ΤΡΥΠΗΤΗ(ΎΠΑΝΑ, ΙΣΟΒΑ 'Η ΜΠΙΤΖΙΜΠΑΡΔΙ ): " Ίσταται κατά τον βορράν, στηριζόμενο επί φυσικού μπαλκονίου, εξόχως μεγαλοπρεπής και η περικλείουσα αιώνια βλάστηση αποτελεί τον μανδύα του. Αυτός λάμπει και απαστράπει εις όλα τα παιχνίδια των χρωμάτων εις καθημερινό θέαμα και ακτινοβολεί ως φαιοπράσινη φλόγα υπό τας πρωϊνάς αχτίδας του ηλίου".

''Πρός άρκτον δ' 'ομορα ήν τω Πύλω δύο πολίδια Τριφυλιακά 'Υπανα και Τυπανέαι και ποταμοί δε δύο εγγύς ρέουσι, ο τε Δαλίων (Διάγων) και ο Αχέρων εκβάλοντες εις τον Αλφειόν"
(Στράβων Η΄3,15)

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

Οι θεότητες του Κοτύλλου (Εισαγωγικό σημείωμα και Α΄Μέρος διηγήματος)!

Το παρακάτω διήγημα του Αλέξανδρου Βεϊνόγλου πήρε το Α΄Βραβείο στον διαγωνισμό της "Νέας Εστίας" και δημοσιεύτηκε στο τεύχος 13 της 1ης Ιουλίου 1928. Ένα εξαιρετικό διήγημα που με άγγιξε προσωπικά - κατ΄αρχήν - και μετά τοποιστορικά, και αυτός ήταν ο βασικότερος λόγος που το αναδημοσιεύω. Αφορά την εποχή της αρπαγής των αρχαιοτήτων του Επικούρειου Απόλλωνα στην Φιγαλία και την προσπάθεια αποτροπής της σύλησης από τον , μετέπειτα ιδρυτή και διοικητή της Εθνικής Χρηματιστηριακής Τράπεζας, του πρώτου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος στην Ελλάδα. Στην συγκεκριμμένη περίοδο ο Σταύρου είναι οικονομικός σύμβουλος του Αλή Πασά της Ηπείρου, με αποτέλεσμα να είναι ένας άνθρωπος με κύρος και πυγμή.

Ο Επικούρειος Απόλλωνας πριν την αναστήλωση του 1902

Για την κατανόηση του ακόλουθου διηγήματος, νομίζω απαραίτητο να σημειώσω ότι τον Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο του 1812, ο Βαρώνος Χάλερ, ο Φόστερ, ο Λίκκχ, οι οποίοι με τον Κόκρελ είχαν ενεργήσει τον προηγούμενο χρόνο της εξαιρετικά επιτυχείς ανασκαφές της Αίγινας, μαζί με τον Λετονό Στάκελμπεργκ και τον Δανό Μπρέστεντ, τον τουρίστα Λέη και τον Άγγλο πρόξενο στο Τρικέρι Γκρόπιους, επιχείρησαν ανασκαφές στο ναό του Επικούριου Απόλλωνα, και ανακάλυψαν μία ζωφόρο 30 μέτρων, όμοια σχεδόν με εκείνη του ναού της Ολυμπίας που περιγράφηκε ο Παυσανίας.
Ο Άγγλος πρόξενος είχε συμφωνήσει με το βελλή, τον πασά του Μοριά, γιο του Αλή Πασά, πώς θα μοιραζόταν τα ευρήματα. Συνέπεσε όμως να καθαιρεθεί ο Βελής την ώρα που ετοίμαζαν να στείλουν τη ζωφόρο στη Ζάκυνθο, και έτσι ο πρώην πασάς, πιεζόμενος από την ανάγκη, δέχτηκε να του δώσουν 16.500 γρόσια μόνο, ενώ ο μετέπειτα Γεώργιος ‘Δ της Αγγλίας αγόρασε τα μάρμαρα εκείνα 375.000 φράγκα για το βρετανικό μουσείο.
Τις 16.500 γρόσια ο Βελλή πασάς έστειλε τον γραμματέα του Γεωργίου Σταύρου, τον κατόπιν ιδρυτή της Εθνικής Τράπεζας, να εισπράξει. Αυτός όμως, πατριώτης, μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, βλέποντας με σπαραγμό ψυχής να φυγαδεύονται τα εθνικά κειμήλια από την Ελλάδα, δοκίμασε να τα σώσει...
Το Σεπτέμβριο του 1798, εξαιτίας των λυπηρών γεγονότων που είχαν επακολουθήσει έπειτα από την άλωση της Πρέβεζας, περιμένεις από τριακόσιους Γάλλους, ο Αλή πασάς έστειλε μήνυμα στον πατέρα μου που είχε πάει στη Χίο για κληρονομικές υποθέσεις, να γυρίσει αμέσως στα Γιάννενα. Το μπρίκι που έφερνε την είδηση, λικνίζονται στα χιώτικα νερά και από τον κάμπο, μακριά, πριν ακόμα λάβουμε το μήνυμα, αισθανθήκαμε μιαν αόριστη ανησυχία, όταν το αντικρίσαμε. Σκοτίνα, μέσα στην ψυχή μου, και πολύ περισσότερο φαντάζομαι τον πατέρα μου, υπήρχε η βεβαιότης πώς το "Ασλάν" που είχαμε δει τόσες φορές να διασχίζει την ιωνική θάλασσα, είχε έρθει για μας. Άλλωστε, μόλις έλαβε γνώση ο πατέρας μου του γράμματος του Πασά, δεν δίστασε ένα λεπτό.
Φώναξε τη θεία μου τη Φρόσω:
- Φεύγουμε, της είπε. Γιώργο, πρόσθεσε γυρίζοντας εμένα, ετοιμάσου!
Θλιβερές, αξέχαστες στιγμές του αποχωρισμού! Με πόσο τρόμο η καρδιά μου των 12χρονων αναλογίζονταν το σκοτεινό Σεράγι με τα ψηλά ντουβάρια, έπειτα από το όνειρο που είχα περάσει για λίγες μέρες ανάμεσα στις φιστικιές και τις πορτοκαλιές...
Στις 6 το απόγευμα είμαστε στην παραλία. Τα δάκρυά μου με έπνιγαν. Αισθανόμουν συγκεχυμένα πώς με αγκάλιαζαν, πώς με φιλούσαν, πώς εμπιστευόταν στην Παναγία το ορφανό δίχως μάνα, πού πήγαινε να ζήσει κοντά στον Τεπενλή...
- Κυρ Σταύρο Τσαπαλάμο, κυρ Σταύρο Τσαπαλάμο, κάποιος έλεγε στον πατέρα μου, μόνο σε μένα έχει εμπιστοσύνη ο πασάς, μόνο εσύ αν του πεις...
Απότομα με σήκωσαν, με έβαλαν στη βάρκα. Έπειτα, σχεδόν αμέσως, ένας σκοτεινός Κολοσσός. Ανεβήκαμε μία σκάλα. Είμαστε στο κατάστρωμα. Ο κυβερνήτης, τυλιγμένο στο Λευκό μεταξωτό του μανδύα με τις χρυσές φράντζες, ήρθε προς εμάς. Ο πατέρας μου άρχισε να του μιλά, να του μιλά... Ήρθε στιγμή που νόμισα πως δεν θα τελείωναν ποτέ την ομιλία τους.
Άξαφνα ο πατέρας μου έβαλε το χέρι του στο κεφάλι μου.
- Πήγαινε με τον Καντρή-μπέη, μου είπε με ύφος κουρασμένο. Θα σου δείξει, θα σου δείξει πολλά... Και να μην κλαις.

Ο κυβερνήτης με έπιασε από το χέρι. Σιγά-σιγά κάναμε τον γύρο του καταστρώματος. Μου εξηγούσε πολλά πράγματα, μισά ελληνικά, μισά τουρκικά. Τον άκουγα με ύφος μακρινό, αλλά δεν έκλαιγα πια. Τώρα είμαστε στην πρύμνη. Η θάλασσα από βάθυπράσινη γίνονταν λίγο-λίγο μαύρη. Το μπρίκι με Όλα του τα πανιά άφηνε πίσω το νησί της Βαλιντέ σουλτάνας. Το μάτι μου πλανήθηκε στους βράχους που υψώνονταν ο ένας πάνω στον άλλον. Και άξαφνα άφηκα μία φωνή αγωνίας. Στην κορυφή μιανού λοφίσκου εφαίνονταν δύο γυναικείες σιλουέτες. Η μια, η μεγάλη, φορούσε μωβ, η μικρή κόκκινα. Ο αγέρας που φυσούσε από τη θάλασσα, φούσκωνε τα φουστάνια τους, τα έκανε θεόρατα σαν μπαλόνια. Νόμιζα πώς τα πετούσαν και έπειτα θα πέφταν να πνιγούν..- Θάλεια, φώναξα...
ΤΕΛΟς Α΄ ΜΕΡΟΥς 

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Ο Κολοκοτρώνης αναφέρεται στην άλωση της Τριπολιτσάς!


Καθημερινῶς εἴχαμε πόλεμο ἀπὸ τὸ μεσημέρι ἕως εἰς τὸ βράδυ, καὶ τὸ βράδυ τοὺς ἐμβάζαμεν μέσα. Ἐσιμώσαμεν τόσο κοντά, ὁποὺ ἐφέραμεν κοσμίτες διὰ νὰ φτιάσουν λαγούμι εἰς τὴν μεγάλη τάπια τῆς Τριπολιτζᾶς. Ἄρχισαν οἱ ζωοτροφίες νὰ ὀλιγοστεύουν στὴν Τριπολιτζά, καὶ ἔδιωχναν τὲς ἑλληνικὲς φαμελιὲς ἀπὸ μέσα διὰ νὰ μὴν τρώγουν τὸν ζαερέ, καὶ ἔτζι εἴχαμεν κάθε ἡμέραν εἴδησιν, τί ἔκαμναν καὶ δὲν ἔκαμναν μέσα οἱ Τοῦρκοι. Τοὺς ἔφερναν εἰς τὸ ὀρδί μου καὶ τοὺς ἐξέταζα. Νερὸ τοὺς ἔλειψε, ἐρρίψαμε φλόμο εἰς τὰ τριγυρινὰ νερά.
Οἱ Ἕλληνες ἐπήγαιναν ἕως εἰς τὰ τείχη τῆς Τριπολιτζᾶς. Μιὰ ἡμέρα ἔμαθα ἀπὸ ἕναν Ἕλληνα, ὅτι ὁ Κιαμήλμπεης ἑτοιμάζεται μὲ μιὰ τρακοσαριὰ ἢ πεντακοσαριὰ διὰ νὰ ὑπάγει εἰς τὴν Κόρινθο καὶ ἔμελλε ν᾿ ἀπεράσει ἀπὸ τὸ Μύτικα. Ἐγὼ σὰν τὸ ἄκουσα αὐτὸ (μόλον ὅτι ἦτον ψέμα), ἐγνοιάσθηκα καὶ ἐπῆρα 10 καβαλλαραίους καὶ ἐπῆγα εἰς τὸν Μύτικα διὰ νὰ ἰδῶ τὸ στράτευμα, καὶ ἀντὶ 200 Τριπολιτζῶτες, ὁποὺ εἶχα διατάξει νὰ μένουν ἐκεῖ, δὲν εὕρηκα παρὰ 30. Τοὺς ὁμίλησα μὲ τὰ χαράματα καὶ ἦλθαν, τοὺς ἐμάλωσα διατὶ ἦτον τόσον ὀλίγοι, καὶ αὐτοὶ μοῦ εἶπαν: ὅτι δὲν ἦτον ἄλλοι φερμένοι καὶ ἦτον εἴκοσι ἡμέρες ὁποὺ ἐφύλαγαν ἐκεῖ. Ὁ Νταγρὲς μὲ 200 ἀνθρώπους ἦτον εἰς τὰ Τζιπιανὰ καὶ εἰς τὲς ράχες. Τότε ποὺ ἔρριξαν μερικὰ τουφέκια, ἐκατέβηκαν καὶ αὐτοὶ καὶ τοὺς ἐπῆρα καὶ ἐπῆγα εἰς τὸ χωρίον Λουκᾶ. Ἔπειτα ἐπῆρα τοὺς 200 τοῦ Νταγρὲ καὶ τοὺς ἔβαλα εἰς τὸ Μύτικα ἀντίκρυ εἰς τὴν Καπνίστρα καὶ ἔφκιασαν ταμπούρια. Κοιτάζω τὴν γῆν καὶ ἦτον εὔκολο νὰ σκαφθεῖ ἀπὸ τοῦ Μύτικα ἕως εἰς τὴν πέρα μεριὰ τῆς Καπνίστρας, ὅπου ἄφηκα τοὺς στρατιώτας τοῦ Νταγρέ. Ἦτον μακριὰ ἕνα μίλι, καὶ τὸ μισὸ ἦτον γράνες ἀμπελιῶν. Τοὺς λέγω: «Νὰ φτιάσομε μία γράνα ἐδῶ». Τότε ἔγραψα μία διαταγὴ εἰς τὰ Τριπολιτζώτικα χωριά: νὰ μαζωχθοῦν 70 ἕως 200 καὶ νὰ σκάψουν μία γράνα (χαντάκι) καὶ νὰ ρίχνουν τὸ χῶμα κατὰ τὴν Τριπολιτζά, ἐπειδὴ δὲν ἤλπιζα ὅτι θὰ περάσουν τὴν ἄλλη μεριὰ τῆς γράνας. Καὶ εἰς τρεῖς ἡμέρες τὴν ἔφτιασαν, τὴν ἐπῆγαν ἕως τὰ ταμπούρια καὶ τὴν ἄφησαν 700 βήματα ἕως τὴ ρίζα τοῦ βουνοῦ, ὁποὺ εἶχαν τὰ ταμπούρια. Τὸ ἄφημα αὐτὸ ἔγινε πρὸς ὄφελος τῶν Ἑλλήνων. Ὁ Κεχαγιὰς εἰς τρεῖς τέσσαρες ἡμέρες μὲ 6.000 στράτευμα ἐβγῆκε καὶ ἐπῆγε κατὰ τὰ Δολιανὰ καὶ γυρίζει ἔπειτα καὶ πλακώνει τὸν Νταγρέ, καὶ τὸ χαλᾶν αὐτὸ τὸ ὀρδί· τοῦ ἐσκότωσαν 27 καὶ 20 λαβωμένους. Οἱ Τοῦρκοι δὲν εἶδαν τὴ γράνα, διατὶ ἦτον νύκτα, μόνον εἶδαν τὴν ἄκρην καὶ εἶπαν: «Οἱ Γκιαούρηδες σύνορα κάμνουν, μοιράζουν τὴν γῆν». Ὁ Νταγρὲς ἐκλείσθη εἰς μία σπηλιὰ μὲ 4. Εὐθὺς σὰν ἤκουσα τὰ ντουφέκια, ἐκατάλαβα ὅτι ἐκτύπησαν τὸν Νταγρὲ καὶ ἐκίνησα. Εἰδοποίησα ὅλα τὰ ὀρδιὰ τὰ Καρυτινὰ νὰ τραβοῦν κοντά μου, καὶ ἐγὼ ἐβγῆκα μὲ τὸν ἀγιουτάντε μου Φωτάκο εἰς τὸ Χωματοβούνι, καρσὶ (ἀντίκρυ) στὸ Μύτικα, καὶ μιὰ τρακοσαριά, οἱ ὀγληγορότεροι, τοὺς ἔστειλα νὰ πιάσουν τὴ γράνα καὶ νὰ πᾶνε εἰς βοήθεια τοῦ Νταγρέ. Ἐπέρασαν αὐτοὶ ἀπὸ κοντά, ἦλθαν ἄλλοι 200, τοὺς ἔστειλα καὶ αὐτούς, καὶ ἦλθαν Καρυτινοὶ 1.000. Οἱ Τοῦρκοι ὁποὺ εἶχαν μείνει στὴν Τριπολιτζά, ἐβγῆκαν κι ἐπολεμοῦσαν διὰ νὰ ἐμποδίσουν τοὺς Ἕλληνας νὰ ἔλθουν εἰς βοήθειαν.
Οἱ στρατιῶτες ὁποὺ εἶχα στείλει ἐκτύπησαν τοὺς Τούρκους ἀποπάνω, καὶ τοὺς ἐτζάκισαν, καὶ ἐγλύτωσαν τὸν Νταγρέ. Τὸ μεγαλείτερο μέρος τοῦ τουρκικοῦ στρατεύματος εὑρίσκετο εἰς τοῦ Λουκᾶ τὸ χωριό, καὶ ἐφόρτωσαν 600 φορτώματα ζωοτροφίας. Ὁ Κεχαγιὰς ἔστειλε 300 καβαλλαραίους διὰ νὰ περάσουν τὴν γράνα. Τοὺς ἐβάρεσαν οἱ ἐδικοί μας καὶ ἔπειτα τοὺς ἄνοιξαν οἱ ἐδικοί μας καὶ ἐπέρασαν οἱ 300 Τοῦρκοι· ἐσκότωσαν 5, λαβωμένοι 10, 15 ἄλογα. Ἐγὼ ἐδυνάμωσα τοὺς Ἕλληνας. Τότε ξεκινᾶ ὁ Κεχαγιὰς 1.000. Οἱ Ἕλληνες ἐδιαμοιράσθηκαν πλάτη μὲ πλάτη, καὶ ἡμεῖς ἐκτυπούσαμε τοὺς Τούρκους, ὁποὺ ἦτον ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ τοὺς Τούρκους ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος. Τοὺς ἐκτύπησαν τοὺς 1.000. Ἐσκότωσαν μιὰ πενηνταριὰ ἀπ᾿ αὐτούς, καὶ πολλοὶ λαβωμένοι, καὶ πολλὰ ἄλογα. Ἔπειτα ἦλθε καὶ τὸ μεγάλο σῶμα τῶν Τουρκῶν μὲ τὰ φορτώματα ἕως 600 μουλάρια καὶ ἄλογα μὲ τοὺς πεζοὺς καὶ καβαλλαραίους. Τὰ φορτώματα τὰ εἶχαν εἰς τὴν ἄκρη. Οἱ Ἕλληνες, ὁποὺ εἶχα στείλει εἰς βοήθειαν τοῦ Νταγρέ, τοὺς ἔφερναν πολεμώντας ἀποπίσω κατάκαμπα. Κάμνει γιουρούσι καὶ ἡ περασμένη καβαλλαριὰ καὶ ἡ ἀπέραστη. Σκοτώνουν 80 καβαλλαραίους, καὶ ὅλα τὰ φορτώματα μένουν εἰς τὴν ἐξουσία τῶν Ἑλλήνων. Οἱ Ἕλληνες ἐδόθησαν εἰς τὰ λάφυρα, καὶ ἐγλύτωσαν οἱ Τοῦρκοι, διότι δὲν τοὺς ἐπῆραν κυνηγώντας. Ἐπάσχισα μὲ τὸ σπαθί, μὲ τὲς κολακεῖες διὰ νὰ τοὺς κινήσω, πλὴν δὲν ἄκουαν, καὶ ἔτζι ἐγλύτωσαν οἱ Τοῦρκοι. Εἰς αὐτὸν τὸν πόλεμον Τοῦρκοι ἦσαν 6.000, οἱ περισσότεροι καβαλλαραῖοι, Ἕλληνες ἦσαν 1.000, ὅλοι Καρυτινοί. Ἐλαβώθη ὁ ἀδελφὸς τοῦ Κεχαγιάμπεη, Ἕλληνες δύο μόνον ἐσκοτώθησαν καὶ δύο τρεῖς λαβωμένοι. Οἱ Τοῦρκοι 120 σκοτωμένοι καὶ χωριστὰ οἱ λαβωμένοι. Οἱ Τοῦρκοι πλέον δὲν ἐβγῆκαν ἀπὸ τὰ τείχη τῆς Τριπολιτζᾶς, ἦτον ἡ ὕστερή τους φορά· ἐπολεμοῦσαν ἀπὸ τὰ τείχη, ἀπελπίσθησαν διὰ νὰ εὕρουν πλέον ζωοτροφίας. Εἰς τὰς 10 – 15 Αὐγούστου ἔγινε αὐτὸς ὁ πόλεμος, ἕνας μήνας πρὶν νὰ παρθεῖ ἡ Τριπολιτζά.
Ἐπῆγα μία νυκτιὰ καὶ ἔπιασα τοῦ Μαντζαγρᾶ. Ἐκάμαμε χαντάκια, καὶ ἔκαμα καὶ ἦλθε ὁ Δημητράκης Δεληγιάννης μὲ τὸ σῶμα του καὶ ἔπιασε αὐτὸ τὸ χωριό, 10 λεπτὰ μακριὰ ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά. Τὰ Τούρκικα ἄλογα ἄρχισαν νὰ ἀποσταίνουν, διότι δὲν εἶχον πλέον νὰ φάγουν. Ἔστειλα τὸν Γενναῖον καὶ ἐμάζωξε Τζακωνίτες καὶ Ἁγιοπετρίτες καὶ τοὺς ἔσμιξε μὲ τὸν Παναγιώτη Ζαφειρόπουλο καὶ Γεωργάκη Τζάκωνα κι ἔπιασαν τὴν Βουλιμήν· δὲν φθάνει τὸ κανόνι ἐκεῖ· παρομοίως ἔστειλα τὸν Κεφάλα μὲ Μεσσηνίους κατὰ τὸν Ἅγιον Σώστη καὶ ἐταμπουρώθη, καὶ ἔτζι δὲν τοὺς ἀφήναμε μὲ τελειότητα νὰ σπαράξουν πλέον. Οἱ Ἀρβανίτες ἄρχισαν νὰ ἔχουν ὁμιλίες μὲ ἡμᾶς. Αὐτοὶ ἦτον 3.000 καὶ ἐκείνη ἦτον ἡ δύναμις τῆς τουρκικῆς φρουρᾶς. Μὲ ἐπρόβαλαν νὰ τοὺς ἀφήσω ν᾿ ἀπεράσουν καὶ τοὺς ὑποσχέθηκα, τοὺς μὲν Τούρκους ἐντοπίους νὰ τοὺς ἀφήσομε χωρὶς τὰ ἄρματά τους καὶ τοὺς Ἀρβανίτας μὲ τὰ ἄρματά τους. Ὁμίλησα μὲ τοὺς ἄρχοντας, μὲ τὸν Μαυρομιχάλη πρῶτα καὶ ἔπειτα ἔδωσα λόγον τιμῆς εἰς τοὺς Ἀρβανίτες διὰ νὰ ἀναχωρήσουν.

Κατὰ τὸν Ἰούνιον μήνα, ὅταν πολιορκούσαμεν τὴν Τριπολιτζά, ἐσήκωσα ἀπὸ τὰ Ντερβένια τὸν μακαρίτην Πάνο. Ὁ Πάνος, ὁ Ὑψηλάντης, ὁ Γενναῖος, ὁ Ἀποστόλης ἦτον εἰς τὰ Βασιλικά, ἐπαρχία τῆς Κορίνθου, διότι τοὺς εἶπαν ὅτι ἦλθαν Τοῦρκοι.

Τὸ στράτευμα 700, μὲ τὸν Ὑψηλάντην ἀπὸ τὴν Ἁγία Εἰρήνη ἀγνάντευαν τὸν στόλο ποὺ καίγει τὸ Γαλαξίδι. Ὅταν ἐπολιορκούσαμε στενὰ τὴν Τριπολιτζά, ἔβγαιναν ἔξω οἱ πολιορκημένοι, στὸν πόλεμο τοὺς πιάναμε, μεταξὺ αὐτῶν ἐπιάσθη ὁ Χατζῆ Χρίστος, ὁ Κότζος. Οἱ Βούλγαροι ἦτον σεΐζηδες, ὡς 200 ἐπιάσαμεν, ἦτον χριστιανοί.

Ἐν ταὐτῷ ἄρχισαν οἱ Ἀρβανίτες νὰ πραγματεύονται. – Ἦτον ἕνας γραμματικὸς μὲ τοὺς Ἀρβανίτες, γραμματικὸς τοῦ Βελήμπεη καὶ Ἀλμάσμπεη. Αὐτὸς ἔκαμνε τὸν μεσίτη μὲ τοὺς Ἀρβανίτες νὰ τοὺς βγάλομεν. Οἱ ἐπίλοιποι Τοῦρκοι μανθάνοντας τὸ τραττάτο, ἠθέλησαν νὰ πάρουν μέρος καὶ αὐτοί. Ἐβγαίνανε εἰς ἕνα μέρος, ἐπήγαινε ὁ Πετρόμπεης, ὁ Ἀναγνώστης Ντεληγιάννης, Κρεβατᾶς καὶ ἄλλοι, καὶ τοὺς ἐλέγαμε, νὰ ἀφήσουν τ᾿ ἄρματα καὶ νὰ τοὺς μπαρκάρομε ὅπου θέλουν. Ἐκεῖνοι ἔλεγαν: «Ὄχι, μὲ τ᾿ ἄρματά μας». Στέλνουμε στοὺς Ἀρβανίτες, διὰ νὰ ἐμπιστευθοῦν νὰ ἐβγοῦν, τὸν Κολιόπουλο ὡς ἐνέχυρον. Βλέποντες οἱ Ἕλληνες, ὅτι θὰ πέσει ἡ Τριπολιτζά, ἐμαζώχθηκαν 20.000 (22 Σεπτεμβρίου). Καθὼς ἐδοκίμασαν οἱ Ἀρβανίτες νὰ φύγουν, ἐπήδησαν οἱ Ἕλληνες μέσα ἀπὸ τὴν τάπια τοῦ σαραγιοῦ. Οἱ Ἀρβανίτες ἐβγῆκαν ἔξω, ἐπῆραν τὸν Κολιόπουλο, ἐτράβηξαν κατὰ τὸν Μύτικα ἕως 2.500. Μπαίνοντας τ᾿ ἀσκέρι, ἔβαλα τελάλι νὰ μὴ σκοτώσουμε τοὺς Ἀρβανίτες. Ἐβγῆκαν ὡς 2.000 καὶ μέσα εἰς τὴν Τριπολιτζά ἔκοβαν.

Τὸ ἄλογό μου ἀπὸ τὰ τείχη ἕως τὰ σαράγια δὲν ἐπάτησε γῆ.

Πηγή: Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη. 

Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

Η απελευθέρωση της Ηλείας, και η μάχη στου Λάλα πρόδρομος της απελευθέρωσης της Τριπολιτσάς!

Αποτέλεσμα εικόνας για η μαχη στο πουσι

Με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, η Ηλεία ήταν από τις πρώτες επαρχίες του Μοριά που απελευθερώθηκαν από τον τουρκικό ζυγό.  Έτσι, της δόθηκε η ευκαιρία, από τους πρώτους κιόλας μήνες, να συμβάλλει σημαντικά στον αγώνα για την απελευθέρωση της υπόλοιπης Ελλάδας. Τον Ιούνιο του 1821 διεξήχθη στις περιοχές Πούσι και Μποτίνι, η πιο σημαντική και καταλυτική μάχη για την έκβαση του αγώνα. Οι ένοπλες επαναστατικές δυνάμεις που αποτελούνταν από Ηλείους, Γορτύνιους, Αχαιούς, Μεσσήνιους, Ζακύνθιους και Κεφαλλονίτες, συνέτριψαν τους σκληροτράχηλους Λαλαίους της περιοχής. Η έκβαση της μάχης, που κρίθηκε υπέρ των Ελλήνων, είχε ως αποτέλεσμα την ολοκληρωτική αποχώρηση των Τούρκων από την επαρχία της Ηλείας και  σήμανε το τέλος της σκληρής Οθωμανικής δουλείας και της βίας Λαλαίων Τουρκαλβανών. Η απόφαση των οπλαρχηγών να συσταθεί στρατόπεδο στην περιοχή Πούσι και Μποτίνι, είχε ως αποτέλεσμα να προκληθεί γενικός συναγερμός σε ολόκληρη την Ηλεία. Όσοι από τους κατοίκους των χωριών της ορεινής Ηλείας μπορούσαν να κρατήσουν όπλο, συνέδραμαν, συστρατευόμενοι υπό τις διαταγές των οπλαρχηγών.
Οι γεροντότεροι και ανίκανοι για εργασία, από τα διπλανά χωριά, συνάχθηκαν, με εντολή των ....

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

Η Ελληνική Επανάσταση, οι ανακατατάξεις στην Ευρώπη και οι προϋποθέσεις που έπαιξαν σημαντικό ρόλο.

   
Αποτέλεσμα εικόνας για ελληνική επανάσταση
   Για να κατανοήσουμε καλύτερα τον χρόνο που άναψε η σπίθα της Επανάστασης του '21 θα πρέπει να κοιτάξουμε και να ψάξουμε τα βαθύτερα αίτια της γενικότερης κοινωνικοπολιτικής κατάστασης της Ευρώπης στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Η Ελληνική Επανάσταση ξέσπασε σε μια εποχή που έγιναν επαναστατικά κινήματα σε πολλά μέρη στην Ευρώπη και στην Αμερική, αλλά και εξεγέρσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ακόμη συνδέεται με την ιδέα του ελληνικού έθνους, που διαδίδεται εκείνο τον καιρό, αλλά και με την οικονομική κρίση που αντιμετώπισαν οι ορθόδοξοι μετά το 1815. H Γαλλική Επανάσταση είχε μεγάλη απήχηση στην Ευρώπη και στην Αμερική. Πολλές δεκαετίες ύστερα από αυτή ξέσπασαν επαναστατικά κινήματα που στηρίζονταν στις ιδέες της. Την ίδια εποχή έγιναν και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εξεγέρσεις και οργανώθηκαν αυτονομιστικά κινήματα. Αρκετά ξεκίνησαν από ισχυρούς πασάδες που ήθελαν να ξεφύγουν από το σουλτάνο και την εξουσία του, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Αλή πασά των Ιωαννίνων. Παράλληλα στους ορθόδοξους άρχισε να καλλιεργείται σιγά σιγά η ιδέα του ελληνικού έθνους. Όλο και περισσότεροι επιθυμούσαν την εθνική απελευθέρωση για να πάψουν οι Έλληνες να είναι υποταγμένοι στους Οθωμανούς. Οι 'Ελληνες διανοούμενοι που ζούσαν στην Ευρώπη με αρχή τον Ρήγα και μετέπειτα με τον μέγιστο Αδαμάντιο Κοραή, καλλιεργούσαν τον σπόρο της επανάστασης και παρέσυραν με τον λόγο και την πένα τους Έλληνες και ξένους. Ήταν όμως δύσκολο να ξεσπάσει μια μεγάλη επανάσταση. Οι νέες ιδέες δεν είχαν διαδοθεί σε πολλούς και η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ένα μεγάλο και ισχυρό κράτος. Επίσης, όπως είδαμε, στα τέλη του 18ου αιώνα ορισμένοι ορθόδοξοι (κυρίως έμποροι) βελτίωσαν την οικονομική τους κατάσταση.
Ανησυχούσαν λοιπόν μήπως η επανάσταση είχε αρνητικές συνέπειες στην οικονομική τους θέση.  Όμως από τις αρχές του 19ου αιώνα η οικονομία των ορθόδοξων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία περνάει μια μεγάλη κρίση. Η οικονομική πρόοδος σταματάει απότομα, κι αυτό διευκολύνει την Ελληνική Επανάσταση. 
Η οικονομική κρίση οφείλεται στη Βιομηχανική Επανάσταση και στην ειρήνη που επικράτησε όταν τελείωσαν οι πόλεμοι του Ναπολέοντα. Τα βρετανικά βιομηχανικά προϊόντα είναι καλύτερα και φτηνότερα από εκείνα που φτιάχνουν οι τοπικές βιοτεχνίες. Παράλληλα οι Ευρωπαίοι έμποροι παίρνουν πάλι την πρώτη θέση στο εμπόριο στην ανατολική Μεσόγειο. Έτσι οι ελληνικοί πληθυσμοί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στις παροικίες οδηγούνται σε μεγάλη οικονομική κρίση: μειώνονται οι εξαγωγές, οι τιμές των προϊόντων που εξάγονται πέφτουν πολύ, πολλοί έμποροι χρεοκοπούν, οι ναύτες χάνουν τη δουλειά τους. Η κρίση γίνεται πιο μεγάλη το 1820, όταν ο σουλτάνος ξεκινάει πόλεμο με τον Αλή πασά και το οθωμανικό κράτος αυξάνει τους φόρους στις περιοχές που πηγαίνει ο οθωμανικός στρατός.
Η οικονομική κρίση έκανε χειρότερες τις συνθήκες ζωής πολλών Ελλήνων και αυτό έκανε πιο εύκολη την Επανάσταση: οι άνθρωποι είχαν λιγότερα να χάσουν. Λίγο πριν από την Επανάσταση, για πολλούς Έλληνες το ατομικό καλό (το όνειρο για μια καλύτερη ζωή που είχε ο καθένας) συμβάδιζε με το γενικό καλό (την απελευθέρωση από την οθωμανική εξουσία που ζητούσαν όλοι. Έμποροι , ναύτες προεστοί και αγρότες, από διαφορετικοί σκοπιά ο καθένας έβλεπαν στην επανάσταση οφέλη και μέσω του ατομικού κέρδους ενίσχυαν την ιδέα της απελευθέρωσης. Τίποτα δεν θα είχε, όμως γίνει αν δεν υπήρχε ένα συντονιστικό όργανο που να σχεδιάζει, να οργανώνει και να εφαρμόζει πρακτικές μέσα σε μια Ευρώπη που αντιπαθούσε τις οποιεσδήποτε επαναστάσεις και μέσω της Ιερής Συμμαχίας καθιστούσε ανεπιθύμητη οποιαδήποτε παρόμοια ενέργεια. Αυτό το συντονιστικό όργανο δεν ήταν άλλο από την περίφημη Φιλική Εταιρεία. 

Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2017

Η έκδοση και η χρήση του Α΄ δανείου της Ελληνικής επανάστασης (1823-1824)!


Αλλ' έλθωμεν νυν εις τα καθ' έκαστα. Πλείονα των δύο ετών είχον παρέλθη αφ' ης στιγμής, υψωθείσης εν Αγία Λαύρα της σημαίας της ελευθερίας, διεξήγετο υφ' ημών κατά γην και κατά θάλασσαν πεισματώδης και ως επί το πολύ νικηφόρος αγών. Επί μακρόν ο αγών ούτος ετρέφετο δια των γλίσχρων δημοσίων προσόδων (15), της λαφυραγωγίας και γενναίων ιδιωτικών συνεισφορών ( 16). Ήτο δ' όμως προφανές ότι τοιούτον σύστημα δεν ηδύνατο να επικρατήση επί πολύ, διότι αι δημόσιαι πρόσοδοι ήσαν εις άκρον περιωρισμέναι, οι λαφυραγωγούμενοι Τούρκοι ταχέως εξέλιπον (17) και οι ημέτεροι εξηντλούντο οσημέραι. Προς τούτοις το ιδιόρρυθμον εκείνο δημοσιονομικόν σύστημα, εάν οπωσδήποτε επήρκει εις ολιγοδάπανα τοπικά στρατεύματα και εις βραχείας και αυτοσχεδίους εκστρατείας, δεν ήτο δυνατόν ν' ανταποκριθή εις τας ανάγκας κραταιού στόλου (18) ή εις προμεμελετημένην και οπωσούν μακράν στρατιωτικήν επιχείρησιν. Η ανάγκη δανείου εξωτερικού εγίνετο συνεπώς καθ' ημέραν επιτακτικωτέρα, συνάμα δε η εξεύρεσις αυτού καθίστατο πιθανή ως εκ της ευτυχούς τροπής ην είχε λάβη ο αγών. Ήρξαντο λοιπόν να γίνωνται αμφοτέρωθεν δοκιμαί, αποστελλομένων Ελλήνων προς εξεύρεσιν ευρωπαίων δανειστών και κατερχομένων εις Ελλάδα αυτεπαγγέλτων μεσιτών. Ούτως ο Άρειος Πάγος της Χέρσου Ελλάδος εψήφισε τη 23 Νοεμβρίου 1821 την σύναψιν δανείου 150,000 φλωρινίων, αποσβεστέου εντός πέντε ετών, ανέθηκε δε την διαπραγμάτευση αυτού εις τον Βαρώνον Θεοχάρην, τον Χ. Δροσινόν και τον Κεφαλάν Ολύμπιον, πέμψας τον τελευταίον τούτων εις Ευρώπην (19).

Ούτως επίσης ο Μεταξάς και ο Jourdain ήρξαντο διαπραγματευόμενοι δάνειον τεσσάρων εκατομμυρίων φράγκων μετά των ιπποτών της Ρόδου. Αι παράδοξοι περί του δανείου τούτου διαπραγματεύσεις, περί ων εύρηνται εκτενείς πληροφορίαι εν τω γνωστώ έργω του Jourdain: Mémoires historiques et militaires sur les événements de la Grèce depuis 1822, jus qu' au combat de Navarin (τόμ. α', σελ. 187 - 250 και 269 - 300) συνήφθησαν ως εξής:
Ο Jourdain είχε σταλή υπό του Μεταξά εξ' Αγκώνης εις Παρισίους δια να διαπραγματευθή δάνειον. Εκεί εγνωρίσθη μετά του Raoul, δικηγόρου του Τάγματος του Αγίου Ιωάννου της Ιερουσαλήμ, όπερ από της απωλείας της Μελίτης προσεπάθει παντί σθένει ν' ανακτήση χώρας τινάς, ίνα ανασυσταθή ως πολιτεία. Οι ιππόται εδείχθησαν πρόθυμοι να δανείσωσι 4 εκατομμύρια, απαιτήσαντες ως αντάλλαγμα την κυριαρχίαν την άλλοτε εν τη κατοχή του τάγματος νήσων Ρόδου, Σκαρπάθου και Αστυπαλαίας, μέχρι δε της κυριεύσεως και παραχωρήσεως αυτών την προσωρινήν κατοχήν της Σύρου καί τινων των επί της μεσημβρινοδυτικής πλευράς της Πελοποννήσου ερημονήσων.


Ανδρέας Μεταξάς
Aλλ' επειδή το τάγμα ούτε δύναμιν στρατιωτικήν είχεν ούτε δάνεια εύρισκεν, συνήνεσεν ο Jourdain όχι μόνον να συναφθή το δάνειον των 4 εκατομμυρίων εν...

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

Η απελευθέρωση της Καλαμάτας – 23 Μαρτίου 1821

Αποτέλεσμα εικόνας για απελευθερωση της καλαματας 1821

Στα μέσα του Μάρτη 1821, έφτασε από τη Σμύρνη στο λιμάνι του Αρμυρού Β.Δ. της Μάνης ένα καράβι φορτωμένο με πυρομαχικά. Ηταν μπαρουτόβολα συσκευασμένα σε μικρά βαρελάκια, που παράγγειλε ο Παπαφλέσσας όταν έφθασε στις Κυδονίες και στη Σμύρνη από την Κωνσταντινούπολη. Οι Παπαφλέσσας, Αναγνωσταράς, Νικηταράς και Κεφάλας βρίσκονταν στο μοναστήρι του Αγίου Ηλία στην Καλαμάτα. Οταν έμαθε ο Παπαφλέσσας ότι έφτασε το καράβι με το φορτίο έστειλε τον αδελφό του Νικήτα μαζί με τον Νικηταρά να το παραλάβουν. Κατά τη μεταφορά του φορτίου από το λιμάνι προς το μοναστήρι, η συνοδεία σταμάτησε σ’ ένα πηγάδι για να ξεδιψάσουν τα ζώα.  Ένα βαρελάκι με μπαρούτι έπεσε στο χώμα και χύθηκε το οποίο είδε, φθάνοντας στο πηγάδι ο ιπποκόμος του Τούρκου διοικητή (βοεβόδα) της Καλαμάτας. Αμέσως υποψιάστηκε και έτρεξε και το ανέφερε στον Τούρκο Διοικητή. Εκείνος θορυβημένος άνοιξε το παράθυρο και αντίκρισε το καραβάνι των Ελλήνων να ανεβαίνει το βουνό προς το μοναστήρι. Ήτανε όλοι αρματωμένοι. Πρόσταξε τότε να καλέσουν κοντά του τους προύχοντες των ραγιάδων. Τους ρώτησε να μάθει ποιοι είναι αυτοί που ανεβαίνουν στο βουνό και γιατί είναι αρματωμένοι. Αυτοί τον καθησύχασαν λέγοντάς του πως είναι χωρικοί που κουβαλάνε λάδι και είναι αρματωμένοι γιατί φοβούνται από τους κλέφτες. Παραξενεύτηκε ο Τούρκος διοικητής όταν άκουσε για κλέφτες. Δεν πίστευε ότι υπήρχαν κλέφτες στον καζά (επαρχία)του. Για να του "ρίξουν στάχτη στα μάτια" ο  Παπαφλέσσας έστειλε ένα γράμμα στους προεστούς και τους ζητούσε να προμηθεύσουν τους κλέφτες, άμεσα χωρίς καθυστέρηση, με τρόφιμα, τσαρούχια και φυσέκια. Οι προεστοί παρουσίασαν το γράμμα στον Τούρκο διοικητή λέγοντάς του πως οι κλέφτες είναι χιλιάδες. Τον συμβούλευσαν μάλιστα πως ο μόνος τρόπος για να σωθεί από αυτούς ήταν να ζητήσει βοήθεια από τους Μανιάτες του Πετρόμπεη.
Ο Τούρκος διοικητής γνώριζε πως η δύναμη που υπεράσπιζε την Καλαμάτα ήσαν μόνο εκατόν πενήντα Τούρκοι αρματωμένοι. Έστειλε αμέσως μήνυμα στον Πετρόμπεη για να στείλει δυνάμεις να προστατέψουν την πόλη. Το σχέδιο των Ελλήνων πέτυχε. Στις 23 του Μάρτη 1821, ένας ολόκληρος στρατός ξεκινάει από τη Μάνη για την Καλαμάτα για να προστατέψει, δήθεν, την πόλη από τους κλέφτες. Ήταν ο στρατός των Μαυρομιχαλαίων, των Μούρτζινων (Τρουπάκηδων), των Χριστέων, των Κουμουνδουράκηδων, των Γρηγοράκηδων, των Κυβελλέων. Μαζί μ’ αυτούς ήσαν και ο Κολοκοτρώνης και όσοι κρύβονταν στο μοναστήρι του Αγίου Ηλία (Παπαφλέσσας, Νικηταράς, Αναγνωσταράς και άλλοι).
Ολος αυτός ο στρατός μπήκε στα Καλάβρυτα και ξεχύθηκε στους δρόμους. Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ειδοποίησε τότε τον Τούρκο διοικητή Αρναούτογλου να του παραδώσει τ’ άρματα. Ξαφνιασμένος ο Διοικητής μπροστά σ’ όλο αυτό το μανιάτικο ασκέρι, φοβήθηκε και του παρέδωσε όλο τον οπλισμό του. Εκατόν πενήντα ντουφέκια πέρασαν στα χέρια των Ελλήνων μαζί και η Καλαμάτα. Την άλλη μέρα 24 του Μάρτη έγινε δοξολογία. Στις 25 του Μάρτη συνεδρίασε η Μεσσηνιακή Γερουσία, η οποία ενέκρινε προκήρυξη προς τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να συντρέξουν στο δίκαιο αγώνα τους.
Αυτή ήταν η πρώτη ενέργεια των επαναστατημένων Ελλήνων έναντι των Τούρκων, χωρίς όμως να πέσει ντουφεκιά, και είναι χαρακτηριστικό πως η είσοδος στην Καλαμάτα έγινε σαν εκδρομή περιοδεύων θιάσου αφού ακόμα και αυτός ο Κολοκοτρώνης εισήλθε στην πόλη άοπλος και κραδαίνοντας ένα ραβδί.

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017

Μια άλλη ματιά για την Επέτειο της Επανάστασης!

Αποτέλεσμα εικόνας για φωτια και τσεκουρι

Στα πλαίσια της μεθαυριανής εορτής-επετείου της αναγέννησης του ελληνισμού, θα ακουστούν τα ίδια κενά λόγια, όπως συμβαίνει κάθε χρόνο, από τους εκπροσώπους της δημόσιας πολιτικής ζωής που καμία σχέση δεν θα έχουν με το Νόημα της μεγάλης αυτής στιγμής του Γένους. Είναι γεγονός πως στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που ζούμε, η θύμηση της Επανάστασης έχει αρχίζει και ξεφτίζει, είναι η εποχή που οι ξεπουλημένοι ηγέτες μας καλούν να διαγράψουμε την ιστορία μας, να αποκοπούμε από τις ρίζες μας και να γίνουμε μέλη στον παγκόσμιο ιστό της λήθης και της απραξίας.
Η Επανάσταση του ΄21 θα φοβίζει πάντα, και θα είναι ένα φαινόμενο προς αποφυγή για αυτούς που επιθυμούν να ελέγχουν τις μάζες ανά τον κόσμο. Η εξέγερση των Ελλήνων δεν ήταν μόνο ενάντια στον δυνάστη τούρκο αλλά και στρεφόταν και ενάντια στα συμφέροντα της "Ιερής Συμμαχίας", ενός προθαλάμου της σημερινής Νέας Τάξης Πραγμάτων στην οποία συμμετέχουν και οι δικοί μας ηγέτες, οι οποίοι θέλουν να υποβαθμίσουν το πολύ σημαντικό γεγονός της 23ης Μαρτίου (και όχι της 25ης) με αποτέλεσμα οι Έλληνες να σκύβουν το κεφάλι και να πληρώνουν το κάθε λογής χαράτσι στους νέους κοτσαμπάσηδες, ως άλλοι εθελόδουλοι ραγιάδες.
Οι Έλληνες για τέσσερις αιώνες δεινοπάθησαν, υπέστησαν ταπεινώσεις και διαρκώς ήταν σε αναβρασμό τηρώντας την υποχρέωση απέναντι στην μακραίωνη ιστορία του Γένους και το καθήκοντος απέναντι στην αποκοιμησμένη πατρίδα. Και εξεράγει, και τα αέρια της έκρηξης πήραν στο διάβα τους την τυραννία του τούρκου αλλά και την αλαζονεία του τότε "πολιτισμένου" δυτικού κόσμου που μορφοποιούνταν στο πρόσωπο του πολιτικού εκτρώματος της εποχής, αυστριακού Μέτερνιχ.
Υποστηρίζουν πολλοί την ανυπαρξία του κρυφού σχολειού τοποθετώντας το σε συγκεκριμμένο χώρο της αρκαδικής γης και της δικαιολογίας περί αδυναμίας εκπαίδευσης του συνόλου του ελληνισμού. Γεγονός είναι πως το κρυφό σχολειό υπήρξε ένας γενικότερος θεσμός και λειτούργησε σε όλη την υποδουλωμένη Ελλάδα, σε μοναστήρια και εκκλησιές που λόγω ασυλίας κατείχαν την γνώση των προγόνων μας, και οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την συνεισφορά τους σ΄αυτό.
Υποστηρίζουν, ακόμη την φράση του Κολοκοτρώνη που έλεγε: "Τσεκούρι και Φωτιά στους προσκυνημένους", πως αποτέλεσε δείγμα απανθρωπιάς. Κανείς όμως δεν λέει πόσες φορές
έμεινε ο Γέρος ολομόναχος από τους συναγωνιστές του οι οποίοι λόγω της έλλειψης εθνικής συνείδησης με την πρώτη δυσκολία έφευγαν για τα χωριά τους. Στα απομνημονεύματά του αναφέρει πως όταν θα έπαιρναν οι τούρκοι τα προσκυνοχάρτια και τα πήγαιναν στους Ευρωπαίους θα ήταν πολύ διαφορετική η έκβαση του αγώνα και διαφορετική η ματιά των. πιθανών μελλοντικών στηριγμάτων της Ελλάδας.
Και σε πολλές άλλες των περιπτώσεων έχει διαστρεβλωθεί η αλήθεια, αφού η ιστορία έχει καταγραφεί με υποκειμενική ματιά και είναι αναγκαίο να μπορούμε να αποκρυσταλλώνυμε τα γεγονότα. Σε μια εποχή που βουλιάζουμε καθημερινά μέσα στον βούρκο της λήθης και της υποταγής, όλα δείχνουν πως ζούμε την αρχή μιας νέας, ακόμα πιο ύπουλης κατοχής, χειρότερης της οθωμανικής και δύσκολα θα σηκώσουμε κεφάλι.
"Φωτιά και Τσεκούρι στους Προσκυνημένους"

Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

Ο Γέρος περί Επανάστασης!

Αποτέλεσμα εικόνας για ο γερος στην πνυκα




"Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση."

(Απόσπασμα από τον λόγο του Γέρου στην Πνύκα)

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2017

Περί 25ης Μαρτίου!

Αποτέλεσμα εικόνας για ο πίνακας με το λάβαρο της επανάστασης


Η 25η Μαρτίου έχει καθιερωθεί από το 1838 ως η ημέρα της έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης. Η ημερομηνία όμως είναι πλασματική και οφείλεται κατ΄αρχήν τον δήμαρχο της Αθήνας που καθιέρωσε τον πανηγυρικό εορτασμό σε αντίθεση με την επιθυμία του παλατιού, το οποίο κατόπιν μετά από αντιδράσεις του λαού νομοθέτησε. Ας δούμε δυο παλαιότερα άρθρα που αφορούν το συγκεκριμένο γεγονός.

1)Η 25η  Μαρτίου από μια διαφορετική οπτική γωνία,  
http://bitzimbardi.blogspot.gr/2015/03/25.html                                                 
2) Πώς και πότε γιορτάστηκε για πρώτη φορά η 25η Μαρτίου,                                  http://bitzimbardi.blogspot.gr/2011/03/25.html

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2017

Η Επανάσταση του '21 και οι πάμπολλες προηγούμενες!


Αποτέλεσμα εικόνας για ελληνική επανάσταση

Η επανάσταση του ΄21 προκάλεσε κοσμοϊστορικό γεγονός για τα δεδομένα της εποχής. Η "Ιερή Συμμαχία" και η πολιτισμένη τότε δυτική Ευρώπη δεν ήθελαν, και δεν διανοούνταν, πως θα αλλάξει ο πολιτικός χάρτης της. Η "ανεκτική και δημοκρατική" οθωμανική αυτοκρατορία ήταν πηγή μεγάλων συμφερόντων για όλους και δεν είχαν την βιάση για κερματισμό της. Η επανάσταση του 1821 δεν ήταν η πρώτη που ξέσπασε από τους Έλληνες ενάντια στην τούρκικη σκλαβιά. Δεκάδες, εάν όχι εκατοντάδες επαναστάσεις έχουν καταγραφεί καθ’ όλη την διάρκεια της οθωμανικής κατοχής, άλλες λιγότερο κι άλλες περισσότερο επιτυχημένες. Η δίψα των Ελλήνων για την ανάκτηση της προγονικής ελευθερίας και δόξας δεν ήταν δυνατόν να πνιγεί στο αίμα που έχυνε στην ιερή ελληνική γη το τούρκικο γιαταγάνι. Κι όταν ήρθε πλέον το πλήρωμα του χρόνου, μια χούφτα αγράμματων και ταπεινών πολεμιστών αποτίναξε τον βάρβαρο δυνάστη από κάθε σημείο της υπόδουλης πατρίδας, ζωντανεύοντας στο πέλαγος του Αιγέα τις νέες Σαλαμίνες, και στις αδιάβατες κορφές της Πελοποννήσου την κλεφταρματολίτικη Τιτανομαχία.

Όπως έλεγε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Γέρος του Μοριά: «Το Γένος ποτέ δεν υποτάχτηκε στον σουλτάνο. Είχε τα πάντα: το βασιλιά του, το στρατό του, τα κάστρα του. Βασιλιάς του, ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς. Στρατός του, οι Αρματολοί κι οι κλέφτες. Κάστρα του, η Μάνη και το Σούλι».

Οι Έλληνες πολέμησαν επί 4 αιώνες με τεράστιες απώλειες, όπως είχαν καθήκον και υποχρέωση να πράξουν. Υποχρέωση απέναντι στην μακραίωνη παράδοση του Γένους τους και καθήκον έναντι στην αλυσοδεμένη Πατρίδα. Εβδομήντα τέσσερις επαναστάσεις έχουν καταγραφεί κατά της οθωμανικής τυραννίας, πράγμα που με απλά μαθηματικά σημαίνει, ότι κάθε τετραετία, επί 400 χρόνια, οι Έλληνες έπαιρναν τα όπλα!

Μερικά από αυτά τα κινήματα είναι τα εξής:

1463: Δέκα χρόνια μόνο μετά την άλωση της Πόλης, σημειώνεται επαναστατικό κίνημα σε Σπάρτη, Λακεδαίμονα και Αρκαδία με επικεφαλής τους Πέτρο Μπούα και Μιχαήλ Ράλλη.

1479: Κίνημα στη Μάνη από τον Κορκόδειλο Κλαδά.

1481: Επαναστατεί η Χιμάρα και η Αυλώνα με αρχηγούς τον Κλαδά και τον Ιωάννη Καστριώτη.

1496, 1499: Επανάσταση σε Ήπειρο, Στερεά και Πελοπόννησο με υποκίνηση του Καρόλου Η’.

1532: Επανάσταση σε Κορώνη και Πάτρα με αρχηγούς τον Νικόλαο Μαμωνά-Παλαιολόγο, τον Μιχαήλ Καλόφωνο και άλλους.

1571: Επανάσταση σε Πελοπόννησο, Στερεά, Μακεδονία και Αιγαίο μετά την καταστροφή του τουρκικού στόλου στη Ναύπακτο από τους ενωμένους στόλους της Ευρώπης.

1612: Επανάσταση στα Γιάννενα από τον ηρωικό Δεσπότη Τρίκκης Διονύσιο τον «Σκυλόσοφο».

1684: Οι Έλληνες ξεσηκώνονται στο πλευρό των Ενετών και ελευθερώνουν τον Μωρηά. Η ελευθερία αυτή θα κρατήσει μέχρι το 1715.

1770: Κατά τα Ορλωφικά, όλη η Ελλάδα ξεσηκώνεται απ’ άκρη σε άκρη. Μετά την προδοσία της επανάστασης, οι τουρκικές αρχές προέβησαν σε φρικτές σφαγές εις βάρος Ελλήνων χριστιανών.

1778-1793: Ο «πειρατής» Λάμπρος Κατσώνης κυριαρχεί στο Αιγαίο και προξενεί στον τουρκικό στόλο τεράστιες καταστροφές.
Πολλές άλλες μικρότερες έλαβαν χώρα κατά την διάρκεια της οθωμανοκρατίας και δεν αναφερόμαστε στις καθημερινές μικρομάχες της κλεφτουριάς, πράγμα που αποδεικνύει περίτρανα το ανυπότακτο πνεύμα του ελληνισμού. Τετρακόσια ολόκληρα χρόνια, δηλαδή δεκαπέντε σχεδόν γενιές μαύρης σκλαβιάς υπέφεραν οι Έλληνες, μα ποτέ δεν υποτάχθηκαν στον Σουλτάνο όπως μαθαίνουν στα παιδιά μας οι σύγχρονοι γενίτσαροι της υποταγής και του αφελληνισμού.

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

Η ελληνική επανάσταση και η πρώτη πράξη υποτέλειας!


Αποτέλεσμα εικόνας για κανινγκ
Με αφορμή την Γαλλική Επανάσταση και τις πράξεις του Ναπολέοντα, στις αρχές του 19ου αιώνα, οι μεγάλες δυνάμεις θέσπισαν την Αρχή της Νομιμότητας, δηλαδή την αρχή που αναγνώριζε κάθε τι παλαιό καθεστώς που επικρατούσε στην Ευρώπη και απαγόρευε οτιδήποτε νέο και επαναστατικό. Θεμελιωτής της υπήρξε ο Αυστριακός Μέτερνιχ ο οποίος αποτέλεσε και το αγκάθι για την μετέπειτα προσπάθεια των Ελλήνων για αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Η Αρχή αυτή καθιερώθηκε στο συνέδριο της Βιέννης (1814-1815) και την υπερασπίστηκε μετά ζήλου η Ιερή Συμμαχία. Το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης του 1821 προκάλεσε έκπληξη, αιφνιδιασμό  και καχυποψία, εν μέρει, στις ευρωπαϊκές αυλές. Αρχικά ομόφωνα την καταδίκασαν και ήλπιζαν ότι θα αποτελούσε γι΄ αυτούς μια «στιγμιαία ενόχληση». Προχώρησαν, μάλιστα, και σε ιδεολογική τεκμηρίωση  της ομόφωνης καταδίκης τους υποστηρίζοντας  ότι η σκλαβιά σ΄ένα δυνάστη, τον Σουλτάνο στην περίπτωσή μας, είναι ευλογημένη από τον Θεό, ενώ η διεκδίκηση της εθνικής ελευθερίας-ανεξαρτησίας έργο του σατανά!
Η παρουσία του Γεωργίου Κάνιγκ στο υπουργείο εξωτερικών της Αγγλίας, στις αρχές του 1823, άλλαξε την αντιμετώπιση των μεγάλων δυνάμεων απέναντι στο ελληνικό ζήτημα. Αυτός ουσιαστικά με τις διπλωματικές του επιλογές και πρωτοβουλίες δημιουργεί στην ευρωπαϊκή διπλωματία το Ελληνικό Ζήτημα. Μία από τις πρώτες του ενέργειες είναι να διακηρύξει την ουδετερότητα της Αγγλίας (25-3-1823) μεταξύ των δύο εμπολέμων, Ελλήνων και Τούρκων, χωρίς ταυτόχρονα να κλείνει την πόρτα στα ανακτοβούλια της Ευρώπης για την από κοινού επίλυση του ελληνικού ζητήματος.
Η κακή πορεία της ελληνικής επανάστασης μετά το 1823, η σύμπραξη του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου (1769-1849) με τον Σουλτάνο και η αποβίβαση του Ιμπραήμ πασά (1789-1848) με στρατό στην Πελοπόννησο,  θα υποχρεώσουν τους Έλληνες σε πολιτικό επαναπροσανατολισμό, που θα οδηγήσει στην δημιουργία των πρώτων κομμάτων με ξενικό όνομα -αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό- και «εξωτερικό προσανατολισμό». Με τον τρόπο αυτό οι επαναστατημένοι Έλληνες διευκόλυναν τις μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις να παρεμβαίνουν και να επηρεάζουν τις υποθέσεις τους,  τόσο της εσωτερικής όσο και της εξωτερικής πολιτικής. Τον Σεπτέμβριο του 1825, ελληνική αποστολή θα παραδώσει στον Κάνιγκ "Πράξη Υποτέλειας" (Act of submission) την οποία είχαν υπογράψει όλη η τότε στρατιωτική, πολιτική και θρησκευτική ηγεσία, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Ανδρέας Μιαούλης, ο Ανδρέας Ζαΐμης, ο Κ. Δεληγιάννης  και  ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτας Πορφύριος. Η πράξη έλεγε: ...ο Κλήρος, οι Παραστάται, οι Αρχηγοί, Πολιτικοί και Στρατιωτικοί ξηράς και θαλάσσης, του ελληνικού έθνους …. δυνάμει της παρούσης πράξεως θέτει εκουσίως την ιεράν παρακαταθήκην της ιδίας αυτού ελευθερίας, ανεξαρτησίας και της πολιτικής αυτού υπάρξεως υπό την μοναδικήν υπεράσπισιν της Α. Μ. του Γεωργίου Δ΄.
Ο Άγγλος Υπουργός Εξωτερικών όμως δεν έδειξε τον αναμενόμενο ενθουσιασμό, αφού υποστήριξε ενώπιον των Ελλήνων αντιπροσώπων ότι τόσο οι συνθήκες μεταξύ Αγγλίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όσο και τα συμφέροντα τής χώρας του στην περιοχή -οικονομικά και πολιτικά- δεν του επιτρέπουν να παραβιάσει την ουδετερότητα και να συμπαραταχθεί με το μέρος των Ελλήνων.
Το Σχέδιο εθελοδουλείας των Ελλήνων και Άγγλων αλλά «ό,τι αποφάσισαν όμως Άγγλοι και Μαυροκορδάτος, τους τα γκρέμισαν οι Τούρκοι, που δεν δέχτηκαν καμία συζήτηση, γιατί οι πρώτες επιτυχίες του Ιμπραήμ είχαν δημιουργήσει στην Πύλη τη βεβαιότητα ότι η Ελληνική περιπέτεια θα τελείωνε με ολοσχερή κατάπνιξη της επαναστάσεως».
Βέβαια, για διαφορετικούς λόγους, το Σχέδιο αυτό «που είχε διαστάσεις εθνική προδοσίας από την κυβέρνηση του Μαυροκορδάτου» δεν πήρε τις υπογραφές όλων και μάλιστα αποδείχτηκε «με ντοκουμέντα ότι πολλές υπογραφές πλαστογραφήθηκαν».
Όμως, το Σχέδιο αυτό συνάντησε μεγάλες αντιδράσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στους φιλελληνικούς κύκλους.
Από  τους πρώτους Έλληνες του εξωτερικού, ο Αδαμάντιος Κοραής, αντέδρασε εγγράφως, ζητώντας εξηγήσεις «από τινάς, πως και δια ποίαν κατεπείγουσαν ανάγκην απεφασίσθη η καταφυγή εις την είτε υπεράσπισιν, είτε προστασίαν των Άγγλων», ενώ οι απεσταλμένοι από τις φιλελληνικές εταιρείες, Γάλλος στρατηγός Ρος και ο Αμερικανός Γεώργιος Ουάσιγκτον, σε επιστολή τους προς την Ελληνική κυβέρνηση διαμαρτυρήθηκαν ακαριαίως γράφοντας: «…άτομα τινά, μόνον ως απλοί πολίται, έλαβον την τόλμην να γίνωσιν αρχηγοί μιας φατρίας και ενατνίον των καθεστηκότων νόμων της πατρίδος των, υπέγραψαν και παρεκίνησαν και άλλους να υπογράψωσι μίαν αναφοράν όλως δι’ όλου υβριστικήν εις τον χαρακτήρα των εθνών…»
Ουσιαστικά όμως θα αποτελέσει το έναυσμα για την εμπλοκή των μεγάλων δυνάμεων στο ελληνικό ζήτημα με αποκορύφωμα την ναυμαχία του Ναβαρίνου και τις ενέργειες του Μαιζών που, ουσιαστικά, έσωσε την ήδη αποτυχημένη Ελληνική Επανάσταση.










Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Κόλιας Νικόλας Πλαπούτας, το «τέκνον του Έρωτος και της Ανδρείας». (1735 - 1827)


Ο Κόλιας-Νικόλας Πλαπούτας γεννήθηκε περίπου το 1735 στο Σουλιμά – σήμερα Άνω Δώριο- της ορεινής Τριφυλίας, στη Μεσσηνία. Σύμφωνα με τον Γορτύνιο ιστορικό Τάκη Κανδηλώρο: «Ο Κόλιας είναι ίσως η περιεργοτέρα Γορτυνιακή φυσιογνωμία της τουρκοκρατείας δια την μυστηριώδην και μυθικήν ούτως ειπείν εμφάνισιν του και δια την απέριττον και βιαιότατην δράσιν του». Η παράδοση μεταφέρει ότι ήταν γιος του Σουλιμιώτη Γιωργάκη Πλαπούτα. Ο Κόλιας έζησε στο Σουλιμά μέχρι τα δεκαεπτά του χρόνια. Μεγάλωσε και ανδρώθηκε με όλες τις συνήθειες του χωριού. Το ανυπότακτο βοσκόπουλο γαλουχήθηκε με το ιδανικό να ζει ελεύθερος και με την επιθυμία να απολαμβάνει τις χαρές της ζωής, όπως τα ακριβά άρματα, τα καλά άλογα και τις όμορφες γυναίκες. Η παρουσία του στο χωριό άρχισε να προβληματίζει τους Τούρκους. Μια μέρα -κατά την παράδοση- ο Κόλιας είδε έναν Τούρκο σπαή (φοροεισπράκτορας) να δέρνει αλύπητα ένα Σουλιμιώτη ραγιά, αγρίεψε και με μια μαχαιριά σκότωσε τον Τούρκο. Αναγκάστηκε να φύγει από το χωριό και πήγε στο Δραγώι, στα λημέρια του καπετάν Θανάση Τζαβέλλα όπου έμεινε κοντά του δυο χρόνια.
Ένα ερωτικό περιστατικό με θύμα τον αγά της περιοχής και πρωταγωνιστές τους Τζαβελαίους και τον Κόλια ανάγκασε το νεαρό κλεφτόπουλο να πάρει το δρόμο του φευγιού. Μαρτυρίες μεταφέρουν ότι οι Τζαβελαίοι είχαν μια πανέμορφη αδερφή,την οποία είδε ο μπέης της Παύλιτσας και την ερωτεύθηκε. Έστειλε ανθρώπους του να τη ζητήσουν από τον πατέρα και τα αδέρφια της. Αυτοί αρνήθηκαν και ο μπέης τους απείλησε. Πρόσφερε μεγάλα χρηματικά ποσά σε όποιον θα κατάφερνε να να την πάει στον πύργο του, αλλά και πάλι δεν τα κατάφερε. Όταν έλειπαν τα αδέρφια της, παραφύλαξε με ανθρώπους του και την έκλεψε. Η περήφανη Τζαβελοπούλα για να μην τη μαγαρίσει μπέης, έμπηξε ένα μικρό μαχαίρι στην καρδιά της και αυτοκτόνησε. Τα αδέρφια της ορκίστηκαν να εκδικηθούν. Στο πανηγύρι του Αγίου Δημητρίου, στο Μαυρομάτι, όταν περνούσε ο μπέης με όλη του τη συνοδεία και τα σκυλιά του, στη θέση Βάλια-Μπόικα, του έστησαν καρτέρι. Ο Κόλιας έριξε στα σκυλιά ψημένο κρέας και οι Τζαβελαίοι όρμησαν στους Τούρκους. Τον μπέη τον έκαναν κομμάτια και τον πέταξαν στα σκυλιά. Μετά από το περιστατικό, που έγινε τον Οκτώβριο του 1755, ο Κόλιας για να αποφύγει τα αποσπάσματα, βγήκε στο βουνό κλέφτης. Επειδή δεν γνώριζε την ελληνική γλώσσα περιπλανήθηκε στα αλβανόφωνα χωριά της Ηραίας, Παπαδά, Σέρβου και Σαρακήνι και κατέληξε στον οικισμό Παλούμπα.
Διορίστηκε από τον Γιάννη Δεληγιάννη αρχικά ως ταχυδρόμος της Λιοδώρας. Ο ίδιος συνδέθηκε με άλλους ονομαστούς κλέφτες του Μοριά, όπως τον Ζαχαριά, τον Κωνσταντή Κολοκοτρώνη και τους Πετιμεζαίους και συμμετείχε ενεργά στην εξέγερση των Ορλωφικών του 1770. «Τέκον του Έρωτος και της Ανδρείας» Ο βιογράφος του Κόλια Πλαπούτα, ο Φαλέζ (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, γιος του Γενναίου Κολοκοτρώνη), γράφει ότι ο Κόλιας ήταν: «Τέκνον του Έρωτος και της Ανδρείας». Τον εγέννησε ο έρως μετά της ανδρείας Πάσα ημέρα πόλεμο πάσα μήνα γυναίκα Ο Γ. Καρπούζος στη βιογραφία του ήρωα παινεύει τον θαυμασμό του για τις όμορφες και φλογερές γυναίκες, συγκρίνοντας τον με τον άλλο μεγάλο εραστή της επαναστατικής περιόδου, τον αρματωλό Ζαχαριά. Ο Κανδηλώρος από την άλλη σημειώνει ότι : «…ο έκτροπος ιδιωτικός βίος του Κόλια κατέστη παροιμιώδης». Και αναφέρει ένα περιστατικό: Ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι μιας Κυριακής κατέφτασε στην Παλούμπα μια γαμική συνοδεία. Ο Κόλιας θαμπώθηκε από την ομορφιά της νύφης και τα παράδοξα που ακολούθησαν ήταν πολλά. Σκεπτόμενος ότι ήταν αδύνατον να φτάσουν στο χωριό του γαμπρού αυθημερόν προσφέρθηκε να τους φιλοξενήσει. Ο Τούρκος εισπράκτορας, συγγενής της νύφης έπεσε στην παγίδα του Κόλια. Λέγεται ότι ο Κόλιας φιλοξενούσε στον πύργο του Τούρκους εισπράκτορες. Χρησιμοποιούσε μια μέθοδο για να τους μεθύσει. Κάθονταν όλοι κάτω σταυροπόδι και συναγωνίζονταν ποιος θα μείνει ακίνητος ως το τέλος του τσιμπουσιού. Ο ίδιος όμως έδινε στους Τούρκους να πιουν κρασί ή ρακί ενώ ο ίδιος έπινε…νερό! Έτσι μεθούσε τους Τούρκους «εις βαθμόν αποκτηνώσεως». Χρησιμοποιώντας ως άλλοθι τον μεθυσμένο συγγενή της νύφης δημιούργησε ένα επεισόδιο προσπαθώντας να αρπάξει την κοπέλα για να την…χαρεί. Το σχέδιο όμως απέτυχε και η οικογένεια κατηγόρησε τον Πλαπούτα για την ανήκουστη πράξη του.
Ο Κόλιας άργησε να κάνει δική του οικογένεια. Από τη μια η άστατη ερωτική του ζωή, από την άλλη τα κυνηγητά, δεν τον άφησαν να δημιουργήσει νωρίς τη δική του οικογένεια. Κόντευε να φτάσει τα πενήντα όταν αποφάσισε να παντρευτεί την Κυράτσω, την κόρη του Γιώργη Τζώρτζη. Με την Κυράτσω απέκτησε πέντε παιδιά. Τον Γεωργάκη-τον ήρωα του Λάλα, τον Δημητράκη-τον ανδρείο στρατηγό της Επανάστασης και τρεις κόρες. Ο βιογράφος του, Φαλέζ γράφει ότι σε κάποια μάχη με τους Λαλαίους αιχμαλώτισε μια πανέμορφη Αρβανιτοπούλα, τη Λιόσια, την οποία έφερε σπίτι και διατήρησε ως μη νόμιμη σύζυγό του (παλλακίδα). Η όμορφη κοπέλα ήταν κατά πολύ νεότερη του και στάθηκε πιστή στον Κόλια ως τα βαθιά του γεράματα. Μέχρι το θάνατο του απέκτησε μαζί της τρία παιδιά, δύο αγόρια, τον Παρασκευά και τον Θανάση και μια κόρη, την Παγώνα. Όλα τα παιδιά του Κόλια ήταν αγαπημένα μεταξύ τους. Από όλα του τα αγόρια αυτός που του έμοιαζε περισσότερο ήταν ο Παρασκευάς. Ο Κόλιας υπήρξε ασυγκράτητος ερωτικά. Πολλές ερωμένες του τις έφερνε στο σπίτι προκαλώντας την αντίδραση των «νόμιμων» αγοριών του. Η Λιόσια εκμεταλλευόμενη τον έρωτα που έτρεφε για εκείνη ο Κόλιας κατάφερε να επιβληθεί και εξουσίαζε τους πάντες μέσα στον πύργο. Αυτό ενοχλούσε ιδιαίτερα τον Δημητράκη Πλαπούτα που λάτρευε την μάνα του, Κυράτσω και δεν άντεχε να την βλέπει να απαξιώνεται από την ερωμένη του πατέρα του. Μια μέρα άρπαξε τον πλάστη και την χτύπησε δυνατά στο κεφάλι. Για να γλυτώσει από τη μανία του πατέρα του έφυγε από το σπίτι και βρήκε καταφύγιο στα Κολοκοτρωνεϊκα, που διατηρούσαν από παλιά οικογενειακές σχέσεις. Ο Δημητράκης όσο καιρό έμεινε εκεί ερωτεύτηκε τη μικρή κόρη της οικογένειας, Στεκούλα και θέλησε να την παντρευτεί. Ο Κόλιας που αγαπούσε ιδιαίτερα τον Δημητράκη, έμαθε για το ειδύλλιο με την Στεκούλα και έστειλε τον Γεωργάκη να τον φέρει πίσω λέγοντας: «Δεν έπαθε τίποτα από το πλαστήρι η δεύτερη μάνα σας. Αλλά και να πάθαινε, δεν χάθηκαν από την πλάση οι γυναίκες».
Έμεινε παροιμιώδης στην ιστορία ο φόβος του ατρόμητου Κόλια για τη θάλασσα. Την εποχή του κατατρεγμού των κλεφτών αρνήθηκε να να πάει στη Ζάκυνθο με το καΐκι γιατί φοβήθηκε να μην πνιγεί και επέστρεψε στην Παλούμπα. Ακόμα και σήμερα στην Πελοπόννησο, όταν θέλει κάποιος να αποφύγει κάτι που δεν του αρέσει ή τον φοβίζει λέει: «Μπαίνει ο Κόλιας στο καΐκι;» Η έναρξη του Αγώνα βρήκε τον Κόλια στην Παλούμπα. Σε προχωρημένη ηλικία ευλόγησε τα παιδιά στην Επανάσταση και έσπευσε πάνω σε ξυλοκρέβατο, σε ηλικία 86 χρόνων, στην πολιορκούμενη Τριπολιτσά για να δώσει συμβουλές στον Κολοκοτρώνη, ώστε να πέσει πιο γρήγορα στα χέρια των Ελλήνων. Ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η επιδρομή και η καταστροφή της Γορτυνίας από τον Ιμπραήμ, τα παιδιά του για ασφάλεια τον μετέφεραν στη μονή Προδρόμου, κοντά στη Δημητσάνα και εκεί πέθανε το 1827 σε ηλικία περίπου 92 ετών. Αυτός ήταν ο Κόλιας Πλαπούτας, ο πολέμαρχος του Μοριά.

ΠΗΓΗ: «Τα ερωτικά του ’21» του Κυριάκου Σκιαθά. Εκδόσεις: «διαπολιτισμός».

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

ΚΑΡΙΟΦIΛΙ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ.



«Θα πάρω το τουφέκι μου, τ΄ άγιο το καριοφίλι»
Το όπλο που έπαιξε τον σημαντικότερο ρόλο στην Επανάσταση του 1821, και έγινε το "προσκεφάλι" καθώς και ο αχώριστος φίλος των αγωνιστών ήταν το γνωστό, σε όλους μας καριοφύλι. Αποτέλεσε, όπως είπαμε, τον αχώριστο σύντροφο των κλεφτών και των αρματωλών και ο ήχος του αποτέλεσε μελωδία για δίκαιους αγώνες. Ήταν ένα υπέροχο όπλο. Την ονομασία του την έλαβε από τον οίκο κατασκευής του, την βενετική οπλουργία του CΑRLΟ E. FIGLI.
Πιο συγκεκριμένα, κατασκεύαζαν μόνο τον μηχανισμό ενώ το υπόλοιπο το κατασκεύαζαν ερασιτέχνες οπλουργοί ανά τόπους ή αυτοί που το χρησιμοποιούσαν κάνοντάς το ατομικό αφού σε πολλές των περιπτώσεων προσαρμόζονταν με τον σωματότυπο του κάθε αγωνιστή και μόνον με αυτού. Η ολοκλήρωση έπαιρνε μεγάλο χρονικό διάστημα. Η μεγαλύτερη χρονοτριβή ήταν η εύρεση του κατάλληλου ξύλου, καρυδιά ως επί το πλείστον, να το σκαλίσουν και να το διακοσμήσουν κατά το δοκούν. Η λεπτομέρεια και το μεράκι κατέληξε να συνυπάρξει με την λαϊκή μας παράδοση και να αλληλοσυμπληρωθούν.
Το καριοφίλι πάντα θα είναι χαραγμένο στην μνήμη μας σαν το μέσο το οποίο συνέβαλλε τα μέγιστα για την αναγέννηση του έθνους μας.

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

Αλή Μουλάς - Δελγιώτης, Ιστορικό Διήγημα! (ΣΤ΄Μέρος)

ΑΛΗ ΜΟΥΛΑΣ  Ιστορικό Διήγημα υπό Αγ. Τσελάλη  ( Ολυμπιακά Χρονικά 1970)


Τά έχασαν. Η ταραχή και η σύγχυση αφάνταστη, απερίγραπτη. Έκαναν να πισωπατήσουν. Σφύριζαν στα νώτα τους τα βόλια.Δείλιασαν, τσάκισαν. Άλλοι έπεφταν πληγωμένοι, άλλους τους έπαιρνε του ποταμού το ρέμα. Έλυωναν τα χιόνια στα βουνά και το ποτάμι ήταν φουσκωμένο.
Έξαλλοι έφευγαν άτακτα, αλλόφρονες, κατρακυλούσαν προς τη ρεματιά, να διαβούν το γεφύρι του Αλφειού. Πνίγηκαν πολλοί. Πέταξαν τα΄ άρματα κι έφευγαν, δεν ήξεραν πούθε να κάμουν οι αγάδες. Έτρεχε ξέφρενος ο πελώριος Αβδούλαγας.
- Στάσου ρε να πολεμήσης…Του φώναξε ο Αγγελής, ο Βώβος, που έστεκε στα βράχια πάνω από την γέφυρα του Αλφειού, άγγελος της λευτεριάς, χάρος της τυραννίας.
Αυτός, έτρεχε. Έφευγε. Σημάδεψε ο Βώβος, του έρριξε. Έπεσε κείνος μπρούμητα, κατρακύλισε στα μυτερά βράχια της όχθης…Το πελώριο κορμί του και τα κεμέρια του ξεσκίστηκαν. Γέμισαν τα βράχια κρέατα και γρόσια.
Ο Αλή Μουλάς είδε, έσφιξε του αλόγου του τα χαλινά κι φώναξε άγρια:
- Γιουρούσι, φωτιά στη φωτιά. Και ξεπέζεψε, έπιασε μετερίζι ένα πουρνάρι κι άδειασε τα πιστόλια του στου Αγγελή το στήθος. Το βόλι τον πέτυχε κατάκαρδα. Έγειρε ο γέρος κι έπεσε. Έστρεψε ο Αλή Μουλάς προς την ποταμιά να φτάσει να προστατεύσει του δικούς του, την Εμινέ.
Δεν πρόφτασε. Είδε ο Φωτεινός ο Βώβος κι έτρεξε, τον έφτασε κι άδειασε τη πιστόλα του στην πλάτη του.Κοντοπόδιασε, βόγγιξε, εταλαντεύθη, έγειρε κι έπεσε    πλευρά πάνω στα κοντοπρίνια. Τον δρασκέλισε ο Φωτεινός κι εγύρισε ανήσυχος να βοηθήσει τον πατέρα του, που κείτονταν αιμόφυρτος.
Με το δρασκέλισμα ακούει τον λαβωμένο που βόγγαγε κι έλεγε αναστενάζοντας.
- Που είσαι, καλέ μου αδερφέ; Γύρισε πίσω πάρε με…
Παραξενεύτη ο Φωτεινός, γύρισε πίσω, τον κύταξε. Ανάφερνε ο Αλή Μουλάς και στριφογύριζε σαν το λαβωμένο φείδι και μούγγριζε κι έσφιγγε τα δόντια από τον πόνο. Τα μάτια του, θολωμένα, πονεμένα μισάνοιξαν προς τον Φωτεινό, που έστεκε πάνω απ’ το κεφάλι του.
Ο Φωτεινός- κόχλαζε μέσα του τού πολεμιστή ο θυμός, του γιού ο πόνος και το μίσος για του γονιού του το φονιά – έσυρε το γιαταγάνι του να τον αποτελειώση.
Ο Αλή Μουλάς τον κύτταξε κατάματα με τα σβυσμένα μάτια του. Κι ήταν η ματιά του παράξενη, γιομάτη ικεσία. Σαν να ζητούσε ελέηση, βοήθεια και συγχώρεση. Εξέχυνε έντονα, έκδηλα, μια στοργή που χρόνια έβραζε μέσα του και ήθελε να φουσκώσει και να ξεχυθεί. Πυκνωμένη μέσα στα σπλάχνα του σα να ανλύεται τώρα, τούτη τη στιγμή, και ξεχύνονταν από τα στήθεια του ζεστή σαν το αίμα του, που έτρεχε από την πλάτη του. Τα ματοφυλλά του ανασηκώνονταν με δυσκολία. Και η ματιά του, μελαγχολική, πονεμένη, στυλώθηκε στο πρόσωπο του Φωτεινού.
Εστάθη με το σπαθί γυμνό στο χέρι, σηκωμένο ο Φωτεινός. Σαν να εμαγνητίστη από την φωνή του λαβωμένου, από το βλέμα του. Σαν να συμπόνεσε, να ελυπήθη τον τραυματισμένο άνθρωπο. Κάτι σκίρτησε μέσα του, του γέμισε τα σπλάχνα συμπόνοια και συμπάθεια για τούτον το λαβωμένο, που κείτεται στα πόδια του και βογγάει και τον κοιτάει στα μάτια. Για τούτον τον Τούρκο που τυρώννησε το γένος του, σκότωσε το πατέρα του…
Κάτι παράξενο, αλλόκοτο τον συνεπήρε. Το χέρι του αδράνησε κι έγειρε, και το γιαταγάνι άγγιξε του λαβωμένου το πρόσωπο. Το κοίταξε εξεταστικά, εταστικά και σαν να τον ώθησε κάποια από μέσα του φωνή, έσκυψε και τον ρώτησε:
- Πες μου, εσύ ρε άνθρωπε, πούθε κρατεί η γεννιά σου; Πούθε είναι η μάννα σου και από πού η σειριά σου;
- Εγώ είμαι ο Αλή Μουλάς. Πρώτα με λέγαν Γιάννη. Η μάνα μου απ’ του Μπέρεκλα, ο κύρης μου απ’ του Δέλγα. Είχα αδερφό τρανύτερο κι αυτός εβγήκε Κλέφτης, μαζί με τον πατέρα μου.
Η ψυχή του Φωτεινού αναταράχτη, και το μυαλό του επήγε στον τουρκεμένο, τον αλλαξόπιστο αδερφό. Εστάθη απάνω στο κεφάλι του ασάλευτος, βουβός. Εκείνος τον κοίταξε ικετευτικά και στοργικά. Τον εμαγνήτιζε τούτη η ματιά. Σαν να τη γνώριζε, κάπου να την είχε ξαναϊδή. Ένα σκίρτημα αλλόκοτο, παράξενο του γέμιζε τα σπλάχνα του με συμπάθεια. Κι ένστικτα, ψυχόρμητα, τον άρπαξε στην  αγκαλιά του, τον έκοψε στον ώμο, τον έφερε γοργά στο μέρος που κείτονταν ασάλευτος, νεκρός ο Αγγελής ο Βώβος και τον απόθεσε δίπλα στον γέρο απαλά.
Έσκυψε, χαϊδεψε, φίλησε τον πατέρα του νεκρό. Γύρισε, ξέγδυσε τον λαβωμένο, έβγαλε τη σημαία απ’ το κοντάρι, του έδεσε την πληγή σφιχτά. Κρέμασε τα όπλα τους στον ώμο του ζυγαριά με τα δικά του, τους εφορτώθη στην πλάτη και τους δυο και πήρε τον ανήφορο, έφθασε στο χωριό, στο Στρογγυλό, που ήταν γιατρός με τα νιστέρια του και με τα γιατροσόφια του.
- Γιατρέ, πολλούς εγιάτρεψες, σφαγμένους, λαβωμένους. Κι εμέ τον αδερφούλη μου δε θα τον γιατρέψεις;…Είπε και τον απόθεσε μπροστά στον γιατρό.
- Τι να την κάμω την ζωή, Τούρκος και πατροκτόνος; Ψιθύρισε ο Αλή Μουλάς.
- Να ζήσεις αδερφούλη μου κι ας είσαι τουρκεμένος.
Είδε το νεκρό γέρο Αγγελή, εξέτασε του πληγωμένου την πληγή, κίνησε το κεφάλι του ο γιατρός.
- Εγώ πολλούς εγιάτρεψα τραυματισμένους. Μα του αδερφού σου η πληγή βαθειά ‘ ναι και δε γειαίνει…
- Αν θέλεις αίμα γιατρικό, πάρε απ’ την καρδιά μου.
Τον κοίταξε ο γιατρός λυπητερά, γύρισε ξανά εξέτασε τον τραυματισμένο. Εκείνος εσήκωσε το χέρι του, έκανε τον σταυρό του κι έγερνε, αγκάλιασε το άψυχο κορμί του γέρο Αγγελή του Βώβου και ξεψύχησε.
Ο Φωτεινός έσκυψε τους εφίλησε, έβγαλε την καπότα του, τους σκέπασε, έσυρε τη σημαία, διάτρυτη από τα βόλια κι από τις σπαθιές, καταματωμένη από το αίμα πατέρα και παιδιού, την έδεσε στο κοντάρι κι έφυγε, βρήκε τους πολεμιστές, που γύριζαν από τον Αλφειό, καταφορτωμένοι λάφυρα. Ύψωσε την σημαία κι είπε: - Στο Λάλα να διώξουμε κι εκείνους. Και κίνησε μπροστά.
Οι Τούρκοι κλείστηκαν στα κάστρα. Κατάπληκτοι και καταφοβισμένοι. Πως, πότε εξύπνησε και δυνάμωσε κι άντρειωσε οραγιάς;…

ΤΕΛΟΣ



Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

Η αρχή της Ελληνικής Επανάστασης!



Μετά ταύτα την 24 εις Πάτρας συνεκρούσθησαν οι Έλληνες μετά των Τούρκων την 25 οι εν Βοτσίτση Τούρκοι μετέβησαν εις Σάλωνα την 26  ο Σισίνης μετά τών Γαστουναίων επολιόρκησαν τους εις Χλεμοΰτσι καταφυγόντας Τούρκους της Γαστούνης.  Επίσης οι εν Πύργω Έλληνες υπό τον Χαράλαμπον Βιλαέτην, Πέτρον Μήτσον, Α. Παπασταθόπουλον, Λ. Κρεστενίτην και τού υίούς τοΰ Θ Κολοκοτρώνη Πάνον και Ίωάννην τον μετά ταϋτα έπονομασθέντα Γενναίον (οίτινες τότε ήλθον έκ της Ζακύνθου), έπανέστησαν τήν δέ 2 Απριλίου όρμησαντες κατ’ αυτών και οι εν Λάλα Τούρκοι συνήψαν μάχην καθ’ ην έφονεύθησαν Τούρκοι μεν 30 Έλληνες δέ 35, έξ ων οι μέν έφονεύθησαν ,οί δέ επληγώθησαν και άλλοι ηχμαλωτίσθησαν.  Και ούτω βαθμηδόν προήχθη ή έπανάστασις εις τήν Άχαίαν. Ό δέ Κολοκοτρώνης άπεβιβάσθη τήν 6 Ιανουαρίου εις Σκαρδαμούλαν της Μάνης ήτις εθεωρεΐτο ως στρατιωτική εστία και ως κέντρον δια την έκρηξιν της επαναστάσεως και ήρχισε νά διενεργή διά την πραγματοποίησίν του μελετωμένου σκοπού. Ή άφιξις του δέ ηύξησε τους φόβους και τας υπόνοιας της τουρκικής εξουσίας ήτις δια ταύτα έγραψε τόν Μαυρομιχάλην  να τον πληροφορήση περί αυτού και εί δυνατόν να τον συλλάβη. Άλλ’ ο Μαυρομιχάλης  εκάλυψε τον σκοπόν τίς ελεύσεως του Κολοκοτρώνου διά διαφόρων επίπλαστων αιτιών την δέ συλληψίν του άπεποιήθη,  αλλά και αν ήθελε δεν ήδύνατο διότι δ Μούρτζινος, όστι τόν ύπερασπίζετο ήτον επίσης ισχυρός και αυτοί οι συγγενείς του δεν ήθελον ενδώσει εις τούτο.

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

Αλή Μουλάς - Δελγιώτης, Ιστορικό Διήγημα! (Ε΄Μέρος)

ΑΛΗ ΜΟΥΛΑΣ 
Ιστορικό Διήγημα υπό Αγ. Τσελάλη  ( Ολυμπιακά Χρονικά 1970)


Τη γύρισε στην Εμινέ χανούμ, τη γυναίκα του που τον κοιτούσε εναγώνια στα μάτια. Πρόβαλε προκλητική η κοιλιά της κι’ ήταν σαν πρόσκληση, σαν παρόρμηση να πάει κοντά της. Και η φωνή του μαλάκωσε, γλύκανε η ματιά του.
- Όλοι ετοιμαστείτε…Θα φύγουμε…Όποιος δε θέλει ας μείνει να τον σφάξουν οι ζορμπάδες….
Εσηκώθη μια βουή και ένας ολοφυρμός γύρω του, στα τζαμιά, στα σπίτια.
- Όχι… δε φεύγουμε…Όχι που να πάμε;… Δεν τα΄αφήνουμε τα κονάκια μας…
- Όσοι δε θέλουν να τους σφάξουν οι ραγιάδες να ετοιμαστούν ευθύς να ξεκινήσουν.
Είπε κοφτά κι΄εμπήκε στο σαράγι. Εκεί ήταν ο τρανός δαρμός. Τραβάν οι γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ΄ άσπρα τους στήθια. Μοιρολογάν’ οι γέροντες. Αα, τούτος των γέρων ο κλαθμός. Οι ιμάμιδες με δάκρυα στα μάτια γδένουν τους μιναρέδες.
- Ώχου, κακό που πάθαμε εμείς και τα παιδιά μας.
¨Ηταν – τάχα- η διαίσθηση πως δε θα ξαναγύριζαν ποτέ σε τούτον τον ωραίο τόπο, που είχαν τα σπίτια και τα πλούτη τους, τους τάφους των δικών τους, του σκλάβους και τις δούλες τους;
Ήταν ανήμερα του Βαγγελισμού, 25 Μάρτη 1821.
Τ’ άστρα τρεμούλιαζαν να σβύσουν. Το μισοφέγγαρο στον ουρανό ήταν θολό και μελαγχολικό, γερμένο. Και το ζωγραφιστό στο μπαϊράκι του σαραγιού μίκραινε κι΄έσβαινε, ως το κατέβαζαν από του σαραγιού τον πύργο και το συδίπλωναν γοργά μαζί με τις ελπίδες τους. Αγάλλιαζαν οι Έλληνες, μαράζωναν οι Τούρκοι.
 Άαα! Τι δαρμός ήταν εκείνος και τι σπαραγμός… Τι κλάψες θλιβερές, τι μαύρα μοιρολόγια…Τι θριαμβευτικές φωνές, τι νικήτριες ιαχές, τι χαρούμενες κραυγές στην κορυφή του Άγιολιά.
Μάζεψαν όσα μπορούσαν ο καθένας. Πολλά τα ‘χωσαν στην γη, στις αυλές, στους κήπους, στων δέντρων τις κουφάλες, μέσα στις στέρνες…Με την απαντοχή να τα βρουν όταν ξαναγυρίσουν…Μάταιη ελπίδα…
Ο μυροβόλος της άνοιξης αέρας, που έπνεε από του Λυκαίου τις κορφές, πέρναγε από του λόφους του Κεραυσίου, δρόσιζε τις κοιλάδες, εχάιδευε τα όπλα των Ελλήνων στις βουνοκορφές κι’ έφερνε στ’ αυτιά των Τούρκων του Φαναριού τον χαρμόσυνο ήχο των ελληνικών σαλπίγγων και τον απειλιτικό κρότο των καριοφιλιών.
Σαν να νοιωσε μια περηφάνεια και μια χαρά παράξενη στα σωθικά του ο Αλή Μουλάς Δελγιώτης με τούτα τα ακούσματα που τάραζαν των Τούρκων τις καρδιές. Κι’ εμπήκε στο σαράγι, αδιάφορος για τον οδυρμό και τον κλαθμό των κοπελιών, των χανούμ, των σπαήδων, των επίσημων Τούρκων, που συσκεύαζαν τα δεφτέρια, τα κεμέρια, τα τζοβαϊρικά, τα’ ασημένια σκεύη, τα χρυσαφικά. Τα φόρτωναν στα ζώα. Αγκάλιασε την Εμινέ, την μπας χανούμ, την γυναίκα του, την ανέβασε στο άσπρο άλογο, έζωσε τ΄άρματά τουπήδησε στο σελωμένο άτι του, εβγήκε στην πλατεία του τζαμιού και κίνησε μπροστά.
Ήταν απομεσήμερο. Λίγο πριν πέσει ο ήλιος. Δεξιά ζερβιά οι δυνατοί, οι νέοι, πάνοπλοι. Στη μέση τα γυναικόπαιδα, οι άρρωστοι, οι γέροι. Έτοιμοι όλοι και νοιασμένοι, με το δάχτυλο στην σκανδάλι, σηκωμένα τα κοκκόρια των ντουφεκιών οι άντρες. Τα ζώα- κατοσταριές- κατάφορτα. Αφάνταστη η ταραχή,η σύγχυση, η βουή. Η συνοδεία έπιανε δυο ώρες διάστημα. Η μπροστέλα στην Ανδρίτσαινα, στο Φανάρι οι πισινοι. Τρεςι χιλιάδες ψυχές και τρεις χιλιάδες ζώα.
Το σούρουπο έφθασαν στην Ανδρίτσαινα. Και όταν πέρασαν την Τρανή βρύση και βγήκαν στον Μαυρία, έσφιξε τα χαλινά του αλόγου του ο Αλή Μουλάς, το κράτησε στον τόπο και φώναξε:
- Βρε Έλληνες…, μην είν’ εφτού οι Δελγιώτες;…
Η φωνή του κουδουνιστή, έφτασε στους Έλληνες που τους ακολουθούσαν καταπόδι ράχη σε ράχη στο δρόμο Φαναριού-Καρύταινας.
- Είναι ρε Τούρκο…Πίσω θα μέναν;…Γιατί ρωτάς;…
- Μην είν΄εφτού ο Φωτεινός ο Βώβος;…
- Εδώ είναι…Τι τον θέλεις;…
- Ναρθεί πιο κάτω να ιδωθούμε…
Ο καπετάν Αγγελής ο Βώβος κι΄ο γιός του ο Φωτεινός, άκουσαν την φωνή, την γνώρισαν. Δεν απάντησαν. Ντράπηκαν για τον αλλαξόπιστο. Το είδαν οι άλλοι Δελγιώτες, έννοιωσαν, βουβάθηκαν. Ήξεραν.
Περίμενε ώρα ο Αλή Μουλάς Δελγιώτης πάνω στο άτι του απάντηση. Δεν έλαβε. Έγυρε το κεφάλι θλιμμένος, σπιρούνισε το άτι του, ξαναμπήκε στη μπροστέλα μπροστινός. Βάδιζε η κολώνα στη Θεισόα. Κι’ ως έφθασε εκεί, εφάνη μπροστά τους περήφανο το κάστρο της Καρύταινας, το δυνατό και ξακουστό. Εβγήκε ένας ανακουφιστικός αστεναγμός από τα στήθεια τους, που τα επλάκωνε η φοβέρα των Κλεφτών, ο φόβος και η αγωνία. Έβαλαν χαρούμενες φωνές. Αλάλαξαν. Και προχώρησαν θαρρετά, σίγουροι, εμπήκαν στο στενό δερβένι του Αγιοθανασιού, στο Κοτύλιο. Τάχυνα το βήμα, έβιαζαν τους πεζούς, τους αδύνατους να τρέξουν, ζόριζαν τα ζα, να φθάσουν στη γέφυρα του Αλφειού, να διαβούν τον ποταμό να μπούνε στην Καρύταινα. Κατηφόριζαν το δρόμο. Άξαφνα σφύριξαν τα βόλια από τις βουνοκορφές. Βροντερή, τραναταχτερή, φοβερή φωνή ακούστη:
- Απάνου τους Έλληνες…Βαρείτε τους μουρτάτες…Στο ψαχνό….

Συνεχίζεται...