(Ο αετός που τον μάδησαν και η αλεπού)
Μια φορά ένας άνθρωπος έπιασε έναν αετό, του ψαλίδισε τα φτερά και τον έβαλε με τις κότες στο κοτέτσι.
Ο αϊτός ήταν καταλυπημένος, δεν έβαζε τίποτα στο στόμα του από την στεναχώρια κι έμοιαζε σαν αιχμαλωτισμένος βασιλιάς. Τον αγόρασε έπειτα ένας άλλος άνθρωπος, τον μάδησε τελείως και μ' ένα μπάλσαμο που τον άλειψε έκαμε και ξαναφύτρωσαν τα φτερά του. Τότε ο αϊτός πέταξε, άρπαξε με τα νύχια του έναν λαγό και τον έφερε δώρο στον αφέντη του. Και μια αλεπού που τον είδε του είπε: "μην τον δίνεις σε τούτον εδώ, στον πρώτο να τον δώσεις, ο δεύτερος είναι που είναι καλός από φυσικό του, κάλιο να καλοπιάσεις τον άλλον, μην πάει και σε ξανατσακώσει και σου ρημάξει τα φτερά".
Το νόημα είναι πως για τους ευεργέτες μας ταιριάζουν ευγενικές ανταμοιβές, ενώ για τους κακούς πρέπει με εξυπνάδα να τους τυλίγουμε.
ΤΡΥΠΗΤΗ(ΎΠΑΝΑ, ΙΣΟΒΑ 'Η ΜΠΙΤΖΙΜΠΑΡΔΙ ): " Ίσταται κατά τον βορράν, στηριζόμενο επί φυσικού μπαλκονίου, εξόχως μεγαλοπρεπής και η περικλείουσα αιώνια βλάστηση αποτελεί τον μανδύα του. Αυτός λάμπει και απαστράπει εις όλα τα παιχνίδια των χρωμάτων εις καθημερινό θέαμα και ακτινοβολεί ως φαιοπράσινη φλόγα υπό τας πρωϊνάς αχτίδας του ηλίου".
''Πρός άρκτον δ' 'ομορα ήν τω Πύλω δύο πολίδια Τριφυλιακά 'Υπανα και Τυπανέαι και ποταμοί δε δύο εγγύς ρέουσι, ο τε Δαλίων (Διάγων) και ο Αχέρων εκβάλοντες εις τον Αλφειόν"
(Στράβων Η΄3,15)
ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ
Ετικέτες
- ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
- ΑΡΧΑΙΑ ΗΛΕΙΑ
- ΑΡΧΑΙΑ ΗΛΕΙΑ ΚΑΙ ΤΡΙΦΥΛΙΑ
- ΑΡΧΑΙΟΙ ΗΛΕΙΟΙ
- ΔΙΕΘΝΗ
- ΕΙΔΗΣΕΙΣ
- ΕΛΛΑΔΑ
- ΕΛΛΑΔΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
- ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΘΙΜΑ
- ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
- ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ-ΑΝΑΦΟΡΕΣ
- ΕΠΙΦΑΝΕΙΣ ΗΛΕΙΟΙ
- ΗΛΕΙΑ
- ΗΛΕΙΑΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ
- ΗΛΕΙΟΙ
- ΗΛΕΙΟΙ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΟΥ '21
- ΗΛΕΙΟΙ ΚΑΙ ΟΛΥΜΠΙΟΙ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΟΥ '21
- ΙΣΤΟΡΙΑ
- ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ
- ΚΟΙΝΩΝΙΑ
- ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΪΚΑ
- ΜΕΓΑΛΕΣ ΜΟΡΦΕΣ
- ΜΠΙΤΖΙΜΠΑΡΔΑΙΪΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ
- ΜΠΙΤΖΙΜΠΑΡΔΑΙΪΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ
- ΜΠΙΤΖΙΜΠΑΡΔΙ
- ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
- ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΔΕΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΟΤΑ
- ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ
- ΠΕΡΙΕΡΓΑ & ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ
- Φράσεις με σημασία
Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016
Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016
Αλή Μουλάς - Δελγιώτης, Ιστορικό Διήγημα! (Ε΄Μέρος)
ΑΛΗ ΜΟΥΛΑΣ
Ιστορικό Διήγημα υπό Αγ. Τσελάλη ( Ολυμπιακά Χρονικά 1970)
Τη γύρισε στην Εμινέ χανούμ, τη γυναίκα του που τον κοιτούσε εναγώνια στα μάτια. Πρόβαλε προκλητική η κοιλιά της κι’ ήταν σαν πρόσκληση, σαν παρόρμηση να πάει κοντά της. Και η φωνή του μαλάκωσε, γλύκανε η ματιά του.
- Όλοι ετοιμαστείτε…Θα φύγουμε…Όποιος δε θέλει ας μείνει να τον σφάξουν οι ζορμπάδες….
Εσηκώθη μια βουή και ένας ολοφυρμός γύρω του, στα τζαμιά, στα σπίτια.
- Όχι… δε φεύγουμε…Όχι που να πάμε;… Δεν τα΄αφήνουμε τα κονάκια μας…
- Όσοι δε θέλουν να τους σφάξουν οι ραγιάδες να ετοιμαστούν ευθύς να ξεκινήσουν.
Είπε κοφτά κι΄εμπήκε στο σαράγι. Εκεί ήταν ο τρανός δαρμός. Τραβάν οι γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ΄ άσπρα τους στήθια. Μοιρολογάν’ οι γέροντες. Αα, τούτος των γέρων ο κλαθμός. Οι ιμάμιδες με δάκρυα στα μάτια γδένουν τους μιναρέδες.
- Ώχου, κακό που πάθαμε εμείς και τα παιδιά μας.
¨Ηταν – τάχα- η διαίσθηση πως δε θα ξαναγύριζαν ποτέ σε τούτον τον ωραίο τόπο, που είχαν τα σπίτια και τα πλούτη τους, τους τάφους των δικών τους, του σκλάβους και τις δούλες τους;
Ήταν ανήμερα του Βαγγελισμού, 25 Μάρτη 1821.
Τ’ άστρα τρεμούλιαζαν να σβύσουν. Το μισοφέγγαρο στον ουρανό ήταν θολό και μελαγχολικό, γερμένο. Και το ζωγραφιστό στο μπαϊράκι του σαραγιού μίκραινε κι΄έσβαινε, ως το κατέβαζαν από του σαραγιού τον πύργο και το συδίπλωναν γοργά μαζί με τις ελπίδες τους. Αγάλλιαζαν οι Έλληνες, μαράζωναν οι Τούρκοι.
Άαα! Τι δαρμός ήταν εκείνος και τι σπαραγμός… Τι κλάψες θλιβερές, τι μαύρα μοιρολόγια…Τι θριαμβευτικές φωνές, τι νικήτριες ιαχές, τι χαρούμενες κραυγές στην κορυφή του Άγιολιά.
Μάζεψαν όσα μπορούσαν ο καθένας. Πολλά τα ‘χωσαν στην γη, στις αυλές, στους κήπους, στων δέντρων τις κουφάλες, μέσα στις στέρνες…Με την απαντοχή να τα βρουν όταν ξαναγυρίσουν…Μάταιη ελπίδα…
Ο μυροβόλος της άνοιξης αέρας, που έπνεε από του Λυκαίου τις κορφές, πέρναγε από του λόφους του Κεραυσίου, δρόσιζε τις κοιλάδες, εχάιδευε τα όπλα των Ελλήνων στις βουνοκορφές κι’ έφερνε στ’ αυτιά των Τούρκων του Φαναριού τον χαρμόσυνο ήχο των ελληνικών σαλπίγγων και τον απειλιτικό κρότο των καριοφιλιών.
Σαν να νοιωσε μια περηφάνεια και μια χαρά παράξενη στα σωθικά του ο Αλή Μουλάς Δελγιώτης με τούτα τα ακούσματα που τάραζαν των Τούρκων τις καρδιές. Κι’ εμπήκε στο σαράγι, αδιάφορος για τον οδυρμό και τον κλαθμό των κοπελιών, των χανούμ, των σπαήδων, των επίσημων Τούρκων, που συσκεύαζαν τα δεφτέρια, τα κεμέρια, τα τζοβαϊρικά, τα’ ασημένια σκεύη, τα χρυσαφικά. Τα φόρτωναν στα ζώα. Αγκάλιασε την Εμινέ, την μπας χανούμ, την γυναίκα του, την ανέβασε στο άσπρο άλογο, έζωσε τ΄άρματά τουπήδησε στο σελωμένο άτι του, εβγήκε στην πλατεία του τζαμιού και κίνησε μπροστά.
Ήταν απομεσήμερο. Λίγο πριν πέσει ο ήλιος. Δεξιά ζερβιά οι δυνατοί, οι νέοι, πάνοπλοι. Στη μέση τα γυναικόπαιδα, οι άρρωστοι, οι γέροι. Έτοιμοι όλοι και νοιασμένοι, με το δάχτυλο στην σκανδάλι, σηκωμένα τα κοκκόρια των ντουφεκιών οι άντρες. Τα ζώα- κατοσταριές- κατάφορτα. Αφάνταστη η ταραχή,η σύγχυση, η βουή. Η συνοδεία έπιανε δυο ώρες διάστημα. Η μπροστέλα στην Ανδρίτσαινα, στο Φανάρι οι πισινοι. Τρεςι χιλιάδες ψυχές και τρεις χιλιάδες ζώα.
Το σούρουπο έφθασαν στην Ανδρίτσαινα. Και όταν πέρασαν την Τρανή βρύση και βγήκαν στον Μαυρία, έσφιξε τα χαλινά του αλόγου του ο Αλή Μουλάς, το κράτησε στον τόπο και φώναξε:
- Βρε Έλληνες…, μην είν’ εφτού οι Δελγιώτες;…
Η φωνή του κουδουνιστή, έφτασε στους Έλληνες που τους ακολουθούσαν καταπόδι ράχη σε ράχη στο δρόμο Φαναριού-Καρύταινας.
- Είναι ρε Τούρκο…Πίσω θα μέναν;…Γιατί ρωτάς;…
- Μην είν΄εφτού ο Φωτεινός ο Βώβος;…
- Εδώ είναι…Τι τον θέλεις;…
- Ναρθεί πιο κάτω να ιδωθούμε…
Ο καπετάν Αγγελής ο Βώβος κι΄ο γιός του ο Φωτεινός, άκουσαν την φωνή, την γνώρισαν. Δεν απάντησαν. Ντράπηκαν για τον αλλαξόπιστο. Το είδαν οι άλλοι Δελγιώτες, έννοιωσαν, βουβάθηκαν. Ήξεραν.
Περίμενε ώρα ο Αλή Μουλάς Δελγιώτης πάνω στο άτι του απάντηση. Δεν έλαβε. Έγυρε το κεφάλι θλιμμένος, σπιρούνισε το άτι του, ξαναμπήκε στη μπροστέλα μπροστινός. Βάδιζε η κολώνα στη Θεισόα. Κι’ ως έφθασε εκεί, εφάνη μπροστά τους περήφανο το κάστρο της Καρύταινας, το δυνατό και ξακουστό. Εβγήκε ένας ανακουφιστικός αστεναγμός από τα στήθεια τους, που τα επλάκωνε η φοβέρα των Κλεφτών, ο φόβος και η αγωνία. Έβαλαν χαρούμενες φωνές. Αλάλαξαν. Και προχώρησαν θαρρετά, σίγουροι, εμπήκαν στο στενό δερβένι του Αγιοθανασιού, στο Κοτύλιο. Τάχυνα το βήμα, έβιαζαν τους πεζούς, τους αδύνατους να τρέξουν, ζόριζαν τα ζα, να φθάσουν στη γέφυρα του Αλφειού, να διαβούν τον ποταμό να μπούνε στην Καρύταινα. Κατηφόριζαν το δρόμο. Άξαφνα σφύριξαν τα βόλια από τις βουνοκορφές. Βροντερή, τραναταχτερή, φοβερή φωνή ακούστη:
- Απάνου τους Έλληνες…Βαρείτε τους μουρτάτες…Στο ψαχνό….
Συνεχίζεται...
Ιστορικό Διήγημα υπό Αγ. Τσελάλη ( Ολυμπιακά Χρονικά 1970)
Τη γύρισε στην Εμινέ χανούμ, τη γυναίκα του που τον κοιτούσε εναγώνια στα μάτια. Πρόβαλε προκλητική η κοιλιά της κι’ ήταν σαν πρόσκληση, σαν παρόρμηση να πάει κοντά της. Και η φωνή του μαλάκωσε, γλύκανε η ματιά του.
- Όλοι ετοιμαστείτε…Θα φύγουμε…Όποιος δε θέλει ας μείνει να τον σφάξουν οι ζορμπάδες….
Εσηκώθη μια βουή και ένας ολοφυρμός γύρω του, στα τζαμιά, στα σπίτια.
- Όχι… δε φεύγουμε…Όχι που να πάμε;… Δεν τα΄αφήνουμε τα κονάκια μας…
- Όσοι δε θέλουν να τους σφάξουν οι ραγιάδες να ετοιμαστούν ευθύς να ξεκινήσουν.
Είπε κοφτά κι΄εμπήκε στο σαράγι. Εκεί ήταν ο τρανός δαρμός. Τραβάν οι γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ΄ άσπρα τους στήθια. Μοιρολογάν’ οι γέροντες. Αα, τούτος των γέρων ο κλαθμός. Οι ιμάμιδες με δάκρυα στα μάτια γδένουν τους μιναρέδες.
- Ώχου, κακό που πάθαμε εμείς και τα παιδιά μας.
¨Ηταν – τάχα- η διαίσθηση πως δε θα ξαναγύριζαν ποτέ σε τούτον τον ωραίο τόπο, που είχαν τα σπίτια και τα πλούτη τους, τους τάφους των δικών τους, του σκλάβους και τις δούλες τους;
Ήταν ανήμερα του Βαγγελισμού, 25 Μάρτη 1821.
Τ’ άστρα τρεμούλιαζαν να σβύσουν. Το μισοφέγγαρο στον ουρανό ήταν θολό και μελαγχολικό, γερμένο. Και το ζωγραφιστό στο μπαϊράκι του σαραγιού μίκραινε κι΄έσβαινε, ως το κατέβαζαν από του σαραγιού τον πύργο και το συδίπλωναν γοργά μαζί με τις ελπίδες τους. Αγάλλιαζαν οι Έλληνες, μαράζωναν οι Τούρκοι.
Άαα! Τι δαρμός ήταν εκείνος και τι σπαραγμός… Τι κλάψες θλιβερές, τι μαύρα μοιρολόγια…Τι θριαμβευτικές φωνές, τι νικήτριες ιαχές, τι χαρούμενες κραυγές στην κορυφή του Άγιολιά.
Μάζεψαν όσα μπορούσαν ο καθένας. Πολλά τα ‘χωσαν στην γη, στις αυλές, στους κήπους, στων δέντρων τις κουφάλες, μέσα στις στέρνες…Με την απαντοχή να τα βρουν όταν ξαναγυρίσουν…Μάταιη ελπίδα…
Ο μυροβόλος της άνοιξης αέρας, που έπνεε από του Λυκαίου τις κορφές, πέρναγε από του λόφους του Κεραυσίου, δρόσιζε τις κοιλάδες, εχάιδευε τα όπλα των Ελλήνων στις βουνοκορφές κι’ έφερνε στ’ αυτιά των Τούρκων του Φαναριού τον χαρμόσυνο ήχο των ελληνικών σαλπίγγων και τον απειλιτικό κρότο των καριοφιλιών.
Σαν να νοιωσε μια περηφάνεια και μια χαρά παράξενη στα σωθικά του ο Αλή Μουλάς Δελγιώτης με τούτα τα ακούσματα που τάραζαν των Τούρκων τις καρδιές. Κι’ εμπήκε στο σαράγι, αδιάφορος για τον οδυρμό και τον κλαθμό των κοπελιών, των χανούμ, των σπαήδων, των επίσημων Τούρκων, που συσκεύαζαν τα δεφτέρια, τα κεμέρια, τα τζοβαϊρικά, τα’ ασημένια σκεύη, τα χρυσαφικά. Τα φόρτωναν στα ζώα. Αγκάλιασε την Εμινέ, την μπας χανούμ, την γυναίκα του, την ανέβασε στο άσπρο άλογο, έζωσε τ΄άρματά τουπήδησε στο σελωμένο άτι του, εβγήκε στην πλατεία του τζαμιού και κίνησε μπροστά.
Ήταν απομεσήμερο. Λίγο πριν πέσει ο ήλιος. Δεξιά ζερβιά οι δυνατοί, οι νέοι, πάνοπλοι. Στη μέση τα γυναικόπαιδα, οι άρρωστοι, οι γέροι. Έτοιμοι όλοι και νοιασμένοι, με το δάχτυλο στην σκανδάλι, σηκωμένα τα κοκκόρια των ντουφεκιών οι άντρες. Τα ζώα- κατοσταριές- κατάφορτα. Αφάνταστη η ταραχή,η σύγχυση, η βουή. Η συνοδεία έπιανε δυο ώρες διάστημα. Η μπροστέλα στην Ανδρίτσαινα, στο Φανάρι οι πισινοι. Τρεςι χιλιάδες ψυχές και τρεις χιλιάδες ζώα.
Το σούρουπο έφθασαν στην Ανδρίτσαινα. Και όταν πέρασαν την Τρανή βρύση και βγήκαν στον Μαυρία, έσφιξε τα χαλινά του αλόγου του ο Αλή Μουλάς, το κράτησε στον τόπο και φώναξε:
- Βρε Έλληνες…, μην είν’ εφτού οι Δελγιώτες;…
Η φωνή του κουδουνιστή, έφτασε στους Έλληνες που τους ακολουθούσαν καταπόδι ράχη σε ράχη στο δρόμο Φαναριού-Καρύταινας.
- Είναι ρε Τούρκο…Πίσω θα μέναν;…Γιατί ρωτάς;…
- Μην είν΄εφτού ο Φωτεινός ο Βώβος;…
- Εδώ είναι…Τι τον θέλεις;…
- Ναρθεί πιο κάτω να ιδωθούμε…
Ο καπετάν Αγγελής ο Βώβος κι΄ο γιός του ο Φωτεινός, άκουσαν την φωνή, την γνώρισαν. Δεν απάντησαν. Ντράπηκαν για τον αλλαξόπιστο. Το είδαν οι άλλοι Δελγιώτες, έννοιωσαν, βουβάθηκαν. Ήξεραν.
Περίμενε ώρα ο Αλή Μουλάς Δελγιώτης πάνω στο άτι του απάντηση. Δεν έλαβε. Έγυρε το κεφάλι θλιμμένος, σπιρούνισε το άτι του, ξαναμπήκε στη μπροστέλα μπροστινός. Βάδιζε η κολώνα στη Θεισόα. Κι’ ως έφθασε εκεί, εφάνη μπροστά τους περήφανο το κάστρο της Καρύταινας, το δυνατό και ξακουστό. Εβγήκε ένας ανακουφιστικός αστεναγμός από τα στήθεια τους, που τα επλάκωνε η φοβέρα των Κλεφτών, ο φόβος και η αγωνία. Έβαλαν χαρούμενες φωνές. Αλάλαξαν. Και προχώρησαν θαρρετά, σίγουροι, εμπήκαν στο στενό δερβένι του Αγιοθανασιού, στο Κοτύλιο. Τάχυνα το βήμα, έβιαζαν τους πεζούς, τους αδύνατους να τρέξουν, ζόριζαν τα ζα, να φθάσουν στη γέφυρα του Αλφειού, να διαβούν τον ποταμό να μπούνε στην Καρύταινα. Κατηφόριζαν το δρόμο. Άξαφνα σφύριξαν τα βόλια από τις βουνοκορφές. Βροντερή, τραναταχτερή, φοβερή φωνή ακούστη:
- Απάνου τους Έλληνες…Βαρείτε τους μουρτάτες…Στο ψαχνό….
Συνεχίζεται...
Αλή Μουλάς - Δελγιώτης, Ιστορικό Διήγημα! (Δ΄Μέρος)
ΑΛΗ ΜΟΥΛΑΣ
Ιστορικό Διήγημα υπό Αγ. Τσελάλη ( Ολυμπιακά Χρονικά 1970)
...» Να παραδώστε τάρματα, να φύγετε απείραχτοι. Ειδέ θα γίνει πόλεμος. Το κρίμα στο λαιμό σας για τα αθώα πλάσματα».
Επικρογέλασε ο αγάς.
- Σε ποιον να παραδώσουμε;… Στους σκλάβους, στα κοπέλια μας;
- Η Πόλη, όλη η Ελλάδα είναι Ελληνικά, ως ήταν και θα είναι. Οι Τούρκοι έφυγαν στην Κόκκινη Μηλιά. Εσείς τι καρτερείτε;
- Τίνος, τα λες εφτούνα, ρε γκιαούρη; Εβγήκε έξαλλος μπροστά ο φοβερός Καντράγας. Πέντ΄έξη νοματαίοι και οι χαϊνηδες παίρνουν στο λαιμό τους το φουκαρά ραγιά και παιδεύουν τη φτώχεια, δεν την αφίνουν να κοιτάξει τη φτώχεια της και τη δουλειά της…
- Γύρισε και πες΄τους να τραβηχτούνε οι πιστοί ραγιάδες μας και μην ακούν τους ψεύτες και τους κλέφτες. Αν θέλουν ρουσφέτια, ναρθούν εδώ οι προεστοί κι΄εδώ είμαι εγώ και για καλό και για κακό. Είπε επίσημα, με μαλακιά φωνή ο Αλή Μουλάς.
Υψώθηκε μια οχλαλοή. – «Να φύγουμε…, ίκινι…» - «Όχι, δε φεύγουμε…Θάνατος στους γκιαούρηδες…»
Ο κήρυκας έσχισε το πλήθος, πέρασε ατάραχος, μέριασαν,έφυγε.
Οι Τούρκοι ετοιμαστήκανε γοργά. Πίστεψαν πως τους έζωσαν χιλιάδες. Τάχασαν, τρόμαξαν. Άλλοι εφώναζαν να φύγουν, να προλάβουν να μπούνε στο κάστρο της Καρύταινας. Άλλοι απειλούσαν κι΄έβριζαν, αλλάλαζαν.
Μοιρολογούσε σα γυναίκα ο Καρατζαφέρ αγάς του Ζάχα.
- Ό, έ, μπούκουρο Φανάρι!...Άαχ, όμορφο Φανάρι…Αλλάχ, Αλλάχ. Φανάρι με τα κρύα νερά, με τις τρανές κυράδες, με τις βαριές αρχόντισσες, τις καλομαθημένες, όπου δε καταδέχονται τη γη να την πατήσουν, τώρα θα καταντήσουνε κοπέλες των ραγιάδων…Να κουβαλάν ζαλιά με τα βαρέλια το νερό και να φυλάν γουρούνια…Χούφτιξε και τράβαγε τα δασειά του γένια.
Δεν το χωράει το μυαλό τους, δεν το δέχεται η ψυχή τους ν΄αφίσουν το Φανάρι τους το δροσερό, το πολυαγαπημένο…Πώς να το αφίσουν να πέσει στα χέρια των ραγιάδων τους, που δούλευαν ως εχτές και έσκυφταν και τους έσφιγγαν της σκλαβιά στους τα λουριά και τους έσφιγγε και η φτώχεια και η σκλαβιά και τώρα σφίγγουν το Φανάρι και σφίγγεται και των Τούρκων η ψυχή…
Γύρω στον Αλή Μουλά τρέμουν μανούλες με παιδιά, γυναίκες για τους άντρες…Τρέμουν μη ρωμιέψουν τα παιδιά τους οι Ρωμιοί, μη χριστιανέψουν τα χανουμάκια τους, τα τσογλάνια τους οι γκιαουροπαπάδες. Οι ΄γέροι τραβάν τις γενειάδες τους και σφίγγουν τα δόντια. Απ’ άκρη σ’ άκρη στο Φανάρι σπαραγμός, αλλαλαγμός και βόγγος.
Σφίγγεται η ψυχή τους. Είναι δεμένη με τα σπίτια τους, τα δέντρα τους, τις αυλές, τις βρύσες… Ξεσηκώνεται τούτο το βιος; Τι να πρωτοπάρουν! Σηκώνονται τα πολυτελέστατα σαράγια, οι κατάμεστες αποθήκες, τα πελεκητά τζαμιά;…Πως ν’ αφίσουν τα κτήματά τους; Πώς να μαζέψουν τόσα σκεύη, έπιπλα, στολίδια, ρουχισμό; Ξεριζώνεται η ψυχή τους από ούλα τούτα;
Και που να πάνε;…Πώς να πάνε, που η Κλεφτουριά έζωσε το Φανάρι; Κλείσανε οι στράτες του Μοριά..
Ααα, τούτη η απρόσμενη συφορά! Απλώνονται τα χέρια προς τον Αλή Μουλά ικετευτικά, μ’ ελπίδα στην αξιωσύνη του. Στυλώνονται τα μάτια φοβισμένα, τα χείλη σφιγμένα από απελπισιά και πίκρα, με πίστη στην αντρειωσύνη του.
- Να φύγουμε…Θα μας σφάξει η Κλεφτουριά… Θ’ απολυθεί η ξυπολυσιά, η γύμνια και η λίμα και ποιος μπορεί να την κρατήσει;…
Συγκλονίστικε από της απελπισιάς τα λόγια ο Αλή Μουλάς. Κύτταξε όλο τούτο το πλήθος των ανθρώπων, που ήταν ως τα χτες αμέριμνο κι’ αγέρωχο κι’ ευτυχισμένο. Είδε τις γυναίκες με τα παιδιά στην αγκαλιά ξώφρενες και τα παιδιά στις αγκαλιές τους παραξενεμένα. Κι΄ ήταν οι ματιές τους όλο φως κι’ αγγελικό φτερούγισμα. Έγνεφαν με τα χεράκια τους και του χαμογελούσαν. Έπεσε η ματιά του στην Εμινέ χανούμ, στα σπλάχνα της, που έθρεφαν το σπλάχνο του. Κι’ εστράφη ψηλά στο Λύκαιο, ακολουθώντας την αμφίγνωμη σκέψη που τον βασάνιζε.
Πώς να παρατήσει ούλους τούτους τους ανθρώπους που τον αγάπησαν; Τα’ αδύναστα, τ’ αθώα πλάσματα που κρέμονται στο λαιμό του; Τίναξε το κεφάλι του και η ολομέταξη φούντα του πλατειού κόκκινου φεσιού του ετινάχτη πέρα δώθε με το τίναγμα του κεφαλιού του. Και είπε:
- Ετοιμασθήτε…Να φύγουμε…Θα φύγουμε…Να πάμε στην Καρύταινα, όσο να περάσει το κακό…Πάρτε ό,τι, όσα μπορείτε…Θα γυρίσουμε και θα τα ξαναβρούμε. Οι ραγιάδες, που κράζουνε για λευτεριά, - τι λευτεριά; Η λευτεριά είναι γι’ αυτούς θάνατος – θα φαγωθούν συναμεταξύ τους. Ο σκλάβος αν ξεσκλαβωθεί, θέλει να γίνει σκλαβωτής, για να σκλαβώσει άλλους. Μη φοβώστε. Θα γυρίσουμε στα σπίτια μας, στο βιος μας…Είπε, έρριξε στο πλήθος τη ματιά του και η μορφή του εσκλήρηνε, η φωνή του αγρίεψε.
Συνεχίζεται...
Ιστορικό Διήγημα υπό Αγ. Τσελάλη ( Ολυμπιακά Χρονικά 1970)
...» Να παραδώστε τάρματα, να φύγετε απείραχτοι. Ειδέ θα γίνει πόλεμος. Το κρίμα στο λαιμό σας για τα αθώα πλάσματα».
Επικρογέλασε ο αγάς.
- Σε ποιον να παραδώσουμε;… Στους σκλάβους, στα κοπέλια μας;
- Η Πόλη, όλη η Ελλάδα είναι Ελληνικά, ως ήταν και θα είναι. Οι Τούρκοι έφυγαν στην Κόκκινη Μηλιά. Εσείς τι καρτερείτε;
- Τίνος, τα λες εφτούνα, ρε γκιαούρη; Εβγήκε έξαλλος μπροστά ο φοβερός Καντράγας. Πέντ΄έξη νοματαίοι και οι χαϊνηδες παίρνουν στο λαιμό τους το φουκαρά ραγιά και παιδεύουν τη φτώχεια, δεν την αφίνουν να κοιτάξει τη φτώχεια της και τη δουλειά της…
- Γύρισε και πες΄τους να τραβηχτούνε οι πιστοί ραγιάδες μας και μην ακούν τους ψεύτες και τους κλέφτες. Αν θέλουν ρουσφέτια, ναρθούν εδώ οι προεστοί κι΄εδώ είμαι εγώ και για καλό και για κακό. Είπε επίσημα, με μαλακιά φωνή ο Αλή Μουλάς.
Υψώθηκε μια οχλαλοή. – «Να φύγουμε…, ίκινι…» - «Όχι, δε φεύγουμε…Θάνατος στους γκιαούρηδες…»
Ο κήρυκας έσχισε το πλήθος, πέρασε ατάραχος, μέριασαν,έφυγε.
Οι Τούρκοι ετοιμαστήκανε γοργά. Πίστεψαν πως τους έζωσαν χιλιάδες. Τάχασαν, τρόμαξαν. Άλλοι εφώναζαν να φύγουν, να προλάβουν να μπούνε στο κάστρο της Καρύταινας. Άλλοι απειλούσαν κι΄έβριζαν, αλλάλαζαν.
Μοιρολογούσε σα γυναίκα ο Καρατζαφέρ αγάς του Ζάχα.
- Ό, έ, μπούκουρο Φανάρι!...Άαχ, όμορφο Φανάρι…Αλλάχ, Αλλάχ. Φανάρι με τα κρύα νερά, με τις τρανές κυράδες, με τις βαριές αρχόντισσες, τις καλομαθημένες, όπου δε καταδέχονται τη γη να την πατήσουν, τώρα θα καταντήσουνε κοπέλες των ραγιάδων…Να κουβαλάν ζαλιά με τα βαρέλια το νερό και να φυλάν γουρούνια…Χούφτιξε και τράβαγε τα δασειά του γένια.
Δεν το χωράει το μυαλό τους, δεν το δέχεται η ψυχή τους ν΄αφίσουν το Φανάρι τους το δροσερό, το πολυαγαπημένο…Πώς να το αφίσουν να πέσει στα χέρια των ραγιάδων τους, που δούλευαν ως εχτές και έσκυφταν και τους έσφιγγαν της σκλαβιά στους τα λουριά και τους έσφιγγε και η φτώχεια και η σκλαβιά και τώρα σφίγγουν το Φανάρι και σφίγγεται και των Τούρκων η ψυχή…
Γύρω στον Αλή Μουλά τρέμουν μανούλες με παιδιά, γυναίκες για τους άντρες…Τρέμουν μη ρωμιέψουν τα παιδιά τους οι Ρωμιοί, μη χριστιανέψουν τα χανουμάκια τους, τα τσογλάνια τους οι γκιαουροπαπάδες. Οι ΄γέροι τραβάν τις γενειάδες τους και σφίγγουν τα δόντια. Απ’ άκρη σ’ άκρη στο Φανάρι σπαραγμός, αλλαλαγμός και βόγγος.
Σφίγγεται η ψυχή τους. Είναι δεμένη με τα σπίτια τους, τα δέντρα τους, τις αυλές, τις βρύσες… Ξεσηκώνεται τούτο το βιος; Τι να πρωτοπάρουν! Σηκώνονται τα πολυτελέστατα σαράγια, οι κατάμεστες αποθήκες, τα πελεκητά τζαμιά;…Πως ν’ αφίσουν τα κτήματά τους; Πώς να μαζέψουν τόσα σκεύη, έπιπλα, στολίδια, ρουχισμό; Ξεριζώνεται η ψυχή τους από ούλα τούτα;
Και που να πάνε;…Πώς να πάνε, που η Κλεφτουριά έζωσε το Φανάρι; Κλείσανε οι στράτες του Μοριά..
Ααα, τούτη η απρόσμενη συφορά! Απλώνονται τα χέρια προς τον Αλή Μουλά ικετευτικά, μ’ ελπίδα στην αξιωσύνη του. Στυλώνονται τα μάτια φοβισμένα, τα χείλη σφιγμένα από απελπισιά και πίκρα, με πίστη στην αντρειωσύνη του.
- Να φύγουμε…Θα μας σφάξει η Κλεφτουριά… Θ’ απολυθεί η ξυπολυσιά, η γύμνια και η λίμα και ποιος μπορεί να την κρατήσει;…
Συγκλονίστικε από της απελπισιάς τα λόγια ο Αλή Μουλάς. Κύτταξε όλο τούτο το πλήθος των ανθρώπων, που ήταν ως τα χτες αμέριμνο κι’ αγέρωχο κι’ ευτυχισμένο. Είδε τις γυναίκες με τα παιδιά στην αγκαλιά ξώφρενες και τα παιδιά στις αγκαλιές τους παραξενεμένα. Κι΄ ήταν οι ματιές τους όλο φως κι’ αγγελικό φτερούγισμα. Έγνεφαν με τα χεράκια τους και του χαμογελούσαν. Έπεσε η ματιά του στην Εμινέ χανούμ, στα σπλάχνα της, που έθρεφαν το σπλάχνο του. Κι’ εστράφη ψηλά στο Λύκαιο, ακολουθώντας την αμφίγνωμη σκέψη που τον βασάνιζε.
Πώς να παρατήσει ούλους τούτους τους ανθρώπους που τον αγάπησαν; Τα’ αδύναστα, τ’ αθώα πλάσματα που κρέμονται στο λαιμό του; Τίναξε το κεφάλι του και η ολομέταξη φούντα του πλατειού κόκκινου φεσιού του ετινάχτη πέρα δώθε με το τίναγμα του κεφαλιού του. Και είπε:
- Ετοιμασθήτε…Να φύγουμε…Θα φύγουμε…Να πάμε στην Καρύταινα, όσο να περάσει το κακό…Πάρτε ό,τι, όσα μπορείτε…Θα γυρίσουμε και θα τα ξαναβρούμε. Οι ραγιάδες, που κράζουνε για λευτεριά, - τι λευτεριά; Η λευτεριά είναι γι’ αυτούς θάνατος – θα φαγωθούν συναμεταξύ τους. Ο σκλάβος αν ξεσκλαβωθεί, θέλει να γίνει σκλαβωτής, για να σκλαβώσει άλλους. Μη φοβώστε. Θα γυρίσουμε στα σπίτια μας, στο βιος μας…Είπε, έρριξε στο πλήθος τη ματιά του και η μορφή του εσκλήρηνε, η φωνή του αγρίεψε.
Συνεχίζεται...
Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016
Γιόρταζαν οι αρχαίοι Έλληνες την Πρωτοχρονιά;
Φαίνεται πως στην αρχαία Ελλάδα δεν γιορταζόταν η Πρωτοχρονιά καθώς για τότε μεγαλύτερη σημασία είχε η αρχή κάθε μήνα που ονομαζόταν νουμηνία. Στην Αθήνα, ωστόσο, μια επιγραφή μας πληροφορεί για μια θρησκευτική τελετή που γινόταν στην αρχή του νέου έτους ή σωστότερα την τελευταία ημέρα του απερχομένου, αφορούσε όμως περιορισμένο αριθμό ατόμων. Επρόκειτο για μια θυσία των απερχόμενων αξιωματούχων στον Δία Σωτήρα και την Αθηνά Σωτείρα και απέβλεπε στην εξασφάλιση της εύνοιας των θεών αυτών για τη νέα χρονιά.
Οι πρόγονοι μας είχαν δημιουργήσει ένα ημερολόγιο με βάση τις λατρευτικές τους εκδηλώσεις. Το πρώτο γραπτό δείγμα που έχουμε μέχρι σήμερα είναι κάποιες από τις πλάκες που υπάρχουν γραμμένες οι εορτές των Αθηναίων στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ.
Στην αρχαία Αθήνα λοιπόν ο Νικόμαχος κατέγραψε τις λατρευτικές εορτές ανά μήνα και έτσι υπήρχαν σαν θρησκευτικός κώδικας στημένες πλάκες που καθόριζαν τις ημερομηνίες. Η γραφή πάνω στις πλάκες αυτές ήταν βουστροφηδόν (λέξη προερχόμενη από την ανάποδη κίνηση του βοδιού), δηλαδή συνέχιζε από το τέλος προς την αρχή. Ο βασιλιάς που εξέλεγαν οι Αθηναίοι κάθε δύο χρόνια είχε την υποχρέωση να ελέγχει την τήρηση το ημερολογίου και τις γιορτές.
Στην αρχαία Ελλάδα το έτος το αποτελούσαν δώδεκα σεληνιακοί μήνες, οι οποίοι είχαν συνήθως 29 και 30 ημέρες εναλλάξ (πρόκειται για τους «κοίλους» και «πλήρεις» μήνες, αντίστοιχα, των Αρχαίων). Τα όρια κάθε μήνα τα σηματοδοτούσε η εμφάνιση δύο νέων φεγγαριών, επομένως η διάρκειά του ήταν περίπου 29 ½ ημέρες. Ωστόσο η καθιέρωση ενός έτους 354 ημερών δημιουργούσε πρόβλημα και, αν δεν λαμβάνονταν μέτρα, συνεχώς θα διογκωνόταν, αφού ένα ηλιακό έτος έχει 365 ημέρες. Για να εκμηδενίσουν τη διαφορά αυτή πρόσθεταν κατά διαστήματα, συνήθως ανά διετία, έναν εμβόλιμο μήνα διάρκειας περίπου 22-23 ημερών. Πιθανότατα οι Έλληνες χρησιμοποίησαν ημερολογιακό έτος 12 μηνών περίπου τον 8ο αι. π.Χ., αφού μνεία της ύπαρξής του εντοπίζεται στον Ησίοδο, αν και ορισμένοι αμφισβητούν την αξία της μαρτυρίας αυτής.
Η σχέση ανάμεσα στο ημερολογιακό έτος και στις γιορτές ήταν για τους Έλληνες στενή, όπως αποδεικνύεται από το ότι τα ονόματα των περισσοτέρων μηνών τους προέρχονταν από ονομασίες γιορτών που τελούνταν κατά τους μήνες αυτούς. Οι γιορτές αυτές σπάνια σχετίζονται με επεισόδια από τη ζωή των ίδιων των θεών (παράδειγμα ο μήνας Γαμηλιώνας (Ιανουάριος), κατά τον οποίο γιορταζόταν ο ιερός γάμος του Δία και της Ήρας, οι ανθρώπινοι γάμοι θεωρούνταν επανάληψη του γάμου αυτού) και συνήθως έχουν να κάνουν με τις αγροτικές ασχολίες που ελάμβαναν χώρα κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα και με τις οποίες ο άνθρωπος εξασφάλιζε τη σοδειά του συνεπώς και την ύπαρξη και διαιώνισή του. Το ότι σε αρκετά μέρη του αρχαίου ελληνικού κόσμου τα ονόματα των μηνών δεν σχετίζονται με τις γιορτές των σημαντικότερων θεών τους αλλά συνήθως με αυτές του Απόλλωνα σημαίνει ότι στην καθιέρωσή τους πρέπει να έχει συμβάλει αποφασιστικά ένα ιερό του θεού αυτού με πανελλήνια αποδοχή, όπως αποδεδειγμένα ήταν αυτό στους Δελφούς.
Μόλις στα ρωμαϊκά χρόνια και κάτω από την επίδραση της ίδιας της Ρώμης άρχισε ο εορτασμός της Πρωτοχρονιάς, ο οποίος επεκτάθηκε σε όλη την επικράτεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, επομένως και στον ελληνικό χώρο. Ήταν ο Ιούλιος Καίσαρας που το 46 π.Χ. καθιέρωσε την 1η Ιανουαρίου ως αρχή του έτους, κάτι που έκτοτε γνώρισε ευρεία διάδοση στη Δύση με λιγοστές και περιορισμένες τοπικά και χρονικά εξαιρέσεις, όπως π.χ. στην εποχή του Καρόλου του Μεγάλου (ο τελευταίος επειδή συνέβη να ανεβεί στον θρόνο τα Χριστούγεννα του 800 μ.Χ. όρισε για την επικράτειά του ως αρχή του χρόνου τις 25 Δεκεμβρίου). Στον Ιούλιο Καίσαρα και στις γνώσεις του περίφημου αστρονόμου από την Αλεξάνδρεια Σωσιγένη, τη συνδρομή του οποίου είχε ζητήσει, οφείλουμε και την προσαρμογή του έτους στη διάρκεια της περιστροφής της Γης γύρω από τον Ήλιο. Η σειρά των μηνών που ισχύουν σήμερα, η διάρκεια και οι ονομασίες τους οφείλονται εν πολλοίς στη διορατικότητα του ρωμαίου στρατηλάτη και πολιτικού.
Πρωτοχρονιά και Ημερολόγιο
Η πρωτοχρονιά λοιπόν για τους αρχαίους άρχιζε με την εμφάνιση της νέας σελήνης (νουμηνία) μετά τη θερινή ισημερία, δηλαδή γύρω στις 15 Ιουλίου. Ο πρώτος μήνας (μέσα Ιουλίου – μέσα Αυγούστου) του αττικού ημερολογίου ήταν ο Εκατομβαιών που είχε πάρει το όνομά του από τα Εκατόμβαια, μία γιορτή που γινόταν προς τιμή του Απόλλωνα. Κατά τη διάρκεια του μήνα γιορτάζονταν στην Αθήνα εκτός από τα Εκατόμβαια, τα Κρόνια, τα Συνοίκια και τα Παναθήναια (με κορυφαία τη μέρα των γενεθλιών της Θεάς Αθηνάς, στις 28 του μήνα).
Ο δεύτερος μήνας (μέσα Αυγούστου – μέσα Σεπτεμβρίου) ονομαζόταν Μεταγειτνιών και είχε πάρει το όνομά του από τη γιορτή Μεταγείτνια προς τιμή του Απόλλωνα, του θεού που παράστεκε στην αλλαγή γειτόνων. Το μήνα αυτό γίνονταν και τα Ηράκλεια στο Κυνόσαργες.
Ο τρίτος μήνας του έτους (μέσα Σεπτεμβρίου – μέσα Οκτωβρίου) ονομαζόταν Βοηδρομιών κι είχε πάρει το όνομά του από τη γιορτή Βοηδρόμια που γινόταν κι αυτός προς τιμή του Απόλλωνα. Άλλες γιορτές του μήνα ήταν τα Γενέσια, μια γιορτή της Αρτέμιδος Αγροτέρας, και τα Μυστήρια που είχαν διάρκεια πολλών ημερών.
Ο τέταρτος μήνας (μέσα Οκτωβρίου – μέσα Νοεμβρίου) ονομαζόταν Πυανεψιών, από τη γιορτή Πυανέψια που γινόταν και πάλι προς τιμή του Απόλλωνα. Το μήνα αυτό γιορτάζονταν πολλές γιορτές όπως τα Προηρόσια, τα Οσχοφόρια, τα Θήσεια, τα Στήνια, τα Θεσμοφόρια, τα Χαλκεία και τα Απατούρια
Ο πέμπτος μήνας (μέσα Νοεμβρίου – μέσα Δεκεμβρίου) ονομαζόταν Μαιμακτηριών, από τη γιορτή Μαιμακτήρια που γινόταν προς τιμή του Δία, επειδή τον θεωρούσαν θεό των θυελλών (μαίμαξ = θυελλώδης). Το μήνα αυτό γίνονταν στην Αθήνα και τα Πομπαία.
Ο έκτος μήνας (μέσα Δεκεμβρίου – μέσα Ιανουαρίου), είχε το όνομα Ποσειδεών, από τα Ποσείδεα μια γιορτή προς τιμή του Ποσειδώνα. Το μήνα αυτό γίνονταν ακόμη τα Αλώα και τα Κατ” αγρούς Διονύσια.
Ο έβδομος μήνας (μέσα Ιανουαρίου – μέσα Φεβρουαρίου) ονομαζόταν Γαμηλιών, από τη γιορτή Γαμήλια, τον » ιερό γάμο» του Δία με την Ήρα. Άλλη γιορτή του μήνα ήταν τα Λήναια.
Ο όγδοος μήνας ήταν ο Ανθεστηριών (μέσα Φεβρουαρίου – μέσα Μαρτίου). Ο μήνας είχε πάρει το όνομά του από τα Ανθεστήρια που γίνονταν προς τιμή του Διονύσου. Άλλη γιορτή του μήνα ήταν τα Διάσια.
Ο ένατος μήνας (μέσα Μαρτίου – μέσα Απριλίου) ονομαζόταν Ελαφηβολιών, από τη γιορτή Ελαφηβόλια, προς τιμή της Άρτεμης. Επίσης γιορτάζονταν Ασκληπίεια, τα εν άστει Διονύσια και τα Πάνδια.
Ο δέκατος μήνας (μέσα Απριλίου – μέσα Μαΐου) ονομαζόταν Μουνιχιών από τη γιορτή Μουνίχια προς τιμή της Άρτεμης. Ο μήνας είχε ακόμη την Εορτή του Έρωτα (στις 4 του μήνα), την Πομπή προς το Δελφίνιον και τα Ολυμπιεία.
Ο ενδέκατος μήνας (μέσα Μαΐου – μέσα Ιουνίου) ονομαζόταν Θαργηλιών από τη γιορτή Θαργήλια, προς τιμή της Άρτεμης και του Απόλλωνα. Άλλες γιορτές ήταν τα Βενδίδια, τα Πλυντήρια και τα Καλλυντήρια.
Και ο δωδέκατος μήνας ονομαζόταν Σκιροφοριών από τη γιορτή Σκιροφόρια προς τιμή του Ποσειδώνα. Τον ίδιο μήνα γιορτάζονταν τα Διιπόλιεια και τα Διισωτήρια.
Στο αττικό ημερολόγιο κανένας μήνας δεν έχει πάρει το όνομά του από κάποια γιορτή της Αθηνάς μολονότι η Αθηνά ήταν η θεά της πόλης. Τα ονόματα έχουν την τάση να ευνοούν γιορτές του Απόλλωνα και της Άρτεμης.
Οι μήνες και οι αντιστοιχίες τους με τους σημερινούς αναφέρονται παρακάτω:
Εκατομβαίων (30 ημέρες) 16 Ιουλίου – 15 Αυγούστου
Μεταγειτνιών (29 ημέρες) 16 Αυγούστου – 15 Σεπτεμβρίου
Βοηοδρομιών (30 ημέρες) 16 Σεπτεμβρίου – 15 Οκτωβρίου
Πυανεψιών (29 ημέρες) 16 Οκτωβρίου – 15 Νοεμβρίου
Μαιμακτηριών (30 ημέρες) 16 Νοεμβρίου – 15 Δεκεμβρίου
Ποσειδεών (29 ημέρες) 16 Δεκεμβρίου – 15 Ιανουαρίου
Γαμηλιών (30 ημέρες) 16 Ιανουαρίου – 15 Φεβρουαρίου
Ανθεστηριών (29 ημέρες) 16 Φεβρουαρίου – 15 Μαρτίου
Ελαφηβολιών (30 ημέρες) 16 Μαρτίου – 15 Απριλίου
Μουνιχιών (29 ημέρες) 16 Απριλίου – 15 Μαϊου
Θαργηλιών (30 ημέρες) 16 Μαϊου – 15 Ιουνίου
Σκιροφοριών (29 ημέρες) 16 Ιουνίου – 15 Ιουλίου
Η πρώτη ημέρα κάθε μήνα ονομαζόταν νουμηνία.
Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015
Αισώπου Μύθοι: Ο Αετός καί Κολοιός καί Ποιμήν.
Έτσι όποιος παραβγαίνει με τους ανωτέρους του δεν είναι μόνο που δεν καταφέρνει τίποτα, κοντά στην συμφορά γίνεται και γελοίος και θεωρώ πως κάθε ομοιότητα με την εποχή που που ζούμε είναι εντελώς τυχαία και πέραν των προθέσεων του υπογράφοντος.
Ο Αίσωπος και οι Μύθοι του.
Θα ξεκινήσω μια νέα ενότητα με θέμα τον Αίσωπο και τους μύθους του που μεγάλωσαν γενιές και γενιές ανθρώπων πάνω στην γη πάνω από 2500 χρόνια, θα εντάσσεται μεν μέσα στην ετικέτα Αρχαία Ελλάδα, όμως είναι μια συλλογή που από μόνη της είναι ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Λίγα λόγια για τον μυθοποιό είναι απαραίτητα να γνωρίζουμε ως ελάχιστο φόρο τιμής.
Ο Αίσωπος ήταν αρχαίος Έλληνας μυθοποιός και μυθογράφος. Θεωρείται ιδρυτής του λογοτεχνικού είδους που σήμερα ονομάζεται παραβολή ή αλληγορία. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν ακριβείς και συγκεκριμένες πληροφορίες, από πολλούς μάλιστα αμφισβητείται ακόμη και η ύπαρξή του.
Είναι ο διασημότερος από τους αρχαίους μυθοποιούς, αναμφισβήτητος πατέρας του αρχαίου μύθου. Θεωρείται επίσης ο κορυφαίος της λεγόμενης διδακτικής μυθολογίας. Δεν έγραψε κανέναν από τους μύθους αλλά τους διηγόταν προφορικά.
Τη βιογραφία του Αισώπου συνέγραψε τον 14ο μ.Χ. αιώνα ο μοναχός Μάξιμος Πλανούδης και περιέχονται σ' αυτή πολλά ανέκδοτα για τη ζωή και την εν γένει δράση του.
Η γέννησή του τοποθετείται τον 7ο αιώνα π.Χ, η δράση του όμως τον 6ο αιώνα π.Χ. και Όπως ακριβώς και με τον Όμηρο πολλές πόλεις και χώρες ερίζουν θέλοντάς τον δικό τους: τόπος καταγωγής του αναφέρεται η Φρυγία, ενώ σύμφωνα μ' άλλους γεννήθηκε στη Σάμο ή τη Θράκη, τις Σάρδεις, την Αίγυπτο ή και άλλες περιοχές της Αφρικής, όπως την Αιθιοπία, στηριζόμενοι στο ότι στις ιστορίες του εμφανίζονται ζώα άγνωστα τότε στην Ευρώπη και την Αφρική. Ο μεγάλος αριθμός των τόπων αυτών δικαιολογείται και από τα πολλά ταξίδια που φέρεται να έκανε ο Αίσωπος.
Μεταγενέστερες μαρτυρίες τον αναφέρουν να παίρνει μέρος στο συμπόσιο των Επτά σοφών και να ελέγχει με την ευφυολογία και τη σοφία του τους λόγους τους. Επίσης τον φέρουν στις Σάρδεις στην αυλή του βασιλιά Κροίσου, του οποίου ήταν ευνοούμενος και σύμβουλος.
O Αίσωπος ήταν ταπεινής καταγωγής (ο θρύλος τον παρουσιάζει ως κακόμορφο) και πραγματικό τέρας ασχήμιας: μαυριδερός, καμπούρης, τραυλός, κοντόλαιμος, στραβοπόδης με μύτη πλακουτσωτή και κεφάλι τριγωνικό, αλλά παράλληλα ήταν ευφυέστατος. Παρ' ότι όσο ζούσε ήταν δούλος, οι Αθηναίοι του έστησαν αργότερα ανδριάντα, για να δείξουν έτσι ότι κάθε άνθρωπος αξίας πρέπει, ανεξάρτητα από τη καταγωγή του, να τιμάται.
Ο Αίσωπος γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα, από οικογένεια δούλων, το 625 π.Χ., στο Αμόριο της Φρυγίας, ήταν δούλος του φιλόσοφου Ιάδμονα, έζησε στη Σάμο, ταξίδεψε στην Αίγυπτο και την Ανατολή και πέθανε στους Δελφούς, όπου είχε σταλεί από το βασιλιά Κροίσο γα να λάβει χρησμό του μαντείου το 560 π.Χ. Κατηγορήθηκε για ιεροσυλία και καταδικάστηκε σε θάνατο από ιεροδικαστές. Γκρεμίστηκε δε από τη κορφή του Παρνασσού. Οι εκδοχές ως προς τους λόγους του θανάτου του, είναι αρκετές και διαφορετικές.
Πρωταγωνιστές στους μύθους του Αισώπου είναι, κατά το πλείστον, ορισμένα ζώα, όπως η αλεπού, ο λύκος, το λιοντάρι, το ελάφι κ.ά. Κυρίως είναι διάλογοι μεταξύ ζώων που μιλούν κι ενεργούν σαν άνθρωποι, ενώ υπάρχουν και μερικοί με ανθρώπους ή θεούς. Πρόκειται για μικρά οικιακά αφηγήματα, διατυπωμένα με μεγάλη συντομία. Ο χαρακτήρας τους είναι ηθικοδιδακτικός, συμβολικός κι αλληγορικός. Οι Μύθοι αυτοί έχουν ιδιαίτερη χάρη, θαυμαστή απλότητα κι άφταστη διδακτικότητα. Είναι παρμένοι από τη καθημερινή ζωή και τη φύση. Είχε τη μοναδική ικανότητα να δίνει στα ζώα ανθρώπινες ιδιότητες, ψυχή και λαλιά, σε τέτοιο βαθμό που να θεωρείς ότι οι μύθοι του ήταν κάποτε η πραγματικότητα και όλα αυτά που διηγείται έχουν συμβεί. Βασικό χαρακτηριστικό των διηγήσεών του ήταν το επιμύθιο το οποίο ήταν εύληπτο για τα παιδιά και το λαό.
Επιλογή μύθων του Αισώπου σε πεζό λόγο εξέδωσε ο Δημήτριος ο Φαληρεύς στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. Η συλλογή αυτή δε σώζεται και μόνο ποιητικές επεξεργασίες του Βαβρίου στα ελληνικά, του Φαίδρου στα λατινικά κι άλλων, διέσωσαν το υλικό της επιτομής εκείνης. Όλες οι σωζόμενες σήμερα συλλογές είναι πολύ μεταγενέστερες και προέρχονται από τον 1ο ή 2ο αιώνα κι έπειτα. Οι μύθοι του έχουν συγκεντρωθεί σε «Συλλογή Αισώπειων Μύθων».
Πρώτη φορά εκτυπώθηκαν στο Μιλάνο το 1479 μ.Χ., στην Βενετία το 1525 και 1543 από την οικογένεια τυπογράφων Damiano di Santa Maria ενώ ακολούθησε μία έκδοση στο Παρίσι το 1547. Ο Κοραής τους τύπωσε το 1810 στο Παρίσι κι ακολούθησε κριτική έκδοση το 1852 στη Λειψία από τον Χαλμ. Έκτοτε πολλές εκδόσεις παρουσιάστηκαν κι οι Μύθοι πιστεύεται πως έχουν διαβαστεί παγκοσμίως σχεδόν όσο κι η Βίβλος. Η πιο πρόσφατη έκδοση τους έγινε από τον βρετανικό εκδοτικό οίκο Penguin (1997) σε 50.000 αντίτυπα. Η απόδοση τους στη νέα ελληνική γλώσσα έγινε από τους Ανδρόνικο Νούκιο και Γεώργιο Αιτωλό, που έζησαν τον 16ο αιώνα.
Υπό το όνομα του Αισώπου υπάρχει ένα επίγραμμα στην Παλατινή Ανθολογία (Χ 123)
Εν μέρει πηγή: wikipedia
Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015
Το περίφημο αρχαιοελληνικό τυρογλυκό ή Αγγλιστί Cheesecake!
Το τυρογλυκό ή Αγγλιστί cheesecake θεωρείται πως ήταν πολύ διαδεδομένο γλυκό στην Αρχαία Ελλάδα. Οι ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι το πρώτο cheesecake το έφτιαξαν στη Σάμο, περί το 2000 π.Χ. Για πολλούς αιώνες το γλυκό δεν προσφερόταν σε συμπόσια, αλλά αποτελούσε αποκλειστικά τροφή για… νύφες και αθλητές. Μάλιστα, ήταν επίσημη τροφή των αθλητών που συμμετείχαν στους Ολυμπιακούς Αγώνες το 776 π. Χ. καθώς αποτελούσε πηγή ενέργειας χωρίς πρόσθετα λίπη.
Ωστόσο, οι πρώτες συνταγές του διάσημου γλυκού χρονολογούνται τον 3ο αιώνα π.Χ, όταν το όνομα του εδέσματος ήταν «πλακουντοπουκόν». Η πρώτη συνταγή για το cheesecake που έχει καταγραφεί είναι από τον Αθήναιο, με τίτλο «πλακουντοπουκόν σύγγραμμα» και χρονολογείται γύρω στο 230 π. Χ.
Η συνταγή, όπως αναφέρει ο Αθήναιος, είχε ως εξής:
«Χτυπάτε το τυρί όσο χρειαστεί, το ανακατεύετε με βρεγμένο αλεύρι, μέχρι να γίνει απαλό σαν χυλός. Το απλώνετε στο σκεύος, ρίχνετε μέλι και το βάζετε σε πάγο. Πρέπει να το φάτε δροσερό, μόνο δροσερό!»
Αργότερα , ο ρωμαίος πολιτικός Marcus Porcius Cato (Cato the Elder) έγραψε το De Agri Cultura , που είναι το αρχαιότερο σωζόμενο έργο της Λατινικής πεζογραφίας. Σε αυτό το έργο αναφέρει συνταγές για 2 κέικ που χρησιμοποιούνταν για θρησκευτικούς σκοπούς. Το ένα από αυτά ( το placenta), μοιάζει με τα σημερινά cheesecake που έχουν σαν βάση μείγμα που ψήνεται χωριστά και είναι τραγανό. Αιώνες μετά, στην Νέα Υόρκη του 19ου αιώνα, έκανε την εμφάνιση του το cheesecake με τον ελαφρύ συνδιασμό τυριού κρέμας και Ιταλικών τυριών, αλλά και το ντελικάτο άρωμα των λεμονιών.
Η κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους το 146 π.Χ. απετέλεσε ορόσημο για τη διάδοση του γλυκού, το οποίο ήταν από τα πρώτα… πιάτα που υιοθέτησαν οι Ρωμαίοι από τους Έλληνες. Μάλιστα, ενώ αρχικά η συνταγή για το γλυκό παρέμεινε ίδια, η ονομασία του προσαρμόστηκε στα λατινικά κι έγινε «placenta». Στη συνέχεια η Placenta άρχισε να ψήνεται σε φούρνους, κάτι που δε γινόταν στην Αρχαία Ελλάδα, όπου το γλυκό το προσέφεραν παγωμένο. Στη Ρώμη, επίσης, το γλυκό προσφερόταν και σε ναούς, ως δώρο για τους θεούς, με ο όνομα «libum».
Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το cheesecake διαδόθηκε εκτενώς από το 1.000 μ.Χ. κι έπειτα στη Βορειοδυτική Ευρώπη.
Ο Αθήναιος γράφει χαρακτηριστικά στους "Δειπνοσοφιστές":
"...πλακούντων δὲ ὀνόματα πολλῶν καταλεξάντων, ὅσων μέμνημαι τούτων σοι καὶ μεταδώσω, οἶδα δὲ καὶ Καλλίμαχον ἐν τῷ τῶν παντοδαπῶν συγγραμμάτων Πίνακι ἀναγράψαντα πλακουντοποιικὰ συγγράμματα Αἰγιμίου καὶ Ἡγησίππου καὶ Μητροβίου, ἔτι δὲ Φαίστου. ἡμεῖς δὲ ἃ μετεγράψαμεν ὀνόματα πλακούντων τούτων σοι καὶ μεταδώσομεν, οὐχ ὡς τοῦ ὑπ᾽ Ἀλκιβιάδου πεμφθέντος Σωκράτει ὃν Ξανθίππης καταπατησάσης, γελάσας ὁ Σωκράτης ‘ οὐκοῦν, ἔφη, οὐδὲ σὺ μεθέξεις τούτου.’ τοῦτο δὲ ἱστόρησεν Ἀντίπατρος ἐν τῷ πρώτῳ περὶ Ὀργῆς. ‘ ἐγὼ δὲ φιλοπλάκουντος ὢν οὐκ ἂν περιεῖδον’ τὸν θεῖον ἐκεῖνον ἐξυβριζόμενον πλακοῦντα. μνημονεύων οὖν ὁ κωμικὸς Πλάτων εἴρηκεν ἐν τῷ Ποιητῇ οὕτως [p. 476]
μόνος δ᾽ ἄγευστος,
ἄσπλαγχνος ἐνιαυτίζομαι, ἀπλάκουντος, ἀλιβάνωτος.
ἀλλὰ μὴν οὐδὲ τῆς κώμης ἀμνήμων εἰμὶ ἣν Πλακοῦντά φησι καλεῖσθαι Δημήτριος ὁ Σκήψιος ἐν δωδεκάτῳ Τρωικοῦ Διακόσμου, τῶν Ὑποπλακίων Θηβῶν φάσκων αὐτὴν ἀπέχειν σταδίους ἕξ. περισπαστέον δὲ λέγοντας πλακοῦς τὴν ὀνομαστικὴν συνῄρηται γὰρ ἐκ τοῦ πλακόεις, ὡς τυρόεις τυροῦς, σησαμόεις σησαμοῦς. εἴρηται δὲ κατ᾽ ἔλλειψιν τοῦ ἄρτος. ὅτι δὲ καλοὺς πλακοῦντας ἐν Παρίῳ τοῦ ῾ Ἑλλησπόντου φαγεῖν ἔστιν οἱ ἐπιδημήσαντες μαρτυρήσουσιν. Ἄλεξις γὰρ πεπλάνηται λέγων τοὺς ἐκ Πάρου: λέγει δὲ οὕτως ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ Ἀρχιλόχῳ:
ὦ τὴν εὐτυχῆ ναίων Πάρον, ὄλβιε πρέσβυ,
ἣ κάλλιστα φέρει χώρα δύο τῶν συναπασῶν,
κόσμον μὲν μακάρεσσι λίθον, θνητοῖς δὲ πλακοῦντας.
ὅτι δὲ καὶ οἱ Σάμιοι διαφέροντές εἰσι πλακοῦντες Σώπατρος ὁ φλυακογράφος φησὶν ἐν Βακχίδος Μνηστῆρσιν
πλακουντοποιὸν ὠνομασμένην Σάμον.
Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015
"Κακούργα πεθερά", "Καημένε Αθανασόπουλε τι σου ΄μελε να πάθεις" (Ιάκωβος Μοντανάρης, 1931)!
Έτος 1931. Είναι οι πρώτες μέρες του Γενάρη, κάνει πολύ κρύο και ένα σπίτι στην συμβολή των οδών Θησέων και Αγίων Πάντων, στου Χαροκόπου, είναι σκοτεινό και μέσα σε αυτό ο Δημήτρης Αθανασόπουλος βίαζε την γυναίκα του Φούλα. Εκείνη ήταν 25 ετών, πανέμορφη και είχε παντρευτεί τον Αθανασόπουλο μετά από παρότρυνση της μητέρας της Άρτεμις Κάστρου η οποία τύγχανε και ερωμένη του μέλλοντος γαμπρού της. Με την είδηση του γάμου της καλονής Φούλας θλίψη είχε κατακλύσει δεκάδες υποψήφιους μνηστήρες.
Εκείνο το βράδυ η Φούλα τρέχει στην μητέρα της και με κλάματα της λέει πως δεν μπορεί άλλο το κτήνος που της φόρτωσε. Η μητρική αγάπη υπερίσχυσε του παράνομου έρωτα και φωνάζει, ευθύς αμέσως, τον 18άχρονο ανιψιό της Δημήτρη Μοσκιό για να σκοτώσει τον Αθανασόπουλο. Ο Μοσκιός ήταν και αυτός μέσα στους ερωτοχτηπημένους θαυμαστές της Φούλας. Το επόμενο βράδυ ο Μοσκιός σκοτώνει τον Αθανασόπουλο την ώρα που κοιμάται και η Φούλα με την βοήθεια της υπηρέτριας καίει το πτώμα του. Η μυρωδιά, όμως και ο υπερβολικός καπνός τις αναγκάζει να σβήσουν την φωτιά. Τεμαχίζουν το πτώμα και δύο "θαυμαστές" της Φούλας πετούν τα κομμάτια στον Ιλισό. Τα κομμάτια του πτώματος θα σκαλώσουν και θα τα βρεί ένας περαστικός ο οποίος θα ειδοποιείσει την αστυνομία που συλλαμβάνει την Φούλα. Θα γίνει δικαστήριο και η Φούλα θα φυλακιστεί. Η ομορφιά της όμως θα την βοηθήσει να περνάει καλά, για δέκα χρόνια, αφού την ερωτεύτηκε ο διοικητής της φυλακής.
"Αι δύο φόνισσαι ενώπιον της δικαιοσύνης -Ο Μοσκιός θα εμφανισθή ως θύμα του έρωτος - Το όνειρον της πενθεράς και η φιλαρέσκεια της Φούλας - Η υπεράσπισις θα ζητήση την αθώωσιν των φονέων -Έφθασαν και ξένοι ανταποκριταί δια την δίκην", έγραφε η εφημερίδα "Η Ελληνική".
Το φρικτό έγκλημα θα συνταράξει την συντηρητική αθηναϊκή κοινωνία και έμεινε στην ιστορία χάρη σε ένα τραγούδι που αναφέρεται σ' αυτό. Ο Ιάκωβος Μοντανάρης θα το κάνει τραγούδι και ο Κώστας Φέρρης θα πει: Το "Τραγούδι του Αθανασόπουλου" του Γιακουμή Μοντανάρη έχει το μεγαλύτερο ρεκόρ πωλήσεων για πάντα, "κατ΄αναλογίαν". Πούλησε περισσότερους δίσκους από τον αριθμό των υπαρχόντων γραμμοφώνων στην Ελλάδα. Την μουσική έγραψε ο Μάρκος Βαμβακάρης. Λέγεται πως όλοι οι γαμπροί που είχαν κακές πεθερές έστηναν γλέντια με το τραγούδι αυτό και στο τέλος έσπαγαν τον δίσκο- η αλλιώς πλάκα- στα πόδια της πεθεράς, και έτσι έμεινε η έκφραση "θα σπάσω πλάκα".
Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015
Τα μαλλιά της κεφαλής, πως βγήκε η έκφραση!
Ο Έλληνας είναι τόσο συνηθισμένος στη σκληρή φορολογία όσο και στη φοροδιαφυγή. Άλλωστε επί Τουρκοκρατίας πλήρωνε ακόμη και «τα μαλλιά της κεφαλής του». Οι εκδοχές για το πώς βγήκε αυτή η έκφραση είναι πολλές. Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, ο ραγιάς υποχρεωνόταν να πληρώσει ένα ευφάνταστο και υπερβολικό φόρο που σχετιζόταν με το μήκος των μαλλιών του. Όσο μακρύτερα τα μαλλιά, τόσο ψηλότερος λέγεται ότι ήταν ο φόρος. Έτσι συχνά, οι μακρυμάλληδες έπαιρναν τα βουνά για να γλιτώσουν το μαλλί και φυσικά την τσέπη τους. Ο ιστορικός Χριστόφορος Άγγελος αναφέρει: «Οι επιβληθέντες φόροι ήσαν αναρίθμητοι, αλλά και άνισοι. Εκτός της δεκάτης, του εγγείου και της κατοχής των ιδιοκτησιών, εκάστη οικογένεια κατέβαλε χωριστά φόρον καπνού, εστίας, δασμό γάμου, δούλου και δούλης, καταλυμάτων, επαρχιακών εξόδων, καφτανίων, καρφοπετάλλων και άλλων εκτάκτων. Ενώ δε ούτω βαρείς καθ’ εαυτούς ήσαν οι επιβληθέντες φόροι, έτι βαρύτερους και αφόρητους καθιστά ο τρόπος της εισπράξεως και η δυναστεία των αποστελλομένων προς τούτο υπαλλήλων ή εκμισθωτών . Φόρος ωσαύτως ετίθετο επί των ραγιάδων εκείνων οίτινες έτρεφον μακράν κόμην». Από αυτόν τον φόρο βγήκε και η παροιμιώδης φράση «χρωστά τα μαλλιά της κεφαλής του», η οποία χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα. Η πατριωτική ερμηνεία θέλει τους γενναίους οπλαρχηγούς της επανάστασης, όπως ο Κολοκοτρώνης και ο Καραϊσκάκης, να έχουν μακριά μαλλιά, ως ένδειξη περιφρόνησης προς τον Οθωμανό δυνάστη, του οποίου αμφισβητούσαν ευθέως την εξουσία. Μία άλλη εκδοχή σχετίζεται με το είδος του καλύμματος που φορούσαν στο κεφάλι οι Έλληνες επί Τουρκοκρατίας. Τα καπέλα ήταν ελάχιστα και τα φορούαν οι πολίτες ανάλογα με την τάξη στην οποία ανήκαν.
Δηλαδή, άλλο κάλυμμα είχαν οι άρχοντες, άλλο οι νοικοκύρηδες και άλλο οι χωρικοί. Έτσι, η φράση «πληρώνουμε τα μαλλιά της κεφαλής μας» παραπέμπει στον φόρο που αντιστοιχεί στο κεφάλι του καθενός. Γιατί ο άρχοντας πλήρωνε πολύ μεγαλύτερο ποσό από τον ξωτάρη, που πλήρωνε ελάχιστο και φορούσε το απλό φέσι. Συχνά οι πλούσιοι και οι μεγαλόσχημοι συνδύαζαν το περίτεχνο καπέλο και με ρούχα που υποδήλωναν την ισχυρή οικονομική τους θέση. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν ο περίφημος «τζουμπές», ένα είδος μανδύα σαν πανωφόρι που φορούσαν οι έμποροι και οι αξιωματούχοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτό εξακολουθούσε να φορά και στην ελεύθερη Ελλάδα ο πρωθυπουργός Δημήτριος Βούλγαρης, ως ένδειξη κοινωνικής και πολιτικής ισχύος, παρά το γεγονός ότι το ένδυμα παρέπεμπε απευθείας στην Τουρκοκρατία. Γι’ αυτό ο υδραίος πολιτικός απέκτησε το προσωνύμιο ο Τζουμπές. Η πολιτική του πορεία στιγματίστηκε από σκάνδαλα και πέθανε από κατάθλιψη μετά την απόλυσή του από τον βασιλιά Γεώργιο. Οι Οθωμανοί έμειναν στην εξουσία πολλούς αιώνες και η φορολογία παρουσιάζει διακυμάνσεις, καθώς υπήρξαν καλές και κακές περίοδοι για τους φορολογούμενους. Σε κάθε περίπτωση, με το κατάλληλο μπαξίσι η φοροδιαφυγή ήταν διασφαλισμένη. Και αυτό στην Ελλάδα δεν άλλαξε ποτέ.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)