ΤΡΥΠΗΤΗ(ΎΠΑΝΑ, ΙΣΟΒΑ 'Η ΜΠΙΤΖΙΜΠΑΡΔΙ ): " Ίσταται κατά τον βορράν, στηριζόμενο επί φυσικού μπαλκονίου, εξόχως μεγαλοπρεπής και η περικλείουσα αιώνια βλάστηση αποτελεί τον μανδύα του. Αυτός λάμπει και απαστράπει εις όλα τα παιχνίδια των χρωμάτων εις καθημερινό θέαμα και ακτινοβολεί ως φαιοπράσινη φλόγα υπό τας πρωϊνάς αχτίδας του ηλίου".

''Πρός άρκτον δ' 'ομορα ήν τω Πύλω δύο πολίδια Τριφυλιακά 'Υπανα και Τυπανέαι και ποταμοί δε δύο εγγύς ρέουσι, ο τε Δαλίων (Διάγων) και ο Αχέρων εκβάλοντες εις τον Αλφειόν"
(Στράβων Η΄3,15)

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

Οι θεότητες του Κοτύλλου (Εισαγωγικό σημείωμα και Α΄Μέρος διηγήματος)!

Το παρακάτω διήγημα του Αλέξανδρου Βεϊνόγλου πήρε το Α΄Βραβείο στον διαγωνισμό της "Νέας Εστίας" και δημοσιεύτηκε στο τεύχος 13 της 1ης Ιουλίου 1928. Ένα εξαιρετικό διήγημα που με άγγιξε προσωπικά - κατ΄αρχήν - και μετά τοποιστορικά, και αυτός ήταν ο βασικότερος λόγος που το αναδημοσιεύω. Αφορά την εποχή της αρπαγής των αρχαιοτήτων του Επικούρειου Απόλλωνα στην Φιγαλία και την προσπάθεια αποτροπής της σύλησης από τον , μετέπειτα ιδρυτή και διοικητή της Εθνικής Χρηματιστηριακής Τράπεζας, του πρώτου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος στην Ελλάδα. Στην συγκεκριμμένη περίοδο ο Σταύρου είναι οικονομικός σύμβουλος του Αλή Πασά της Ηπείρου, με αποτέλεσμα να είναι ένας άνθρωπος με κύρος και πυγμή.

Ο Επικούρειος Απόλλωνας πριν την αναστήλωση του 1902

Για την κατανόηση του ακόλουθου διηγήματος, νομίζω απαραίτητο να σημειώσω ότι τον Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο του 1812, ο Βαρώνος Χάλερ, ο Φόστερ, ο Λίκκχ, οι οποίοι με τον Κόκρελ είχαν ενεργήσει τον προηγούμενο χρόνο της εξαιρετικά επιτυχείς ανασκαφές της Αίγινας, μαζί με τον Λετονό Στάκελμπεργκ και τον Δανό Μπρέστεντ, τον τουρίστα Λέη και τον Άγγλο πρόξενο στο Τρικέρι Γκρόπιους, επιχείρησαν ανασκαφές στο ναό του Επικούριου Απόλλωνα, και ανακάλυψαν μία ζωφόρο 30 μέτρων, όμοια σχεδόν με εκείνη του ναού της Ολυμπίας που περιγράφηκε ο Παυσανίας.
Ο Άγγλος πρόξενος είχε συμφωνήσει με το βελλή, τον πασά του Μοριά, γιο του Αλή Πασά, πώς θα μοιραζόταν τα ευρήματα. Συνέπεσε όμως να καθαιρεθεί ο Βελής την ώρα που ετοίμαζαν να στείλουν τη ζωφόρο στη Ζάκυνθο, και έτσι ο πρώην πασάς, πιεζόμενος από την ανάγκη, δέχτηκε να του δώσουν 16.500 γρόσια μόνο, ενώ ο μετέπειτα Γεώργιος ‘Δ της Αγγλίας αγόρασε τα μάρμαρα εκείνα 375.000 φράγκα για το βρετανικό μουσείο.
Τις 16.500 γρόσια ο Βελλή πασάς έστειλε τον γραμματέα του Γεωργίου Σταύρου, τον κατόπιν ιδρυτή της Εθνικής Τράπεζας, να εισπράξει. Αυτός όμως, πατριώτης, μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, βλέποντας με σπαραγμό ψυχής να φυγαδεύονται τα εθνικά κειμήλια από την Ελλάδα, δοκίμασε να τα σώσει...
Το Σεπτέμβριο του 1798, εξαιτίας των λυπηρών γεγονότων που είχαν επακολουθήσει έπειτα από την άλωση της Πρέβεζας, περιμένεις από τριακόσιους Γάλλους, ο Αλή πασάς έστειλε μήνυμα στον πατέρα μου που είχε πάει στη Χίο για κληρονομικές υποθέσεις, να γυρίσει αμέσως στα Γιάννενα. Το μπρίκι που έφερνε την είδηση, λικνίζονται στα χιώτικα νερά και από τον κάμπο, μακριά, πριν ακόμα λάβουμε το μήνυμα, αισθανθήκαμε μιαν αόριστη ανησυχία, όταν το αντικρίσαμε. Σκοτίνα, μέσα στην ψυχή μου, και πολύ περισσότερο φαντάζομαι τον πατέρα μου, υπήρχε η βεβαιότης πώς το "Ασλάν" που είχαμε δει τόσες φορές να διασχίζει την ιωνική θάλασσα, είχε έρθει για μας. Άλλωστε, μόλις έλαβε γνώση ο πατέρας μου του γράμματος του Πασά, δεν δίστασε ένα λεπτό.
Φώναξε τη θεία μου τη Φρόσω:
- Φεύγουμε, της είπε. Γιώργο, πρόσθεσε γυρίζοντας εμένα, ετοιμάσου!
Θλιβερές, αξέχαστες στιγμές του αποχωρισμού! Με πόσο τρόμο η καρδιά μου των 12χρονων αναλογίζονταν το σκοτεινό Σεράγι με τα ψηλά ντουβάρια, έπειτα από το όνειρο που είχα περάσει για λίγες μέρες ανάμεσα στις φιστικιές και τις πορτοκαλιές...
Στις 6 το απόγευμα είμαστε στην παραλία. Τα δάκρυά μου με έπνιγαν. Αισθανόμουν συγκεχυμένα πώς με αγκάλιαζαν, πώς με φιλούσαν, πώς εμπιστευόταν στην Παναγία το ορφανό δίχως μάνα, πού πήγαινε να ζήσει κοντά στον Τεπενλή...
- Κυρ Σταύρο Τσαπαλάμο, κυρ Σταύρο Τσαπαλάμο, κάποιος έλεγε στον πατέρα μου, μόνο σε μένα έχει εμπιστοσύνη ο πασάς, μόνο εσύ αν του πεις...
Απότομα με σήκωσαν, με έβαλαν στη βάρκα. Έπειτα, σχεδόν αμέσως, ένας σκοτεινός Κολοσσός. Ανεβήκαμε μία σκάλα. Είμαστε στο κατάστρωμα. Ο κυβερνήτης, τυλιγμένο στο Λευκό μεταξωτό του μανδύα με τις χρυσές φράντζες, ήρθε προς εμάς. Ο πατέρας μου άρχισε να του μιλά, να του μιλά... Ήρθε στιγμή που νόμισα πως δεν θα τελείωναν ποτέ την ομιλία τους.
Άξαφνα ο πατέρας μου έβαλε το χέρι του στο κεφάλι μου.
- Πήγαινε με τον Καντρή-μπέη, μου είπε με ύφος κουρασμένο. Θα σου δείξει, θα σου δείξει πολλά... Και να μην κλαις.

Ο κυβερνήτης με έπιασε από το χέρι. Σιγά-σιγά κάναμε τον γύρο του καταστρώματος. Μου εξηγούσε πολλά πράγματα, μισά ελληνικά, μισά τουρκικά. Τον άκουγα με ύφος μακρινό, αλλά δεν έκλαιγα πια. Τώρα είμαστε στην πρύμνη. Η θάλασσα από βάθυπράσινη γίνονταν λίγο-λίγο μαύρη. Το μπρίκι με Όλα του τα πανιά άφηνε πίσω το νησί της Βαλιντέ σουλτάνας. Το μάτι μου πλανήθηκε στους βράχους που υψώνονταν ο ένας πάνω στον άλλον. Και άξαφνα άφηκα μία φωνή αγωνίας. Στην κορυφή μιανού λοφίσκου εφαίνονταν δύο γυναικείες σιλουέτες. Η μια, η μεγάλη, φορούσε μωβ, η μικρή κόκκινα. Ο αγέρας που φυσούσε από τη θάλασσα, φούσκωνε τα φουστάνια τους, τα έκανε θεόρατα σαν μπαλόνια. Νόμιζα πώς τα πετούσαν και έπειτα θα πέφταν να πνιγούν..- Θάλεια, φώναξα...
ΤΕΛΟς Α΄ ΜΕΡΟΥς 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου