.....
Αυτά
όλα τα είδε σαν εφιάλτη μπροστά του ο Κορδονούρης μαζί με τη γυναίκα του την
ίδια νύχτα που ξάγρυπνοι Σαν συζητώντας και την τύχη τους. Και δεν κρατήθηκαν.
Σηκώθηκαν μονομιάς και αγκάλιασαν και οι δύο οσο κορμί μπόρεσα να το Σεράι
νομίζοντας ότι έτσι δεν θα τολμούσε καν Ζυγός η μπουλντόζα και να το πάρει...
Την
τρίτη μέρα το πρωί που πέρασε το τρένο από τον Καϊάφα για τον Πύργο, ο Κορδονούρης
είχε βάλει στην Ελλάδα πέντε μεγάλα κοφίνια και ένα μικρό καλάθι για να τα
φορτώσει. Σε κάθε οθόνη ήταν από δύο παιδιά του, το όλον δέκα, και στο καλαθάκι
η Χρυσούλα, καθιστή σε ένα μαξιλάρι γεμάτο άχυρα.
-
Είναι για ταξίδι; ρώτησε ο σταθμάρχης μισό γελώντας- μισό απορώντας.
-
Ναι, δεν τα παίρνετε;
-
Πώς! Αρκεί να τους βγάλεις εισιτήρια.
-
Πόσα;
-
Τα μεγάλα από ένα και τα κουραδάκια από μισό...
-
Θα τα βγάλω όλα αποσκευή. Για αυτό Τα 'χω και σε κοφίνια.
Τα
κοφίνια και το καλαθάκι φορτώθηκαν στο βαγόνι που γράφει απέξω με χοντρά λόγια
" Ίπποι 4, άνδρες 16", και εκεί σκάλωσε και ο ίδιος ο Κορδονούρης
σιγουρεύοντας τόσες ζωές. Μονάχα παρακάλεσε και άφησαν λίγο και μία πόρτα
ανοιχτή, έτσι για να βλέπουν τα παιδιά τον κόσμο του Θεού και να θαυμάζουν το
μεγαλείο του. Κείνα, όπως πέρναγε το τρένο πότε αγκομαχώντας και πότε βγάζοντας
κάτι σκληρές φωνές με τη σφυρίχτρα του, ανασηκώνονταν μέσα από τα κοφίνια,
τεντώνοντας το λαιμό τους σα γαλοπούλα και χάζευαν ξεχνώντας τη μοίρα τους.
Στον
Πύργο βοήθησαν πολύ και τα κατέβασαν στο σταθμό. Ο Κορδονούρης μέτρησε τα
κοφίνια και τα παιδιά, τα βρήκε σωστά και τα έβγαλε έξω. Έβγαλε και τη
Χρυσούλα, μα αφού δεν ήξερα ακόμη να περπατάει Στους μεγάλους ασφαλτοστρωμένους
δρόμους και την πήρε στην αγκαλιά του. Τα άλλα παιδιά σε μούδιασαν, τίναξαν τα
πόδια τους από την ορθοστασία και τους άλλους και ξυπόλητα όπως ήταν, μπήκαν
στη σειρά - με τ' ανάστημα του το καθένα.
Ήταν
μία μικρή διμοιρία καθώς περπατούσαν, και ίσα που δεν έστελναν κανένα τραγούδι
και δεν είχαν Πάρε και καμιά σημαία...
Πλάι
τους, σα να 'θελε να τους δίνει βήμα, πήγαινε ο πατέρας κρατώντας τη Χιονάτη
που Δεν καταλάβαινε τίποτα από τη ζωή και χαμογελούσε ευτυχισμένη.
Στο
πρώτο σταυροδρόμι Σταμάτησε την κουστωδία ένας τροχονόμος με γυαλιστερό κράνος
και ρώτησα τον Κορδονούρη που πάνε.
-
στον κύριο νομάρχη! Απάντησε εκείνος.
-
Δεν θα το βρεις στο γραφείο του και θα κουβαλήσεις και τα παιδιά άδικα. Έφυγε
σήμερα με άδεια.
-
Τότε θα πάμε στον κύριο εισαγγελέα.
-
Και τα τσουρδέλια μαζί;
-
Και αυτά. Θέλουν, βλέπεις, να τον δουν.
-
Ανεβείτε δεξιά, πάρτε το μεγάλο δρόμο πάλι δεξιά και όταν δεις ένα μαρμάρινο
μέγαρο, εμπάτε.
Έτσι
και έγινε.
Η
διμοιρία ήταν ευτυχισμένη που δεν πάταγε σε χαλίκια και σε άμμο, ούτε έβλεπε
απέναντί της όλο την ίδια ατελείωτη θάλασσα να σκούζει και να γελάει. Και
έτρεχε χαρούμενη κοιτάζοντάς ολόγυρα τα μαγαζιά και τα σπίτια, τους ανθρώπους
που οι περισσότεροι φορούσαν καλά ρούχα και είχαν ένα καθαρό πρόσωπο.
Ο
Κλάψας γκρίνιαξε μία στιγμή, αλλά αυτή τη φορά με το δίκιο του. Σταμάτησε την
πορεία και είπε στα αδέρφια του με παράπονο:
-
Ρε παιδιά, καλύτερα δεν ήταν να είχαμε και ένα ταμπούρλο;
-
Σκασμός! Φώναξε ο Κορδονούρης και πρόσταξε να συνεχίσουν. Γύρω ο κόσμος
απορούσε και κάπου-κάπου δυο μάτια βούρκωναν.
Με
την ίδια παράταξη, μπήκαν στο γραφείο του κυρίου εισαγγελέα. Δυο-δυο, το όλον
δέκα, και στο τέλος πατέρας με τη Χρυσούλα στην αγκαλιά.
Απότομα
κείνος ο πλούσιος και ολόφωτος τόπος γέμισε φτώχεια και θλίψη.
Ο
Κορδονούρης αραδιάζει ένα-ένα τα καθέκαστα, είπε για την μπουλντόζα και τι
συφορά, για τον Τουρισμό και τα κοφίνια. Και στο τέλος παρουσίασε τα παιδιά του
με τα ονόματα και τα παρατσούκλια τους με τη δυστυχία που τα περίμενε όντας θα
΄μεναν ανάμεσα γης και ουρανού, στο χάος.
-
Μα αυτό λέει ο νόμος, δυστυχώς! Τον αντίσκοψε με ευγένεια ο εισαγγελέας. Και η
διαταγή είναι αμετάκλητη.
-
Η διαταγή να μην έχουμε πια σπίτι;
-
Μα νοικιάστε καλέ μου άνθρωπε!
-
Με τι, κυρ εισαγγελέα; είμαστε 13 στόματα, δεν βλέπεται; εγώ δεν έχω να τους
πάρω ούτε βρακί να κρύψουν τα απαυτά τους...
-
Και θες να καταργήσω εγώ το νόμο;
-
Αφού θα πεθάνουμε τόσοι άνθρωποι... Και τι ΄ναι ο Νόμος μπροστά σε μας!
Ο
"διερμηνέας" δεν μπορούσε να μην πάρει μέρος και αυτή τη φορά, ίσως
την κρισιμότερη της ζωής τους. Πετάχτηκε ανάμεσα από όλους, πήγε δίπλα στην
πολυθρόνα του εισαγγελέα και του φώναξε:
-
Θες εσύ, κύριε να σου πάρουν αυτό το σπίτι που κάθεσαι εδώ μέσα, και να μείνει
στους πέντε δρόμους; Για να βλέπαμε τι θα 'κανε η αφεντιά σου!
Ο
άλλος δεν κράτησε με χαμόγελο που ζωγραφίστηκε στα χείλη του. Άπλωσε μάλιστα το
χέρι του και χάιδεψε το κεφάλι του παιδιού, και ας ήταν πηγμένα τα μαλλιά του
σαν άμμο και στην αγανάκτηση.
-
Δίκιο έχετε, είπε στο τέλος, μα δεν μπορεί να γίνει αλλιώς! Το κτίσμα είναι
παράνομο και πρέπει να κατεδαφιστεί.
-
Αυτό το κτίσμα που λέτε, ρώτησε ο Κορδονούρης, είναι δηλαδή όπως είπαν οι άλλοι
το "Σεράι" μας;
-
Ναι κύριε κορδονούρη. Και λυπάμαι. Λυπάμαι πάρα πολύ, μα... Σας παρακαλώ να
πηγαίνετε τώρα.
Ο
Κορδονούρης μέτρησε πάλι τα παιδιά, δεν του λείπει κανένα, και έσκυψε και τα
φίλησε. Φίλησε και τη Χρυσούλα και την απίθωσε χάμω από μωσαϊκό- τάχα να μπορεί
να παίζει με κάτι χρώματα που φύτρωναν εδώ και εκεί.
-
Αφού έτσι λέει ο νόμος, είπε, ας έρθει να μου φάει το σπίτι! Και... θα
πηγαίνουμε, κύριε εισαγγελέα, όπως διατάζετε. Μονάχα που δεν θα φύγουμε όλοι
από δω!
-
Τι εννοείς δηλαδή;
-
Να! Θα φύγω μόνος μου και θα σας αφήσω τα παιδιά μου για να τα κρατήσετε εδώ
μέσα ή να τους βρείτε σπίτι. Και εγώ θα κατέβω στο σταθμό, θα πάρω τα κοφίνια
και το καλάθι του τα έφερα και θα πάω στη μάνα τους αδειανά για να θυμάται Τα
παιδιά μας...
Ήταν,
φαίνεται, αποφασισμένος για όλα ο Κορδονούρης και έκανε να φύγει. Τα παιδιά δεν
κατάλαβαν αμέσως τι επρόκειτο να γίνει και ούτε νόμιζαν ότι ο πατέρας τους με
το στρίψιμο που 'κανε, θα χανόταν κιόλας. Μονάχα η Χιονάτη έσκουξε- γιατί
σίγουρα, δεν της άρεσαν τα μαύρα χρώματα που θα το μωσαϊκό.
Ο
εισαγγελέας αναστατώθηκε. Σηκώθηκε απάνω, έτρεξα στον Κορδονούρη και τον έπιασε
τον ώμο. Το πρόσωπο εκείνου του ανθρώπου είχε κιόλας γεράσει.
-
Θα πάρεις λοιπόν, του είπε, τα κοφίνια άδεια;
-
Πού να τα πάω γεμάτα;
Η
διμοιρία είχε χαλάσει με τη σειρά της, έγινε μία μάζα ανάκατη, ταραγμένη σα
μικρή λιμνοθάλασσα από το βοριά. Και σαν αυτός ο βοριάς να άρπαξε το Νόμο και
να σκόρπισε ένα ένα φύλλο του έξω από τα ανοιχτά παράθυρα του γραφείου.
-
Καλά! Έκανε στο τέλος ο εισαγγελέας. Πήγαινε Τα παιδιά σου στο σταθμό και
γέμισε τα κοφίνια... Εχει τρένο απόψε για τον Καϊάφα;
-
Τρένα να δουν τα μάτια σου! Και με βαγόνια που βάζουν τις αποσκευές...
-
Για τα εισιτήρια θα τηλεφωνήσω εγώ!
Ο
Κορδονούρης υποχρεώθηκε και σε που δεν έκλαψε. Γύρω του τα παιδιά δεν ένιωσαν
τίποτα και για αυτό τους είπε πιο καθαρές κουβέντες:
-
Ξέρετε, παιδιά; ο κύριος εισαγγελέας δεν θα αφήσει την μπουλντόζα να χαλάσει το
"Σεράι" μας...
Εκειδά
πετάχτηκε ο Σπάγγος τι είπε για τη διαταγή:
-
Είδατε πούφερα γω τα Σπίρτα και κάψαμε εκείνο το βρωμόχαρτο;
Ένας-ένας
από τη "διμοιρία" πέρασαν έπειτα από τον εισαγγελέα και τον
χαιρέτησαν. Ως και της Χρυσούλας πήρε το χεράκι ο πατέρας της και έκανε και
αυτή το ίδιο. Όταν ήρθε η σειρά του διερμηνέα, πάλι έκανα την καραμπόλα του.
Χωρίς καν να κοκκινίσει, είπε στον εισαγγελέα όταν βρεθεί στον Καϊάφα, να
περάσει από το Σεράι τους να πάρει έναν μεζέ.
-
Μεζέ;
-
Τσιροπούλια, καλέ! Σπουργίτια, που σκοτώνουμε με το λάστιχο.
Και
κάμε να βγάλει η σφεντόνα του...
Αργότερα
που 'φυγε το τρένο, σε όλη τη διαδρομή ως τον Καϊάφα, το βαγόνι των αποσκευών
ήταν γεμάτο από φωνές και τραγούδια που πέρσευαν και έβγαιναν από την
μισάνοιχτη πόρτα, στον κόσμο του Θεού. Και πριν φτάσουν στο σταθμό, τα κοφίνια
και το καλαθάκι είχαν αδειάσει και ένα-ένα έπεφταν από το τρένο στη λήθη.