ΤΡΥΠΗΤΗ(ΎΠΑΝΑ, ΙΣΟΒΑ 'Η ΜΠΙΤΖΙΜΠΑΡΔΙ ): " Ίσταται κατά τον βορράν, στηριζόμενο επί φυσικού μπαλκονίου, εξόχως μεγαλοπρεπής και η περικλείουσα αιώνια βλάστηση αποτελεί τον μανδύα του. Αυτός λάμπει και απαστράπει εις όλα τα παιχνίδια των χρωμάτων εις καθημερινό θέαμα και ακτινοβολεί ως φαιοπράσινη φλόγα υπό τας πρωϊνάς αχτίδας του ηλίου".

''Πρός άρκτον δ' 'ομορα ήν τω Πύλω δύο πολίδια Τριφυλιακά 'Υπανα και Τυπανέαι και ποταμοί δε δύο εγγύς ρέουσι, ο τε Δαλίων (Διάγων) και ο Αχέρων εκβάλοντες εις τον Αλφειόν"
(Στράβων Η΄3,15)

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ

Κυριακή 31 Μαρτίου 2019

Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες!



 Αριστερά ο Δ.Μπαϊρακτάρης και δεξια ένα κουτσαβάκι μπροστα στον Πύργο των Αέρηδων

Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα συμμορίες της Αθήνας λυμαίνονταν τις γειτονιές και ήταν ο φόβος και οτρόμος των πολιτών. Από αυτές τις συμμορίες που αυτοαποκαλούνταν μάγκες ξεπήδησαν τα κουτσαβάκια, ψευτόνμαγκες δηλαδή και λιγότερο επικίνδυνοι. Η ετυμολογία της λέξης είναι κουτσά και βαίνω δηλαδή βαδίζω. Αυτοί οι ψευτόμαγκες βάδιζαν αργά με ένα ελαφρύ ψεύτικο κούτσαμα από το ένα πόδι, έσκυβαν το κεφάλι από την άλλη και μετέπειτα δεν φορούσαν το ένα μανίκι του σακακιού τους. Έφεραν σελάχι μάλλινο μέσα στο οποίο έκρυβαν μαχαίρι το οποίο το χρησιμοποιούσαν συχνά - πυκνά.
Κατά το 1893 συστήθηκε ο θεσμός της στρατιωτικής αστυνομίας και με επικεφαλής τον αστυνομικό διευθυντή Δημήτρη Μπαϊρακτάρη ξεκίνησε ο διωγμός των κουτσαβάκηδων. Τους έκοβε το μισό μουστάκι, το ένα αφόρετο μανίκι ή τις λοϊδες μαλλιών που άφηναν.
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το βιβλίο του δημοσιογράφου Τάσου Κοντογιαννίδη, «Μπαϊρακτάρης, πολιτικοί και κουτσαβάκηδες» και περιγράφει με απολαυστικό τρόπο τη δράση του περίφημου αστυνομικού.   Τα μάτια όλων πέφτουν πάνω στον Μπαϊρακτάρη. Σε όσους έχουν ροπή προς το έγκλημα προκαλεί φόβο και τρόμο. Και σ’ εκείνους που επιθυμούν την ήρεμη ζωή, την ευταξία και την ασφάλεια, σεβασμό και εμπιστοσύνη.
«Φέρε μου το γουρνοψάλιδο! …» διατάζει τον αστυνομικό. Εκείνος, βιαστικά, βγάζει απ’ το δισάκι του ένα χοντρό ψαλίδι, από εκείνα που κουρεύουν τα γιδοπρόβατα. Οι τρεις μάγκες αρχίζουν να δυσανασχετούν. Σηκώνουν ψηλά το κεφάλι σα να κάνουν ικεσία στον ύψιστο και ψιθυρίζουν…
Όχι κύριε διευθυντέα, να χαρείς τα πεθαμένα σου…
Γιατί κύρ’ αστυνόμε, εγώ είμαι αθώος… -Σκάστε ζαγάρια!
Τώρα θα σας δείξω ψωρόμαγκες της μισής οκάς! Και αφού παίρνει στα χέρια του το ψαλίδι, φωνάζει στον εύζωνα. «Φέρε μου αυτόν τον σέρτικο που συνέχεια φωνάζει». 
Ο αστυφύλακας αρπάζει τον πιο ψηλό απ’ τα μαλλιά και το μπράτσο και τον οδηγεί βιαίως μπροστά στον διευθυντή. -«Να δω ρε ζαγάρ αν θα ξαναπάς κάτω από το παράθυρο της χήρας και θα μαχαιρώνεστε…».
Και με τη βοήθεια άλλων δύο αστυνομικών που τον κρατούν χεροπόδαρα, με μια ψαλιδιά αφαιρεί το αριστερό μέρος του τσιγκελωτού μουστακιού και του το δίνει στο χέρι.
 -Πάρτο! Πάρτο! Κι αν σε ξαναδώ, θα σε κουρέψω! Μπρος! Κυκλοφόρα τώρα έτσι, ρεζίλι! Θα σας μάθω εγώ!… Φέρτε μου τον άλλο!
Οι άνδρες του οδηγούν με όχι τόσο κομψό τρόπο και τον δεύτερο και κατόπιν τον τρίτο. Και οι τρεις χωρίς το μισό μουστάκι! Ταπεινωμένοι και εξευτελισμένοι κρύβουν τα πρόσωπά τους για να μη τους δει ο κόσμος που γελά με το χάλι τους. Τα ειρωνικά γέλια με τα πικρόχολα σχόλια ακούγονται τώρα στ’ αυτιά των κουτσαβάκηδων ενοχλητικά. Μοιάζουν με ανήμερα θηρία! Αν μπορούσαν, θ’ άρπαζαν ένα μαχαίρι για να τιμωρήσουν αυτούς που τους χλευάζουν.   Τώρα όμως κρύβουν τα πρόσωπά τους για να μη φανεί στα αδηφάγα μάτια των περιέργων το κομμένο μουστάκι και ρεζιλευτούν ακόμα περισσότερο.
 -«Ε, εσύ! Εσύ με το ζωνάρι στο χέρι! Αυτό το μαχαίρι δεν είναι δικό σου;»
 -«Τι; Η σκανταλιάρα; Ηηήταν κύρ’ Αστυνόμε. Την είχα μαζί μου να καθαρίζω κάνα μήλο…».
 -«Και απ’ το σακάκι γιατί αφήνεις να κρέμεται το μανίκι σου;»
 «Όχι κύρ’ αστυνόμε, πονάει ο πιασμένος ώμος μου, γι αυτό…».
-«Για να μη το φοράς, πάει να πει ρε ρεζίλι ότι δεν σου χρειάζεται».
«Οοόχι κύρ’ διαφεντή! Καινούργιο πράμα είναι, μηηη!…» Με μιας ο συνταγματάρχης αρπάζει το κρεμάμενο μανίκι και με το ψαλίδι το κόβει με μανία.
 -«Μπρος! Πάρτο και μην το ξαναδώ να κρέμεται γιατί θα στο ξανακόψω!…»
ην ίδια τύχη είχαν όσα μανίκια κρέμονταν…
Η ξεφτίλα ήταν μεγάλη και στην μια και στην άλλη περίπτωση και έτσι προτιμούσαν να μπούν στην φυλακή ή αλλιώς "στενή" παρά να κυκλοφορήσουν ανάμεσα στον κόσμο με αποτέλεσμα να βγει η φράση: "Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες".
 Τ Σήμερα, για όσους αγνοούν την ιστορία, το όνομά του παραπέμπει στα γνωστά κεμπάμπ στο Μοναστηράκι, έργο ενός από τους απογόνους του....
ΠΗΓΕΣ:
Τάσου Κοντογιαννίδη, «Μπαϊρακτάρης, πολιτικοί και κουτσαβάκηδες»,
Μηχανή του χρόνου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου