Ο καθηγητής αρχαιολογίας του Εθνικού Πανεπιστημίου Α. Σ. Αρβανιτόπουλος (1930) σε άρθρο του στην «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», αφού περιγράφει τον αμύθητο θησαυρό των καλλιτεχνικών έργων του μουσείου της Άλτεως στην Ολυμπία , καταλήγει ως εξής: «Ταύτα περίπου εν μικρώ ποσοστώ έφερεν η ιερά Άλτις ολίγον προ του τέρματος του δευτέρου μετά Χριστόν αιώνος. Και ήδη επέρχεται το ερώτημα: τι απέγινε το τεράστιο αυτό καλλιτεχνικό Μουσείον; Πάντες οι ανδριάντες ούτοι αφηρέθησαν υπό των Ρωμαίων, εθραύσθησαν υπό των Χριστιανών, εχωνεύθησαν (έγιναν ασβέστης) υπ’ αυτών … εις τοιούτων βαθμόν ώστε να μη σωθεί μηδέ έν, πλην ασημάντων αριθμητικώς τεμαχίων».
Γράφει ο καθηγητής:
Άλτις. Ειδική λέξη των Ηλείων, πιθανώς από την ίδια ρίζα μ’ αυτήν του άλσους, με την οποία δηλώνονταν ο ιερός χώρος που περιελάμβανε τα κυριότερα ιερά, δηλαδή τον ναό και τον μεγάλο βωμό του Ολυμπίου Διός, το Ηραίο, το Πελόπιο, το μητρώο, τα λαμπρότερα αφιερώματα των πόλεων και τους ανδριάντες των ολυμπιονικών, την στοά της Ηχούς, τους θησαυρούς των πόλεων, το Πρυτανείο και κατόπιν – κατά κάποια παράβαση της παλιάς αρχαϊκής αυστηρότητας – το Φιλιππείο και την εξέδρα Ηρώδου του Αττικού…
Περί του καθορισμού της Άλτεως λέγει ο Πίνδαρος (Ολυμπ. 10 στιχ. 44 κ. έ.) ότι πρώτος ο Ηρακλής καταμέτρησε και διαχώρισε και δια πασσάλων καθόρισε ως πανιερώτατο άλσος για τον πατέρα του Δία την Άλτη, τα δε έξω αυτής προσδιόρισε ως τόπο διαμονής και εστιάσεως των προσκυνητών, μέχρι την όχθη του Αλφειού, τον οποίο έταξε ως ένα των δώδεκα θεών, τον δε υπερκείμενο λόφο ως ιερό του παππού του Κρόνου…
Έτσι η Άλτις τειχίστηκε και κοσμήθηκε με μεγαλοπρεπείς ναούς, ιερά και τους ανδριάντες των νικητών. Την μεγαλοπρέπεια του ιερού εκείνου χώρου μπορεί κανείς να σχηματίσει με την φαντασία του εάν αναλογιστεί ότι στους χρόνους της παρακμής (170 μ.Χ.), μετά τις τόσες συλήσεις και διαρπαγές, ο περιηγητής Παυσανίας αντίκρυσε μέσα στην ιερή αυτή Άλτη, εκτός από τους περίλαμπρους ναούς και τα εντός τους σπουδαιότατα καλλιτεχνήματα, ολόκληρο δάσος χάλκινων ανδριάντων και αγαλμάτων θεών, ηρώων και ανδρών, έργων των περισσότερων και άριστων ανδριαντοποιών.
Για να λάβει κανείς ιδέα του πλούτου, αναγράφουμε ότι στο Ηραίο μόνο είδε ο Παυσανίας (Ε΄ 17, 1-20,6) αγάλματα της Ήρας και του Διός, των Ωρών, της Θέμιδος, των Εσπερίδων, της Αθηνάς, της Δήμητρας και κόρης, του Απόλλωνα και της Άρτεμης, της Λητούς, της Τύχης, του Διονύσου, της Νίκης – όλα χρυσελεφάντινα, έργα του Σμίλιδος, του Δορυκλείδου, του Θεοκλέους, του Μέντοδος και άλλων άγνωστων στον περιηγητή καλλιτεχνών.
Επίσης στο Ηραίο είδε ο Παυσανίας τον Ερμή του Πραξιτέλους, την Αφροδίτη του Κλέωνος, τον Έρωτα του Βοήθου, την Ευρυδίκη και Ολυμπιάδα, τον μεν πρώτο μαρμάρινο, τις δύο τελευταίες χρυσελεφάντινες, τα δε λοιπά από χαλκό. Επίσης είδε στο Ηραίο την λάρνακα του Κυψέλου, κάποια κλίνη, τον δίσκο του Ιφίτου και την χρυσελεφάντινη τράπεζα του Κολώτου.
Σημειωτέον ότι ο Παυσανίας δεν αναγράφει όλα τα αναθήματα και τους ανδριάντες τα οποία είδε στην Αλτη, αλλά μόνο τα «αξιολογώτατα αυτών» (Ε΄ 21, 1). Δίπλα στο Μητρώο είδε πάνω από 20 Ζάνες, δηλαδή χάλκινα αγάλματα του Διός, που έγιναν λόγω ποινών που επιβλήθηκαν για παραβιάσεις. Δύο απ’ αυτά ήταν έργα του Κλέωνος, πολλά δε άλλα όμοια αφιερώθηκαν από ιδιώτες και πόλεις προς τιμή του Διός.
Παρακάτω αναγράφει πάμπολλα αναθήματα, όλα σχεδόν χάλκινα, μερικά κολοσσιαίου μεγέθους. Για λίγα απ’ αυτά αναφέρει τους καλλιτέχνες που τα έκαναν: Λύκιο, Αριστόνουν, Ψύλακον, Όναιθον, Αρίστωνα, Τελέσταν, Μούσον, Άσκαρον, Αριστοκλήν…
Ανδριάντες ολυμπιονικών είδε και αναφέρει ο Παυσανίας μέγα πλήθος. Ήταν δε όλοι σχεδόν χάλκινοι. Μετά απ’ αυτούς βρίσκονταν άρματα με άλογα και ηνιόχους και άλλα πρόσωπα. Για μερικά απ’ αυτά αναφέρει τους καλλιτέχνες που τα δημιούργησαν και καταγράφει περίπου εκατό απ’ αυτούς.
Όλων αυτών τα έργα αντιπροσωπεύουν μόλις το ένα τρίτο των ανδριάντων ολυμπιονικών, τους οποίους είδε και αναφέρει ο Παυσανίας. Για τ’ άλλα δύο τρίτα αναγράφει μεν τους ανδριάντες, όχι όμως και τους δημιουργούς καλλιτέχνες τους, ή διότι δεν έφεραν επιγραφή ή διότι δεν φαίνονταν αυτή ή για κάποιον άλλο λόγο.
Απ’ όλα αυτά τα έργα δεν σώθηκε ούτε ένα, μόνο δε λίγα βάθρα και τμήματά τους βρέθηκαν, τα οποία επικυρώνουν δια των φερομένων υπογραφών την πλήρη αξιοπιστία του πολύτιμου περιηγητή. Και συνεχίζει ο καθηγητής:
«Ταύτα περίπου εν μικρώ ποσοστώ έφερεν η ιερά Αλτις ολίγον προ του τέρματος του δευτέρου μετά Χριστόν αιώνος. Και ήδη επέρχεται το ερώτημα: τι απέγινε το τεράστιο αυτό καλλιτεχνικό Μουσείον; Πάντες οι ανδριάντες ούτοι αφηρέθησαν υπό των Ρωμαίων, εθραύσθησαν υπό των Χριστιανών, εχωνεύθησαν (έγιναν ασβέστης) υπ’ αυτών … εις τοιούτων βαθμόν ώστε να μη σωθεί μηδέ έν, πλην ασημάντων αριθμητικώς τεμαχίων»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου