ΑΛΗ ΜΟΥΛΑΣ
Υπό Αγησίλαου Τσελάλη
Το παρακάτω διήγημα του
Αγησίλαου Τσελάλη είναι στον Α’ τόμο των Ολυμπιακών Χρονικών του 1970,
που εκδίδονταν από τον Σύλλογο Ολυμπίων. Η παράξενη για εμάς ορθογραφία είναι η
πρωτότυπη και δεν θέλησα να αλλάξω την ομορφιά της γραφής του περίφημου
συμπατριώτη μας. Θα το παραθέσω τμηματικά λόγω του όγκου και ελπίζω να
ταξιδέψουμε στην πρωτεύουσα της Επαρχίας Ολυμπίας λίγο πριν την πρώτη μάχη της Ελληνικής
Επάνάστασης στα στενά του Αγίου Αθανασίου.
Καθόταν, μαχμουρλής,
ραχατιλίτικα, στον οντά του σαραγιού του, σταυροπόδι πάνω στον παχύ τάπητα και τα
μεταξωτά πουπουλένια μαξιλάρια ο Αλή Μουλάς – Δελγιώτης κι΄έπινε γουλιά –
γουλιά τον καφέ του μ’ εύραση, ξένοιαστος και σίγουρος για όλα. Έβλεπε τους Μουρτάτες
Τούρκους Φαναρίτες που περνοδιάβαιναν, ανεβοκατέβαιναν, σεργιάναγαν καμαρωτοί στους
δρόμους. Και καμάρωνε και τους καμάρωνε που τους κρυφοκαμάρωναν με φλογερούς
πόθους και γλυκούς καϋμούς οι χανούμισες πίσω από τα καφασωτά χαγιάτια.
Εχάιδευε η ματιά του στοργική τα’ αγαπημένο του Φανάρι, το κατάρρυτο και
καρπερό, με τα καλά σαράγια τα πολλά τζαμιά και τα περιβόλια με τις ροδιές, τις
περγολιές, τις ροδακινιές, τις αμυγδαλιές και τις αναδενδράδες.
Βούιζε ο Κέλαδος, το Φαναρίτικο
ποτάμι, κι’ έτρεχε κελαριστα στις γραφικές Φαναρίτικες κοιλάδες. Κινούσε τους μύλους,
δροσοπότιζε της Αλιφείρας τα χωράφια και χυνόταν βουερός στον Αλφειό. Κάτω
απλώνονται οι κάμποι οι ευφορώτατοι της Παρασίας και οι λόφοι του Αιπίου. Πέρα
μακριά προς τη θάλασσα η ερατεινή Αρήνη με το Σαμικό, ο ωραίος Σκιλλούντας και
το Επιτάλιο με τις σταφίδες, τις λεϊμονοπορτοκαλιές και τις εληές.
Φάνταζε στο βάθος η κορφή της Μίνθης,
όπυ εδοξάζονταν ο Ηρακλής κι’ έστεκε το ξακουστό Αράκλοβο που δόξασε ο
ηράκλειος Δοξαπατρής. Απέναντι στα Γορτυνιακά βουνά, χωρια και λόφοι, ο Λάδων
και ο Ερύμανθος. Και πέρα η Φολόη με το Λάλα, όπου αφέντευαν τα τ’ αδερφοξαδέρφια
της γυναίκας του Αλή Μουλά. Ανάμεσα κατεβαίνει από τις Αρκαδικές χαράδρες
γαλήνιος ο Αλφειός και χύνεται στο Ιόνιο, Πάνω από το Φανάρι η Ζακούκα, με τον
Αγιολιά.
Σ’ όλη αυτή την παραδεισένια
επαρχία, όπου εβασίλευε παλαιά ο Νέστορας με το μελίρρυτο στόμα κι έζησε ο Ξενοφών
με την μελιστάλακτη του πέννα, αφέντευε τώρα ο Αλή Μουλάς Μπούκουρας Δελγιώτης,
βοϊβόντας και ζαπίτης.
Χιλιάδες ραγιάδες έσκαφταν κι’
έσκυφταν σ’ αυτόν. Μυριάδες γιδοπρόβατα έβοσκαν στα λειβάδια. Κατοσταριές τα
βοϊδάλογα, τα γαϊδουρομούλαρα έβοσκαν και θρέφονταν και γεννοβολούσαν κι’
αύξαιναν και πλήθαιναν κι’ ώργωναν και κουβάλαγαν τα’ αγαθά τούτης της γης, της
καρπερής. Και γέμιζαν τις αποθήκες του Μουλά. Οι σκλάβοι σώρευαν τα σιτηρά,
τυριά και μελοβούτυρα, λάδια, καρυδομύγδαλα, φουντούκια. Οι σπαήδες του γέμιζαν
το σεντούκι του με γρόσια και στόλιζαν το χαρέμι του με τις πιο γκιουζέλ
χανούμ.
-
Έτυχε
βλέπεις - το κισμέτ – κι’ επήρε ο Τούρκος το ραχάτι και και το ζάπι κι’ έχει ο
Ρωμηός το ράι και τη δουλειά. Δουλεύει ο Γιάννης και τρώει ο Σουλεϊμάνης. ¨έτσι
ώρισε ο Αλλάχ. Δουλεύουν τ’ άλογα και τρώνε τά γαϊδούρια.
Χίλιοι οπλοφόροι και τα κεφάλια
των προεστών εγγύηση ασφάλιζαν το ντοβλέτι του. Κι ο κατής έκρινε κι έδερνε,
έλυε κι έδενε και κρέμαγε κατά την κρίση και το κέφι του Μουλά.
-
Πέκεϊμ,
εφέντη μου, πέκεϊμ…
Το μισοφέγγαρο στον ουρανό είχε
μεγαλώσει κι έλαμπε, ορθό. Το ζωγραφιστό στην κόκκινη σημαία, που κυμάτιζε στου
σαραγιού τον πύργο, καμάρι των Τούρκων, μαράζι των Ελλήνων έπαλε ζωηρό.
-
Δόξα
στο μεγάλο Πατισάχ…
Ρούφηξε μια γουλιά καφέ, μια
καπνό ο Αλή Μουλάς κι έγυρε νωχελικά στ’ αφράτα μαξιλάρια. Κι έξαφνα ήρθε
τρέχοντα κι εστάθη κοντά του με κομμένη ανάσα τρέμοντα η Εμινέ η μπάς χανούμ, η
κόρη του Κορμπάγα.
-
Μπέη
μου, έρδε Μόσκοβο!...Αλή μου, ήρθε ο Φράγκος!... Ίκινι…Να φύγουμε…Στην Τρίπολη,
στο Λάλα…
Έδειξε καταφοβισμένη στην κορυφή
του Κεραύσιου, προς τη Ζακούκα, που έστεκε γίγαντας φρουρός πάνω από το Φανάρι.
Απόρησε ο αγάς, την κύταξε περίεργος κι αντεσηκώθη, παίρνει το κιάλι και
κυττάει, στον Αγιολιά αγναντεύει. Βλέπει και ανηφόραγε, συναζώτανε λαός. Χαμογέλασε.
-
Μωρή,
είναι οι ραγιάδες μας και φέρνουν το χαράτσι…
Την ησύχασε ήσυχος, ανάγυρε,
σταύρωσε τα πόδια πάνω στο παχύ χαλί, κτυπησε τις παλάμες του και διάταξε
γαήνιος και πρόσχαρος.
-
Μπίρ
καφέ, τσιοκ καϊμακλί, τσουμούκ – τσαμπούκ…
Άπλωσε το καταστόλιστο με
δαχτυλίδια αφράτο χέρι του να χαϊδέψει την πεντάμορφη Εμινέ. Δεν πρόφτασε.
Δυνατές φωνές, γεμάτες φόβο και αγωνία δόνησαν τα’ αυτιά του και τάραξαν τα
σπλάχνα της χανούμ.
-
«Κολοκοτρώνα!....
Κολοκοτρώνοι!... Ίκινι … Ίκινι … Να φλυγουμε … Οι Έλληνες ζώνουν το Φανάρι!...
Γέμισαν τα βουνά μας Κλεφτουρια!...»
Τέλος Α’ Μέρους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου