ΤΡΥΠΗΤΗ(ΎΠΑΝΑ, ΙΣΟΒΑ 'Η ΜΠΙΤΖΙΜΠΑΡΔΙ ): " Ίσταται κατά τον βορράν, στηριζόμενο επί φυσικού μπαλκονίου, εξόχως μεγαλοπρεπής και η περικλείουσα αιώνια βλάστηση αποτελεί τον μανδύα του. Αυτός λάμπει και απαστράπει εις όλα τα παιχνίδια των χρωμάτων εις καθημερινό θέαμα και ακτινοβολεί ως φαιοπράσινη φλόγα υπό τας πρωϊνάς αχτίδας του ηλίου".

''Πρός άρκτον δ' 'ομορα ήν τω Πύλω δύο πολίδια Τριφυλιακά 'Υπανα και Τυπανέαι και ποταμοί δε δύο εγγύς ρέουσι, ο τε Δαλίων (Διάγων) και ο Αχέρων εκβάλοντες εις τον Αλφειόν"
(Στράβων Η΄3,15)

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

Αλή Μουλάς - Δελγιώτης, Ιστορικό Διήγημα! (Δ΄Μέρος)

ΑΛΗ ΜΟΥΛΑΣ 
Ιστορικό Διήγημα υπό Αγ. Τσελάλη  ( Ολυμπιακά Χρονικά 1970)


...» Να παραδώστε τάρματα, να φύγετε απείραχτοι. Ειδέ θα γίνει πόλεμος. Το κρίμα στο λαιμό σας για τα αθώα πλάσματα».
Επικρογέλασε ο αγάς.
- Σε ποιον να παραδώσουμε;… Στους σκλάβους, στα κοπέλια μας;
- Η Πόλη, όλη η Ελλάδα είναι Ελληνικά, ως ήταν και θα είναι. Οι Τούρκοι έφυγαν στην Κόκκινη Μηλιά. Εσείς τι καρτερείτε;
- Τίνος, τα λες εφτούνα, ρε γκιαούρη; Εβγήκε έξαλλος μπροστά ο φοβερός Καντράγας. Πέντ΄έξη νοματαίοι και οι χαϊνηδες παίρνουν στο λαιμό τους το φουκαρά ραγιά και παιδεύουν τη φτώχεια, δεν την αφίνουν να κοιτάξει τη φτώχεια της και τη δουλειά της…
- Γύρισε και πες΄τους να τραβηχτούνε οι πιστοί ραγιάδες μας και μην ακούν τους ψεύτες και τους κλέφτες. Αν θέλουν ρουσφέτια, ναρθούν εδώ οι προεστοί κι΄εδώ είμαι εγώ και για καλό και για κακό. Είπε επίσημα, με μαλακιά φωνή ο Αλή Μουλάς.
Υψώθηκε μια οχλαλοή. – «Να φύγουμε…, ίκινι…» - «Όχι, δε φεύγουμε…Θάνατος στους γκιαούρηδες…»
Ο κήρυκας έσχισε το πλήθος, πέρασε ατάραχος, μέριασαν,έφυγε.
Οι Τούρκοι ετοιμαστήκανε γοργά. Πίστεψαν πως τους έζωσαν χιλιάδες. Τάχασαν, τρόμαξαν. Άλλοι εφώναζαν να φύγουν, να προλάβουν να μπούνε στο κάστρο της Καρύταινας. Άλλοι απειλούσαν κι΄έβριζαν, αλλάλαζαν.
Μοιρολογούσε σα γυναίκα ο Καρατζαφέρ αγάς του Ζάχα.
- Ό, έ, μπούκουρο Φανάρι!...Άαχ, όμορφο Φανάρι…Αλλάχ, Αλλάχ. Φανάρι με τα κρύα νερά, με τις τρανές κυράδες, με τις βαριές αρχόντισσες, τις καλομαθημένες, όπου δε καταδέχονται τη γη να την πατήσουν, τώρα θα καταντήσουνε κοπέλες των ραγιάδων…Να κουβαλάν ζαλιά με τα βαρέλια το νερό και να φυλάν γουρούνια…Χούφτιξε και τράβαγε τα δασειά του γένια.
Δεν το χωράει το μυαλό τους, δεν το δέχεται η ψυχή τους ν΄αφίσουν το Φανάρι τους το δροσερό, το πολυαγαπημένο…Πώς να το αφίσουν να πέσει στα χέρια των ραγιάδων τους, που δούλευαν ως εχτές και έσκυφταν και τους έσφιγγαν της σκλαβιά στους τα λουριά και τους έσφιγγε και η φτώχεια και η σκλαβιά και τώρα σφίγγουν το Φανάρι και σφίγγεται και των Τούρκων η ψυχή…
Γύρω στον Αλή Μουλά τρέμουν μανούλες με παιδιά, γυναίκες για τους άντρες…Τρέμουν μη ρωμιέψουν τα παιδιά τους οι Ρωμιοί, μη χριστιανέψουν τα χανουμάκια τους, τα τσογλάνια τους οι γκιαουροπαπάδες. Οι ΄γέροι τραβάν τις γενειάδες τους και σφίγγουν τα δόντια. Απ’ άκρη σ’  άκρη στο Φανάρι σπαραγμός, αλλαλαγμός και βόγγος.
Σφίγγεται η ψυχή τους. Είναι δεμένη με τα σπίτια τους, τα δέντρα τους, τις αυλές, τις βρύσες… Ξεσηκώνεται τούτο το βιος; Τι να πρωτοπάρουν! Σηκώνονται τα πολυτελέστατα σαράγια, οι κατάμεστες αποθήκες, τα πελεκητά τζαμιά;…Πως ν’ αφίσουν τα κτήματά τους; Πώς να μαζέψουν τόσα σκεύη, έπιπλα, στολίδια, ρουχισμό; Ξεριζώνεται η ψυχή τους από ούλα τούτα;
Και που να πάνε;…Πώς να πάνε, που η Κλεφτουριά έζωσε το Φανάρι; Κλείσανε οι στράτες του Μοριά..
Ααα, τούτη η απρόσμενη συφορά! Απλώνονται τα χέρια προς τον Αλή Μουλά ικετευτικά, μ’ ελπίδα στην αξιωσύνη του. Στυλώνονται τα μάτια φοβισμένα, τα χείλη σφιγμένα από απελπισιά και πίκρα, με πίστη στην αντρειωσύνη του.
- Να φύγουμε…Θα μας σφάξει η Κλεφτουριά… Θ’ απολυθεί η ξυπολυσιά, η γύμνια και η λίμα και ποιος μπορεί να την κρατήσει;…
Συγκλονίστικε από της απελπισιάς τα λόγια ο Αλή Μουλάς. Κύτταξε όλο τούτο το πλήθος των ανθρώπων, που ήταν ως τα χτες αμέριμνο κι’ αγέρωχο κι’ ευτυχισμένο. Είδε τις γυναίκες με τα παιδιά στην αγκαλιά ξώφρενες και τα παιδιά στις αγκαλιές τους παραξενεμένα. Κι΄ ήταν οι ματιές τους όλο φως κι’ αγγελικό φτερούγισμα. Έγνεφαν με τα χεράκια τους και του χαμογελούσαν. Έπεσε η ματιά του στην Εμινέ χανούμ, στα σπλάχνα της, που έθρεφαν το σπλάχνο του. Κι’ εστράφη ψηλά στο Λύκαιο, ακολουθώντας την αμφίγνωμη σκέψη που τον βασάνιζε.
Πώς να παρατήσει ούλους τούτους τους ανθρώπους που τον αγάπησαν; Τα’ αδύναστα, τ’ αθώα πλάσματα που κρέμονται στο λαιμό του; Τίναξε το κεφάλι του και η ολομέταξη φούντα του πλατειού κόκκινου φεσιού του ετινάχτη πέρα δώθε με το τίναγμα του κεφαλιού του. Και είπε:

- Ετοιμασθήτε…Να φύγουμε…Θα φύγουμε…Να πάμε στην Καρύταινα, όσο να περάσει το κακό…Πάρτε ό,τι, όσα μπορείτε…Θα γυρίσουμε και θα τα ξαναβρούμε. Οι ραγιάδες, που κράζουνε για λευτεριά, - τι λευτεριά; Η λευτεριά είναι γι’ αυτούς θάνατος – θα φαγωθούν συναμεταξύ τους. Ο σκλάβος αν ξεσκλαβωθεί, θέλει να γίνει σκλαβωτής, για να σκλαβώσει άλλους. Μη φοβώστε. Θα γυρίσουμε στα σπίτια μας, στο βιος μας…Είπε, έρριξε στο πλήθος τη ματιά του και η μορφή του εσκλήρηνε, η φωνή του αγρίεψε.
Συνεχίζεται...

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

Αλή Μουλάς - Δελγιώτης, Ιστορικό Διήγημα! (Γ΄Μέρος)

ΑΛΗ ΜΟΥΛΑΣ
Ιστορικό Διήγημα υπό Αγ. Τσελάλη  ( Ολυμπιακά Χρονικά 1970)

 Αγάπησε τούτη  την τουρκοπούλα την πεντάμορφη. Εδέθη με τα σαράγια, τα περβόλια, τα άτια, τους ανθρώπους. Έγινε ως μέστωνε και άντρυε και ομόρφαινε και δυνάμωνε, ο πρώτος στο Φανάρι, λατρεμένος άντρας της Εμινέ χανούμ. Κι όταν πέθανε ο Κορμπάς, έγινε αυτός αγάς του Φαναριού, πάμπλουτος και πανίσχυρος.
Θάμπωναν σιγά-σιγά μέσα του με τον καιρό, μέσα στις ηδονές, τις δόξες και τα πλούτια, τα παιδικά του χρόνια, οι δικοί του, το χωριό και μάκραιναν από το νου και την ψυχή του κι έσβεναν. Του Κοτυλίου οι κοιλάδες, τα φαράγγια, οι Βάσσες, της Νέδας οι όχθες, του Λυκαίου οι κορφές ήταν ανάμνηση θαμπή και μακρυνή. Και τώρα….
-Ίκινι!...Να φύγουμε!....Μας έζωσε η κλεφτουριά!!...
-Εσήκωσαν κεφάλι οι ραγιάδες να κόψουν τα κεφάλια μας, να πάρουνε το βιος μας…
Φωνές έξω από το σαράγι. Φώναζαν οι Φαναρίτες τούρκοι, τρίγγλιζε, έκλαιγε η Εμινέ χανούμ δίπλα του.
-Δε στο είπα μπουκουράκο μου, δε στο είπα εγώ, αγά μου, να πάμε στη Τρομπολιτζά, να μπούμε μέσ’ στου Λάλα, όπου έχω πολλούς δικούς, αδέρφια και ξαδέρφια;
-Αδέρφια και ξαδέρφια!...Πικρογέλασε με πόνο ο Αλή Μουλάς Δελγιώτης.Κι άφησε την ματιά και την ψυχή του και φτερούγισαν στις βουνοκορφές του Λυκαίου.  Αναζωντάνεψαν στο νου του τα παιδικά του χρόνια, τα κατατόπια του χωριού, το πατρικό του σπίτι, το μαντρί.
Σα να τα βλέπει τώρα μπροστά του και να τον προσκαλούν. Σαν ν’ ακούει την φωνή του πατέρα του. Όπως στα όνειρά του:
-          « Γιάννη, βόηθα το Φωτεινό να βγάλτε τα ζα απ’ το μαντρί». Συντάραξε τα σωθικά του του πατέρα του η φωνή. Και σαν να του χτύπησε τα ρουθούνια η μυρουδιά τα’ αραποσιτένιου ψωμιού που ξεφουρνίζει η μάνα του κι αχνίζει στο πλαστήρι. Μια ταραχή, ένα παράπονο, ένας πόνος τον συγκλόνιζε. Κι έστρεψε, μπήκε στον οντά να μην ιδούν στο πρόσωπο, στα μάτια του κείνο που τον συγκλόνησε.
Είδε την ταραχή του η Εμινέ, τα μάτια του που γέμισαν…
-          Μην κλαις, μη μου παραπονιέσαι Μπουκουράκο μου… Ταχειά θα ρθεί ο βεζύρης μας με είκοσι χιλιάδες και δε θ’ αφήσει σπόρο ελληνικό… Αλλού επήγε ο νους της. Εκείνος χαμογέλασε με πίκρα και τη χάιδεψε.
Περίπλεξε στο λαιμό του τα κρινοτριανταφυλλένια, τα κοντυλένια μπράτσα της. Χάϊδεψε κείνος στην κοιλιά της το σπόρο τον Ελληνικό, που είχε η Εμινέ στα σπλάχνα της. Συνήλθε ευθύς ο Αλή Μουλάς, τίναξε το ωραίο του κεφάλι  κι εβγήκε, εκατέβη, επήγε στην πλατεία κι εστάθη ατάραχος κοντά στο τζαμί. Τον έζωσαν οι τούρκοι. Τρομαγμένοι από τούτο το αναπάντεχο κακό. Φώναζαν, έβριζαν, απειλούσαν.
Γέροι, γυναίκες αναμαλλιασμένες,  παιδιά αλλάλαζαν ξωφρενα. Ζητούσαν από τον αγά ενθάρρυνση, ελπίδα, προστασία. Οι φωνές, μπερδεμένες, έξαλλες, γεμάτες φόβο κι αγωνία, δυνάμωναν. Οι φωτιές, οι ντουφεκιές, οι φωνές στα βουνά αύξαιναν. «Λευτεριά ή θάνατος».
- Να φύγουμε… Στην Τρίπολη, στο Λάλα… Στρίγκλιζζαν οι Τούρκισες στο Φανάρι.
Εκείνη την στιγμή εφάνη κι ερχόταν προς την πλατεία ένας έφηβος, ψηλός, καλοντυμένος. Κρατούσε ανοιχτή, άσπρη σημαία με κοντάρι. Κι ως βάδιζε καμαρωτός κι’ αργοπερπάτητος, κυμάτιζε πάνω από το όμορφο κεφάλι του η σημαία, ανέμιζαν τα κάτασπρά του φαρδομάνικα και η χιονάτη φουστανέλλα του λικνιζόταν ανάλαφρα.
Το έζωσαν οι Τούρκοι, περίεργοι κι’ ανήσυχοι. Μέριασαν, άνοιξαν δρόμο να φτάσει στον Αγά. Στέκονταν κείνος παραξενεμένος στο τζαμί με το μελιτζανί του σαλβάρι και το μπαρουτί αμπέχωνο με τα όμορφα κεντήματα. Το χέρι στα λαμπρά του όπλα. Η ματιά του στα μάτια του νιού, στην κατάσπρη σημαία.
Κυτάχτηκαν κατάματα ο έφηβος και ο αγάς. Οι ματιές του Έλληνα, κοφτερές και λαμπερές, σαν αστραπή, επίμονες, εξεταστικές, επιτιμιτικές στα μάτια του αγά. Τον αναμέτραγαν. Του αγά τα μάτια έπαιξαν ανήσυχα, χαμήλωσαν, στράφηκαν προς το πλήθος, που έστεκε ολόγυρα πλημμυρισμένο από βουβή περιέργεια κι’ αβάστακτη αγωνία.
- Τι είσαι συ, ορέ; … Μαξούς; … Φέρνεις μαντάτο;
- Απεσταλμένος, κήρυκας. Είπε κοφτά ο  νέος
- Τι είναι αυτοί που κλωθογυρίζουν στο βουνό και ντουφεκάνε;
- ¨Ελληνες Αλή Μουλά.
- Ραγιάδες…Και τι γυρεύουνε ορέ; Αλάφρωμα της δεκατιάς ή φέρνουν το χαράτσι;
- Γραφουν εδώ τι θέλουν… Έβγαλε από τον κόρφο του ένα χαρτί, το έτεινε στον αγά με τρόπο επισημότατο και τον εκάρφωσε με την αστραφτερή ματιά του.
- Τι λέει βρε;…Για διάβαστο.

- «Από εμάς τους αρχηγούς των Ελλήνων, σε σε Αλή Μουλά Μπούκουρα Δελγιώτη, σε σας αγάδες του Φαναριού.

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

Αλή Μουλάς - Δελγιώτης, Ιστορικό Διήγημα! (Β΄Μέρος)

ΑΛΗ ΜΟΥΛΑΣ  
Ιστορικό Διήγημα υπό Αγ. Τσελάλη

( Ολυμπιακά Χρονικά 1970)
Φωτογραφία από το blog του Φαναιώτη φίλου,Κου Χρήστου Αδαμόπουλου

Του εφάνη περίεργο,παράξενο.
Οι φωνές πλήθαιναν και δυνάμωναν.
- Έρδε Πετρόμπεη με Μανιατένε…..Ζορμπάδες και χαϊνιδες!...
Εσηκώθη παραξενεμένος ο Αγάς κι εβγήκε στον εξώστη.
- Τι είναι βρε;…Τι τρέχει;…
- Λαός πολύς, Αλή αγά μου, στα βουνά!...
- Μην είναι λάγια πρόβατα; Μην είναι γκιόσα γίδια;
- Είναι σημαίες Κλέφτικες και είναι των Ελλήνων.
- Μην είναι μπαϊράκια Τούρκικα, μην έρχεται ο πασάς μας;
- Είναι σημαίες με σταυρούς, κατάσπρες και γαλάζιες…
- Έ, είναι οι ραγιάδες μας και θα γυρεύουνε ιγκράμ, αλάφρωμα της δεκατιάς…
Κείνη την στιγμή βροντερή φωνή από την κορφή του Άγιο-Λιά ετάραξε τα πέργυρα και τις καρδιές των Τούρκων.
-«Ώωωωω ρε μπάρμπ’ Αγγελή Ζερμπίνη… Έεεε καπετάν Αγγελή-Βώβοοοο….Έφτασε ο Κολοκοτρώνης και ο Νικηταράς…Ήρθε ο Πετρόμπεης με όλους τους Μανιάτες….Ελάτε να συναγρηκηθήτε…».
 Και μια ομοβροντία τράνταξε τον τόπο κι έκανε του Φαναρίτες Τούρκους να σκύψουν τρομαγμένοι…
Μια ανατριχίλα διαπέρασε τον Αλή Μουλά. Στο άκουσμα, στο όνομα τον συνεπήρε η θύμηση, που τόσα χρόνια μέσα του κοιμάται και ξυπνάει. Η ματιά του εστράφη γεμάτη πίκρα κι αγωνία στα βουνά, στο Λύκαιο. Κι ο νους του πέταξε στη Δέλγα, στο χωριό του, στις πηγές της Νέδας. Η ψυχή του γέμισε στοργή και νοσταλγία. Αναθυμήθη.
Κι αυτός, οκτώ χρονών παιδί, έβοσκε τα γίδια στις πλαγιές κι έπαιζε φλογέρα ξένοιαστο. Κι ήταν – εδώ και τριάντα χρόνια- στο πανηγύρι της Παναγιάς του Σεπετού, στην όχθη του Κελάδου. Το είχε ταμένο η μάνα του. Το στόλισε, το πήρε και το πήγε. Εκεί το είδε  ο Κορμπάς-αγάς του Φαναριού. Πανόμορφο και ωριόκορμο. Εστάθη και το καμάρωνε. Κι ευθύς το αρπάζει από της μάνας του την αγκαλιά, πετάει στα πόδια της ένα κεμέρι με φλουριά να σταματήσει τον οδυρμό και τον δαρμό της, και το επήρε, το έκλεισε στο σαράγι του.
Σπάραξε η μάνα. Γέλασε ο Κορμπάς.
-Ζουρλή, δε θέλεις να γίνει αφέντης το παιδί σου;
-Κάλλιο να το ιδώ νεκρό, παρά σουλτάνο τουρκρμένο…
-Καλά τι μάνα είσαι σύ;
Αγά μου, βγάλε και πάρε την καρδιά μου, ρίχτη να τη φάνε τα σκυλιά σου κι άφησε το παιδί μου να πάει στον πατέρα του.
Γούρλωσε τα μάτια από απορία και θυμό ο μουρτάτης. Και είπε και την έδιωξαν. Πήρε τα όρη σκούζοντας, έφτασε ξέφρενη, ξέψυχη στο Δέλγα κι έπεσε στην αγκαλιά τα’ αντρός της. Έκαμε ώρα να συνέλθει και να το ξεστομίσει. Την έπνιγε ο κόμπος στο λαιμό.
-Γυναίκα!...Το παιδί;…
-Το άρπαξε ο Κορμπάς αγάς του Φαναριού…
Ως το ξεστόμισε, άρπαξε τα’ αρματά του ο Αγγελής ο Βώβος κι έτρεξε, ανέβη στη Ζακούκα κι έκραξε.
-¨Ωωωω ρε Κορμπάκη αγά του Φαναριού…Στείλε μου το παιδί, τι θα σε φάει το φίδι…
Άκουσε, ξεράθηκε στα γέλια ο αγάς κι όυτ’ έδωσε απόκριση. Από τα΄’οτε εβγήκε ο Βώβος στο κλαρί κι όπου άκουγαν οι τούρκοι τη φωνή του τους έπιανε κρύος ιδρώτας.Κι όπου πιά πήγαινε ο Κορμάγας έπαιρνε συνοδεία δυνατή.
Το παιδί το έκλεισε ο αγάς στο σαράγι του. Το στόλισε, το καλολόγισε, το είχε σα δικό του.  Όλοι το αγάπησαν στο Φανάρι. Άστραφτε το μάτι του και ροδοκοκκίνιζε το μάγουλό του, που ήταν καϊμός για τις Τουρκοπούλες, ζήλια στα τουρκόπλα. Έπιανε βόϊδι μανιασμένοαπ’ την ουρά και το κράταγε στον τόπο. Κι όταν άρχιζε το τραγούδι, έλεγες να μη σταμάταγε ποτέ. Σα ν’ άκουγες κοτσίφια να λαλούνε. Κείνο στην αρχή ούτ’ ένοιωθε, ούτε ήξερε. Χάζευε μέσα στους πολυτελέστατους οντάδες του μεγαλόπρεπου σαραγιού του πάμπλουτου Κορμπά. Ευραινόταν με τα στολίδια, με τα καλούδια, τα σερπέτια, τα πεντανόστιμα φαγιά, τις πεντάγλυκες χανούμισες, που του έπαιζαν με τον ταμπουρά τους αμνέδες με λιγωμένα μάτια και κορμιά λαχταριστά.
Σιγά-σιγά με τον καιρό, το έφερε στα νερά του ο Κορμπάς. Το πλάνεψε, τα’ αλλαξοπίστισε, το έκαμε παιδί του. Το έλεγε Αλή Μουλά, Δελγιώτη. Κί όλοι το έλεγαν Μπούλουρα- ωραίον. Μα  απ’ όλους πιο πολύ το αγάπησε η Εμινέ, η κόρη του Κορμπά. Του χάρισε όλες τις χαρές, του έκαμε όλες τις χάρες. Κι ο Γιάννης τα΄Αγγελή του Βώβου από τη Δέλγα, το βοσκόπουλο του Λυκαίου, έγινε «μπεόπουλο». Το μπούκουρο, το όμορφο του Φαναριού.
Συμπάθησε τούτους τους ανθρώπους που τον χαϊδευαν, τον λάτρευαν, τον στόλιζαν, μέσα σε τούτα τα σαράγια και τα χάδια, ανάμεσα στα πλούτη και το αφεντηλίκι, αφέντης.

Συνεχίζεται...



Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

Αλή Μουλάς - Δελγιώτης, Ιστορικό Διήγημα!



ΑΛΗ ΜΟΥΛΑΣ
Υπό Αγησίλαου Τσελάλη
Το παρακάτω διήγημα του  Αγησίλαου Τσελάλη είναι στον Α’ τόμο των Ολυμπιακών Χρονικών του 1970, που εκδίδονταν από τον Σύλλογο Ολυμπίων. Η παράξενη για εμάς ορθογραφία είναι η πρωτότυπη και δεν θέλησα να αλλάξω την ομορφιά της γραφής του περίφημου συμπατριώτη μας. Θα το παραθέσω τμηματικά λόγω του όγκου και ελπίζω να ταξιδέψουμε στην πρωτεύουσα της Επαρχίας Ολυμπίας λίγο πριν την πρώτη μάχη της Ελληνικής Επάνάστασης στα στενά του Αγίου Αθανασίου.
Καθόταν, μαχμουρλής, ραχατιλίτικα, στον οντά του σαραγιού του, σταυροπόδι πάνω στον παχύ τάπητα και τα μεταξωτά πουπουλένια μαξιλάρια ο Αλή Μουλάς – Δελγιώτης κι΄έπινε γουλιά – γουλιά τον καφέ του μ’ εύραση, ξένοιαστος και σίγουρος για όλα. Έβλεπε τους Μουρτάτες Τούρκους Φαναρίτες που περνοδιάβαιναν, ανεβοκατέβαιναν, σεργιάναγαν καμαρωτοί στους δρόμους. Και καμάρωνε και τους καμάρωνε που τους κρυφοκαμάρωναν με φλογερούς πόθους και γλυκούς καϋμούς οι χανούμισες πίσω από τα καφασωτά χαγιάτια. Εχάιδευε η ματιά του στοργική τα’ αγαπημένο του Φανάρι, το κατάρρυτο και καρπερό, με τα καλά σαράγια τα πολλά τζαμιά και τα περιβόλια με τις ροδιές, τις περγολιές, τις ροδακινιές, τις αμυγδαλιές και τις αναδενδράδες.
Βούιζε ο Κέλαδος, το Φαναρίτικο ποτάμι, κι’ έτρεχε κελαριστα στις γραφικές Φαναρίτικες κοιλάδες. Κινούσε τους μύλους, δροσοπότιζε της Αλιφείρας τα χωράφια και χυνόταν βουερός στον Αλφειό. Κάτω απλώνονται οι κάμποι οι ευφορώτατοι της Παρασίας και οι λόφοι του Αιπίου. Πέρα μακριά προς τη θάλασσα η ερατεινή Αρήνη με το Σαμικό, ο ωραίος Σκιλλούντας και το Επιτάλιο με τις σταφίδες, τις λεϊμονοπορτοκαλιές και τις εληές.
Φάνταζε στο βάθος η κορφή της Μίνθης, όπυ εδοξάζονταν ο Ηρακλής κι’ έστεκε το ξακουστό Αράκλοβο που δόξασε ο ηράκλειος Δοξαπατρής. Απέναντι στα Γορτυνιακά βουνά, χωρια και λόφοι, ο Λάδων και ο Ερύμανθος. Και πέρα η Φολόη με το Λάλα, όπου αφέντευαν τα τ’ αδερφοξαδέρφια της γυναίκας του Αλή Μουλά. Ανάμεσα κατεβαίνει από τις Αρκαδικές χαράδρες γαλήνιος ο Αλφειός και χύνεται στο Ιόνιο, Πάνω από το Φανάρι η Ζακούκα, με τον Αγιολιά.
Σ’ όλη αυτή την παραδεισένια επαρχία, όπου εβασίλευε παλαιά ο Νέστορας με το μελίρρυτο στόμα κι έζησε ο Ξενοφών με την μελιστάλακτη του πέννα, αφέντευε τώρα ο Αλή Μουλάς Μπούκουρας Δελγιώτης, βοϊβόντας και ζαπίτης.
Χιλιάδες ραγιάδες έσκαφταν κι’ έσκυφταν σ’ αυτόν. Μυριάδες γιδοπρόβατα έβοσκαν στα λειβάδια. Κατοσταριές τα βοϊδάλογα, τα γαϊδουρομούλαρα έβοσκαν και θρέφονταν και γεννοβολούσαν κι’ αύξαιναν και πλήθαιναν κι’ ώργωναν και κουβάλαγαν τα’ αγαθά τούτης της γης, της καρπερής. Και γέμιζαν τις αποθήκες του Μουλά. Οι σκλάβοι σώρευαν τα σιτηρά, τυριά και μελοβούτυρα, λάδια, καρυδομύγδαλα, φουντούκια. Οι σπαήδες του γέμιζαν το σεντούκι του με γρόσια και στόλιζαν το χαρέμι του με τις πιο γκιουζέλ χανούμ.
-         Έτυχε βλέπεις - το κισμέτ – κι’ επήρε ο Τούρκος το ραχάτι και και το ζάπι κι’ έχει ο Ρωμηός το ράι και τη δουλειά. Δουλεύει ο Γιάννης και τρώει ο Σουλεϊμάνης. ¨έτσι ώρισε ο Αλλάχ. Δουλεύουν τ’ άλογα και τρώνε τά γαϊδούρια.
Χίλιοι οπλοφόροι και τα κεφάλια των προεστών εγγύηση ασφάλιζαν το ντοβλέτι του. Κι ο κατής έκρινε κι έδερνε, έλυε κι έδενε και κρέμαγε κατά την κρίση και το κέφι του Μουλά.
-         Πέκεϊμ, εφέντη μου, πέκεϊμ…
Το μισοφέγγαρο στον ουρανό είχε μεγαλώσει κι έλαμπε, ορθό. Το ζωγραφιστό στην κόκκινη σημαία, που κυμάτιζε στου σαραγιού τον πύργο, καμάρι των Τούρκων, μαράζι των Ελλήνων έπαλε ζωηρό.
-         Δόξα στο μεγάλο Πατισάχ…
Ρούφηξε μια γουλιά καφέ, μια καπνό ο Αλή Μουλάς κι έγυρε νωχελικά στ’ αφράτα μαξιλάρια. Κι έξαφνα ήρθε τρέχοντα κι εστάθη κοντά του με κομμένη ανάσα τρέμοντα η Εμινέ η μπάς χανούμ, η κόρη του Κορμπάγα.
-         Μπέη μου, έρδε Μόσκοβο!...Αλή μου, ήρθε ο Φράγκος!... Ίκινι…Να φύγουμε…Στην Τρίπολη, στο Λάλα…
Έδειξε καταφοβισμένη στην κορυφή του Κεραύσιου, προς τη Ζακούκα, που έστεκε γίγαντας φρουρός πάνω από το Φανάρι. Απόρησε ο αγάς, την κύταξε περίεργος κι αντεσηκώθη, παίρνει το κιάλι και κυττάει, στον Αγιολιά αγναντεύει. Βλέπει και ανηφόραγε, συναζώτανε λαός. Χαμογέλασε.
-         Μωρή, είναι οι ραγιάδες μας και φέρνουν το χαράτσι…
Την ησύχασε ήσυχος, ανάγυρε, σταύρωσε τα πόδια πάνω στο παχύ χαλί, κτυπησε τις παλάμες του και διάταξε γαήνιος και πρόσχαρος.
-         Μπίρ καφέ, τσιοκ καϊμακλί, τσουμούκ – τσαμπούκ…
Άπλωσε το καταστόλιστο με δαχτυλίδια αφράτο χέρι του να χαϊδέψει την πεντάμορφη Εμινέ. Δεν πρόφτασε. Δυνατές φωνές, γεμάτες φόβο και αγωνία δόνησαν τα’ αυτιά του και τάραξαν τα σπλάχνα της χανούμ.
-         «Κολοκοτρώνα!.... Κολοκοτρώνοι!... Ίκινι … Ίκινι … Να φλυγουμε … Οι Έλληνες ζώνουν το Φανάρι!... Γέμισαν τα βουνά μας Κλεφτουρια!...»
Τέλος Α’ Μέρους

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

Κολοκοτρώνης - Παπαφλέσσας: Μια άγνωστη ιστορία του Αγώνα!



Κατά την διάρκεια της επανάστασης οι αντιπαλότητες μεταξύ των αγωνιστών ήταν πολλές και οδηγήθηκαν στα άκρα σε πολλές των περιπτώσεων. Μια από αυτές ήταν μεταξύ του Παπαφλέσσα και του Θοδωράκι του Κολοκοτρώνη. Ο Παπαφλέσσας είχε φημισμένη λεβεντιά και μεγάλη παλληκαριά. Κοντά σ’ αυτά είχε μάθει και γράμματα και ήξερε καλά και την πολιτική. Μα δεν είχε τα τερτίπια του Κολοκοτρώνη. Φοβόταν πάντα πως ο Θοδωράκις θα είχε πάντα στον πόλεμο την πρωτειά. Με την πολιτική τα κατάφερε και έκλεισε τον Κολοκοτρώνη στην φυλακή, σ’ ένα Υδραίικο μοναστήρι. Ο ίδιος ο Παπαφλέσσας, όταν οι άνθρωποι του τον έπιασαν, του πήρε από το σιλάχι τις πιστόλες του. Όταν βγήκε στο Νιόκαστρο ο Μπραήμης και ανηφόρισε να πάει στην καρδιά του Μοριά, ο Παπαφλέσσας έτρεξε να τον χτυπήσει. Φοβόταν πως , αν δεν πρόφτανε αυτός να τον ρίξει στη θάλασσα, θα ερχόταν ο Κολοκοτρώνης, θα τον λιάνιζε όπως και τον Δράμαλη, και θα έπαιρνε καινούριες δόξες. Ο Κεφάλας, την παραμονή πρωτού γίνει ο φρικτός πόλεμος στο Μανιάκι, τα είδε τα στενά και του είπε με παράπονο:
-         Παπαζουρλέ, που μας ήφερες εδώ να μας τσακίσει ο Αράπης με την καβαλλαρία του. Θα πάρεις και εμάς και τα  παιδιά μας στο λαιμό σου.
Και ο Παπαφλέσσας του αποκρίθηκε:
-         Ορέ Παλιοδορραχίτη, πασπαλιάρη, τι κιότεψες ορέ. Αν δεν πολεμήσουμε εδώ, ταχιά θα φτάσει ο Κολοκοτρώνης και θα τον λιανίσει τον Αράπη. Και τότε πλια εσύ θα γυρίσεις στο Δορράχι στους μύλους να κλέβεις τ’ απολέσματα κι εγώ θα γυρίσω στην Πολιανή να βόσκω γουρούνια και γιδοπρόβατα.
Έπειτα από τον σκοτωμό του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι, ο Κολοκοτρώνης πήρε την φοράδα του. Στους πολέμους που έγιναν κατοπινά στο Ίσαρι, έτυχε να παραπατήσει η φοράδα και να πέσει στα κοτρώνια μαζί με τον Θοδωράκι. Ο Κολοκοτρώνης χτύπησε στον κρόταφο και έχασε τις αισθήσεις του. Τον πήγαν σ’ ένα γειτονικό χωριό και τον περιποιήθηκαν με τα πρόχειρα γιατρικά εκείνου του καιρού, ζέσταναν βούτηρο και το έβαλαν επάνω στο χτυπημένο μέρος. Με τούτο και με τ’ άλλο ήρθε πάλι ο Γέρος στα συγκαλά του. Τότε του είπαν:
-         Ο Θεός έκαμε να πέσεις γιατί πήρες την φοράδα του σκοτωμένου οχτρού σου.
Μα ο Θοδωράκις απολογήθηκε:
-         Μα και κείνος όταν μ’ έβαλε στην φυλακή μου πήρε τις πιστόλες μου!
Ο Μπραήμης έκανε με τον τακτικό στρατό του πόλεμο σκληρό. Ο Κολοκοτρώνης τον ακολουθούσε και τον χτύπαγε στις πλάτες. Κάποτε που πέρασε από ένα χωριό του Ταυγέτου εσυνάχτηκαν οι πρώτοι του χωριού και του είπαν:
-         Γιατί στρατηγέ δεν βαρείς τον Μπραήμη; Γιατί δεν τον χαλάς όπως χάλασες και του Δράμαλη τ’ ασκέρι;
Και ο Κολοκοτρώνης αποκρίθηκε:
-         Βρε τι λέτε! Τον κουμπάρο μου θα βαρέσω; Αυτός μ’ έβγαλε από την φυλακή!
Αυτοί πού  άκουσαν την απόκριση, κουτοί άνθρωποι όπως ήτανε, δεν κατάλαβαν τι ήθελε να πει ο Κολοκοτρώνης και πήγαν και διαλάλησαν πως ο Γέρος του Μοριά έστειλε και έφερε τον Αράπη για να χτυπήσει τον εχθρό του τον Φλέσσα. Κι έμεινε από τότε στα χωριά της Αλαγονίας, και λέγεται ακόμη από ανθρώπους από ανθρώπους που δεν έχουν το νου να καταλάβουν μια έξυπνη κουβέντα.


Πηγή: Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1960

Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Η 25η Μαρτίου από μια διαφορετική οπτική γωνία!

Κάθε χρόνο στις  25 Μαρτίου τιμούμε και γιορτάζουμε τον ξεσηκωμό των υπόδουλων Ελλήνων κατά του Τούρκου δυνάστη για ελευθερία και  αυτοδιάθεση. Εκ των πραγμάτων είναι η πιο σημαντική ημερομηνία στην ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, ως αφετηρία της εθνικής παλιγγενεσίας.
Τι συνέβη, άραγε, στις 25 Μαρτίου του 1821 και την έχουμε αναδείξει ως την ημέρα της εθνικής μας εορτής; Τίποτα απολύτως λένε οι ιστορικοί. Ή σχεδόν τίποτα, για να είμαστε ακριβείς, πέρα από κάποιες αψιμαχίες. Κανένα σπουδαίο πολεμικό γεγονός που να δικαιολογεί αυτή την επιλογή. Ούτε καν η ύψωση του λαβάρου της Μονής της Αγίας Λαύρας και η ορκωμοσία των παλληκαριών από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό.
Το περιστατικό της Αγίας Λαύρας είναι ένας εθνικός μύθος. Τον οφείλουμε στον γάλλο περιηγητή και ιστορικό Φρανσουά Πουκεβίλ (1770-1838), ο οποίος συνέγραψε την τετράτομη Ιστορία της Αναγεννήσεως της Ελλάδος (1824). Η ιστορία διαδόθηκε από στόμα σε στόμα, αλλά και μέσω του πίνακα Ο Όρκος της Αγίας Λαύρας (1851) του σημαντικού έλληνα ζωγράφου Θεόδωρου Βρυζάκη (1814-1878).
Άλλωστε και ο ίδιος ο Παλαιών Γερμανός δεν αναφέρει λέξη για το περιστατικό στα απομνημονεύματά του. Είναι ιστορικά εξακριβωμένο ότι εκείνη την ημέρα δεν βρισκόταν στη Μονή της Αγίας Λαύρας, αλλά στην Πάτρα, όπου όντως όρκισε τους επαναστάτες της περιοχής στην Πλατεία του Αγίου Γεωργίου.
Η επέτειος να γιορτάζουμε τον εθνικό ξεσηκωμό στις 25 Μαρτίου καθιερώθηκε στις 15 Μαρτίου 1838 από τον βασιλιά Όθωνα, προκειμένου να συνδεθεί με το εκκλησιαστικό γεγονός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Ήταν και επιθυμία του Αλέξανδρου Υψηλάντη και της Φιλικής Εταιρείας να συνδεθεί η έναρξη της επανάστασης με μια μεγάλη εκκλησιαστική εορτή για να τονωθεί το φρόνημα των υπόδουλων Ελλήνων.
Στην πραγματικότητα, η Επανάσταση δεν ξεκίνησε στις 25 Μαρτίου 1821, αλλά λίγες μέρες νωρίτερα στην Πελοπόννησο, μία περιοχή με συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς και μικρή στρατιωτική παρουσία των Τούρκων. Ο στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής της Πελοποννήσου (Μόρα Βαλεσί) Χουρσίτ πασάς βρισκόταν στα Γιάννινα για να  εξοντώσει τον Αλή Πασά, ο οποίος είχε αυτονομηθεί από την Υψηλή Πύλη. Πριν από την αναχώρησή του, ο Χουρσίτ είχε λάβει διαβεβαιώσεις από τους προεστούς του Μοριά ότι οι φήμες που κυκλοφορούσαν για τον επικείμενο ξεσηκωμό των ραγιάδων ήταν ανυπόστατες.
Αχαιοί και Μανιάτες ερίζουν για το ποιος έριξε την πρώτη τουφεκιά του εθνικού ξεσηκωμού. Στις 21 Μαρτίου αρχίζει η πολιορκία των Καλαβρύτων από τον Σωτήρη Χαραλάμπη και τους Πετμεζαίους. Είναι η πρώτη πολεμική ενέργεια της Επανάστασης και θα λήξει νικηφόρα μετά από πέντε ημέρες.
Στις 23 Μαρτίου οι Μανιάτες υπό την αρχηγία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και τη συνεπικουρία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καταλαμβάνουν την Καλαμάτα και με διακήρυξή τους κάνουν γνωστό στη διεθνή κοινότητα τον ξεσηκωμό των Ελλήνων. Την ίδια ημέρα, οι άνδρες του Αντρέα Λόντου θέτουν υπό τον έλεγχό τους τη Βοστίτσα (σημερινό Αίγιο), ενώ επαναστατικός αναβρασμός επικρατεί στην Πάτρα.  Από την Κωνσταντινούπολη με προορισμό το Άγιο Όρος αναχωρεί ο Σερραίος έμπορος και φλογερός πατριώτης Εμμανουήλ Παππάς, προκειμένου να ξεκινήσει την Επανάσταση στη Μακεδονία.
Η 23η Μαρτίου είναι ο πρώτος σημαντικός σταθμός του εθνικού αγώνα  και θα μπορούσε κάλλιστα να είχε πάρει τη θέση της 25ης Μαρτίου στο εορταστικό καλεντάρι της χώρας μας.




ΠΗΓΗ: www.sansimera.gr

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Η Μάχη στο Λάλα - Ηλείας (13 Ιουνίου 1821)!


Μία από τις πρώτες νικηφόρες μάχες των επαναστατημένων Ελλήνων στην Πελοπόννησο.

 Το Λάλα είναι χωριό της ορεινής Ηλείας στο όρος Φολόη («Λαλαίος» ο κάτοικος του και «Λαλιώτης» ο καταγόμενος από αυτό). Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το κατοικούσαν οι Λαλαίοι ,οι οποίοι προέρχονταν από Αλβανούς που εξισλαμίστηκαν στα 1715, όταν συμπληρώθηκε η κατάκτηση της χώρας από τους Τούρκους. Οι Χοττομαναίοι, άρχοντες της Γαστούνης, τους χρησιμοποίησαν για να επιβάλλουν την εξουσία τους στην περιοχή της Ηλείας. Έτσι οι Λαλαίοι άρχισαν να αποκτούν δύναμη και όταν παρουσιάστηκαν στα βουνά οι κλέφτες, αυτοί έπαιξαν το ρόλο του χωροφύλακα.

Το αποτέλεσμα ήταν να αποκτήσουν τρομερή δύναμη, την οποία μετέτρεψαν σε τυραννία και καταδυνάστευαν όλη την Ηλεία. Λεηλατούσαν με αρπαγές και βιαιότητες όλη την γύρω περιοχή. Στις 3 Απριλίου του 1821 οι Λαλαίοι Τουρκαλβανοί λεηλάτησαν τον Πύργο και τότε αισθάνθηκαν τι είναι το Λαλέικο τουφέκι. Την ίδια τύχη είχε στις 24 Απρίλη και η Αγουλινίτσα, ενώ λίγο αργότερα σε φονική μάχη στο Σμίλα σκοτώθηκε ο υπερασπιστής του Πύργου, Βιλαέτης.
 Στην αρχή της Επανάστασης του '21, οι Λαλαίοι θεωρήθηκαν απειλή για την πορεία του Αγώνα. Γι' αυτό το λόγο, οι οπλαρχηγοί της Γορτυνίας ίδρυσαν στην ευρύτερη περιοχή στρατόπεδο για να αποτρέψουν τη φυγή τους προς την Τριπολιτσά, την πρωτεύουσα της Πελοποννήσου, η οποία αποτελούσε τον κύριο στόχο των επαναστατών.
 Στο στρατόπεδο των Ελλήνων επικρατούσαν δύο απόψεις όσον αφορά την αντιμετώπιση των Λαλαίων. Οι Επτανήσιοι, οι οποίοι αποτελούσαν την πιο οργανωμένη στρατιωτική δύναμη, ήθελαν να επιτεθούν αμέσως εναντίον τους, ενώ οι ντόπιοι προτιμούσαν να περιμένουν την κατάλληλη  
ευκαιρία. Από την πλευρά τους, οι Λαλαίοι προσπάθησαν να κερδίσουν χρόνο και να διασπάσουν το Ελληνικό στρατόπεδο, κυκλοφορώντας φήμες ότι ήταν έτοιμοι να παραδοθούν. Στις 2 Ιουνίου 1821 ο κεφαλλονίτης Παναγής Μεσσάρης τους μετέφερε επιστολή των Επτανησίων αρχηγών Κωνσταντίνου και Ανδρέα...

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

Η ΛΥΠΗ ΤΟΥ Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ Γ. ΠΛΑΠΟΥΤΑ!


«Φιλογενέστατοι Άρχοντες, έγκριτοι της Νήσου Σπετσών.
Τας από 31 απελθόντος σημειωμένας φιλογενείς σας σήμερον ελάβομεν και είδομεν την κατά του τυρρανικού δελφινίου νίκην του θεοφρουρήτου ελληνικού τρισαγίου στόλου, και άπαντες υψώσαμεν χείρας ευχαριστηρίους προς τον ύψιστον Θεόν, και παρακαλούμεν δια να ακούσωμεν ταχέως τον τέλειον εξολοθρεμόν του εχθρού. Εστείλαμεν τα ίδια αμέσως και προς τους εις Ναύπακτον Καπεταναίους πατριώτες μας, προς χαράν και ευχαρίστησίν των. Σας πληροφορούμεν και ημείς τα ακόλουθα, ότι εις τας 30 λήξαντος εκινήθησαν οι Λαλαίοι κατά των εκεί στρατευμάτων μα, τα οποία ήτον εις δύο κολλώνας. Η μεν μία είχε και κανόνια, ΄ψστε επολέμησαν γενναίως και εθανάτωσαν υπέρ τους 100 τυρράνους, την δε άλλην αυνεκρότει ο Καπετάν Γεώργιος Κολιόπουλος, πατριώτης μας, ο οποίος βλέποντας τον αυτόν πόλεμον, έστειλεν 800 στρατιώτας προς βοήθειάν των και αυτός, πέρνοντας 300 στρατιώτας, επήγε κατά το επάνω μέρος του Λάλα. Εκεί απαντήσας τρία καρτέρια τυρρανικά, αντιπαρετάχθη γενναίως και τους κατεδίωξε προχωρούντας εις τα έμπροσθεν, ώστε εις τον κάμπον, πλησίον του Λάλα, και εκεί τον εσφάλισαν πεζοί και καβαλλαραίοι, 1000 τύρρανοι, με τους οποίους αντιπαρετάχθη και επολέμησε τρεις ώρας χωρίς μετερίζιον και χωρίς να ημπορέσουν οι λοιποί στρατιώτες μας να του δώσουν την παραμικράν βοήθειαν. Πόσους εσκότωσεν, άδηλον, εθανάτωσαν και εκείνου έναν. Είτα δε, στεναχωρηθείς από την καύσιν του ηλίου και από νερόν, ως  και οι είκοσι στρατιώται του, έκαμαν γιουρούσι και χωρίς να βλαβώσιν έφυγον από τους τυρράνους, και περιπατώντας μίαν ώραν ετελείωσεν ο καλός και γενναίος αυτός ανήρ, είτε από την δίψαν, είτε από τον δαμπλάν παρελθόντος του θανάτου του. Είναι αδύνατον να σα περιγράψωμεν πόσην λύπην έδωσε γενικώς εις όλην την πατρίδα, το Γένος και προς όλους τους στρατιώτας, καθότι εχάσαμεν ένα παλληκάρι, οπού όμοιόν του εις την Πελοπόννησον δεν ήτο και δεν αμφιβάλλομεν ότι εστέφθη με τους αμάραντους στεφάνους της δόξης, διό, έχοντες μαζύ μας τον αδελφόν του, και αυτόν άνδρα γενναίον και στρατηγημακότατον, σήμερον τον εδιωρίσαμεν και τον εστείλαμεν εις εκείνον τον στρατόν. Όσην χαράν ελάβομεν δια τον θρίαμβον  των αρμάτων μας, άλλην τόσην λύπην για την υστέρησιν ενός τοιούτου ανδρός. Σήμερον εμάθαμεν, ότι οι εν Ζακύνθω και Κεφαλληνία αδελφοί μας στέλλουσι 500 στρατιώτας Κεφαλληναίους, με μερικάς πολεμικάς αποσκευάς, οι οποίοι και έρχονται κατ’ ευθείαν εις τον εδικόν μας στρατόν και ειμί βέβαιος πως θέλει φανώσι επωφελείς».
Υγιαίνοιτε εν αγαθοίς.
Τη 2 Ιουνίου 1821, Ζαράκοβα Τρικόρφων
Ο αδελφός σας
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

(«Πλαπούτας», Αγησίλαος  Τσέλαλης, εκδοτικός οίκος Γιαννίκος, σελίδα 198, Αθήνα 1962).

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Κολοκοτρώνης προς Όθωνα: «οι βιολιτζήδες άλλαξαν, αλλά ο χαβάς μένει ο ίδιος»!

Το καλοκαίρι του 1841, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης –φημισμένος για τη μυστικοπάθεια του– μάθαινε τις αντιδράσεις του λαού για τον Όθωνα και τις κυβερνήσεις του, λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης. Όπως λοιπόν μας παρέδωσε ο πλέον αξιόπιστος μάρτυρας, ο εγγονός του Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, γιος του Γενναίου, που έμεινε γνωστός με το ψευδώνυμο «Φαλέζ», ο Γέρος του Μοριά επισκέφτηκε τον βασιλιά και του επισήμανε ότι ήταν ανάγκη να αλλάξει κυβέρνηση και πολιτική πορεία.

Ο Όθων, μεταξύ άλλων, φαίνεται πως έδωσε βαρύτητα και στην επισήμανση του πολύπειρου Γέρου, όταν μετακαλούσε από το Λονδίνο τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο για να αναλάβει την πρωθυπουργία και το υπουργείο Εξωτερικών. Παραξενεύτηκε όμως γιατί ο Κολοκοτρώνης δεν παρουσιάστηκε, όπως συνήθιζε, για να τον ευχαριστήσει που άκουσε τη συμβουλή του. Έκανε λοιπόν παράπονα στον γιο του Γενναίο, ο οποίος με τη σειρά του έπεισε τον πατέρα του να πάνε στο Παλάτι. Τότε ο Όθων τον ρώτησε:

― Γέρο Κολοκοτρώνη, μου υποδείξατε να αλλάξω την κυβέρνησιν και το έπραξα, είσθε ευχαριστημένος;
 ― Όχι, μεγαλειότατε, απάντησε σοβαρά ο Γέρος, διότι οι βιολιτζήδες άλλαξαν, αλλ’ ο χαβάς μένει ο ίδιος. Ο σκοπός ήταν ν’ αλλάξει ο χαβάς!
Ο βασιλιάς τού γύρισε την πλάτη και εξέφρασε πικρά παράπονα στον γιο του.Τότε ο Γενναίος απευθύνθηκε πάλι στον πατέρα του:
― Τι έκαμες, πατέρα, και δυσαρέστησες πικρά τον βασιλιά;
 ― Σώπα, τον διέκοψε ο Γέρος θυμωμένος. Σείς εκεί μες το κορίτο – όπως έλεγαν τότε την Αυλή– δεν βλέπετε ως τη μύτη σας. Και κάλλιο λόγια στο χωράφι, παρά μάγκανο στ’ αλώνι. Πέστε του βασιλιά ν’ αλλάξει δρόμο γιατί θα ξημερώσει.
Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης γύρισε στο Παλάτι προβληματισμένος. Για πολύ καιρό σκεφτόταν τις κουβέντες του πατέρα του, μέχρι που… ξημέρωσε η μεταβολή της 3ης Σεπτεμβρίου 1843!

 Πηγή: «Μικρός Ρωμηός» από τον Ελευθέριο Γ. Σκιαδά.

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

Τα στρατοδικεία των, Ανδρούτσου και Καραϊσκάκη!

Οι αγωνιστές του ΄21 δεν ήταν οι προσωπικότητες χωρίς ψεγάδι, όπως μάθαμε από τα βιβλία ιστορίας. Ήταν άνθρωποι και ως άνθρωποι διακατέχονταν από πάθη και αδυναμίες, με ήθος αλλά και φιλοδοξίες. Τους παρομοίαζαν σαν τα ψηλά βουνά που όσο πιο ψηλά τόσο πιο βαθιές και οι χαράδρες τους που βυθίζονταν στα ταλαίπωρα κορμιά τους.
Οι μεγαλύτερες προσωπικότητες της Ελληνικής επανάστασης ήταν τρεις. Ο Κολοκοτρώνης ως αρχιστράτηγος και οι Ανδρούτσος και Καραϊσκάκης στην ανατολική  και δυτική Στερεά αντίστοιχα. Οι δεύτεροι έμοιαζαν πολύ μεταξύ τους. Ήταν ατίθασοι πολύ, αυτόνομοι και δεν έμπαιναν κάτω από διαταγές των νεοφερμένων ξένων αξιωματικών ή της ελληνικής κυβέρνησης η οποία βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα. Επίσης ήταν αγροίκοι και ελαφρώς αιμοβόροι, πώς να μην ήταν άλλωστε επανάσταση έκαναν, τον Τούρκο είχαν απέναντι τους.
Ήταν για πολλά
χρόνια στο αρματολίκι ως καπεταναίοι και είχαν συνηθίσει να κάνουν ότι θέλουν χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν και έτσι έκαναν μέχρι το τέλος του σύντομου βίου τους, στην επανάσταση. Όταν ο Ανδρούτσος έπιασε τον χορό με τους άλλους και κλείστηκε στο χάνι της Γραβιάς έκανε κάτι μοναδικό και εξαιρετικά ηρωικό που έσωσε μεν την επανάσταση αλλά αντιτίθονταν στις στρατηγικές του τακτικού στρατού. Πήγαινε ολοταχώς προς τον θάνατο χωρίς να το πολυσκεφτεί, πράγμα που έκανε τον Ομέρ Βρυώνη να το ξανασκεφτεί και να μην κατέβει νοτιότερα με τα πολυάριθμα στρατεύματα του. Και όμως αυτόν που έσωσε την συνέχεια της επανάστασης, το 1824 καταδικάστηκε από το στρατοδικείο της πρώτης επαναστατικής κυβέρνησης ως εχθρός της πατρίδος και επικηρύχτηκε με 4000 γρόσια. Στους πρώτους μήνες του 1825 οι κυβερνητικοί έστειλαν τον Γκούρα, που ήταν υπαρχηγός του επί σειρά ετών, και τον συνέλαβε και τον φυλάκισε στην Ακρόπολη. Στις 5 Ιουνίου του 1825 βρέθηκε δολοφονημένος και το κορμί του μαρτυρούσε πως πριν τον πετάξουν μπροστά από τον ναό της Άπτερου Νίκης, τον είχαν βασανίσει άγρια. Η επίσημη θέση της κυβέρνησης ήταν πως προσπάθησε να αποδράσει και γκρεμίστηκε στα απότομα βράχια της Ακρόπολης. Ένας ήρωας δολοφονημένος από ελληνικό χέρι μετά από εντολή της μάστιγας, πολιτικοί γαρ, της χώρας από τότε μέχρι σήμερα.

Ο έτερος Ρουμελιώτης στρατιωτικός, ο Καραϊσκάκης, κλήθηκε στις 2 Απριλίου του 1824  από έκτακτο στρατοδικείο που αποτελούνταν από τους στρατηγούς Στουρνάρα, Μπότζαρη, Γιολδάση, Βλαχόπουλο, Σκαλέσα  και Τσόγκα με την εξής δικαιολογία:
« Επειδή ο Καραϊσκάκης είχε κρυφήν απόκρισιν με τους εχθρούς της πίστεως και της πατρίδος, καλούνται οι Έλληνες να απομακρυνθούν της συναναστροφής του και να τον στοχαστούν ως εχθρό, ενόσω να μετανοήσει και να προσπέσει εις το έλεος του έθνους, επίσης κατηγορείται για την αυθάδεια και την αθυροστομίαν του τις οποίες επιδεικνύει συνεχώς».

Ο Καραϊσκάκης γνώριζε πως όλα αυτά ήταν πλεκτάνη του Μαυροκορδάτου ο οποίος ήθελε απλώς να τον βγάλει από την μέση, έτσι απήντησε στις κατηγορίες διαρρηγνύοντας τα ιμάτια του πως όλες οι κατηγορίες είναι σκευωρία. Παραδέχθηκε πως είναι αθυρόστομος αλλά το μοναδικό που δεν μπορούν να του προσάψουν είναι πως έχει ελλιπή αίσθημα πατριωτισμού, να τον συγχωρέσει η διοίκηση και όλοι οι χριστιανοί και να του αποσταλεί συγχωρητική ευχή από τον αρχιερέα. Η συγχώρεση δόθηκε και ο Καραϊσκάκης ανέλαβε πάλι την διοίκηση της Στερεάς ως και τον ένδοξο θάνατο του που τον τοποθέτησε στο πάνθεον των αγωνιστών της Επανάστασης του΄21.

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Το χαστούκι Τούρκου στον Κολοκοτρώνη και ο όρκος του ανήλικου Θοδωράκη!


Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε, όπως ανέφερε ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, τη Δευτέρα του Πάσχα του 1770. Η μητέρα του ετοιμόγεννη αναγκάσθηκε να φύγει με τους δικούς της από το Λιμποβίσι της Γορτυνίας, μετά τη γνωστή αποτυχία του κινήματος του Ορλώφ και τα φοβερά αντίποινα που εξαπέλυσαν οι Τούρκοι. Στον δρόμο την έπιασαν οι πόνοι του τοκετού και κάτω από ένα δένδρο γέννησε τον μελλοντικό αρχιστράτηγο του 1821. Τον βάφτισε ο Γιαννάκης Παλαμήδης από τη Στεμνίτσα, πατέρας του Ρήγα Παλαμήδη. Το όνομα Θεόδωρος ήταν καινούργιο στη γενιά του. Του το έδωσαν προς τιμήν του Θεόδωρου Ορλώφ, ο οποίος, κατά τη διάρκεια του κινήματος, εξιστορώντας συνεχώς στους πληθυσμούς την αρχαία ελληνική δόξα, είχε γίνει πολύ αγαπητός.

Τα πρώτα ήσυχα παιδικά χρόνια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη διαδέχθηκε ο θάνατος και ο κατατρεγμός. Μετά τη δολοφονία του πατέρα του Κωνσταντή από τους Τούρκους, ο δεκάχρονος Θεόδωρος και τα μικρότερα αδέλφια του κρύβονταν για τρία χρόνια στη Μηλιά. Όμως, η οικογένεια του είχε μείνει πάμφτωχη. Η μητέρα του Ζαμπέτα αναγκάσθηκε να δουλέψει για να αναθρέψει τα παιδιά της. Έτσι, ύφαινε για εύπορες οικογένειες ή έκοβε ξύλα. Αυτά τα φόρτωνε ο μικρός Θεόδωρος σε ένα μουλάρι, τα μετέφερε στην Τριπολιτσά και τα πουλούσε. Η απελπιστική φτώχεια στάθηκε η αιτία να μη μάθει γράμματα ο γιος του περίφημου κλεφταρματολού. Γεννημένος όμως μέσα σε μια γοητευτική ατμόσφαιρα ηρωισμού, νανουρισμένος με το μοιρολόι για τον θάνατο του πατέρα του, επηρεασμένος από την πολεμική οικογενειακή παράδοση περίπου δύο  αιώνων, άρχισε από πολύ νέος να πλάθει το όνειρο της απελευθέρωσης της πατρίδας του.

Στην Τριπολιτσά όπου πουλούσε τα ξύλα, ο Θεόδωρος βαπτίστηκε στην ιδέα του ξεσηκωμού, μετά από ένα θλιβερό περιστατικό. Σ” ένα υπόστεγο κάθονταν μερικοί Τούρκοι. Όπως πέρασε το ζώο του φορτωμένο με τα ξύλα, γλίστρησε και τίναξε μερικές λάσπες σε έναν από τους Τούρκους. Θυμωμένος αυτός, όρμησε και με μανία ξυλοκόπησε τον μικρό Θεόδωρο, που δεν μπορούσε να αντιδράσει. Ο Κολοκοτρώνης αισθάνθηκε ταπεινωμένος και οργισμένος έδωσε ένα όρκο στον εαυτό του. Υποσχέθηκε ότι δε θα ξαναπατήσει ποτέ το πόδι του στην Τρίπολη παρά μόνο λεύτερος. Από την ημέρα του επεισοδίου, ο Θεόδωρος δεν ξαναπήγε στην Τριπολιτσά. Επέστρεψε όταν ήταν πια 51 χρονών, για να ελευθερώσει την πόλη και να την αναδείξει ως κέντρο της επανάστασης. Ο Κολοκοτρώνης είχε τηρήσει τον όρκο του.


Μηχανή του χρόνου

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

ΜΟΥΡΤΖΙΝΟΣ - ΤΡΟΥΠΑΚΗΣ ΕΝΑΣ ΑΦΑΝΗΣ ΗΡΩΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ!

Ένας μεγάλος Καπεταναίος αλλά και ξεχασμένος από τη συμβατική ιστορία που μας <πασάρουν> και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επανάσταση και
απελευθέρωση του Έθνους από τους Τούρκους το 1821 ήταν και ο Μούρτζινος ή Τρουπάκης.
Η Αρχή της Επανάστασης Για τις τελευταίες προετοιμασίες της κήρυξης της Επανάστασης του '21 ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, γιός του  Θεόδωρου, γράφει: "Αναπτυσσομένης της
ιδέας περί της Επαναστάσεως, ο σπινθήρ της Ελευθερίας ήναπτε τον ενθουσιασμό των Ελλήνων, οίτινες διενοούντο περί της ενάρξεως του πολέμου. Όθεν την 17ην Μαρτίου (1821) οι πρόκριτοι της Μάνης συνεννοήθησαν να λάβωσι τα όπλα κατά των Τουρκών." Πράγματι την 17ην
Μαρτίου του 1821 συγκεντρώθηκαν στην Αρεόπολη (Τσίμοβα) οι πρόκριτοι της Μάνης και όλοι οι ένοπλοι Μανιάτες με αρχηγό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη (είχε εκλεγεί αρχηγός από τη Συνέλευση των Κιτριών) και ορκίστηκαν κάτω από το λάβαρο του Αγώνα, που το στήσανε προ του ιερού
ναού των Ταξιαρχών "Νίκη ή Θάνατος", κηρύσσοντας την έναρξη της Επαναστάσεως. Στη συνέχεια ξεκίνησαν για την Καλαμάτα ειδοποιώντας και τα λοιπά επαναστατικά στρατεύματα της Μάνης, όσα ευρίσκοντο εκτός της Αρεόπολης, να συγκεντρωθούν σε ορισμένα σημεία για να βαδίσουν όλοι
μαζί προς κατάληψη και απελευθέρωση της Καλαμάτας. Ο Ι. Θ. Κολοκοτρώνης στα Ελληνικά Υπομνήματα γράφει: "...κατά δε την 23ην Μαρτίου οι Μαυρομιχαλαίοι, Μούρτζινοι και λοιποί πανστρατιά εισήλθαν εις Καλαμάς, ότε αμαχητεί παρεδόθη ο Βοεβόδας μεθ' όλων των εκεί
ευρεθέντων Τούρκων υπέρ των 150..."

Από το Φώτιο Χρυσανθόπουλο ή Φωτάκο μαθαίνουμε πολλά ονόματα αγωνιστών που εισέβαλαν τότε στην Καλαμάτα: "Πρώτοι λοιπόν εισήλθον κατά την 22αν Μαρτίου 1821 εις τας Καλάμας, οι Σταυριανός Καπετανάκης, Ιωάννης Ν.Καπετανάκης, Μιχαήλ Ν.Καπετανάκης, Ηλίας Π.Μαυρομιχάλης. Ταυτοχρόνως ήλθον ο Γαλάνης Κουμουνδουράκης, την δέ πρωίαν της 23ης Μαρτίου ήλθον ο Κατσής Μαυρομιχάλης, ο Ηλίας Κατσάκος-Μαυρομιχάλης, τη ιδία δε ημέρα
ήλθον ο Γεώργιος Καπετανάκης, ο Ιωάννης Καπετανάκης, ο Παναγιώτης και Διονύσιος Μούρτζινοι, ο Παναγιώτης Μπουκουβαλέας, ο Γεώργιος Ντουράκης, ο Παναγιώτης Ντουράκης, ο Παναγιώτης Βενετσανάκος και άλλοι πολλοί. Αυτοί ήσαν με τον Θ.Κολοκοτρώνην. Ακολούθως ήλθον ο Πανάγος
Κυβέλος, Νικόλαος Χριστέας, Ηλίας Χρυσοσπάθης, Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, Κυριακούλης Κουτράκος, Χριστόδουλος Καπετανάκης, Κωνσταντίνος Πιεράκος, Δημήτριος Πουλικάκος, Θεόδωρος Μεσικλής, Ιωάννης Γρηγοράκης, ο Σκλαβούνος από τον Πύργο της Μάνης και ο Πιέρος
Βοϊδής.

Ο Πέτρος Μαυρομιχάλης ίδρυσε αμέσως με τους προεστούς τη λεγόμενη Μεσσηνιακή Γερουσία και στις 28 Μαρτίου εξέδωσε διακήρυξη προς τις Ευρωπαϊκές Αυλές, την οποία υπέγραψε ο ίδιος σαν αρχιστράτηγος και τα άλλα μέλη της Γερουσίας ήτοι τους: Ιωάννη και Γεώργιο Καπετανάκη, Νικ.
Χρηστέα, Π. Κυβέλο, Ιωαννη Κατσή - Μαυρομιχάλη, Κ. Κουτράκο, Π. Μούρτζινο, Π. Πατριαρχέα, Π. Πικουλάκη και Π. Λογοθέτη. Μετά την κατάληψη της Καλαμάτας οι επαναστατημένοι οπλαρχηγοί χωρίστηκαν σε τρεις φάλλαγγες.

Να πως περιγράφει στα απομνημονεύματα του ο Θ.Κολοκοτρώνης τα γεγονότα που ακολούθησαν: "Εις τας 23 Μαρτίου επιάσαμεν τους Τούρκους εις την Καλαμάτα, τον Αρναούτογλου σημαντικόν Τούρκον της Τριπολιτσάς. Είμεθα 2.000 Μανιάτες, ο Πετρόμπεης, ο Μούρτζινος, Κυβέλος. Δυτική Σπάρτη 100 ήτον οι Τούρκοι μαζεμένοι, ως 10.000 η φήμη τους μεγάλη. Η Ανατολική
Σπάρτη εκινήθη την ίδια ώρα. Ο Τζαννετάκης με την Κακοβουλία εκκινήθη
δια τον Μυστρά. Οι Τούρκοι της Μπαρδούνιας και Μυστρά υπάγουν, τραβιούνται εις την Τριπολιτσά. Οι Τούρκοι είχαν βάλει την υποψία, επροσκάλεσαν προεστούς και δεσποτάδες και αυτοί επήγαν. Ήταν έμβα του Μαρτίου. Δεν τους εσκότωσαν. Οι Σπαρτιάται αφού επήραν λάφυρα, προχωρούν και πολιορκούν τη Μονεμβασιά. Εις την Καλαμάτα εκάμαμε συνέλευσην, πόθεν να πρωτοκινήσωμεν τα στρατεύματα. Οι Καλαματιανοί εκατάφεραν τον Μπέη να πάμε εις την Κορώνη δια να μη βάλουν σπαθί οι Τούρκοι εις τους Χριστιανούς, εγώ δεν εστέρχθηκα, είπα να πάμε εις την παλαιάν Αρκαδία, εις το κέντρο, δια να βοηθούμε τους άλλους. Του Μούρτζινου αρρώστησε το παιδί του, ο Διονύσιος, και έτσι δεν εκίνησαν όλοι οι Μανιάτες, έλαβα 200 από αυτόν και 70 από τον Μπέη με τον
καπετάν Βοϊδή και με 30 δικούς μου εγένηκαν 300, και έκοψα ευθύς δύο σημαίες με σταυρό και εκίνησα".

Η πρώτη μάχη - Καρύταινα, 27/3/1821
Με το ξεκίνημα του αγώνα ο Κολοκοτρώνης επήρε βοήθεια οκτακόσιους (800) Μανιάτες από τον Παναγιώτη Τρουπάκη Μούρτζινο, πατρικό του φίλο στην Καρδαμύλη όπου έμενε στον πύργο του αρκετό καιρό από τις αρχές του 1821 προετοιμάζοντας την Επανάσταση. Ο Μούρτζινος τούδωσε και
τριακόσιους (Ανδρουβιστινούς Μανιάτες) με αρχηγό τον ανεψιό του Παναγιώτη Τρουπάκη - Μπουκουβαλέα, δυνατό πολεμιστή, όλους τους παλικάρια, που είχε γυμνάσει ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης όταν έμενε στην Καρδαμύλη.

Συγκρίνοντας τις δύο μεγάλες οικογένειες έλεγε: <<Ο Μαυρομιχάλης είχε τ' όνομα Μπέης, αλλά ο Μούρτζινος είχε την δύναμιν>> (Τερτσέτη Απομνημονεύματα σελ.98). Αν δεν υπήρχε Κολοκοτρώνης και Μούρτζινος η Επανάσταση δεν θα ξεκίναγε τότε από την Καλαμάτα (Δίπτυχο της Εθνεγερσίας Β. Πατριαρχέα σελ. 31).

Μετά την απελευθέρωση της Καλαμάτας, αυτούς τους τριακόσιους (300) επήρε ο Αρχηγός του Μεγάλου Αγώνα με επικεφαλής τον Παναγιώτη Τρουπάκη Μπουκουβαλέα και διεξήγαγε την πρώτη νικηφόρο μάχη της Επανάστασης του '21, την μάχη της Καρύταινας.

Ήσαν τριακόσιοι όσοι και του Λεωνίδα και συγκρούσθηκαν με χίλιους οκτακόσιους (1.800) Τούρκους στο στενό του Αγ. Αθανασίου της Καρύταινας. Οι Τούρκοι βλέπουν τα στενά πιασμένα. Είναι όλοι τους καλά αρματωμένοι. Υπερασπίζουν τη ζωή τους, πολεμούν λυσσασμένα. Είναι το πρώτο ντουφέκι του εικοσιένα. Οι Μανιάτες μάχονται ηρωικά. Ανασταίνουν εκεί μετά από τόσους αιώνες την παλιά τους δόξα της στρατιωτικής τους αρετής. Πολεμούν ξεταμπούρωτοι. Όρθιοι, θεριά. Ο Κολοκοτρώνης δεν θα ξεχάσει την παλικαριά τους, κι' έλεγε στην αφήγηση του <<ότι οι Μανιάτες έκαναν ένα πόλεμο που εμιμήθηκαν τους τριακόσιους του Λεωνίδα>>. Κτυπούν τους Τούρκους από μπροστά. Από πίσω έχουν φθάσει οι Ανδριτσάνοι με αρχηγό τον Χριστόπουλο. Φθάνουν και οι Πλαπουταίοι. Οι Τούρκοι απεγνωσμένα διπλασιάζουν την ορμή τους. Από το Σώμα του Κολοκοτρώνη πέφτει ηρωικά, νεκρός ο Πέτρος Φασέας γαμπρός του Παναγή Τρουπάκη - Μπουκουβαλέα και πρωτοπαλίκαρό του. (Ο Γέρος του Μωρηά Σ. Μελά σελ. 154).

<<Ο Πέτρος Φασέας εφονεύθη κατά την πρώτη σύγκρουση του εκστρατευτικού Σώματος των Μανιατών με τους Τούρκους στην Καρύταινα. Ανεγνωρίσθη Υπαξιωματικός Β' τάξεως (Αριθ. Μητρώου 4597 "Δίπτυχον της Εθνεγερσίας" Β. Πατριαρχέα σελ. 729). Σκοτώθηκε στην πρώτη μάχη της Επανάστασης. Λαβώθηκαν και δύο άλλοι αρχηγοί Βοϊδής και Δουράκης.

Ο Κολοκοτρώνης βλέποντας την ανέλπιστη βοήθεια, εν τω μεταξύ έχουν φθάσει κι' άλλοι, το ντουφέκι ανάβει δυνατότερο, έχει βραχνιάσει από τις φωνές, χτυπάει τους Τούρκους από μπροστά. Οι Τούρκοι τα χάνουν, βγαίνουν κι' άλλοι από το κάστρο της Καρύταινας για να τους βοηθήσουν. Οι Έλληνες κτυπούν, οι Τούρκοι απελπισμένοι, σκοτώνονται, χτυπημένοι από παντού, πεντακόσιες ψυχές χάθηκαν. Άλογα και άλλα λάφυρα παίρνουν οι Έλληνες. Η νίκη τους χαμογελάει στη χαραυγή του Αγώνα (ο Γέρος του Μωρηά Σ. Μελά σελ. 155).

Ο Παναγής Τρουπάκης - Μπουκουβαλέας αρχηγός του εκστρατευτικού Σώματος των Μανιατών επροβιβάσθη εις Ταγματάρχην. Ο Κολοκοτρώνης εζήτησε την προαγωγή του αναγνωρίσας τις πολλές εκδουλεύσεις του και την μεγάλη συμβολήν του στον Αγώνα. Στο φάκελλό του που βρίσκεται στο Αρχείο Αγωνιστών της Εθνικής Βιβλιοθήκης φέρεται ότι απεστρατεύθη το 1831 ως χιλίαρχος. ("Οι Παλαιολόγοι της Καρδαμύλης" Γ. Μαραβελέα σελ. 133).
Ένα έγγραφο με ημερομηνία 27-9-1779 μας πληροφορεί πώς ολόκληρη η περιουσία του Κουτήφαρη κατασχέθηκε για καθυστερημένους φόρους και δόθηκε στο διερμηνέα του Οθωμανικού Στόλου Νικόλαο Μαυρογένη. Από το Μεγάλο Δραγουμάνο ο νέος Μπέης Μιχαήλ Τρουπάκης, Μούρτζινος την αγόρασε πληρώνοντας του 7.550 γρόσια. Αλλά και αυτός δεν τα πήγε καλά με τους Τούρκους.

Ο εμφύλιος πόλεμος στη Μάνη μεταξύ των <<δυνατών>> οικογενειών συνεχίστηκε με έξαρση και επί των ημερών της ηγεμονίας του. Οι περισσότεροι καπετάνιοι αρνούνταν να δεχθούν διαταγές. Εξακολούθησαν να προσφέρουν στους κλέφτες της Πελοποννήσου άσυλο και να συμμετέχουν
στις επιδρομές τους εναντίον των Τούρκων.

Όλα αυτά κατέστησαν ύποπτο το Μπέη και οι Τούρκοι αποφάσισαν την εξόντωση του. Στο τέχνασμα που σκέφτηκαν για την παγίδευσή του πήρε μέρος ο διερμηνέας του στόλου Νικόλαος. Μαυρογένης, ο οποίος κατέπλευσε το 1782 στην Καρδαμύλη και κάλεσε το Μιχάλμπεη στη ναυαρχίδα σε γεύμα.

Μόλις όμως ο Μιχάλμπεης Τρουπάκης και τα δυο παιδιά του, ο Πέτρος κι ο Βενετσάνος, μπήκαν στο καράβι, ο στόλος απέπλευσε και πήγε στη Μυτιλήνη όπου και τον κρέμασαν με τον γιο του Πέτρο. Τον άλλο του γιο, τον Βενετσάνο, οι Τούρκοι τον πήραν στην Πόλη και εκεί τον σκότωσαν.

Η καταγωγή* του Μιχάλμπεη ή Μούρτζινου ήταν μεγάλη, από τον κλάδο των Παλαιολόγων του Μυστρά.

http://ellinonafipnisis.com

Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

ΕΛΛΗΝΕΣ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟΙ ΑΠΌ ΤΗΝ ΚΟΝΤΟΦΘΑΛΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΖΩΛΗΣ!

Γεννήθηκε στη Σιάτιστα του καζά Κοζάνης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην γενέτειρά του, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στις σχολές της πόλης. Στη συνέχεια, ασχολήθηκε με το εμπόριο αρχικά στη Θεσσαλονίκη και έπειτα στην Οδησσό. Λόγω της αποτυχίας του στις εμπορικές του δραστηριότητες, μετέβη στην Αγία Πετρούπολη για να καταταχθεί στο Ρωσικό στρατό. Έγινε λοχαγός του πυροβολικού, στο οποίο υπηρετούσαν οι αδερφοί Αλέξιος και Θεόδωρος Ορλώφ, με τους οποίους και συνδέθηκε φιλικά. Οι αδερφοί Ορλώφ συμμετείχαν στην προσπάθεια της Αικατερίνης Β΄ να καταλάβει το θρόνο από το σύζυγό της Πέτρο Γ΄ το 1762. Κατόπιν τούτου, ο Αλέξιος Ορλώφ έγινε διοικητής του πυροβολικού. Η Αικατερίνη η Β΄ προσπάθησε να αναμειχθεί στα βαλκανικά πράγματα προκειμένου να αποσπάσει εδάφη και σφαίρες επιρροής από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Παπαζώλης, έχοντας πρόσβαση στην τσαρική αυλή μέσω των Ορλώφ, προσπάθησε να επηρεάσει την κατάσταση υπέρ των Ελλήνων, πείθοντας τους αδερφούς Ορλώφ και συνακολούθως την τσαρίνα Αικατερίνη για την διεξαγωγή επιχειρήσεων στη νότιο Βαλκανική.
Το 1763 ο Παπαζώλης μεταβαίνει στη Βενετία και στη συνέχεια στην Τεργέστη, προκειμένου να συντονίσει τις ενέργειες Ελλήνων και Ρώσων για την διενέργεια μιας συνολικής εξέγερσης. Το 1765 συνέταξε ένα βιβλίο με σκοπό την αφύπνιση των Ελλήνων και την καλλιέργεια της πολεμικής αρετής. Το βιβλίο αυτό με τον τίτλο «Διδασκαλία, ήγουν ερμηνεία της πολεμικής τάξεως και τέχνης», τυπώθηκε στη Βενετία και διανεμήθηκε σε περιοχές της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας. Ήταν βασισμένο σε ρωσικό στρατιωτικό εγχειρίδιο. Από το 1765 και για τα επόμενα χρόνια, ο Παπαζώλης, με Έλληνες συνεργάτες και Ρώσους πράκτορες περιόδευσε στην Δυτική και Κεντρική Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο, προκειμένου να συνεννοηθεί με ντόπιους παράγοντες για την ιδέα της εξέγερσης. Παρόλο που η ανταπόκριση δεν ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντική, ο Παπαζώλης κατάφερε να αποσπάσει συμφωνίες με ορισμένους οπλαρχηγούς και προύχοντες, ιδιαίτερα στη Δυτική Μακεδονία και τη Μάνη. Έπεισε και τον Ορλώφ ότι ο χρόνος ήταν πλέον κατάλληλος για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων.
Το 1769 τμήμα του Ρωσικού στόλου με την συμμετοχή του Παπαζώλη, ξεκίνησε με προορισμό τη Μάνη όπου θα υποστήριζε τους Μανιάτες, εναντίον των Οθωμανών. Το 1770 τελικά, σημειώθηκε το αποτυχημένο κίνημα, που έμεινε γνωστό με την ονομασία Ορλωφικά. Οι Ρώσοι, έχοντας εξασφαλίσει τη Συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, εγκατέλειψαν τους Έλληνες στην τύχη τους, παρά τις συνεχείς εκκλήσεις του Παπαζώλη.
Πολλοί οπλαρχηγοί και προύχοντες της Πελοποννήσου και της Μακεδονίας, όπως ο γέρο Ζιάκας που συμμετείχαν στο κίνημα, απογοητεύτηκαν και κατηγόρησαν τον Παπαζώλη για τυχοδιωκτισμό. Η απόπειρα αυτού του εγχειρήματος με πρωτοβουλία του Παπαζώλη έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από τη Ρωσική διπλωματία αφενός και αφετέρου, ήταν πρόχειρα οργανωμένη με σποραδικές κινητοποιήσεις ανά τον ελλαδικό χώρο, χωρίς επικοινωνία και συντονισμό.
Πέθανε στην Πάρο όπου είχε πλέον ελλιμενιστεί ο Ρωσικός στόλος.
 Ο Παπαζώλης ανήκε στην ομάδα εκείνων των Ελλήνων που ήλπιζαν ότι θα μπορούσαν να συνδυάσουν τη ρωσική πολιτική απέναντι της οθωμανικής αυτοκρατορίας με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του υπόδουλου ελληνικού έθνους. Στη μετάφραση της Διδασκαλίας, που τυπώθηκε στη Βενετία στα 1765, ο Π. είχε προτάξει αφιέρωση στον Ορλώφ, στην οποία γράφει ότι την έκανε για χάρη «των δυστυχισμένων Ελλήνων, οίτινες εξεμάκρυναν πολλά από αυτήν την επιστήμην της πολεμικής».
"Η αποτυχία αύτη δίδαξε τους Έλληνας, ότι ουδέν το παρά των ξένων προσδοκώμενον αγαθόν. Την αλήθειαν ταύτην επεσφράγισεν η όντως υπό μόνου του έθνους εξεργασθείσα δαφνοστεφής ανάστασις του 1821".
Κωνσταντίνος Σάθας.
Πηγές: Κ.Σάθα, Βιογραφίαι των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων.
             Wikipedia