....
-
θάλεια, της είπα, δεν ήρθα για τις 16.500 γρόσσια του Βελή. Ο άντρας σου, ο
Λίνκχ, ο Φόστερ, ο Χάλερ, παίρνουν τους εθνικούς μας θησαυρούς. Δεν έβαλες
καμιά φορά στο νου σου πως μερικοί άνθρωποι θα σκεφτόντουσαν να τους
προστατεύσουν;
Σηκώθηκε
τρομαγμένη.
-
είσαι φιλικός, είσαι φιλικός! Ψέλλισε. Α, γιώργο, μην κάνεις τίποτε, δεν θα
μπορέσεις να κάνεις τίποτε, ποτέ...
-
δεν θα κάνω; είπα με πείσμα. Θα το δης. Που είναι ο άντρας σου;
-
δεν είναι εδώ, δεν είναι εδώ...
Έβλεπα
πως φοβούντανε, πώς έτρεμε για μένα. Αλλά εγώ είχα πάρει πια φορά.
-
Πού είναι; είπα σηκώνομενος.
-
Δεν είναι εδώ. Πήγε με τους άλλους στο Ναυαρίνο...
-
Στο Ναυαρίνο;
-
Μας ήρθε η είδηση το μεσημέρι πως ο Αχμέτ Μαχομέτ, προτεινόμενος από τους
Ναυαρινούς... μυνήσανε χτες κανονιέρες αγγλικές από τη Ζάκυνθο, αλλά θα τα
μπαρκάρουν τώρα όπως όπως σε μία Κορβέτα. Τους περιμένουμε να γυρίσουν για να
φύγουμε...
-
Και εσύ;
-
Και εγώ, είπε κλίνοντας το κεφάλι.
Γύρισα
προς το μέρος της θάλασσας. Η Σφακτηρία μόλις εφαινόταν στη βραδινή άχνη.
Βορεινότερα, απάνω στο τείχος της παραλίας, γυάλιζαν ανεπαίσθητα μερικά
πυροβόλα. Κανείς δεν ήταν στον Άσπρο δρόμο.
Βήματα
απαλά ακούστηκαν Στα χαλίκια. Η θάλεια σκούπισε τα μάτια της γρήγορα.
Ο
Βάγκνερ πρόβαλε με το άλμπουμ του. Μας Πλησίασε. Χτυπούσε οικειότατα την κυρία
Κκρόπιους στον ώμο, ενώ την κοίταζε με ένα ύφος αφόρητο... Με ένα ύφος που
παραλίγο θα με έκανε να ξεφωνίσω.
-
Έ! πως βρήκε ο κύριος γραμματεύς τη ζωφόρο μας;
-Λαμπρή!
Απάντησα με τόνο ξέρω.
-Α,
αλήθεια; βλέπω πως έχετε την ίδια γνώμη με τους άλλους.
-Ποιούς;
-
Τον Γκρόπιους, τον Χάλερ...Σκοτώνουνται οι δυστυχείς να τ' ασφαλίσουν. Θα σας
είπε βέβαια η κυρία πως τρέχουν, καλοκαιριάτικο απομεσήμερο, στο Ναυαρίνο για
να εξασφαλίσουν την Κορβέτα του Ουέλλερ...
-Ά,
είπα ειρωνικά.
-Ενώ
εγώ, πρόσθεσα, δεν σκοτίζουμαι καθόλου. Η ζωφόρος αυτή είναι απαίσια, χειρότερη
από ρωμαϊκή. Η αυτού υψηλότης, ο Πρίγκηψ της βαυαρίας, δεν θα είναι μεταξύ των
πλειοδοτών αυτή τη φορά, κατά πάσα πιθανότητα.
-Εγώ,
του είπα, έμαθα από το βαρόνο Χάλερ του Χάλερσταϊν πώς προσφέρει απεναντίας
60.000 ισπανικά δολάρια, σχεδόν το διπλό από ότι νομίζει ότι είναι αρκετό Ο
κόμης Μονταλιβέ.
-Ά,Α!
Φώναξε χτυπώντας με στον ώμο, όσο για αυτό θα είχα πολλά να σας απαντήσω. Αλλά
ας μη λησμονούμε την κυρία που δεν φαίνεται εξαιρετικά ευδιάθετη. Άλλωστε θα
είμαι εδώ και αύριο. Και εσείς, αν δεν κάνω λάθος! Πρόσθεσε με το ανυπόφορο
χαμόγελό του.
Έπειτα
από πολύ ώρα, ενώ καθισμένοι οι τρεις στη βεράντα του εξωτικού μπανγκαλόου, που
είχαν φτιάξει πρόχειρως οι έξι αρχαιολόγοι, πίναμε παγωμένο cherry-brandy,
έφτασε ο πρόξενος της Αγγλίας με τους άλλους. Ήταν κατάκοποι και βουτηγμένοι
στον ιδρώτα. Ο κύριος Γκρόπιους προχώρησε προς εμέ. Είχε ένα ύφος
δυσαρεστημένο, θυμωμένο σχεδόν. Καταλαβαίνω τώρα πολύ καλά πώς κατόρθωνε να κάνει
όπως ήθελε τη δυστυχισμένη Θάλεια.
-Έχω
την τιμή... Άρχισε.
-Ο
ο γραμματεύς του βελή Πασά Γεώργιος Σταύρος. Θα γνωρίζετε ότι...
Το
πρόσωπο του έγινε αποκρουστικό. Αλλά εγώ καταλάβαινα πως το ότι με είχε βρει
κοντά στη γυναίκα του, περισσότερο και από την επίσημη μου ιδιότητα, τον
ερέθιζε τρομερά.
-Α,
μου είπε, μπορείτε να πείτε στην αυτού εξοχότητα, το βελή Πασά, πως αν δεν
είμαστε ευρωπαίοι, δηλαδή έντιμοι άνθρωποι, που κρατούμε το λόγο μας, δεν θα
βλέπε τσεντέζιμο, τοσούτω μάλλον καθόσον ο Αχμέτ Μαχομέτ έχει απαιτήσεις
κυριαρχικές που μας κοστίζουν... Για να τα σώσουμε από τα νύχια του...
-
Ξέρω, ξέρω είπα απότομα.
-Τι
ξέρετε;
-Πως
ο Αχμέτ Μαχομέτ δεν θα αφήσει τη ζωοφόρο.
-
Αλήθεια;... Είπε ειρωνικά. Τότε, αν βρίσκετε, αν έχετε τη βεβαιότητα...
Τον
κοίταζα ψυχρά. Τα μπέρδεψε. Τέλος κατόρθωσε να καταλήξη:
-
Δεν έχουμε καμία υποχρέωση να δώσουμε του Βελλή...
Εξακολούθησε
να τον κοιτάζω ατάραχος.
-
Πάντως, παρατήρησε, είστε περίεργος αντιπρόσωπος και προστατεύεται τα
συμφέροντα του αυθέντου σας κατά τρόπο πρωτότυπο...
-
Προστατεύω, του είπα σιγά-σιγά, την κληρονομιά που μας άφησαν οι πρόγονοί μας.
Μερικοί άλλοι και εγώ. Εμείς ειδοποιήσαμε το Μαχομέτ. Δεν θα έχετε βέβαια
ακούσει πως κάτι άνθρωποι...
Άρχισε
να γελά. Ωστόσο διέκρινα κάποια ταραχή στη φωνή του.
-
Φίλε μου, είπε ύστερα από λίγη ώρα, λυπούμαι πολύ που θα ματαιωθούν οι
αξιέπαινες ενέργειές σας. Τα γλυπτά δεν θα φύγουν αύριο το απόγευμα, όπως
νομίζετε, με τις αγγλικές κάνουν ιερές, αλλά απόψε με την Κορβέτα του James
weller. Αύριο, όταν θα φτάσει ο Μαχομέτ... Τα είδατε Άλλωστε πως ήταν έτοιμα.
Τώρα οι εργάτες θα κατεβάζουν.
-Α,
φώναξα, κλέφτες, όχι, δεν θα τα πάρετε!
Όρμησε
έξαλλος πάνω στο πρόξενο. Εκείνος οπισθοχώρησε. Άξαφνα είδα στο χέρι του να
γυαλίζει ένα πιστολέτο με μακριά κάννη.
Οι
αρχαιολόγοι με τη Θάλεια είχαν σηκωθεί έκπληκτοι και ταραγμένοι.
Για
ένα δευτερόλεπτο, ο Γκρόπιους στάθηκε ακίνητος. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ, δεν θα
το έβαζε ο νους μου πώς θα τολμούσε να μου τραβήξει. Μία απειλή μονάχα...
-
Μην προχωρήσεις! Άκουσα τη βραχνή φωνή του.
-
Κλέφτες! Ξανά φώναξα καθώς ορμούσα κατά πάνω του.
Ήταν
τρέλα το ξέρω, ποιος είναι κείνος από όσους διαβάζουν αυτές τις γραμμές, που
δεν του Έτυχε έστω και μία φορά στη ζωή του, να ορμήσει ακάθεκτος χωρίς να δει
τίποτα μπροστά του;...
Μία
φούσκα κόκκινη ξέσπασε μπρος στα μάτια μου. Με ένα απότομο τίναγμα έπεσα προς
τα πίσω, τυφλωμένος από το αίμα μου.
Ήρθα
στις αισθήσεις μου από ένα κάψιμο τρομερό στο στόμα. Κάποιος με έχει αναγκάσει
να ρουφήξω ένα ολόκληρο μπουκάλι κονιάκ.
-
Γιώργο:
Άνοιξε
τα μάτια μου. Ήταν ο υπασπιστής του Αχμέτ. Με αυτόν, χθες το πρωί, είχα
συνεννοηθεί για τα μάρμαρα...
-
Γιώργο, ψιθύρισε, φύγανε;
-
τώρα ήρθατε;
Πρόσθεσα
με αγωνία:
-
Τι ώρα είναι;
-
Έντεκα...
-
Θα βγαίνουν από το λιμάνι.
-
Πού;
-
Στο Ναυαρίνο.
Ο
Σαλίχ χάθηκε χωρίς να πει τίποτα άλλο. Έπιασα το κεφάλι μου. Βιαστικά, αδέξια,
κάποιος το είχε τυλίξει. Ποιος;
Σύρθηκα
στη βεράντα του μπανγκαλόου. Στην αρχή πονούσα φρικτά, μα άξαφνα πέρασε κάθε
πόνος. Στο πυκνό σκοτάδι άπειρα ποδοπατήματα ακούγονταν... Στο πέλαγο πέρα,
μέσα στη νύχτα, δύο φώτα χλωμά τρεμόσβυναν.
Περίμενα
μία ώρα με σφιγμένη καρδιά. Είχα αρχίσει να τουρτουρίζω, αν και η νύχτα ήταν
χλιαρή.
Έπειτα
δύο φώτα κόκκινα άναψαν ακόμα. Με τρόμο σκέφτηκα πως η θέση τους συνέπιπτε με
την θέση των πυροβόλων της παραλίας. Έσβησαν και άναψαν μερικές φορές. Τα δύο,
τα πρώτα, κινούνταν σιγά σιγά χωρίς να σβήνουν. Σε λίγο μία εκπυρσοκρότηση
τάραξε τον αέρα. Μία φευγαλέα κόκκινη γραμμή έσκισε, πολύ μακριά, τη νύχτα. Τα
κινητά φώτα εξακολούθησαν το δρόμο τους. Τώρα ολόκληρη ομοβροντία από κανονιές
ακούγονταν. Τα φώτα που κινούνταν απαλά, άρχισαν Να τρέχουν και έπειτα στάθηκαν
εντελώς. Μία μεγάλη φλόγα ανέβαινε από τη θάλασσα, μία φλόγα που με γέμισε
φρίκη. Άθελά θυμόμουν ένα δειλινό, πολλά χρόνια πίσω, με ένα κόκκινο ματωμένο
φουστάνι...
Η
φλόγα εξακολούθησε να καίγη πολλές ώρες. Όλα τα άλλα φώτα είχαν σβήσει. Έκανε απεγνωσμένες
προσπάθειες να σηκωθώ. Αλλά η απώλεια του αίματος μου είχε παραλύσει τις
δυνάμεις. Με φρίκη καθόμουν εκεί, ανίσχυρος θεατής του δράματος.
Καθώς
η νύχτα υποχωρούσε γύρω από το καιόμενο σκάφος, καμιά δεκαριά λευκές σιλουέτες
φάνηκαν.
-
Οι κανονιέρες! Ψιθύρισα.
Δεν
μπορούσα να ιδώ τίποτε άλλο στο γκρίζο μισόφωτο που απλωνόταν ακόμα στη
θάλασσα. Τι είχε γίνει ζωφόρος; οι επιβάτες; η Θάλεια;
Έπειτα
από λίγη ώρα, οι κανονιέρες έφυγαν. Ήταν καιρός. Η Κορβέτα άρχισε να διαλύεται
σε πλήθος από φλεγόμενα κομμάτια ξύλων, που τα σπρώχνε ο αγέρας στη στεριά...
Το
πρωί είδα το Βάγκνερ πάνω από το κεφάλι μου. Με την καφετιά του ρεντικότα, την
πράσινη κιλότα του, φαίνονταν φρέσκος φρέσκος...
-
Κύριε Βάγκνερ, μουρμούρισα.
-
Τι παιδί! Είπε περιφρονητικά
Έβγαλε
από την τσέπη του γάζα και οινόπνευμα, και μου περιποιόταν την πληγή.
-
Αμυχή στο μέτωπο. Ασήμαντη πληγή, εντελώς ασήμαντη. Άλλωστε βρίσκω πόσο
δυστυχής ο Γκρόπιους εν μέρει είχε δίκιο. Παίρνατε πολλές ελευθερίες με τη
γυναίκα του. Εννοώ, εννοώ τι θα μου πείτε, να βλέπετε, όταν το έκανε εκείνος,
εξ ιδίας προαιρέσεως, για δικό τους συμφέρον, το πράγμα άλλαζε...
Έτρεμα
τόσο πολύ που ο βαυαρός ζωγράφος τρόμαξε.
-
Έχετε πυρετό, πολύ πυρετό, είπε με περίεργο τόνο.
-
Όχι, διαμαρτυρήθηκα, πείτε μου τι γίνηκαν...
-
Γλίτωσαν, ας ελπίσουμε τουλάχιστο. Εμεινα όλη τη νύχτα στο Ναυαρίνο. Καμμιά
βάρκα από τη στεριά δεν τολμούσε να πάει. Φοβούντανε... Έπειτα έφτασαν οι
κανονιέρες. Τις είχαμε δει από μακριά...
-
Πάμε... Μουρμούρισα με λυγμούς.
-
Πού;
-
Στο Ναυαρίνο!
-
Τι τρέλα! Έκανε με το ύφος του που είχε γίνει πάλι αποκρουστικό.
-
Πάμε...
Δεν
αρνήθηκε πια. Κάναμε ώρες για να φτάσουμε στην παραλία. Τα συντρίμμια της
κορβέτας γέμιζανε την αμμουδιά. Μερικά ξύλα κάπνιζαν ακόμη αλλά δίδοντας πυκνές
τολύπες άσπρου καπνού. Ένα ένα άρχισα να τα ψάχνω με αγωνία. Πίσω μου ο Βάγκνερ
μου φώναζε ειρωνικά- μα δεν στο είπα χίλιες φορές, αγαπητέ μου; η ζωή της
Θάλειας ήταν πολύ πολύτιμη για να μην την
σεκουράρει... πρώτη.
Δεν
τον άκουγα. Ήξερα πως είχε πεθάνει. Αλλά τι κι αν έπεφτα μισοπεθαμένος, δίχως
πνοή; αρκεί μόνο...
Άξαφνα
άφησα μία φωνή απελπισίας, μία φωνή φρίκης. Είχαμε φτάσει σε έναν ορμίσκο από
μεγάλους βράχους. Πολλά, άπειρα συντρίμμια είχε ρίξει το κύμα εκεί. Χάρτες,
πυξίδες, καπέλα, βιβλία. Και μέσα σε όλα αυτά τα θλιβερά απομεινάρια, έπλεε ένα
κομμάτι άσπρης μουσελίνας με ροζ βούλες, τρυπημένο από τη μια,δυο, αμέτρητα σφαίρες αμέτρητες
σφαίρες...
ΤΕΛΟΣ