Μάλλον κάνετε λάθος γιατί οποιαδήποτε ομοιότητα είναι προϊόν σύμπτωσης.Οι μαρτυρίες είναι, μετέπειτα, επωνύμων ανθρώπων και εκφράζουν παραστατικά την ανθρώπινη δυστυχία και εξαθλίωση, εξαθλίωση που ζούν πολλοί συνάνθρωποί μας σήμερα και με αβέβαιο αύριο.
Ο μεγάλος Έλληνας ζωγράφος Περικλής Βυζάντιος έζησε στο εργαστήριο του στην Πλάκα και κατέγραψε στο ημερολόγιό του τις μέρες της μεγάλης πείνας στην Αθήνα
14 Νοεμβρίου 1941: Κοιτάω κάθε μέρα τους ανθρώπους που συναντώ στο δρόμο, είναι όλοι αλλαγμένοι και η εξάντληση είναι ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους...
Σήμερα άρχισε να κάνει κρύο. Ο χειμώνας φτάνει, και μαζί με αυτόν η μεγάλη δυστυχία. Θέρμανση δεν υπάρχει, φάρμακα δεν υπάρχουν, φαγητά για έναν άρρωστο είναι ακόμη δυσκολότερο να βρεθούν. Ποια τρέλα κάνει τους ανθρώπους να δημιουργούν έτσι τη δυστυχία τους; Στον άλλο πόλεμο έλεγα, και μαζί με μένα όλος ο κόσμος, πως θα έπαυαν μετά το τέλος του οι άνθρωποι να σκέπτονται κατακτήσεις, και ότι ύστερα από την τετράγωνη απόδειξη πως κανείς δεν βγαίνει ωφελημένος από τον πόλεμο, θα σκέφτονταν με φρίκη μια τέτοια ανοησία. Και όμως.
20 Νοεμβρίου 1941: Σήμερα το πρωί μαθεύτηκε σε όλη την πόλη πως οι Άγγλοι άρχισαν φοβερή επίθεση στη Λιβύη και το Τομπρούκ. (Εγώ δεν έχω ραδιόφωνο, έχει χαλάσει, αλλά μου το είπαν είκοσι διαφορετικοί άνθρωποι στο δρόμο). Έτσι άρχισαν οι ελπίδες της Απελευθέρωσης να ξυπνούν πάλι. Ο κόσμος είναι πια σε απελπιστική θέση, τα πρόσωπα και εκείνων που ως τώρα κάπως κρατιόνταν άρχισαν να έχουν καταφανή τα συμπτώματα της εξάντλησης.
24 Νοεμβρίου 1941: Χτες ένας γνωστός μου είχε πάει στο κέντρο «Piccadilly» να φάει ένα γλυκό, όταν ένα παιδάκι, που τον τραβούσε να του δώσει κάτι, λιποθύμησε μπροστά του από εξάντληση. Το σήκωσε, του έδωσε ένα ποτήρι νερό, και όταν το μικρό συνήλθε, του έφερε ένα δισκάκι με τρία γλυκά για να φάει. Ο μικρός, μόλις τα είδε, γούρλωσε τα μάτια του και άρχισε να φωνάζει και να γελάει, ένα δυνατό, παράξενο γέλιο. Το δυστυχισμένο μικρό είχε τρελαθεί από τη θέα της τροφής.
Έξω από το εστιατόριο «Αβέρωφ», προχτές...........
τη νύχτα, στα σκοτεινά, ακουγότανε μια γοερή φωνή: «Πάρτε το, πάρτε το». Πλησίασαν μερικοί, με την ιδέα πως κάτι πουλούσε ο μεσόκοπος εξαντλημένος άνθρωπος. Ο δυστυχισμένος δεν πουλούσε τίποτε, πρόσφερε στους περαστικούς ένα δυστυχισμένο κοκαλιάρικο αγοράκι, το παιδί του, που δεν μπορούσε πια να το θρέψει. «Πάρτε το, λυπηθείτε το, θα πεθάνει».
24 Δεκεμβρίου: Παραμονή Χριστουγέννων. Τα παιδάκια ήρθανε σαν κάθε χρόνο να τραγουδήσουν τα κάλαντα:
- Καλήν εσπέραν, άρχοντες.....
Άρχοντες; Πεινασμένοι, δεν είχαμε να δώσουμε τίποτε να φάνε τα πεινασμένα παιδάκια, που μόλις στέκονταν ορθά πάνω στα αδύνατα πόδια τους. Περίλυπα κοιτούσαν τα κουρελιασμένα χαρτονομίσματα που τους δίναμε σαν να τα κοροϊδεύαμε, αφού γνωρίζαμε κι εμείς κι αυτά πως δεν αντιπροσώπευαν τίποτε.
26 Δεκεμβρίου 1941: Χθες μάθαμε την πτώση της Βεγγάζης. Η είδηση ήταν το χριστουγεννιάτικο δώρο μας.
Περικλής Βυζάντιος, «Η ζωή ενός ζωγράφου – Αυτοβιογραφικές σημειώσεις (στις «Μαρτυρίες 41-44. Η Αθήνα της Κατοχής», τόμος Α').
«Είναι νύχτα. Κρύο, χιονιάς, πείνα»
Τις τραγικές στιγμές που έζησαν οι Αθηναίοι τις έζησε στο σπίτι της στην οδό Κυδαθηναίων και η Ιωάννα Τσάτσου, αδελφή του ποιητή Γιώργου Σεφέρη και σύζυγος του καθηγητή Πανεπιστημίου και μετέπειτα Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Τσάτσου:
22 Νοέμβρη 1941: Πούλησα το ποδήλατο των παιδιών και μια χρυσή λίρα και πήγα στον Ασύρματο να αγοράσω όσπρια. Θα ήθελα πολύ να βρω και λίγο λάδι και κανένα αυγό. Κάτι βρώμικοι, αξύριστοι άνθρωποι βγάζουν τα χέρια από την τσέπη και μου δείχνουν μυστικά, σαν ζάρια, μέσα στη φούχτα τους, δείγματα από φασόλια και ρεβίθια. Φορτώθηκα δυο οκάδες φασόλια και δύο οκάδες φάβα και γύρισα σπίτι.
25 Νοέμβρη 1941: Είναι νύχτα. Κρύο, χιονιάς, πείνα.
Τι θα γίνει με την πείνα; Τι θα γίνει με την πείνα των παιδιών;
Το δωμάτιό μου είναι παγωμένο. Πεινώ. Ποτέ δε σηκώνομαι από το τραπέζι χορτάτη. Γύρω μου έρχονται όλα τα παιδικά προσωπάκια της Πλάκας, σκελετωμένα, όλο μάτια. Μάτια γεμάτα απορία, που δεν καταλαβαίνουν. Τι να καταλάβουν; Πώς στέρεψε η γη; Πώς στέρεψε η αγάπη; Και είναι πάρα πολλά. Τα γνωρίζω όλα από τους μήνες του πολέμου. Έχω επιστρατέψει τις φίλες μου να μου μαζεύουν και το τελευταίο ψιχουλάκι τροφής. Το ίδιο κάνω κι εγώ. Η Ειρήνη Τσιμπούκη μου φέρνει σε τενεκεδάκια κονσέρβας ό,τι βρίσκει. Και στο σούρουπο, με το φακό στο χέρι, αναζητούμε αυτά τα παιδιά στις σκοτεινές κάμαρες των παλιών σπιτιών, να τους μοιράσομε ό,τι έχομε.
Χθες βράδυ ο μικρός Στέφανος Μιχαλόπουλος, στην οδό Θουκυδίδου 10, μοναχός του, ξαπλωμένος στη γωνιά της ερειπωμένης κάμαρας, περίμενε. Μας περίμενε όπως κάθε βράδυ με τα μάτια καρφωμένα στην πόρτα.
Όταν δεν γνωρίζεις, μπορείς ίσως να βρεις λίγη γαλήνη. Μα όταν έχεις φιλία με το παιδί, αυτή τη φιλία που σου χαρίζει άνετα και σε εμπιστεύεται, και δε γυρεύει, μα σε κοιτάζει με τα μεγαλωμένα μάτια του και περιμένει. Θεέ μου! Δε χωρεί πια αναβολή, ούτε μέρας ούτε ώρας κάτι πρέπει να γίνει.
Ιωάννα Τσάτσου, «Φύλλα Κατοχής» (στις «Μαρτυρίες 41-44. Η Αθήνα της Κατοχής», τόμος Α').
«Παιδιά ξυπόλητα, σκελετωμένα...»
Η ζωή στην κατοχική Αθήνα περιγράφεται με τα μελανότερα χρώματα σε έκθεση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού:
«Άνδρες και γυναίκες έπεφταν αποκαμωμένοι στους δρόμους και πολύ συχνά πέθαιναν. Τη νύχτα άκουγε κανείς ανθρώπους πλαγιασμένους στα κρεβάτια τους να φωνάζουν με βασανισμένη φωνή πεινώ, πεινώ.
Κάθε μέρα τα κάρα μετέφεραν στο νεκροτομείο εκατοντάδες πτωμάτων, τα οποία θάπτονταν σε κοινούς τάφους. Η εξάντλησις, βοηθούμενη από το κρύο του Δεκεμβρίου και Ιανουαρίου θέριζε προ πάντων τους αδύνατους οργανισμούς. Γέροι, άρρωστοι, ασθενικά παιδιά πέθαιναν σιωπηλά. Η αγωνία των άλλων που ξέφυγαν αυτή την πρώτη εκατόμβη είχε λάβει φρικτή όψη. Το πεινασμένο πλήθος έτρεχε στους δρόμους, αρπάζοντας και καταβροχθίζοντας οποιαδήποτε απορρίμματα. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν τραγική όψη, ντυμένοι με βρώμικα κουρέλια και με πρόσωπα αλλοιωμένα από την πείνα και τα ζωύφια.
Όταν τους παρουσιαζόταν ευκαιρία, έκλεβαν και άρπαζαν, ακόμη και διαρρήξεις και εγκλήματα μπορούσαν να κάνουν για μερικές μπουκιές.
Αφού υπέφεραν αρκετές εβδομάδες, οι περισσότεροι υπέκυπταν.
Γύρω από τις εργατικές παράγκες έβλεπε κανείς παιδιά ξυπόλυτα, σκελετωμένα, με ωχρό και κοκαλιάρικο πρόσωπο, καθισμένα στον ήλιο για να απολαύσουν τις ακτίνες του. Ξύνονταν για να μετριάσουν τη φαγούρα που τους προκαλούσαν η βρώμα και οι ψείρες. Η επιδερμίδα τους αιμορροούσε.
Μέσα στα μισοσκότεινα σπίτια διέκρινε κανείς ετοιμοθάνατους με κουρέλια, το σώμα τους πρησμένο από τα οιδήματα, γεμάτο πυώδεις πληγές. Δεν άκουγε κανείς παρά στεναγμούς.
Η αστική τάξις υπέφερε πάρα πολύ.
Ανθρώπους, που άλλη φορά είχαν περιποιημένη εμφάνιση, τους συναντούσες στα γραφεία τους ή στο δρόμο σε αξιολύπητη κατάσταση, το πρόσωπό τους αδύνατο, γηρασμένοι μέσα σε λίγους μήνες, με σβησμένο βλέμμα, με φθαρμένα ρούχα».
«Μπόρα είναι θα περάσει»
«Χειμώνας του 1942. Μια μέρα, καθώς ανηφόριζα την οδό Σίνα είδα κάτι που τράβηξε την προσοχή μου. Ένας ψηλός και κοκαλιάρης άντρας έσερνε ένα καροτσάκι από αυτά που κουβαλάνε τσιμέντο στις οικοδομές και μέσα κοιμόταν ένα κοριτσάκι. Το ξανθό κεφαλάκι του ακουμπούσε στη μια άκρη του καροτσιού, το κορμάκι του ήταν χωμένο μέσα στο καρότσι και τα καλαμένια πόδια και χέρια του κρέμονταν άχαρα απέξω.
Ο άντρας σαν να κουράστηκε, ακούμπησε το καρότσι κοντά στο πεζοδρόμιο, κάθισε, έβγαλε ένα αναστεναγμό και σκέπασε το πρόσωπό του με τα δυο του χέρια. Σταμάτησα, τον πλησίασα και ρώτησα δισταχτικά: Τι έχει το κοριτσάκι; Είναι άρρωστο, κοιμάται;. Και πριν πάρω απάντηση έχωσα αυθόρμητα το χέρι μου στην τσάντα μου να βγάλω ένα παξιμάδι που είχα πάρει μαζί μου για να το φάω με το μεσημεριανό συσσίτιο στη φοιτητική Λέσχη. Άλλωστε, συνηθίζαμε τότε, αν είχαμε τίποτα φαγώσιμο, σύκα, σταφίδες, ελιές, παξιμάδια, να τα παίρνουμε μαζί μας, μήπως λυγίσουν τα πόδια μας στο δρόμο από την πείνα, ή για να το δώσουμε σε κάποιον άλλο άγνωστό μας που τον βλέπαμε να λιποθυμάει και να πέφτει κατάχαμα. Ο άνθρωπος είδε την κίνησή μου, κατάλαβε και απάντησε με ανείπωτη θλίψη: Δεν χρειάζεται τίποτα πια το παιδί μου, πέθανε πριν λίγο από την πείνα. Πάω τώρα να το θάψω κάπου κρυφά, για να μη χάσουμε και το δελτίο για τα τρόφιμα. Αν σου περισσεύει τίποτα, δώσε το σε μένα για να σταθώ στα πόδια μου, να καταφέρω να φτάσω στο σπίτι μου εδώ στο κάτω μέρος του Λυκαβηττού».
Όσο μίλαγε, η συγκίνησή μου, που ανέβαινε σαν κόμπος από το στήθος στο λαιμό μου και μ' έπνιγε, ξέσπασε κι έγινε κλάμα. Γύρισε, με κοίταξε, μου έπιασε τα χέρια και μου είπε με πνιχτή φωνή. Μην κλαις, παιδί μου, κουράγιο. Μπόρα είναι και θα περάσει. Ένιωσα ανακούφιση. Αφού αυτός ο πονεμένος πατέρας είχε τη δύναμη να πει μπροστά στο πεθαμένο παιδί του τη λέξη κουράγιο, επανέλαβα κι εγώ μηχανικά: Ναι, κουράγιο, μπόρα είναι και θα περάσει.
Τούλα Δρακοπούλου, «Τα παιδιά μας στην Αντίσταση» (στις «Μαρτυρίες 41-44. Η Αθήνα της Κατοχής», τόμος Α').
«Προχθές πούλησα τις χρυσές μας βέρες....»
Και οι τιμές των αγαθών πρώτης ανάγκης να τραβάνε την ανηφόρα?
5 Φεβρουαρίου 1942: Ποιος θα το 'λεγε προ τριών τεσσάρων μηνών ότι τα τρόφιμα θα έφθαναν σε τέτοιες εξωφρενικές τιμές! Φασόλια 1.700 δρχ., ρύζι 2.500 δρχ., αλεύρι 2.000 δρχ., βούτυρο φρέσκο 5.000 δρχ., τα αυγά 150 δρχ. το ένα και το κρέας 1.900 δρχ. Αλλά κι αυτά τα προϊόντα είναι σπανιότατα. Λαχανικά σχεδόν ανύπαρκτα. Ο μισθός ενός οικογενειάρχη μεσαίας τάξεως κατά μέσον όρο δεν είναι μεγαλύτερος από 5-8.000 δρχ., πώς να ζήσει αυτός κι η οικογένειά του; Αυτό το πρόβλημα το αντιμετωπίζουμε όλοι μας. Προχθές πούλησα τις χρυσές μας βέρες και πήρα τρεις οκάδες αλεύρι!
Μίνος Δούνιας, «Έπειτα από 120 χρόνια ελεύθερης ζωής είμεθα πάλι σκλάβοι» (στις «Μαρτυρίες 41-44. Η Αθήνα της Κατοχής», τόμος Α').
makeleio.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου