γυναίκα του την ίδια νύχτα που ξάγρυπνοι Σαν συζητώντας και την τύχη τους. Και δεν κρατήθηκαν. Σηκώθηκαν μονομιάς και αγκάλιασαν και οι δύο οσο κορμί μπόρεσα να το Σεράι νομίζοντας ότι έτσι δεν θα τολμούσε καν Ζυγός η μπουλντόζα και να το πάρει...
Την τρίτη μέρα το πρωί που πέρασε το τρένο από τον Καϊάφα για τον Πύργο, ο Κορδονούρης είχε βάλει στην Ελλάδα πέντε μεγάλα κοφίνια και ένα μικρό καλάθι για να τα φορτώσει. Σε κάθε οθόνη ήταν από δύο παιδιά του, το όλον δέκα, και στο καλαθάκι η Χρυσούλα, καθιστή σε ένα μαξιλάρι γεμάτο άχυρα.
- Είναι για ταξίδι; ρώτησε ο σταθμάρχης μισό γελώντας- μισό απορώντας.
- Ναι, δεν τα παίρνετε;
- Πώς! Αρκεί να τους βγάλεις εισιτήρια.
- Πόσα;
- Τα μεγάλα από ένα και τα κουραδάκια από μισό...
- Θα τα βγάλω όλα αποσκευή. Για αυτό Τα 'χω και σε κοφίνια.
Τα κοφίνια και το καλαθάκι φορτώθηκαν στο βαγόνι που γράφει απέξω με χοντρά λόγια " Ίπποι 4, άνδρες 16", και εκεί σκάλωσε και ο ίδιος ο Κορδονούρης σιγουρεύοντας τόσες ζωές. Μονάχα παρακάλεσε και άφησαν λίγο και μία πόρτα ανοιχτή, έτσι για να βλέπουν τα παιδιά τον κόσμο του Θεού και να θαυμάζουν το μεγαλείο του. Κείνα, όπως πέρναγε το τρένο πότε αγκομαχώντας και πότε βγάζοντας κάτι σκληρές φωνές με τη σφυρίχτρα του, ανασηκώνονταν μέσα από τα κοφίνια, τεντώνοντας το λαιμό τους σα γαλοπούλα και χάζευαν ξεχνώντας τη μοίρα τους.
Στον Πύργο βοήθησαν πολύ και τα κατέβασαν στο σταθμό. Ο Κορδονούρης μέτρησε τα κοφίνια και τα παιδιά, τα βρήκε σωστά και τα έβγαλε έξω. Έβγαλε και τη Χρυσούλα, μα αφού δεν ήξερα ακόμη να περπατάει Στους μεγάλους ασφαλτοστρωμένους δρόμους και την πήρε στην αγκαλιά του. Τα άλλα παιδιά σε μούδιασαν, τίναξαν τα πόδια τους από την ορθοστασία και τους άλλους και ξυπόλητα όπως ήταν, μπήκαν στη σειρά - με τ' ανάστημα του το καθένα.
Ήταν μία μικρή διμοιρία καθώς περπατούσαν, και ίσα που δεν έστελναν κανένα τραγούδι και δεν είχαν Πάρε και καμιά σημαία...
Πλάι τους, σα να 'θελε να τους δίνει βήμα, πήγαινε ο πατέρας κρατώντας τη Χιονάτη που Δεν καταλάβαινε τίποτα από τη ζωή και χαμογελούσε ευτυχισμένη.
Στο πρώτο σταυροδρόμι Σταμάτησε την κουστωδία ένας τροχονόμος με γυαλιστερό κράνος και ρώτησα τον Κορδονούρη που πάνε.
- στον κύριο νομάρχη! Απάντησε εκείνος.
- Δεν θα το βρεις στο γραφείο του και θα κουβαλήσεις και τα παιδιά άδικα. Έφυγε σήμερα με άδεια.
- Τότε θα πάμε στον κύριο εισαγγελέα.
- Και τα τσουρδέλια μαζί;
- Και αυτά. Θέλουν, βλέπεις, να τον δουν.
- Ανεβείτε δεξιά, πάρτε το μεγάλο δρόμο πάλι δεξιά και όταν δεις ένα μαρμάρινο μέγαρο, εμπάτε.
Έτσι και έγινε.
Η διμοιρία ήταν ευτυχισμένη που δεν πάταγε σε χαλίκια και σε άμμο, ούτε έβλεπε απέναντί της όλο την ίδια ατελείωτη θάλασσα να σκούζει και να γελάει. Και έτρεχε χαρούμενη κοιτάζοντάς ολόγυρα τα μαγαζιά και τα σπίτια, τους ανθρώπους που οι περισσότεροι φορούσαν καλά ρούχα και είχαν ένα καθαρό πρόσωπο.
Ο Κλάψας γκρίνιαξε μία στιγμή, αλλά αυτή τη φορά με το δίκιο του. Σταμάτησε την πορεία και είπε στα αδέρφια του με παράπονο:
- Ρε παιδιά, καλύτερα δεν ήταν να είχαμε και ένα ταμπούρλο;
- Σκασμός! Φώναξε ο Κορδονούρης και πρόσταξε να συνεχίσουν. Γύρω ο κόσμος απορούσε και κάπου-κάπου δυο μάτια βούρκωναν.
Με την ίδια παράταξη, μπήκαν στο γραφείο του κυρίου εισαγγελέα. Δυο-δυο, το όλον δέκα, και στο τέλος πατέρας με τη Χρυσούλα στην αγκαλιά.
Απότομα κείνος ο πλούσιος και ολόφωτος τόπος γέμισε φτώχεια και θλίψη.
Ο Κορδονούρης αραδιάζει ένα-ένα τα καθέκαστα, είπε για την μπουλντόζα και τι συφορά, για τον Τουρισμό και τα κοφίνια. Και στο τέλος παρουσίασε τα παιδιά του με τα ονόματα και τα παρατσούκλια τους με τη δυστυχία που τα περίμενε όντας θα ΄μεναν ανάμεσα γης και ουρανού, στο χάος.
- Μα αυτό λέει ο νόμος, δυστυχώς! Τον αντίσκοψε με ευγένεια ο εισαγγελέας. Και η διαταγή είναι αμετάκλητη.
- Η διαταγή να μην έχουμε πια σπίτι;
- Μα νοικιάστε καλέ μου άνθρωπε!
- Με τι, κυρ εισαγγελέα; είμαστε 13 στόματα, δεν βλέπεται; εγώ δεν έχω να τους πάρω ούτε βρακί να κρύψουν τα απαυτά τους...
- Και θες να καταργήσω εγώ το νόμο;
- Αφού θα πεθάνουμε τόσοι άνθρωποι... Και τι ΄ναι ο Νόμος μπροστά σε μας!
Ο "διερμηνέας" δεν μπορούσε να μην πάρει μέρος και αυτή τη φορά, ίσως την κρισιμότερη της ζωής τους. Πετάχτηκε ανάμεσα από όλους, πήγε δίπλα στην πολυθρόνα του εισαγγελέα και του φώναξε:
- Θες εσύ, κύριε να σου πάρουν αυτό το σπίτι που κάθεσαι εδώ μέσα, και να μείνει στους πέντε δρόμους; Για να βλέπαμε τι θα 'κανε η αφεντιά σου!
Ο άλλος δεν κράτησε με χαμόγελο που ζωγραφίστηκε στα χείλη του. Άπλωσε μάλιστα το χέρι του και χάιδεψε το κεφάλι του παιδιού, και ας ήταν πηγμένα τα μαλλιά του σαν άμμο και στην αγανάκτηση.
- Δίκιο έχετε, είπε στο τέλος, μα δεν μπορεί να γίνει αλλιώς! Το κτίσμα είναι παράνομο και πρέπει να κατεδαφιστεί.
- Αυτό το κτίσμα που λέτε, ρώτησε ο Κορδονούρης, είναι δηλαδή όπως είπαν οι άλλοι το "Σεράι" μας;
- Ναι κύριε κορδονούρη. Και λυπάμαι. Λυπάμαι πάρα πολύ, μα... Σας παρακαλώ να πηγαίνετε τώρα.
Ο Κορδονούρης μέτρησε πάλι τα παιδιά, δεν του λείπει κανένα, και έσκυψε και τα φίλησε. Φίλησε και τη Χρυσούλα και την απίθωσε χάμω από μωσαϊκό- τάχα να μπορεί να παίζει με κάτι χρώματα που φύτρωναν εδώ και εκεί.
- Αφού έτσι λέει ο νόμος, είπε, ας έρθει να μου φάει το σπίτι! Και... θα πηγαίνουμε, κύριε εισαγγελέα, όπως διατάζετε. Μονάχα που δεν θα φύγουμε όλοι από δω!
- Τι εννοείς δηλαδή;
- Να! Θα φύγω μόνος μου και θα σας αφήσω τα παιδιά μου για να τα κρατήσετε εδώ μέσα ή να τους βρείτε σπίτι. Και εγώ θα κατέβω στο σταθμό, θα πάρω τα κοφίνια και το καλάθι του τα έφερα και θα πάω στη μάνα τους αδειανά για να θυμάται Τα παιδιά μας...
Ήταν, φαίνεται, αποφασισμένος για όλα ο Κορδονούρης και έκανε να φύγει. Τα παιδιά δεν κατάλαβαν αμέσως τι επρόκειτο να γίνει και ούτε νόμιζαν ότι ο πατέρας τους με το στρίψιμο που 'κανε, θα χανόταν κιόλας. Μονάχα η Χιονάτη έσκουξε- γιατί σίγουρα, δεν της άρεσαν τα μαύρα χρώματα που θα το μωσαϊκό.
Ο εισαγγελέας αναστατώθηκε. Σηκώθηκε απάνω, έτρεξα στον Κορδονούρη και τον έπιασε τον ώμο. Το πρόσωπο εκείνου του ανθρώπου είχε κιόλας γεράσει.
- Θα πάρεις λοιπόν, του είπε, τα κοφίνια άδεια;
- Πού να τα πάω γεμάτα;
Η διμοιρία είχε χαλάσει με τη σειρά της, έγινε μία μάζα ανάκατη, ταραγμένη σα μικρή λιμνοθάλασσα από το βοριά. Και σαν αυτός ο βοριάς να άρπαξε το Νόμο και να σκόρπισε ένα ένα φύλλο του έξω από τα ανοιχτά παράθυρα του γραφείου.
- Καλά! Έκανε στο τέλος ο εισαγγελέας. Πήγαινε Τα παιδιά σου στο σταθμό και γέμισε τα κοφίνια... Εχει τρένο απόψε για τον Καϊάφα;
- Τρένα να δουν τα μάτια σου! Και με βαγόνια που βάζουν τις αποσκευές...
- Για τα εισιτήρια θα τηλεφωνήσω εγώ!
Ο Κορδονούρης υποχρεώθηκε και σε που δεν έκλαψε. Γύρω του τα παιδιά δεν ένιωσαν τίποτα και για αυτό τους είπε πιο καθαρές κουβέντες:
- Ξέρετε, παιδιά; ο κύριος εισαγγελέας δεν θα αφήσει την μπουλντόζα να χαλάσει το "Σεράι" μας...
Εκειδά πετάχτηκε ο Σπάγγος τι είπε για τη διαταγή:
- Είδατε πούφερα γω τα Σπίρτα και κάψαμε εκείνο το βρωμόχαρτο;
Ένας-ένας από τη "διμοιρία" πέρασαν έπειτα από τον εισαγγελέα και τον χαιρέτησαν. Ως και της Χρυσούλας πήρε το χεράκι ο πατέρας της και έκανε και αυτή το ίδιο. Όταν ήρθε η σειρά του διερμηνέα, πάλι έκανα την καραμπόλα του. Χωρίς καν να κοκκινίσει, είπε στον εισαγγελέα όταν βρεθεί στον Καϊάφα, να περάσει από το Σεράι τους να πάρει έναν μεζέ.
- Μεζέ;
- Τσιροπούλια, καλέ! Σπουργίτια, που σκοτώνουμε με το λάστιχο.
Και κάμε να βγάλει η σφεντόνα του...
Αργότερα που 'φυγε το τρένο, σε όλη τη διαδρομή ως τον Καϊάφα, το βαγόνι των αποσκευών ήταν γεμάτο από φωνές και τραγούδια που πέρσευαν και έβγαιναν από την μισάνοιχτη πόρτα, στον κόσμο του Θεού. Και πριν φτάσουν στο σταθμό, τα κοφίνια και το καλαθάκι είχαν αδειάσει και ένα-ένα έπεφταν από το τρένο στη λήθη.

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

Μουσείο Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας!

Σχετική εικόνα  

Η αξεπέραστη προσφορά των αρχαίων Ελλήνων στους τομείς της Φιλοσοφίας και των Καλών Τεχνών είναι πασίγνωστη και δεν αμφισβητείται από κανένα. Το ίδιο γνωστή είναι και η προσφορά τους στο χώρο των αρχαίων Επιστημών. Όμως η Τεχνολογία των αρχαίων Ελλήνων είναι σχετικά άγνωστη όπως και οι απίστευτες επιδόσεις τους στον τομέα αυτό. Η έκθεση του μουσείου αρχαίας ελληνικής τεχνολογίας ξαναζωντανεύει 300 περίπου εξαιρετικές εφευρέσεις του αρχαιοελληνικού τεχνολογικού θαύματος (από το ρομπότ - υπηρέτρια του Φίλωνος μέχρι τον κινηματογράφο του Ήρωνος και από το αυτόματο ωρολόγιο του Κτησιβίου μέχρι τον αναλογικό υπολογιστή των Αντικυθήρων) που καλύπτουν την περίοδο από το 2000 π.Χ. μέχρι το τέλος του αρχαίου ελληνικού κόσμου κατόπιν 25χρονης έρευνας και μελέτης του Κώστα Κοτσανά. 
 Πρόκειται για την εγκυρότερη (καθότι στηρίζεται αποκλειστικά στην ενδελεχή μελέτη της αρχαιοελληνικής, λατινικής και αραβικής γραμματείας, των αγγειογραφικών πληροφοριών και των ελαχίστων σχετικών αρχαιολογικών ευρημάτων) και την πληρέστερη έκθεση του είδους της παγκοσμίως. Όλα τα εκθέματα και το υποστηρικτικό τους υλικό έχουν δημιουργηθεί από τον ίδιο χωρίς καμιά επιχορήγηση από οποιοδήποτε δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα. Το μουσείο βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της κεντρικής πλατείας του Κατακόλου, απέναντι από το σιδηροδρομικό σταθμό και λειτουργεί υπό την αιγίδα του Δήμου Πύργου. Εγκαινιάσθηκε στις 11 Μαρτίου 2011 από τον ομότιμο καθηγητή του Ε.Μ.Π και πρόεδρο της ΕΜΑΕΤ Θεοδόση Τάσιο.
Σκοπός του μουσείου είναι να αναδείξει...

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

Τάκη Δόξα: "Κτίσματα στον Καϊάφα", (Μέρος Α')!

Θα συνεχίσω τις δημοσιεύσεις, αγνώστων στο ευρύ κοινό, διηγημάτων με απώτερο στόχο, όσο το δυνατόν περισσότεροι, να ανακαλύψουν κρυμμένα διαμάντια της λογοτεχνίας και λαογραφίας.
Το παρακάτω διήγημα είναι του γνωστού Ηλείου, λογοτέχνη και πεζογράφου και ποιητή, Τάκη Δόξα με τον τίτλο "Κτίσματα στον Καΐάφα".
(Βιογραφικό Τάκη Δόξα)
Ο συγγραφέας σε αυτό το διήγημα του καταπιάνεται, εμμέσως πλην σαφώς, με την παράνομη και άναρχη οικοδόμηση στην πανέμορφη  παραλία του Καΐάφα, με την έλευση ανθρώπων από ορεινά χωριά και την καταπάτηση παραλίας για την χρήση εξοχικών, θαλάσσιων κατοικιών. Το φαινόμενο συνεχίστηκε ως και τις μέρες μας, αλλά με την εφαρμογή του νόμου περί αιγιαλού έχει περιοριστεί και πολλά από αυτά τα κτίσματα έχουν  κατεδαφιστεί. Βέβαια δεν είναι αυτό το θέμα μας, αλλά το υπέροχο άγνωστο διαμάντι του εξαίρετου πεζογράφου. Ας το απολαύσουμε σε δύο μέρη:


(Ά Μέρος)


Δεκαπέντε σχεδόν χρόνια δεν τον είχαν πειράξει ούτε με τη μικρότερη κουβέντα. Και οι αρχές, από νομάρχη μέχρι χωροφύλακα, και οι γειτόνοι που αγοράζουν οικόπεδα και έχτιζαν σπίτια ευπρόσωπα με τούβλα και πολύχρωμες βεράντες ή για τις καλοκαιρινές διακοπές.
Ο μόνος που του έδωσε κάποτε κάποια σημασία, ήταν ο τουρισμός. Μα και αυτός, όπως αργότερα αποδείχθηκε, μάλλον από περιέργεια.
Ο τουρισμός ήταν ένας ευγενικός κύριος πολύ ψηλός σαν αρχεία σκοροφαγωμένη κολώνα με Ευρωπαϊκή φυσιογνωμία που ανακατεύει τα ελληνικά με άλλες γλώσσες και ρώταγε τους ηλικιωμένους παραθεριστές για το σπίτι του Ξενοφώντα. Αυτός Λοιπόν κάθισε λίγη ώρα και κοίταζε εκείνο το σπίτι που είχε κολλήσει σε μία αγκαλιά άμμο και φαινόταν ότι από στιγμή σε στιγμή θα το παιρνε ο αυγουστιάτικος αέρας και θα το Πήγαινε στη θάλασσα.
Το σπίτι ήταν από σανίδες, λαμαρίνες, σταφιδωτά να και ξερά χόρτα δεμένα με παλιό σύρματα, και είχε πάνω από την πόρτα καρφωμένο ένα χαρτί που έγραφε με πράσινα λόγια "Σεράι Βαρώνου Φον Κορδονούρη". Ίσως αυτός ο αρχοντικός τίτλος να κίνησε περισσότερο το ενδιαφέρον του τουρισμού και έφτασε στο τέλος ως την πόρτα.
- Excuse me, κυρία μου! Έσκουζε ο τουρισμός μόλις Είδε μία ξερακιανή γυναίκα να ξεπετιέται στο κατώφλι με τα χέρια γεμάτα απορία και σαπουνάδες. Ο Μίστερ Βον Κορδονούρης είναι εδώ;
Η γυναίκα από γράμματα ήξερε μόνο όσα της είχε μάθει Η φτώχεια και η θάλασσα, και δεν κατάλαβε τα περισσότερα. Τρόμαξε κιόλας μπρος στο ανάστημα αυτού του ανθρώπου, γιατί ούτε από Αρχαιολογίας σκάμπαζε.
- Mήπως λέτε για τον άντρα μου; έκανε σε λίγο.
-Ω, γιές! Εδώ είναι;
Απάνω στην ερώτησή του πέσανε 4- 5 κουτσούβελα, με ένα παλλόμενο κοντό βρακάκι το καθένα, που μύριζαν αρμύρα και πείνα, και τον τριγύριζαν. Ένα μάλιστα από αυτά άνοιξε κρυφά και δεξιά του χούφτα και άρχισε να από πίσω να τον μετράει πόσες παλάμες ψηλός είναι. Το πιο μεγάλο έκανε τον διερμηνέα:
- Καλέ μάνα ντιπ στούρνος είσαι; Για τον πατέρα ρωτάει ο κύριος Κολόνας...
- Όχι, απάντησε με σέβας εκείνη. Ο Αντώνης δεν είναι σπίτι, πάει για τσίρους.
-Τσίρους;
-Για τσιροπούλια που λέμε. Για τσικουλήθρες και σπουργίτια. Κυνηγάει και τέτοια με το λάστιχο και με το γκρα. Βάνει και κόλλα καμιά φορά. Για να τρώμε καλέ...
- Α!
Ο Τουρισμός ήταν έξυπνος άνθρωπος και νόμισε πως μπορούσε να μάθει και άλλα πράγματα, ας ήταν προ Χριστού. Του είχε καθίσει μεράκι  ιστορία του Ξενοφώντα και μάζευε στοιχεία να γράψει για το κτήμα που του χάρισαν κάποτε οι Σπαρτιάτες στον Σκιλλούντα. Για αυτό περισσότερο έχει φτάσει ως τον Καϊάφα.
Ρώτησε λοιπόν για όλα αυτά και πρώτα πρώτα για τον Ξενοφώντα  που κάθισε χρόνια στον Σκιλλούντα κάνοντας τον αγρότη
, και ας ήταν ιστορικός στρατηγός, μα ούτε η κυρία Κορδονούρη ούτε τα κουτσούβελα είχαν ακούσει ποτέ για αυτό το πρόσωπο τίποτα.
Μόνο ο " διερμηνέας " πετάχτηκε πάλι να δώσει πληροφορίες:
- για τον Ξενοφώντα είπατε:
- για αυτόν...
- αυτός κύριε κολώνα, ήταν στο πρωί στο καφενείο και έπαιζε τάβλι με τον αγροφύλακα. Να σας πω που κάθεται;
... Και σήκωσε αμέσως το δεξί η διερμηνέας να δείξει κάπου, μα ο τουρισμός είχε πια υποχρεωθεί πολύ και τράβηξε να βρει το σιδηροδρομικό σταθμό.
Κόντευε να σουρουπώσει σε όλη την αμμουδιά, πάνω στα πεύκα ο ήλιος έλιωνε τις τελευταίες του αχτίδες, κι όμως ο τουρισμός μίκραινε ολοένα και πιο πολύ φεύγοντας, μαζεύτηκαν και τα άλλα κουτσούβελα του Κορδονούρη, κάνανε μία μάζα μισοξεβράκωτη και τον ξεπροβόδιζαν σαν φωνάζοντας, στη γλώσσα του:
- Αβάντι Μαέστρο! Στο καλό ψηλέα!
Στο καφενείο του σταθμού ρώτησε, έμαθε ότι ο Κορδονούρης είχε 11 παιδιά και πως το χαρτί με τα πράσινα λόγια απάνω στην πόρτα του, το κάρφωσαν μία νύχτα κάποιοι περαστικοί Αθηναίοι τεντυμπόιδες, μα είπε γιατί δεν τον ένοιαζε είπε γιατί του άρεσε και το "Σεράι και το Φον" το άφησε.
Το βράδυ που γύρισε ο Κορδονούρης με ένα καλάθι γεμάτο σχεδόν σπουργίτια που είχε σκοτώσει δέντρο σε δέντρο από το πρωί, και μύδια που Μάζεψε βουτώντας ίσα Με το γόνατο και Ψάχνοντας τη θάλασσα, έμαθε τα καθέκαστα με τον τουρισμό και ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
Έπειτα ψήσαμε πάνω σε βέργες τα πουλιά, μοιράστηκαν τα μύδια και φάγανε καθισμένοι γύρω-γύρω κατάχαμα...
Έτσι γινόταν πάντα. Το Σεράι είχε δύο μεγάλα δωμάτια πατωμένα και ταβανωμένα όπως όπως, πιο πέρα στην άκρη έναν τόσο δα τόπο για κουζίνα. Μεσημέρι και βράδυ, βράδυ πιο σπάνια, αυτός ο τόπος στούφωνε από καπνό και τα παιδιά στριμώχνονταν το ένα πάνω στο άλλο και ρούφαγαν την τσίκνα με ηδονή, ώσπου να ‘ρθει η ώρα για να μου κόψουν το στομάχι τους.
Ο Κορδονούρης ψάρευε κιόλας κατεβαίνοντας η λιμνοθάλασσα της Αγουλινίτσας, ποτέ με πυροφάνι και πότε με κανένα δυναμίτη που πάντα τη γλίτωνε από το δόκανο του νόμου. Πήγαινε και στο κυνήγι της μπάλιζας πριν έρθει το κράτος και ξεράνει τα νερά για να φυτέψει δέντρα και σπίτια εκεί που άλλοτε σπαράζουν τα ψάρια και τα χέλια ταΐζοντας κόσμο και κοσμάκη. Οι μπάλιζες ήταν κάτι μαύρα πουλιά με σκληρό Μα νόστιμο κρέας, που γέμιζαν καρύδια στο μαγείρεμα ή το 'καναν στιφάδο και μοσχοβόλαγε ο τόπος, και το στόμα.
Στο ψάρεμα και στο κυνήγι ο Κορδονούρης έπαιρνε και μερικά από τα παιδιά του, τα μεγαλύτερα. Όχι μόνο για να τον βοηθάνε ή να πα να φυλάνε, όταν έριχνε το δυναμίτη μην τον πιάσει ο νόμος. Πιο πολύ γιατί ήταν κατεργάρηδες και μπορούσαν να κλέβουν το κυνήγι των άλλων χωρίς να τους μυρίζετε κανείς! Περισσότερο από όλους τα κατάφερναν ο Κλάψας, ο Σπάγγος και ο Ψώρας. Τα παιδιά βέβαια δεν πήραν αυτά τα ονόματα για βαφτιστικά τους, αλλά τους θα χε κολλήσει ο ίδιος ο πατέρας τους- του πρώτου γιατί όλο γκρίνιαζε, του δεύτερου γιατί ήταν αδύνατος σα λέλεκας και του τρίτου γιατί ξηνόταν από το πρωί ως το βράδυ.
Τα μικρότερα ήταν σχεδόν αυτοσυντήρητα. Κάθε καλοκαίρι κατέβαινα να παραθερίζουν ή για μπάνια στην παραλία του Καϊάφα πολλές οικογένειες από τις γύρω πόλεις και τα χωριά, μα και το χειμώνα έρχονταν πολλοί ξένοι που έπασχαν από τα νεφρά τους ή από χολή και έκαναν λούσεις η Έπιναν από θαυματουργό θειαφόνερο που βγάζουν αδιάκοπα οι σπηλιές του Λαπίθα. Τότε οι σβόμπιροι του Κορδονούρη ξεκίναγαν με το χεράκι τους απλωμένο για ζητιανιά... Μάζευαν από λεφτά μέχρι και αποφάγια ακόμα, και όταν συγκεντρώνονταν απαρτία στο Σεράι, σαν όλα στη σειρά και τα μοιράζονταν δίκαια. Το Σεράι είχε πολλές χαραμάδες και τρύπες εδώ και εκεί, κι άλλο το ήλιος, άλλοτε το φεγγάρι κρυφό κοίταζαν τη μοιρασιά και χαμογελούσαν για την περίεργη ανθρώπινη ευτυχία.
Ο Βαρώνος Φον Κορδονούρης και η φαμελιά του έμεναν βέβαια στο ίδιο σπίτι και το χειμώνα. Μα τότε τα πράγματα ήταν κάπως δύσκολα με τους Αέρηδες και τις βροχές που τους φοβερίζουν και τους το ξεσήκωναν με όλα τα υπάρχοντά τους και τους άφηναν για ταβάνι Μόνο τον ουρανό, έναν ουρανό χωρίς οίκτο. Την ίδια φοβερά τους έκανε και η θάλασσα. Αυτή ανέβαινε πάνω στους ώμους και ήθελε σώνει και καλά να μπει στο Σεράι, πάστα για να μάθει πόσα δωμάτια έχει και πώς το λένε το κάθε παιδί.
Ωστόσο, την τελευταία ώρα το σπίτι μετάνιωνε, αντιστεκόταν και ριζών βαθύτερα όπως και η μοίρα τους.
Όταν ήρθε διαταγή να γκρεμιστούν τα παράνομα κτίσματα, ο Κορδονούρης είχε στρωθεί έξω από την πόρτα του και τάιζε τραχανά τη Χρυσούλα. Η Χρυσούλα ήταν η Χιονάτη του σπιτιού και δεν είχε κλείσει ακόμα τα δύο χρόνια της. Έκλαιγε κιόλας γιατί μέρες τώρα έτρωγε το ίδιο φαγί και όμως δεν μπορούσε να το συνηθίσει. Δεν ήξερα Επίσης και γράμματα για να καταλάβει Τον πατέρα της που της παίνευε τον τραχανά.
- Φάτο, νεράιδα μου, τι σε έκανε παρακαλώντας. Ούτε τα πριγκιποπούλα δεν τρώνε αυτό το φαΐ...
Η Χρυσούλα κάθε που της έλεγε για πριγκιποπούλα, έβγαζε από το στόμα της ένα σβώλο τραχανά και τον έφτυνε.
Τη διαταγή την έφερε ένας δημοτικός υπάλληλος με ένα χωροφύλακα. Ήταν ένα χαρτί ψυχρό και κίτρινο, απότομο. Το διάβασαν στον Κορδονούρη, τα άκουσε και η Χρυσούλα έτοιμο πάλι να κάνει εμετό, μαζεύτηκαν ολόγυρα και οι άλλοι να μάθουν τα νέα της ημέρας.
Ο " διερμηνέας" ήταν πολύ περίεργος και στα κέφια του. Ρώτησε τι σημαίνει παράνομα κτίσματα και ποιος γράφει τόσο ωραία χαρτιά. Ο χωροφύλακας πούλησε τις απορίες με μία ανάποδη σφαλιάρα και ο δημοτικός υπάλληλος απευθύνθηκε στον πατέρα του:
- καταλαβαίνεις, κύρια φωνή, τι θέλει να πει αυτή η διαταγή;
- όχι και τόσο, συμπάθα με...
- να σου την κάμω εγώ λοιπόν λιανά: Λέει ότι το Σεράι θα πάει περίπατο!
- Δηλαδή, θα το πάρετε από δω και θα μετακομίσουμε αλλού;
- κάθε άλλο, κύριε Κορδονούρη! Λέει ότι το Σεράι είναι παράνομο κτίσμα και κάθε παράνομο κτίσμα πρέπει να κατεδαφίζεται.
- και γιατί αυτό; εγώ το έφτιαξα με το ίδιο μου το αίμα! Κατεδαφίζεται το αίμα κύριοι;
Εκεί να χωθεί και στη μέση ο χωροφύλακας και τους έλυσε τη διαφορά πειστικότερα:
- Σου το 'παμε, κύριε έξυπνε, ότι το παλιό Σεράι σου θα ‘ρθει η μπουλντόζα και θα το μαζέψει
- Και τι της φταίει της μπουλντόζας το σπιτικό το δικό μου;
- το χτίσεις χωρίς άδεια καταλαβαίνεις; Κι' είναι ένα πράγμα σιχαμερό που προσβάλει τον Τουρισμό.
Με τη λέξη τουρισμό, ένας από τους σβόλους του Κορδονούρη θυμήθηκε τον ψηλό άνθρωπο με τις μπερδεμένες γλώσσες και έβαλε τις φωνές:
- και θύμωσε ο κύριος Κολώνας, επειδή δεν ξέραμε πού είναι το σπίτι του Ξενοφώντα;
Ο "Διερμηνέας" τον ανίσκοψε:
- Πάψε ρε κιτρινόσκατο, δεν τούπα εγώ ότι παίζει τάβλι στο καφενείο;
Η συζήτηση τελείωσε με μία δεύτερη σφαλιάρα και έπειτα ο δημοτικός υπάλληλος τους άφησε τη διαταγή και έφυγαν με το χωροφύλακα. Το χαρτί το στροβίλισε στην αρχή ένα αεράκι και ύστερα το 'ρίξε μέσα στο πιάτο του τραχανά. Ο Κορδονούρης Σταμάτησε απότομα το τάισμα της Χρυσούλας και πήρε παράμερα τη γυναίκα του να κουβεντιάσουν, για τη Συμφορά που τους περίμενε. Είχαν κιόλας θολώσει τα μάτια του, έσφιγγε τις γροθιές του, κοίταζε πότε-πότε και τον ουρανό ρωτώντας τον μυστικά να μάθει το γιατί.
Τα παιδιά το κατάλαβαν Τι θα γινόταν και πως όλα τα παιδιά εκεί με το που το χάρτη με τα κατάμαυρα, όλο κακία γράμματα. Το βγάλανε Λοιπόν από το πιάτο, έτρεξε ο Σπάγγος να φέρει σπίρτα και του βάλανε φωτιά- νομίζοντας ότι θα πέθαινε...
Όσο και εγώ όταν, με κάποια δυσκολία και ειρωνεία, η διαταγή, ο δημοτικός υπάλληλος με το χωροφύλακα φαίνονταν ακόμα περπατώντας στην άμμο. Και ο ψαράς άφησε και μία στιγμή το ξύσιμο και του φώναξε:
- Καλέ 'σεις που φέρατε το χαρτί, το βλέπεται; Κατά διαόλου πάει!
Είχε εκτελεστεί και η προθεσμία που είχε να ζήσει το Σεράι, ήταν μόνο τέσσερις μέρες. Έπειτα θα 'ρχότανε μπουλντόζα με την κίτρινη χοντροκομμένη φάτσα, θα κύλαγε τις πελώριες, τις ανελέητες ρόδες της και θα πέρναγε, τραγουδώντας ίσως έναν αμανέ, σύρριζα στο σπίτι, θα το αναποδογύριζε και ύστερα θα ξανά πέρναγε για να το λειώσει.

Τέλος Α΄Μέρους.

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

Αγησίλαου Τσέλαλη: ο αγιοβασιλιάτης (Μέρος Β).

Σχετική εικόνα

- "Δε βαριέσαι. Τον σκότωσε, τον σκότωσε. Θα τον φάμε. Βάλε θερμό γυναίκα. Φτιάστονε με χυλοπήττες. Για τ' 'Αγιοβασιλιού θα βρούμε άλλονε". Και μπήκε σπίτι.
Η Περικλίνα τον ετοίμασε καλά, τονε ξεπουπούλιασε, τον άνοιξε, τον καψάλησε, τον έκοψε κοψίδια και τον έβαλε στον τέντζερη. Τα κορίτσια φέρανε ξύλα, γέμισαν το τζάκι. Τα πουρνάρια σε λίγο τριζοβολούσαν, ξέφευγαν οι φλόγες από την τρίποδη σιδεροστιά και κύκλωναν τον τέντζερη που άρχιζε σιγά σιγά να χοχλάζει.
- "Άει πιάσε κρασί Ελενιώ", είπε στην μεγαλυτερή του κόρη ο Περικλής κι' εξαπλώθη στο παραγώνι, κατέβασε το μπουζούκι του κι' άρχισε να παίζη να του περάση η στεναχώριακι' ο θυμός.
Σε λίγο μοσχοβολούσαν στον τέντζερη τα κοψίδια, η κανάτα, γεμάτη κρασί, έχυνε από λίγο μεράκι στην ψυχή του Περικλή και μεριά από την ευωχία που ετοιμαζότανε, μεριά από το κρασί, μεριά από το ξέσπασμα της στεναχώριας, εμερακλώθη για καλά.
- "Κορίτσια, πέστε το τραγούδι. Ας ειπούμε πως είναι σήμερα πρωτοχρονιά. Ούλες οι μέρες του θεού είναι, άγιες είναι".
Τα κορίτσια, καθισμένα γύρω στη φωτογωνιά, έσκυψαν ντροπαλά το κεφάλι, εχαμογέλασαν η μια την άλλη και κοίταξαν τη μάνα τους δειλά. Αυτή τους έγνεψε θαρρυντικά κι' άρχισαν το σκοπό σιγά-γλυκά.

- Με πήρε το παράπονο και το μεγάλο ντέρτι
και για την κόρη εκίνησα και για τα μαύρα μάτια.
Βρίσκω την κόρη μοναχή στον αργαλειό και υφαίνει.
- " Κρίνε μου αγάπη, κρίνε μου, δυο λόγια μπιστεμένα".
- " Για κοντοστέκα, ψυχογιέ μη με κοντοζυγώνεις,
τι αναγαλλιάζει ο κόρφος μου και φλιτουράει η καρδιά μου".

Η Περικλίνα έρριχνε με καμάρι ματιές στα κορίτσια, στον Περικλή, κι' ανακάτευε μια τους μεζέδες στον τέντζερη με την κουτάλα και μια την φωτιά με την μασιά.
Και τα τραγούδια, το ένα κοντά στ' άλλο, σειρά, για τα κορίτσια με τις ψιλές ταρναριστές τους φωνές και μία ο Περικλής με το μπουζούκι, γέμιζαν το σπίτι αχό.
Ο Γιάννης περίμενε. Είχε χίλιες φορές σχεδιασμένα στο νου του τα λόγια που θα του λεγε του Περικλή, σαν θα βγή να του ζητήση το λόγο. Και περίμενε πότε θα βγή.
- " Γιατί τόση ώρα; Τι κάνει τόση ώρα; Για δε βγαίνει; Μα για δε βγαίνει; Τι είναι τούτο πάλε; Γιατί αργεί; Μα γιατί αργεί;!!Μην εβγήκε και επήγε στην αστυνομία; Μπά, δεν κάνει τέτοιο αυτός. Κάνει τον φιλότιμο. Αμ' τότε; Δεν τον αφήνη η γυναίκα του.Ακούει αυτός γυναίκα;!! Συγκοπή τούρθε; Θα σκούζανε. Άμ' τότε για δε βγαίνει; Τι διάβολο, τόσο το αψήφησε; Δεν μπορεί. Δεν μπορεί θα βγή ο μασκαράς και θα στον κάμω που να μην τον πλένει της Λιοδώρας το ποτάμι. Όπου νάναι θα βγή...Τώρα θα βγή.
Μα γιατί; Γιατί αργεί; Δεν μπορεί, πρέπει να βγή... Μα τι είναι τούτο;!!!
Γλυκές οι νότες του μπουζουκιού έβγαιναν από το παράθυρο χειμωνιάτικο κι' έφταναν στ' αυτιά του.
Αλαφιάστη. Αφουγκράζεται καλύτερα.
Γλυκές οι φωνές των κοριτσιών δονούν την ατμόσφαιρα μέσ' στο σούρουπο.
- " Ρε τι είναι τούτο; Τι διάβολο γίνεται;"
Βγαίνει στο παράθυρο. Ακούει, δεν πιστεύει στ' αυτιά του, βγαίνει στην πόρτα, ακούει μπουζούκι, τραγούδι, γέλια. Πετάγεται στο πορτόσκαλο, στην αυλή, κατεβαίνει στον κήπο, τεντώνει καλά τ' αυτιά του.
Ντρίγκ,ντρίγκ, ντρίγκ,ντρίγκ,ντρίγκ, ακούει ξάστερα.
-" Το μπουζούκι του Περικλή! Και οι φωνές των κοριτσιών!!!"

Και αν πας Μαλάμω για νερό, 
εγώ στη βρύση καρτερώ... 

-"Ζουρλαθήκανε μωρέ;::" Δεν πιστεύει, δεν καταλαβαίνει, πηδάει το φράχτη, μπαίνει στην αυλή του Περικλή. Ο ντορής μασούσε αργά άχερο στ' αχούρι και οι γίδες σηκωθήκανε φοβισμένες και παραμερίσανε. Βάνει αυτί καλά στην πόρτα.
Μπουζούκι, τραγούδι, χαρές. Έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια και τόσφιξε δυνατά. Τα τραγούδια τον κυνηγούν, βουίζουν στο κεφάλι του, δεν μπορεί να ησυχάση, τούρχεται σαν τρέλλα. Διαλογίζεται έτσι, για να ηρεμήση, να ιδή που βρίσκεται, τι είναι τούτο.
-"Επίτηδες το κάνει ο κερατάς. Επίτηδες το κάνει ο άτιμος! Για να με σκάση. Αφήνει τα πουλιά του, μου τρώνε τον κήπο, τραφήκανε και τώρα τα τρώει και γλεντάει για να με σκάση. Στάσου τότε να του δείξω γώ του πρόστυχου".
Και μανιασμένοςδίνει μια σπρωξιά στην πόρτα του Περικλή και μπαίνει μέσα.
Η Περικλίνα με ανασκουμπωμένη την ποδιά, άφησε τα πιάτα που 'φερνε στα χέρια της και την ποδιά και πέσανε στο πάτωμα. Τα κορίτσια σηκωθήκανε ταραγμένα. Άφησε το μπουζούκι ο Περικλής, ανασηκώθη και γελαστός, καλοκαρδισμένος:
-"Βρε, καλώς το Γιάννη. Πως ήταν και τούτο, ρε; Κάτσε, κάτσε να φάμε".
Και κάρφωσε μόνος ένα μεζέ από τον τέντζερη, γιόμισε ποτήρι κρασί και με τα δυο του τα χέρια αυθόρμητα, χαρούμενα, τα πρόσφερε απο καρδιάς στον Γιάννη. Η μορφή του εξέχυνε όλη την καλοσύνη της ψυχής του κείνη την στιγμή κι' έλαμπε το κόκκινο από την ευθυμία, το τραγούδι και την φωτιά, προσωπό του.
Ο Γιάννης εκοκκάλωσε, εξεράθη. Με γουρλωμένα τα μάτια , με σφιγμένες τις γροθιές, αναμαλλιασμένος, σαστισμένος, εμάρμαξε. Αστραπή οι σκέψεις περνούσαν από το νού του.
-" Μωρέ!! Τι 'ναι τούτο;" Τόσο μίσος στην ψυχή, τόση έχθρα, σήμερα τους σκότωσε τον αγιοβασιλιάτη, τους έβρισε, ήταν έτοιμος για μεγαλύτερα, κι' αυτοί γλεντάνε, αυτοί τονε καλωσορίζουνε, τον δίνουνε μεζέ, τον δέχονται αγνά ακι αγαπητά και χαρούμενα. "Μωρέ τι 'ναι τούτο;"
Μπήκε στο σπίτι τους να τους βρίση κι' αυτοί; Για φαντάσου!!!
-"Ρε μη μου φτιάνουν φάκα να με καθήσουν κάτου να με κάνουνε του αλατιού;"
Η καλοσύνη έλαμψε στα μάτια του Περικλή και γλυκοχαμογελούσε ευχαριστημένος.
Συνεκλονίσθη. Κάτι εγκρεμίστη μέσα του και κάτι ανεστήθη.Μια στεναχώρια του 'σφιξε τα στήθη και η καλωσύνη που ένοιωθε στην φαμελια τον έπνιγε. Το αίσθημα του συμφιλιωμού, της αγάπης, που συγχωρεί και ταπεινώνει και ανυψώνει και εξευγενίζει, του γέμισε την ψυχή. Συνεταράχθη βαθιά, ανατρίχιασε σύγκορμος από την ταραχή αυτή κι' ένας κόμπος του ΄σγιξε το λαιμό.
-"Εβίβα Γιάννη, καλώς ώρισες, έπειτα από τόσα χρόνια μες στο φτωχικό μου. Να! πάρε τον μεζέ!".
-"Και μεζέ ρε Περικλή; Και μεζέ, ρε;... Φτύσε με ρε γείτονα, φτύσε με. Έφταιξα τόσο καιρό, έφταιξα", απολογήθη και ο κόμπος ελύθη απ' το λαιμό του. Τα δάκρυά του απόλυσανε βρύση κι' έπεσε στ' αμπάρι πούτανε κοντά του.
Ο Περικλής εσηκώθη, τον αγκάλιασε, τον κάθησε κοντά του στο παραγώνι κι'είπε της Περικλίνας να πάη να πάρη τη Γιαννού και τα παιδιά να συφάνε απόψε συφάμελα.


Ανδρίτσαινα 1938
ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ ΤΣΕΛΑΛΗΣ

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2018

31-Δεκεμβρίου-1790: Η αρχαιότερη διασωθείσα ελληνική εφημερίδα!


Πρωτοσέλιδο

Η πρώτη ελληνική εφημερίδα κυκλοφόρησε στη Βιέννη από τον ζακυνθινό λόγιο, εκδότη και τυπογράφο Γεώργιο Βενδότη τον Ιούνιο του 1784. Η εφημερίδα διέκοψε την κυκλοφορία της μόλις μέσα σε ένα δίμηνο, μετά από πιέσεις του Σουλτάνου προς τις αυστριακές Αρχές. Δυστυχώς, δεν έχει διασωθεί κανένα αντίτυπο από τα οκτώ φύλλα που έβγαλε συνολικά η εφημερίδα του Βενδότη.
Στα τέλη του 1790, κυκλοφόρησε στην Βιέννη η Εφημερίς των δύο πρωτοπόρων Ελλήνων τυπογράφων Πούλιου και Γεωργίου Μαρκίδη-Πούλιου. Οι αδελφοί Πούλιου, που κατάγονταν από την Σιάτιστα, είχαν λάβει άδεια από τις αυστριακές Αρχές, από τον Οκτώβριο του 1790 για την έκδοση εφημερίδας στην ελληνική, την "Ιλλυρική" (Σερβική) και τη Γερμανική γλώσσα.
Από τα πρώτα φύλλα της η Εφημερίς δημοσίευε σε συνέχειες τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως τα διατύπωσε η Γαλλική Επανάσταση. Στην εφημερίδα αυτή τυπώθηκαν επίσης πολλά εθνεγερτικά συγγράμματα του Ρήγα Βελεστινλή. Μεταξύ άλλων, τυπώθηκαν σε μορφή βιβλίου στο ίδιο τυπογραφείο το Σχολείον των ντελικάτων εραστών, ο Θούρειος και η Χάρτα της Ελλάδος.
Η Εφημερίς έπαψε να κυκλοφορεί το 1797 μετά τη σύλληψη του Ρήγα Φεραίου αλλά και του Γεωργίου Πούλιου, που βρισκόταν στο τυπογραφείο, ενώ ο αδελφός του απουσίαζε στο εξωτερικό.
Η εξέλιξη της τυπογραφίας καθυστέρησε στον ελλαδικό χώρο εξαιτίας της Τουρκοκρατίας. Παρόλα αυτά, αξιόλογες προσπάθειες έγιναν το 1819 σε δύο σημαντικές πνευματικές εστίες της υπόδουλης Ελλάδας, τις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας και τη Χίο. Με το ξέσπασμα όμως της επανάστασης του 1821, οι Κυδωνίες καταστράφηκαν και μαζί με αυτές και το τυπογραφείο. Ακολούθως, ένα χρόνο αργότερα, με τη σφαγή της Χίου, και αυτό το τυπογραφείο έπεσε θύμα της εκδικητικής μανίας των Τούρκων.
Το τυπογραφείο της Κέρκυρας δεν ήταν σε θέση να προσφέρει καμία υπηρεσία στην ελληνική επανάσταση εξαιτίας της σχετικής απαγόρευσης από τον Άγγλο κυβερνήτη των Ιονίων Νήσων.
Τον Ιούνιο του 1821 ο Δημήτριος Υψηλάντης έφερε στην Ύδρα, από την Τεργέστη, ένα πιεστήριο το οποίο μετά από περιπέτειες λειτούργησε μέσα σε ένα τζαμί στην Καλαμάτα από τους τυπογράφους των κατεστραμμένων πια Κυδωνιών. Σε αυτό το τυπογραφείο τυπώθηκαν οι πρώτες προκηρύξεις της επανάστασης και η πρώτη εφημερίδα της επαναστατημένης Ελλάδας, Σάλπιγξ Ελληνική.

Τρίτη 28 Αυγούστου 2018

Ο Αγιοβασιλιάτης. (Μέρος Α')

Το παρακάτω διήγημα είναι του γνωστού λογοτέχνη  και ιστοριοδίφη, της περιοχής μας, Αγησίλαου Τσέλαλη. Το συγκεκριμένο διήγημα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Καθημερινή" το 1938, μετά από διαγωνισμό που είχε προκηρύξει. Για την ιστορία, είχε πάρει το πρώτο βραβείο και ο συγκεκριμένος διαγωνισμός υπήρξε πανελλήνιος, πράγμα που το καθιστά την επιτυχία του  ακόμα πιο σημαντική.
  Î£Ï‡ÎµÏ„ική εικόνα

- "Περικλίνα, μωρήηηη!!! Άααχ άτιμοι γειτόνοι, με φάγατε.
Μωρ' Περικλίνααααα..."
- "Τι ορίζεις κυρ-Γιάννη;
- Τι ορίζω μωρή;! Τι ορίζω, μου λες;
- Τι ορίζεις καλέ; Τι θές;  Ξανά απολόγήθη η Περικλίνα από το παρεθύρι. Μα πριν προφτάση να καταλάβη, ένα μπάμ, ένα δυνατό φρούούού, κάκάκά, ετάραξε την ηρεμία της γειτονιάς.
- Να, για να σου δείξω εγώ τι ορίζω.
 -Γιατί μου ξεραίνεις τα παιδιά μου ρε αθεόφοβε;!. Εφώναξε η Περικλίνα, που είδε πια το κακό. Γιατί τα σκοτώνεις, ρε, τα πουλιά; Τι σου φάγανε ρε ανάποδε γείτονα πια;!
- Σας το είπα, μωρή, μαζώχτε τα ζωντανά σας. Δεν υποφερνώστε πια. Τη μια το γουρούνι,την άλλη τα μαρτίνια, τώρα τα πουλιά!!! Μ' αφανίσατε πια. Δεν έμεινε φράχτη, δεν έμεινε κλαρί, δεν έμεινε λάχανο. Και τους μιλάς, τους αφιλότιμους και σου λέει τι ορίζω!!! Να τι ορίζω.
Και θυμωτά, άγρια, άρπαξε τον σκοτωμένο κόκκορη από τη φτερούγα, τον πέταξεστην αυλή κι' άρχισε μ' ακράτητη οργή να διορθώνη τον χαλασμένο φράχτη και να λέη, να λέη και ν΄αν΄βει με τα λόγια του.
Ηπερικλίνα εκατέβη στην αυλή, επήρε τον κόκκορη και φουρκισμένη, αμίλητη, μπήκε στο σπίτι.
Ένας σπάρτινος φράχτης εχώριζε την αυλή του Περικλή από τον κήπο και το σπίτι του Γιάννη. Κι αυτός ο φράχτης ήταν η αιτία να χωρίζωνται χρόνια τώρα οι δυο φαμεληες μ' έχθρα. Για το παραμικρό σγάρλισμα, που έκαναν οι κότες στον κήπο, άρχιζαν τα λογομιλήματα, οι φιλονικείες, η γκρίνια, τα δικαστήρια. Και η έχθρα δυνάμωνε, διαρκούσε και φυτευώτανε στα παιδιά, που ενώ μικρά παίζανε μαζύ, χοροπηδούσανε και γελούσανε αγκαλιασμένα, τώρα, που μεγαλώνουν, φυλάει το ένα τ' άλλο να βρη αφορμή να ανοίξουν φιλονικείες.
Τώρα, με το σκότωμα του κόκκορη θ' άνοιγε η μεγάλη φασαρία. Ο γιάννης το εκαρτέραγε. Κι' ένοιωθε πως ο φόβος να φτάσουν σε μεγαλείτερα. Επέτυχε βλέπεις το σμπάρο τον αγιοβασιλιάτη, που τον έθρεφαν για την πρωτοχρονιά. Τώρα που θα γυρίση από το χωράφι ο Περικλής, θα ιδή το κακό, θα τον πιάση άγριος θυμός, το φιλοτιμό του, και θα βγη να ζητήση το λόγο.
- Γι' ας έρθη ο μασκαράς! Ρε, θα του ειπή διαλογίζεται ο Γιάννης, έχεις και μούτρα και μιλάς κι' όλας; Θέλεις και τα ρέστα; Και άν ειπή λόγο, κι' αρχίση το βρισίδι και κάμη την παλληκαριά να φθάση σε μεγαλείτερα, τότε θα γένη το αγίνωτο. Και επερίμενε μ' αγωνία ο Γιάννης τον ερχομό του, με τα νεύρα ταραγμένα και το μυαλό θολωμένο. Ήταν και στο αίμα του πια η φιλονεικεία και σαν να ένοιωθε πως τον έτρεφε το σαράκι αυτό που του τάραζε τα νεύρα και την ψυχή και του έκανε την ζωή μαύρη κι' αγλύκιατη, ζητούσε τον καυγά, το δικαστήριο, φιρί φιρί. Του είχε καθήση αρρώστεια αγιάτρευτη. Κι' όλο το δίκηο τον έπνιγε, κι' όλο το φιλότιμο τον άναβε. Κι' έβρισκε το γειτονά του να φαγωθή. Κι' ο Περικλής χόρευε του μίσους το χορό με το γειτονά του.
Πέφτοντας ο ήλιος γύρισε ο Περικλής από τη δουλειά, εξεφόρτωσε τα ζα, τους έβαλε φάγνα, ανέβη στην αυλή κι' είδε τις πλάκες ματωμένες στο μέρος που επετάχθη ο κόκκορης.
- Κοτόπλο έσφαξες γυναίκα; Η φτώχεια θέλει καλοπέραση, ε;
- Κοτόπλο, αμή! Εφτούνος ο αχαίρευτος μας ξέρανε. Έρριξε με το ντουφέκι και μας σκότωσε τον αγιοβασιλιάτη μας!. Είπε με πίκρα και θυμό η Περικλίνα.
Άναψ' αυτός. - Δεν έχει φιλότιμο ο λωβός. Τι του χάλασε; Τα καπητούρια; Τόσες φορές έδωσα τόπο στην οργή. Μα όχι κι' έτσι!! Να ρήξη επίτηδες του αγιοβασιλιάτη, τον σημαδεμένο κόκκορη για τη χρονιάρα μέρα. Στον αγιοβασιλιάτη του σπιτιού!!! Δεν τρώγεται πια... Απέ φταίει κανείς να ξεστυλιαρώση τον κασμά και στον πιάση τον αφιλότιμο και στον κάμη, που να μην τον πιάνη βασιλικός γιατρός στα χέρια του. Φταίει; Φταίει ο φονηάς;
Τα κορίτσια του τον κοιτούσαν μαρμασμένα.
- Καλά, έμπα τωρα μέσα χριστιανέ μου, κι' ότι έγινε έγινε. Δεν πάει να χαθή. Και πια, τι έκαμε, τι απόλαψε. Η κακία θα του μείνη. Αυτή θα του φάη το κεφάλι. Έλα τήρα τη δουλειά σου τώρα. Του είπε η Περικλίνα, έτσι, σα φοβισμένη, για να προλάβη τα μεγαλείτερα.
- Ο θεός να σε φυλάη από τον κακό γείτονα, καλά το λέει κι' ο λόγος. Κι' εκούνησε το κεφάλι ο Περικλής, δυνατά, για να διώξη την κακή σκέψη, το θυμό. - Να 'ρχήσω πάλε τα δικαστήρια με φέρνει. Φασαρίες, χασομέριες,γκρίνια, έξοδα. Άει στην οργή!! Να βγαίνης στην αυλή σου, στην πόρτα σου, και να χεις την γκρίνια, τη βρισιά, το ντουφεκίδι με το γείτονα σου!; Με το γείτονα σου, μωρέ; Με ποιον να ειπής καλημέρα;!! Με τον εβραίο στη Γερουσαλήμ; Ας πάει να χαθή πια. Ούλο φιλονεικεία, ούλο γκρι-νταφ, ούλο δικαστήριο... Κοίταξε τα απιδιά του. Τα είδε για μια στιγμή πεινασμένα, πικραμένα, έρμα. Και οι χωροφυλάκοι, κλητήρες, δικαστές, δικηγόροι, φυλακή. Και κοντά τους ο κακός γείτονας, να βρίζη, να σκοτώνη. Κοίταξε και τον σκοτωμένο αγιοβασιλιάτη, που τον ετοίμαζε τώρα να τον μαδήση στην αυλή η Περικλίνα. Και, σα φώτιση, η γαλήνια, γελαστή, γλυκειά μορφή του Άγιο Βασίλη, που φέρνει τη χαρά και τα καλούδια, την αγάπη και την καλωσύνη, έλαμψε το νου του, γέμισε την ψυχή του. Και γαλήνεψε.

ΤΕΛΟΣ Α' ΜΕΡΟΥΣ.

Σάββατο 11 Αυγούστου 2018

Ναός Επικούρειου Απόλλωνος. Ο Ναός που περιστρέφεται, ο Ναός που δονείται!

 

Το Ιερό του Απόλλωνα στην Ηλεία, αλλά και ο Δελφικός Ναός κρύβουν σύμφωνα με τους ερευνητές, κάποια αναπάντεχα μυστικά. Οι αρχαίοι Ελληνικοί Ναοί δεν ήταν τυχαία αρχιτεκτονήματα. Σίγουρα, δεν κατασκευάστηκαν μόνο για να στεγάσουν τη αρχαία λατρεία, αλλά και για να αποτυπώσουν την αρμονία του Σύμπαντος.
Μέσα τους είναι εγγεγραμμένη η βαθιά γνώση που συνδέει τη Γη με τον Ουράνιο θόλο, τον άνθρωπο με το ʼπειρο. Ο Ναός του Επικούρειου Απόλλωνα στις Βάσσες Ηλείας κρατά επίσης, κάποια αναπάντεχα μυστικά βαθιά κρυμμένα. Κυριολεκτικά βαθιά στα θεμέλια του. Αυτά που οι κλασικά σκεπτόμενοι επιστήμονες χαρακτήρισαν «σαθρά»δίχως να καταλάβουν το «μυστικό» που κρύβεται εκεί.
Οι πρώτες περίεργες ενδείξεις προέκυψαν από σχετική έρευνα του αρχαιολόγου Cooper, ο οποίος το 1972 έκανε κάποιες τομές στα θεμέλια του Ναού. Αυτό που ανακάλυψε είναι πως ολόκληρο το οικοδόμημα στηρίζεται πάνω σε μία ασυνήθιστη υπόγεια βάση. Στην ανατολική πλευρά του Ναού υπάρχει σε βάθος δύο μέτρων, ένα στρώμα προσεκτικά λαξευμένου βράχου, με κλίση προς το Νότο.
Πρόκειται για ένα κεκλιμένο επίπεδο, δηλαδή. Στη νότια πλευρά όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εκεί ο Ναός «κάθεται» πάνω σε φερτά υλικά, σε αναρρίμματα και συγκεκριμένα σε ένα στρώμα από κιτρινωπό πηλώδες χώμα και βότσαλα θαλάσσης. Το αποτέλεσμα; Ολόκληρος ο Ναός «γλιστράει και περιστρέφεται αργά γύρω από έναν κατακόρυφο άξονα στην Νοτιοανατολική γωνία του. Για να διευκολυνθεί αυτή η περιστροφή και να αποσβένονται οι κραδασμοί, ολόκληρη η βάση του Ναού είναι κατασκευασμένη από αλλεπάλληλα στρώματα πλακών που συνδέονται μεταξύ τους με μεταλλικούς συνδετήρες γύρω από τους οποίους έχει χυθεί μόλυβδος, όπως έγραψε το περιοδικό Τηλέραμα.


Παρόμοιες συνδέσεις έχουν παρατηρηθεί και στο δάπεδο του Ναού της Προναίας Αθηνάς στους Δελφούς, στο μυστηριώδες κτίσμα που είναι γνωστό με το όνομα«θόλος». Γιατί όμως,να έχει...