Τά έχασαν. Η ταραχή και η σύγχυση
αφάνταστη, απερίγραπτη. Έκαναν να πισωπατήσουν. Σφύριζαν στα νώτα τους τα
βόλια.Δείλιασαν, τσάκισαν. Άλλοι έπεφταν πληγωμένοι, άλλους τους έπαιρνε του
ποταμού το ρέμα. Έλυωναν τα χιόνια στα βουνά και το ποτάμι ήταν φουσκωμένο.
Έξαλλοι έφευγαν άτακτα,
αλλόφρονες, κατρακυλούσαν προς τη ρεματιά, να διαβούν το γεφύρι του Αλφειού.
Πνίγηκαν πολλοί. Πέταξαν τα΄ άρματα κι έφευγαν, δεν ήξεραν πούθε να κάμουν οι
αγάδες. Έτρεχε ξέφρενος ο πελώριος Αβδούλαγας.
- Στάσου ρε να πολεμήσης…Του
φώναξε ο Αγγελής, ο Βώβος, που έστεκε στα βράχια πάνω από την γέφυρα του Αλφειού,
άγγελος της λευτεριάς, χάρος της τυραννίας.
Αυτός, έτρεχε. Έφευγε. Σημάδεψε ο
Βώβος, του έρριξε. Έπεσε κείνος μπρούμητα, κατρακύλισε στα μυτερά βράχια της
όχθης…Το πελώριο κορμί του και τα κεμέρια του ξεσκίστηκαν. Γέμισαν τα βράχια
κρέατα και γρόσια.
Ο Αλή Μουλάς είδε, έσφιξε του
αλόγου του τα χαλινά κι φώναξε άγρια:
- Γιουρούσι, φωτιά στη φωτιά. Και
ξεπέζεψε, έπιασε μετερίζι ένα πουρνάρι κι άδειασε τα πιστόλια του στου Αγγελή
το στήθος. Το βόλι τον πέτυχε κατάκαρδα. Έγειρε ο γέρος κι έπεσε. Έστρεψε ο Αλή
Μουλάς προς την ποταμιά να φτάσει να προστατεύσει του δικούς του, την Εμινέ.
Δεν πρόφτασε. Είδε ο Φωτεινός ο
Βώβος κι έτρεξε, τον έφτασε κι άδειασε τη πιστόλα του στην πλάτη
του.Κοντοπόδιασε, βόγγιξε, εταλαντεύθη, έγειρε κι έπεσε πλευρά πάνω στα κοντοπρίνια. Τον δρασκέλισε ο Φωτεινός κι εγύρισε
ανήσυχος να βοηθήσει τον πατέρα του, που κείτονταν αιμόφυρτος.
Με το δρασκέλισμα ακούει τον
λαβωμένο που βόγγαγε κι έλεγε αναστενάζοντας.
- Που είσαι, καλέ μου αδερφέ;
Γύρισε πίσω πάρε με…
Παραξενεύτη ο Φωτεινός, γύρισε
πίσω, τον κύταξε. Ανάφερνε ο Αλή Μουλάς και στριφογύριζε σαν το λαβωμένο φείδι
και μούγγριζε κι έσφιγγε τα δόντια από τον πόνο. Τα μάτια του, θολωμένα,
πονεμένα μισάνοιξαν προς τον Φωτεινό, που έστεκε πάνω απ’ το κεφάλι του.
Ο Φωτεινός- κόχλαζε μέσα του τού
πολεμιστή ο θυμός, του γιού ο πόνος και το μίσος για του γονιού του το φονιά –
έσυρε το γιαταγάνι του να τον αποτελειώση.
Ο Αλή Μουλάς τον κύτταξε κατάματα
με τα σβυσμένα μάτια του. Κι ήταν η ματιά του παράξενη, γιομάτη ικεσία. Σαν να
ζητούσε ελέηση, βοήθεια και συγχώρεση. Εξέχυνε έντονα, έκδηλα, μια στοργή που
χρόνια έβραζε μέσα του και ήθελε να φουσκώσει και να ξεχυθεί. Πυκνωμένη μέσα
στα σπλάχνα του σα να ανλύεται τώρα, τούτη τη στιγμή, και ξεχύνονταν από τα
στήθεια του ζεστή σαν το αίμα του, που έτρεχε από την πλάτη του. Τα ματοφυλλά
του ανασηκώνονταν με δυσκολία. Και η ματιά του, μελαγχολική, πονεμένη,
στυλώθηκε στο πρόσωπο του Φωτεινού.
Εστάθη με το σπαθί γυμνό στο
χέρι, σηκωμένο ο Φωτεινός. Σαν να εμαγνητίστη από την φωνή του λαβωμένου, από
το βλέμα του. Σαν να συμπόνεσε, να ελυπήθη τον τραυματισμένο άνθρωπο. Κάτι
σκίρτησε μέσα του, του γέμισε τα σπλάχνα συμπόνοια και συμπάθεια για τούτον το
λαβωμένο, που κείτεται στα πόδια του και βογγάει και τον κοιτάει στα μάτια. Για
τούτον τον Τούρκο που τυρώννησε το γένος του, σκότωσε το πατέρα του…
Κάτι παράξενο, αλλόκοτο τον
συνεπήρε. Το χέρι του αδράνησε κι έγειρε, και το γιαταγάνι άγγιξε του λαβωμένου
το πρόσωπο. Το κοίταξε εξεταστικά, εταστικά και σαν να τον ώθησε κάποια από
μέσα του φωνή, έσκυψε και τον ρώτησε:
- Πες μου, εσύ ρε άνθρωπε, πούθε
κρατεί η γεννιά σου; Πούθε είναι η μάννα σου και από πού η σειριά σου;
- Εγώ είμαι ο Αλή Μουλάς. Πρώτα
με λέγαν Γιάννη. Η μάνα μου απ’ του Μπέρεκλα, ο κύρης μου απ’ του Δέλγα. Είχα
αδερφό τρανύτερο κι αυτός εβγήκε Κλέφτης, μαζί με τον πατέρα μου.
Η ψυχή του Φωτεινού αναταράχτη,
και το μυαλό του επήγε στον τουρκεμένο, τον αλλαξόπιστο αδερφό. Εστάθη απάνω
στο κεφάλι του ασάλευτος, βουβός. Εκείνος τον κοίταξε ικετευτικά και στοργικά.
Τον εμαγνήτιζε τούτη η ματιά. Σαν να τη γνώριζε, κάπου να την είχε ξαναϊδή. Ένα
σκίρτημα αλλόκοτο, παράξενο του γέμιζε τα σπλάχνα του με συμπάθεια. Κι
ένστικτα, ψυχόρμητα, τον άρπαξε στην
αγκαλιά του, τον έκοψε στον ώμο, τον έφερε γοργά στο μέρος που κείτονταν
ασάλευτος, νεκρός ο Αγγελής ο Βώβος και τον απόθεσε δίπλα στον γέρο απαλά.
Έσκυψε, χαϊδεψε, φίλησε τον
πατέρα του νεκρό. Γύρισε, ξέγδυσε τον λαβωμένο, έβγαλε τη σημαία απ’ το
κοντάρι, του έδεσε την πληγή σφιχτά. Κρέμασε τα όπλα τους στον ώμο του ζυγαριά
με τα δικά του, τους εφορτώθη στην πλάτη και τους δυο και πήρε τον ανήφορο,
έφθασε στο χωριό, στο Στρογγυλό, που ήταν γιατρός με τα νιστέρια του και με τα
γιατροσόφια του.
- Γιατρέ, πολλούς εγιάτρεψες,
σφαγμένους, λαβωμένους. Κι εμέ τον αδερφούλη μου δε θα τον γιατρέψεις;…Είπε και
τον απόθεσε μπροστά στον γιατρό.
- Τι να την κάμω την ζωή, Τούρκος
και πατροκτόνος; Ψιθύρισε ο Αλή Μουλάς.
- Να ζήσεις αδερφούλη μου κι ας
είσαι τουρκεμένος.
Είδε το νεκρό γέρο Αγγελή,
εξέτασε του πληγωμένου την πληγή, κίνησε το κεφάλι του ο γιατρός.
- Εγώ πολλούς εγιάτρεψα
τραυματισμένους. Μα του αδερφού σου η πληγή βαθειά ‘ ναι και δε γειαίνει…
- Αν θέλεις αίμα γιατρικό, πάρε
απ’ την καρδιά μου.
Τον κοίταξε ο γιατρός λυπητερά,
γύρισε ξανά εξέτασε τον τραυματισμένο. Εκείνος εσήκωσε το χέρι του, έκανε τον
σταυρό του κι έγερνε, αγκάλιασε το άψυχο κορμί του γέρο Αγγελή του Βώβου και
ξεψύχησε.
Ο Φωτεινός έσκυψε τους εφίλησε,
έβγαλε την καπότα του, τους σκέπασε, έσυρε τη σημαία, διάτρυτη από τα βόλια κι
από τις σπαθιές, καταματωμένη από το αίμα πατέρα και παιδιού, την έδεσε στο
κοντάρι κι έφυγε, βρήκε τους πολεμιστές, που γύριζαν από τον Αλφειό, καταφορτωμένοι
λάφυρα. Ύψωσε την σημαία κι είπε: - Στο Λάλα να διώξουμε κι εκείνους. Και
κίνησε μπροστά.
Οι Τούρκοι κλείστηκαν στα κάστρα.
Κατάπληκτοι και καταφοβισμένοι. Πως, πότε εξύπνησε και δυνάμωσε κι άντρειωσε
οραγιάς;…
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου