ΤΡΥΠΗΤΗ(ΎΠΑΝΑ, ΙΣΟΒΑ 'Η ΜΠΙΤΖΙΜΠΑΡΔΙ ): " Ίσταται κατά τον βορράν, στηριζόμενο επί φυσικού μπαλκονίου, εξόχως μεγαλοπρεπής και η περικλείουσα αιώνια βλάστηση αποτελεί τον μανδύα του. Αυτός λάμπει και απαστράπει εις όλα τα παιχνίδια των χρωμάτων εις καθημερινό θέαμα και ακτινοβολεί ως φαιοπράσινη φλόγα υπό τας πρωϊνάς αχτίδας του ηλίου".

''Πρός άρκτον δ' 'ομορα ήν τω Πύλω δύο πολίδια Τριφυλιακά 'Υπανα και Τυπανέαι και ποταμοί δε δύο εγγύς ρέουσι, ο τε Δαλίων (Διάγων) και ο Αχέρων εκβάλοντες εις τον Αλφειόν"
(Στράβων Η΄3,15)

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ

Κυριακή 31 Μαρτίου 2019

Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες!



 Αριστερά ο Δ.Μπαϊρακτάρης και δεξια ένα κουτσαβάκι μπροστα στον Πύργο των Αέρηδων

Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα συμμορίες της Αθήνας λυμαίνονταν τις γειτονιές και ήταν ο φόβος και οτρόμος των πολιτών. Από αυτές τις συμμορίες που αυτοαποκαλούνταν μάγκες ξεπήδησαν τα κουτσαβάκια, ψευτόνμαγκες δηλαδή και λιγότερο επικίνδυνοι. Η ετυμολογία της λέξης είναι κουτσά και βαίνω δηλαδή βαδίζω. Αυτοί οι ψευτόμαγκες βάδιζαν αργά με ένα ελαφρύ ψεύτικο κούτσαμα από το ένα πόδι, έσκυβαν το κεφάλι από την άλλη και μετέπειτα δεν φορούσαν το ένα μανίκι του σακακιού τους. Έφεραν σελάχι μάλλινο μέσα στο οποίο έκρυβαν μαχαίρι το οποίο το χρησιμοποιούσαν συχνά - πυκνά.
Κατά το 1893 συστήθηκε ο θεσμός της στρατιωτικής αστυνομίας και με επικεφαλής τον αστυνομικό διευθυντή Δημήτρη Μπαϊρακτάρη ξεκίνησε ο διωγμός των κουτσαβάκηδων. Τους έκοβε το μισό μουστάκι, το ένα αφόρετο μανίκι ή τις λοϊδες μαλλιών που άφηναν.
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το βιβλίο του δημοσιογράφου Τάσου Κοντογιαννίδη, «Μπαϊρακτάρης, πολιτικοί και κουτσαβάκηδες» και περιγράφει με απολαυστικό τρόπο τη δράση του περίφημου αστυνομικού.   Τα μάτια όλων πέφτουν πάνω στον Μπαϊρακτάρη. Σε όσους έχουν ροπή προς το έγκλημα προκαλεί φόβο και τρόμο. Και σ’ εκείνους που επιθυμούν την ήρεμη ζωή, την ευταξία και την ασφάλεια, σεβασμό και εμπιστοσύνη.
«Φέρε μου το γουρνοψάλιδο! …» διατάζει τον αστυνομικό. Εκείνος, βιαστικά, βγάζει απ’ το δισάκι του ένα χοντρό ψαλίδι, από εκείνα που κουρεύουν τα γιδοπρόβατα. Οι τρεις μάγκες αρχίζουν να δυσανασχετούν. Σηκώνουν ψηλά το κεφάλι σα να κάνουν ικεσία στον ύψιστο και ψιθυρίζουν…
Όχι κύριε διευθυντέα, να χαρείς τα πεθαμένα σου…
Γιατί κύρ’ αστυνόμε, εγώ είμαι αθώος… -Σκάστε ζαγάρια!
Τώρα θα σας δείξω ψωρόμαγκες της μισής οκάς! Και αφού παίρνει στα χέρια του το ψαλίδι, φωνάζει στον εύζωνα. «Φέρε μου αυτόν τον σέρτικο που συνέχεια φωνάζει». 
Ο αστυφύλακας αρπάζει τον πιο ψηλό απ’ τα μαλλιά και το μπράτσο και τον οδηγεί βιαίως μπροστά στον διευθυντή. -«Να δω ρε ζαγάρ αν θα ξαναπάς κάτω από το παράθυρο της χήρας και θα μαχαιρώνεστε…».
Και με τη βοήθεια άλλων δύο αστυνομικών που τον κρατούν χεροπόδαρα, με μια ψαλιδιά αφαιρεί το αριστερό μέρος του τσιγκελωτού μουστακιού και του το δίνει στο χέρι.
 -Πάρτο! Πάρτο! Κι αν σε ξαναδώ, θα σε κουρέψω! Μπρος! Κυκλοφόρα τώρα έτσι, ρεζίλι! Θα σας μάθω εγώ!… Φέρτε μου τον άλλο!
Οι άνδρες του οδηγούν με όχι τόσο κομψό τρόπο και τον δεύτερο και κατόπιν τον τρίτο. Και οι τρεις χωρίς το μισό μουστάκι! Ταπεινωμένοι και εξευτελισμένοι κρύβουν τα πρόσωπά τους για να μη τους δει ο κόσμος που γελά με το χάλι τους. Τα ειρωνικά γέλια με τα πικρόχολα σχόλια ακούγονται τώρα στ’ αυτιά των κουτσαβάκηδων ενοχλητικά. Μοιάζουν με ανήμερα θηρία! Αν μπορούσαν, θ’ άρπαζαν ένα μαχαίρι για να τιμωρήσουν αυτούς που τους χλευάζουν.   Τώρα όμως κρύβουν τα πρόσωπά τους για να μη φανεί στα αδηφάγα μάτια των περιέργων το κομμένο μουστάκι και ρεζιλευτούν ακόμα περισσότερο.
 -«Ε, εσύ! Εσύ με το ζωνάρι στο χέρι! Αυτό το μαχαίρι δεν είναι δικό σου;»
 -«Τι; Η σκανταλιάρα; Ηηήταν κύρ’ Αστυνόμε. Την είχα μαζί μου να καθαρίζω κάνα μήλο…».
 -«Και απ’ το σακάκι γιατί αφήνεις να κρέμεται το μανίκι σου;»
 «Όχι κύρ’ αστυνόμε, πονάει ο πιασμένος ώμος μου, γι αυτό…».
-«Για να μη το φοράς, πάει να πει ρε ρεζίλι ότι δεν σου χρειάζεται».
«Οοόχι κύρ’ διαφεντή! Καινούργιο πράμα είναι, μηηη!…» Με μιας ο συνταγματάρχης αρπάζει το κρεμάμενο μανίκι και με το ψαλίδι το κόβει με μανία.
 -«Μπρος! Πάρτο και μην το ξαναδώ να κρέμεται γιατί θα στο ξανακόψω!…»
ην ίδια τύχη είχαν όσα μανίκια κρέμονταν…
Η ξεφτίλα ήταν μεγάλη και στην μια και στην άλλη περίπτωση και έτσι προτιμούσαν να μπούν στην φυλακή ή αλλιώς "στενή" παρά να κυκλοφορήσουν ανάμεσα στον κόσμο με αποτέλεσμα να βγει η φράση: "Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες".
 Τ Σήμερα, για όσους αγνοούν την ιστορία, το όνομά του παραπέμπει στα γνωστά κεμπάμπ στο Μοναστηράκι, έργο ενός από τους απογόνους του....
ΠΗΓΕΣ:
Τάσου Κοντογιαννίδη, «Μπαϊρακτάρης, πολιτικοί και κουτσαβάκηδες»,
Μηχανή του χρόνου

Η σύλληψις του Κολοκοτρώνη!



Η σύλληψις του Κολοκοτρώνη έλαβε χώρα κατά την νύκτα της 6ης προς 7ης Σεπτεμβρίου 1833. Ο μοίραρχος Κλέωπας περιστοιχιζόμενος ύπο τεσσαράκοντα χωροφυλάκων ωπλισμένων βαρύτατα κινεί πορείαν πάσης ησυχίας προς τον οικίσκο του Γέρου του Μοριά ίνα εκτελέσωσι τας διαταγάς της αντιβασιλείας προς σύλληψις του Κολοκοτρώνη και μεταφοράς αύτου εις Ανάπλι.
Οι χωροφύλακες εισορμήσαντες ηρεύνησαν πανταχού. Η ελπίς ευρέσεως όπλων και οπλοφόρων ήτο φρούδη. Εύρον μόνον έν σπαθί, έν τουφέκι και μίαν πιστόλαν ανήκονταν εις αυτόν τον Κολοκοτρώνην, τα οποία και κατέσχον. Αυτά ήσαν τα όπλα τα οποία έλαβον τοσάκις το βάπτισμα του πυρός και τοσάκις εδόξασαν την μαχόμενην πατρίδα.
Ο Κολοκοτρώνης είπε με πικρία σαρκάζων εις τον Κλέωπα:
Τι εχρειάζετο τόσος στρατός; Έφτανε να μου στείλουν ένα σκυλί μαλλιαρό, από εκείνα που κάνουν θελήματα, μ΄ ένα γράμμα να πάω στ΄Ανάπλι και μ΄ένα φανάρι στ στόμα του για να μας φέγγη και των δυό μας...

Κυριακή 3 Μαρτίου 2019

Βουστροφηδόν γραφή, η ξεχασμένη γραφή των προγόνων μας!


Η λέξη βουστροφηδόν προέρχεται από αρχαίο ελληνικό επίρρημα που σημαίνει κίνηση όμοια με εκείνη του βοδιού, όταν σέρνει το αλέτρι. Η φορά αυτής της γραφής άλλαζε κατά στίχο. Έτσι, η μια γραμμή (στίχος) είναι γραμμένη από δεξιά προς αριστερά, η επόμενη από αριστερά προς δεξιά, η επόμενη από δεξιά προς αριστερά και ούτω καθ' εξής!..
ΕΙΝΑΙ αλήθεια ότι στην αρχαιότητα είχαμε τη λεγόμενη «βουστροφηδόν γραφή» στην οποία οι Έλληνες άρχιζαν να γράφουν από τα δεξιά προς τ' αριστερά, στον επόμενο στίχο ακολουθούσαν την αντίθετη φορά, και ούτω καθ' εξής. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι νόμοι του Σόλωνα είναι γραμμένοι βουστροφηδόν. Αργότερα, σύμφωνα με τους ιστορικούς ερευνητές επικράτησε η γραφή από τα αριστερά προς τα δεξιά σε όλη την Ελλάδα!
Κατά την Βικιπαίδεια:
Βουστροφηδόν είναι τρόπος γραφής με εναλλασσόμενη φορά. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τους αρχαίους Έλληνες για να περιγράψουν την ιδιάζουσα αρχαϊκή ελληνική γραφή που φαίνεται να εγκαταλείφθηκε τον 7ο με 6ο π.Χ. αιώνα. Βουστροφηδόν γραφή εμφανίζεται και σε κάποιες αρχαίες αραβικές γραφές, όπως στη σαβαϊκή γραφή και στη σαφαϊκή διάλεκτο, μια μορφή αρχαίας βόρειας αραβικής διαλέκτου. Καθώς και σε μια μορφή ιερογλυφικών της Ανατολίας, στα Λουβικά ιεργολυφικά (hieroglyphic Luwian)[1].
Η λέξη προέρχεται από αρχαίο ελληνικό επίρρημα που σημαίνει κίνηση όμοια με εκείνη του βοδιού, όταν σέρνει το αλέτρι, ή της σαΐτας κατά την ύφανση στον αργαλειό. Η φορά αυτής της γραφής άλλαζε κατά στίχο. Έτσι, η μια γραμμή (στίχος) είναι γραμμένη από δεξιά προς αριστερά, η επόμενη από αριστερά προς δεξιά, η επόμενη από δεξιά προς αριστερά κ.ο.κ.
Σε αρχαία τρίστιχη κρητική επιγραφή, παρουσιάζεται η ιδιομορφία ο α΄ στίχος να είναι γραμμένος από δεξιά προς τα αριστερά ενώ ο δεύτερος αλλά και ο τρίτος από αριστερά προς τα δεξιά. Πιθανολογείται ότι τότε καθιερώθηκε η γραφή από αριστερά προς δεξιά.
Κατά τον Αρποκρατίωνα, οι Νόμοι του Σόλωνα ήταν γραμμένοι βουστροφηδόν. 


Παράδειγμα βουστροφηδόν γραφής από την επιγραφή του Σιγείου (γνωστή ως στήλη του Φανοδίκου), 6ος αιώνας πχ.


Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

Το μοναδικό δάσος της Φολόης!

 Î‘ποτέλεσμα εικόνας για η μάχη του ηρακλη με τους κενταυρους

Είναι ένα από τα σπανιότερα δρυοδάση σε όλη την Ευρώπη και το μοναδικό στα Βαλκάνια. Το δρυοδάσος της Φολόης με τους εκατοντάδες πλατύφυλλους δρυς βρίσκεται στους νότιους πρόποδες του όρους Ερυμάνθου πάνω από την Αρχαία Ολυμπία σε ένα φυσικό μπαλκόνι και αγναντεύει, ανά τους αιώνες, τον κόπο και τον αγώνα των αθλητών που αγωνίζονται στον Ολυμπιακό κάμπο. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία εκεί κατοικούσαν οι κένταυροι. Όπως είχε γράψει ο αρχαίος Έλληνας ιστορικός Διόδωρος, οι κένταυροι αφού νίκησαν τους Λαπίθες, κατέλαβαν την περιοχή της Φολόης. Τα περίεργα αυτά πλάσματα είχαν τρομοκρατήσει τους κατοίκους, καθώς λήστευαν και δολοφονούσαν όποιον έμπαινε στον δρόμο τους. Όμως, στο δάσος ζούσε και ένας καλός κένταυρος, ο Φόλος. Ήταν φύλακας ενός τεράστιου πιθαριού με χιλιόχρονο κρασί που είχε προσφέρει ο θεός Διόνυσος με την προϋπόθεση ότι θα το ανοίξουν μόνο αν εμφανιζόταν ο Ηρακλής κατά μια άποψη, ή να μην ανοιχτεί ποτέ κατά μια άλλη.  Κάποια στιγμή ο βασιλιάς της Τίρυνθας και των Μυκηνών, Ευρυσθέας, ανέθεσε στον Ηρακλή να φέρει εις πέρας τον τέταρτο άθλο του, να πιάσει τον Ερυμάνθιο κάπρο και να τουν τον φέρει μπροστά του δεμένο χειροπόδαρα. Ήταν ένα μεγάλο και άγριο αρσενικό αγριογούρουνο που είχε χαρίσει η θεά Άρτεμις στον γιο του Απόλλωνα, Ευρύμανθο. Ο επιθετικός κάπρος κινούνταν ελεύθερος στην περιοχή της Ψωφίδος και του Λασιώνα στην Πελοπόννησο και πολλές φορές έφτανε μέχρι το δάσος της Φολόης για να βρει τροφή και νερό. Οι κένταυροι ενοχλούνταν με την παρουσία του, καθώς ξέσκιζε με τα δόντια του όποιο ζώο συναντούσε στον δρόμο του. Οι κάτοικοι είχαν τρομοκρατηθεί με το άγριο ζώο, το οποίο κατέστρεφε τα χωράφια τους.
 Πριν να ξεκινήσει το κυνήγι του Ερυμάνθιου κάπρου, ο Ηρακλής πήγε στη σπηλιά του Φόλου για να μάθει περισσότερες πληροφορίες και να μπορέσει να τον πιάσει πιο εύκολα. Εκεί βρήκε τον Φόλο να τρώει ωμό κρέας. Τον καλωσόρισε και του προσέφερε φαγητό. Ο Ηρακλής του ζήτησε ένα ποτήρι κρασί από το σφραγισμένο πιθάρι και τότε ο Φόλος θυμήθηκε την απαγόρευση. Όμως, φοβήθηκε ότι αν το άνοιγε θα ξεσήκωνε τους υπόλοιπους κενταύρους, αλλά ο Ηρακλής τον πίεσε. Το έντονο άρωμα του κρασιού εξαπλώθηκε σε όλο το δάσος και οι κένταυροι έτρεξαν στη σπηλιά για να το κλέψουν από τον Φόλο. Από την ταχύτητά τους έτριζε το έδαφος. Μόλις έφτασαν ξέσπασε μια μεγάλη μάχη ανάμεσα στους κενταύρους και τον Ηρακλή. Του έριχναν πέτρες, ενώ άλλοι προσπαθούσαν να τον χτυπήσουν με ξύλα και τσεκούρια. Όμως, το όπλο του Ηρακλή υπερτερούσε. Τους περισσότερους τους σκότωσε με τα δηλητηριασμένα βέλη που είχαν βουτηχτεί στο αίμα της Λερναίας Ύδρας. Όταν η μάχη έληξε, ο Ηρακλής επέστρεψε στην σπηλιά. Εκεί βρήκε τον Φόλο να αργοπεθαίνει. Είχε αυτοτραυματιστεί από ένα δηλητηριασμένο βέλος του Ηρακλή, καθώς έθαβε τους άλλους κενταύρους. Ο Ηρακλής τον έθαψε και ονόμασε την περιοχή Φολόη προς τιμήν του. Στη συνέχεια πήγε να κυνηγήσει τον Ερυμάνθιο κάπρο. Τον οδήγησε στα φαράγγι της Φολόης και τον παγίδευσε στο δίχτυ του.
 Το μυθικό δάσος εκτείνεται σε μια έκταση 42 χιλιάδων στρεμμάτων. Ο χαρακτήρας του δάσους αποτελεί φυσικό καταφύγιο για εκατοντάδες είδη πουλιών και ζώων. Το συγκεκριμμένο δασικό σύμπλεγμα Κάπεκης και Φολόης με ύψος 600 μέτρα είναι ένα πλούσιο οικοσύστημα, από τα καλύτερα στην Ελλάδα. Τα αναπαραγόμενα είδη είναι ο φιδαετός Circaetus gallicus, ο χρυσαετός Aquila chrysaetos, ο πετρίτης Falco peregrinus, ο μπούφος Bubo bubo, η αλκυόνη Alcedo atthis, ο λευκονώτης Dendrocopos leucotos και ο μουστακοτσιροβάκος Sylvia rueppelli. Τα επιτρεπόμενα είδη κυνηγιού είναι ο λαγός, η ορεινή πέρδικα, τα αγριογούρουνα στην περιοχή του Ερυμάνθου, αποδημητικά πουλιά, αγριοπερίστερα, φάσες μπεκάτσες, τρυγόνια κ.ά.
 Θεωρείται σημαντική περιοχή για τα πουλιά της Ελλάδος (ΣΠΠΕ) και έχει προταθεί να συμπεριληφθεί στο πανευρωπαϊκό δίκτυο προστασίας της φύσης, NATURA 2000....

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2019

Οι θεότητες του Κοτύλλου (Γ' Μέρος)!


  Î£Ï‡ÎµÏ„ική εικόνα
....
- θάλεια, της είπα, δεν ήρθα για τις 16.500 γρόσσια του Βελή. Ο άντρας σου, ο Λίνκχ, ο Φόστερ, ο Χάλερ, παίρνουν τους εθνικούς μας θησαυρούς. Δεν έβαλες καμιά φορά στο νου σου πως μερικοί άνθρωποι θα σκεφτόντουσαν να τους προστατεύσουν;
Σηκώθηκε τρομαγμένη.
- είσαι φιλικός, είσαι φιλικός! Ψέλλισε. Α, γιώργο, μην κάνεις τίποτε, δεν θα μπορέσεις να κάνεις τίποτε, ποτέ...
- δεν θα κάνω; είπα με πείσμα. Θα το δης. Που είναι ο άντρας σου;
- δεν είναι εδώ, δεν είναι εδώ...
Έβλεπα πως φοβούντανε, πώς έτρεμε για μένα. Αλλά εγώ είχα πάρει πια φορά.
- Πού είναι; είπα σηκώνομενος.
- Δεν είναι εδώ. Πήγε με τους άλλους στο Ναυαρίνο...
- Στο Ναυαρίνο;
- Μας ήρθε η είδηση το μεσημέρι πως ο Αχμέτ Μαχομέτ, προτεινόμενος από τους Ναυαρινούς... μυνήσανε χτες κανονιέρες αγγλικές από τη Ζάκυνθο, αλλά θα τα μπαρκάρουν τώρα όπως όπως σε μία Κορβέτα. Τους περιμένουμε να γυρίσουν για να φύγουμε...
- Και εσύ;
- Και εγώ, είπε κλίνοντας το κεφάλι.
Γύρισα προς το μέρος της θάλασσας. Η Σφακτηρία μόλις εφαινόταν στη βραδινή άχνη. Βορεινότερα, απάνω στο τείχος της παραλίας, γυάλιζαν ανεπαίσθητα μερικά πυροβόλα. Κανείς δεν ήταν στον Άσπρο δρόμο.
Βήματα απαλά ακούστηκαν Στα χαλίκια. Η θάλεια σκούπισε τα μάτια της γρήγορα.
Ο Βάγκνερ πρόβαλε με το άλμπουμ του. Μας Πλησίασε. Χτυπούσε οικειότατα την κυρία Κκρόπιους στον ώμο, ενώ την κοίταζε με ένα ύφος αφόρητο... Με ένα ύφος που παραλίγο θα με έκανε να ξεφωνίσω.
- Έ! πως βρήκε ο κύριος γραμματεύς τη ζωφόρο μας;
-Λαμπρή! Απάντησα με τόνο ξέρω.
-Α, αλήθεια; βλέπω πως έχετε την ίδια γνώμη με τους άλλους.
-Ποιούς;
- Τον Γκρόπιους, τον Χάλερ...Σκοτώνουνται οι δυστυχείς να τ' ασφαλίσουν. Θα σας είπε βέβαια η κυρία πως τρέχουν, καλοκαιριάτικο απομεσήμερο, στο Ναυαρίνο για να εξασφαλίσουν την Κορβέτα του Ουέλλερ...
-Ά, είπα ειρωνικά.
-Ενώ εγώ, πρόσθεσα, δεν σκοτίζουμαι καθόλου. Η ζωφόρος αυτή είναι απαίσια, χειρότερη από ρωμαϊκή. Η αυτού υψηλότης, ο Πρίγκηψ της βαυαρίας, δεν θα είναι μεταξύ των πλειοδοτών αυτή τη φορά, κατά πάσα πιθανότητα.
-Εγώ, του είπα, έμαθα από το βαρόνο Χάλερ του Χάλερσταϊν πώς προσφέρει απεναντίας 60.000 ισπανικά δολάρια, σχεδόν το διπλό από ότι νομίζει ότι είναι αρκετό Ο κόμης Μονταλιβέ.
-Ά,Α! Φώναξε χτυπώντας με στον ώμο, όσο για αυτό θα είχα πολλά να σας απαντήσω. Αλλά ας μη λησμονούμε την κυρία που δεν φαίνεται εξαιρετικά ευδιάθετη. Άλλωστε θα είμαι εδώ και αύριο. Και εσείς, αν δεν κάνω λάθος! Πρόσθεσε με το ανυπόφορο χαμόγελό του.
Έπειτα από πολύ ώρα, ενώ καθισμένοι οι τρεις στη βεράντα του εξωτικού μπανγκαλόου, που είχαν φτιάξει πρόχειρως οι έξι αρχαιολόγοι, πίναμε παγωμένο cherry-brandy, έφτασε ο πρόξενος της Αγγλίας με τους άλλους. Ήταν κατάκοποι και βουτηγμένοι στον ιδρώτα. Ο κύριος Γκρόπιους προχώρησε προς εμέ. Είχε ένα ύφος δυσαρεστημένο, θυμωμένο σχεδόν. Καταλαβαίνω τώρα πολύ καλά πώς κατόρθωνε να κάνει όπως ήθελε τη δυστυχισμένη Θάλεια.
-Έχω την τιμή... Άρχισε.
-Ο ο γραμματεύς του βελή Πασά Γεώργιος Σταύρος. Θα γνωρίζετε ότι...
Το πρόσωπο του έγινε αποκρουστικό. Αλλά εγώ καταλάβαινα πως το ότι με είχε βρει κοντά στη γυναίκα του, περισσότερο και από την επίσημη μου ιδιότητα, τον ερέθιζε τρομερά.
-Α, μου είπε, μπορείτε να πείτε στην αυτού εξοχότητα, το βελή Πασά, πως αν δεν είμαστε ευρωπαίοι, δηλαδή έντιμοι άνθρωποι, που κρατούμε το λόγο μας, δεν θα βλέπε τσεντέζιμο, τοσούτω μάλλον καθόσον ο Αχμέτ Μαχομέτ έχει απαιτήσεις κυριαρχικές που μας κοστίζουν... Για να τα σώσουμε από τα νύχια του...
- Ξέρω, ξέρω είπα απότομα.
-Τι ξέρετε;
-Πως ο Αχμέτ Μαχομέτ δεν θα αφήσει τη ζωοφόρο.
- Αλήθεια;... Είπε ειρωνικά. Τότε, αν βρίσκετε, αν έχετε τη βεβαιότητα...
Τον κοίταζα ψυχρά. Τα μπέρδεψε. Τέλος κατόρθωσε να καταλήξη:
- Δεν έχουμε καμία υποχρέωση να δώσουμε του Βελλή...
Εξακολούθησε να τον κοιτάζω ατάραχος.
- Πάντως, παρατήρησε, είστε περίεργος αντιπρόσωπος και προστατεύεται τα συμφέροντα του αυθέντου σας κατά τρόπο πρωτότυπο...
- Προστατεύω, του είπα σιγά-σιγά, την κληρονομιά που μας άφησαν οι πρόγονοί μας. Μερικοί άλλοι και εγώ. Εμείς ειδοποιήσαμε το Μαχομέτ. Δεν θα έχετε βέβαια ακούσει πως κάτι άνθρωποι...
Άρχισε να γελά. Ωστόσο διέκρινα κάποια ταραχή στη φωνή του.
- Φίλε μου, είπε ύστερα από λίγη ώρα, λυπούμαι πολύ που θα ματαιωθούν οι αξιέπαινες ενέργειές σας. Τα γλυπτά δεν θα φύγουν αύριο το απόγευμα, όπως νομίζετε, με τις αγγλικές κάνουν ιερές, αλλά απόψε με την Κορβέτα του James weller. Αύριο, όταν θα φτάσει ο Μαχομέτ... Τα είδατε Άλλωστε πως ήταν έτοιμα. Τώρα οι εργάτες θα κατεβάζουν.
-Α, φώναξα, κλέφτες, όχι, δεν θα τα πάρετε!
Όρμησε έξαλλος πάνω στο πρόξενο. Εκείνος οπισθοχώρησε. Άξαφνα είδα στο χέρι του να γυαλίζει ένα πιστολέτο με μακριά κάννη.
Οι αρχαιολόγοι με τη Θάλεια είχαν σηκωθεί έκπληκτοι και ταραγμένοι.
Για ένα δευτερόλεπτο, ο Γκρόπιους στάθηκε ακίνητος. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ, δεν θα το έβαζε ο νους μου πώς θα τολμούσε να μου τραβήξει. Μία απειλή μονάχα...
- Μην προχωρήσεις! Άκουσα τη βραχνή φωνή του.
- Κλέφτες! Ξανά φώναξα καθώς ορμούσα κατά πάνω του.
Ήταν τρέλα το ξέρω, ποιος είναι κείνος από όσους διαβάζουν αυτές τις γραμμές, που δεν του Έτυχε έστω και μία φορά στη ζωή του, να ορμήσει ακάθεκτος χωρίς να δει τίποτα μπροστά του;...
Μία φούσκα κόκκινη ξέσπασε μπρος στα μάτια μου. Με ένα απότομο τίναγμα έπεσα προς τα πίσω, τυφλωμένος από το αίμα μου.
Ήρθα στις αισθήσεις μου από ένα κάψιμο τρομερό στο στόμα. Κάποιος με έχει αναγκάσει να ρουφήξω ένα ολόκληρο μπουκάλι κονιάκ.
- Γιώργο:
Άνοιξε τα μάτια μου. Ήταν ο υπασπιστής του Αχμέτ. Με αυτόν, χθες το πρωί, είχα συνεννοηθεί για τα μάρμαρα...
- Γιώργο, ψιθύρισε, φύγανε;
- τώρα ήρθατε;
Πρόσθεσα με αγωνία:
- Τι ώρα είναι;
- Έντεκα...
- Θα βγαίνουν από το λιμάνι.
- Πού;
- Στο Ναυαρίνο.
Ο Σαλίχ χάθηκε χωρίς να πει τίποτα άλλο. Έπιασα το κεφάλι μου. Βιαστικά, αδέξια, κάποιος το είχε τυλίξει. Ποιος;
Σύρθηκα στη βεράντα του μπανγκαλόου. Στην αρχή πονούσα φρικτά, μα άξαφνα πέρασε κάθε πόνος. Στο πυκνό σκοτάδι άπειρα ποδοπατήματα ακούγονταν... Στο πέλαγο πέρα, μέσα στη νύχτα, δύο φώτα χλωμά τρεμόσβυναν.
Περίμενα μία ώρα με σφιγμένη καρδιά. Είχα αρχίσει να τουρτουρίζω, αν και η νύχτα ήταν χλιαρή.
Έπειτα δύο φώτα κόκκινα άναψαν ακόμα. Με τρόμο σκέφτηκα πως η θέση τους συνέπιπτε με την θέση των πυροβόλων της παραλίας. Έσβησαν και άναψαν μερικές φορές. Τα δύο, τα πρώτα, κινούνταν σιγά σιγά χωρίς να σβήνουν. Σε λίγο μία εκπυρσοκρότηση τάραξε τον αέρα. Μία φευγαλέα κόκκινη γραμμή έσκισε, πολύ μακριά, τη νύχτα. Τα κινητά φώτα εξακολούθησαν το δρόμο τους. Τώρα ολόκληρη ομοβροντία από κανονιές ακούγονταν. Τα φώτα που κινούνταν απαλά, άρχισαν Να τρέχουν και έπειτα στάθηκαν εντελώς. Μία μεγάλη φλόγα ανέβαινε από τη θάλασσα, μία φλόγα που με γέμισε φρίκη. Άθελά θυμόμουν ένα δειλινό, πολλά χρόνια πίσω, με ένα κόκκινο ματωμένο φουστάνι...
Η φλόγα εξακολούθησε να καίγη πολλές ώρες. Όλα τα άλλα φώτα είχαν σβήσει. Έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες να σηκωθώ. Αλλά η απώλεια του αίματος μου είχε παραλύσει τις δυνάμεις. Με φρίκη καθόμουν εκεί, ανίσχυρος θεατής του δράματος.
Καθώς η νύχτα υποχωρούσε γύρω από το καιόμενο σκάφος, καμιά δεκαριά λευκές σιλουέτες φάνηκαν.
- Οι κανονιέρες! Ψιθύρισα.
Δεν μπορούσα να ιδώ τίποτε άλλο στο γκρίζο μισόφωτο που απλωνόταν ακόμα στη θάλασσα. Τι είχε γίνει ζωφόρος; οι επιβάτες; η Θάλεια;
Έπειτα από λίγη ώρα, οι κανονιέρες έφυγαν. Ήταν καιρός. Η Κορβέτα άρχισε να διαλύεται σε πλήθος από φλεγόμενα κομμάτια ξύλων, που τα σπρώχνε ο αγέρας στη στεριά...
Το πρωί είδα το Βάγκνερ πάνω από το κεφάλι μου. Με την καφετιά του ρεντικότα, την πράσινη κιλότα του, φαίνονταν φρέσκος φρέσκος...
- Κύριε Βάγκνερ, μουρμούρισα.
- Τι παιδί! Είπε περιφρονητικά
Έβγαλε από την τσέπη του γάζα και οινόπνευμα, και μου περιποιόταν την πληγή.
- Αμυχή στο μέτωπο. Ασήμαντη πληγή, εντελώς ασήμαντη. Άλλωστε βρίσκω πόσο δυστυχής ο Γκρόπιους εν μέρει είχε δίκιο. Παίρνατε πολλές ελευθερίες με τη γυναίκα του. Εννοώ, εννοώ τι θα μου πείτε, να βλέπετε, όταν το έκανε εκείνος, εξ ιδίας προαιρέσεως, για δικό τους συμφέρον, το πράγμα άλλαζε...
Έτρεμα τόσο πολύ που ο βαυαρός ζωγράφος τρόμαξε.
- Έχετε πυρετό, πολύ πυρετό, είπε με περίεργο τόνο.
- Όχι, διαμαρτυρήθηκα, πείτε μου τι γίνηκαν...
- Γλίτωσαν, ας ελπίσουμε τουλάχιστο. Εμεινα όλη τη νύχτα στο Ναυαρίνο. Καμμιά βάρκα από τη στεριά δεν τολμούσε να πάει. Φοβούντανε... Έπειτα έφτασαν οι κανονιέρες. Τις είχαμε δει από μακριά...
- Πάμε... Μουρμούρισα με λυγμούς.
- Πού;
- Στο Ναυαρίνο!
- Τι τρέλα! Έκανε με το ύφος του που είχε γίνει πάλι αποκρουστικό.
- Πάμε...
Δεν αρνήθηκε πια. Κάναμε ώρες για να φτάσουμε στην παραλία. Τα συντρίμμια της κορβέτας γέμιζανε την αμμουδιά. Μερικά ξύλα κάπνιζαν ακόμη αλλά δίδοντας πυκνές τολύπες άσπρου καπνού. Ένα ένα άρχισα να τα ψάχνω με αγωνία. Πίσω μου ο Βάγκνερ μου φώναζε ειρωνικά- μα δεν στο είπα χίλιες φορές, αγαπητέ μου; η ζωή της Θάλειας ήταν πολύ πολύτιμη  για να μην την σεκουράρει... πρώτη.
Δεν τον άκουγα. Ήξερα πως είχε πεθάνει. Αλλά τι κι αν έπεφτα μισοπεθαμένος, δίχως πνοή; αρκεί μόνο...
Άξαφνα άφησα μία φωνή απελπισίας, μία φωνή φρίκης. Είχαμε φτάσει σε έναν ορμίσκο από μεγάλους βράχους. Πολλά, άπειρα συντρίμμια είχε ρίξει το κύμα εκεί. Χάρτες, πυξίδες, καπέλα, βιβλία. Και μέσα σε όλα αυτά τα θλιβερά απομεινάρια, έπλεε ένα κομμάτι άσπρης μουσελίνας με ροζ βούλες, τρυπημένο από τη μια,δυο, αμέτρητα σφαίρες αμέτρητες σφαίρες...
ΤΕΛΟΣ

Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2019

Οι θεότητες του Κοτύλλου (Β' Μέρος)!


Ο Κατρή-μπέης δίπλα μου άρχισε να γελά. Οι δύο σιλουέτες ακίνητες, βλέπανε το μπρίκι που έφευγε μακριά. Ο ήλιος δύοντας έριχνε τις τελευταίες ακτίνες στα φουστάνια τώρα. Της μητέρας και φαινόταν καφετί, της μικρής χρυσό. Αλλά σιγά-σιγά τα φανταστικά χρώματα μαραίνονταν. Σε μία στιγμή του κοριτσιού ξανάγινε κόκκινο, ένα κόκκινο όμως τραγικό σαν αίμα...
- Θάλεια! Ξανά φώναξα.
Τώρα πια σκοτείνιαζε. Το νησί ήταν μαύρο. Η νταντέλα των βράχων γίνονταν ανεπαίσθητη, μία γραμμή πιο έντονη που χώριζε  τη θάλασσα από τον ουρανό.
Είχα αρχίσει να κλαίω...


Η ΔΙΗΓΗΣΗ
- Τσελεμπή, τσελεμπή!...
Ήταν η δεύτερη φορά που ο συνοδός μου με την κλαψιάρικα φωνή του, με είχε φωνάξει. Σήκωσα τα μάτια. Είχαμε φτάσει. Απορροφημένος από τις σκέψεις μου, δεν το είχα αντιληφθεί. Περίεργη, αλήθεια, ήταν η τύχη μου εγώ ο Γιώργος Σταύρος, ο γιος του Σταύρου Τσαπαλάμου, του Γραμματικού του Αλή Πασά, ανέβαινα τώρα αυτό το βουνό,- γιατί; για τις 16500 γρόσια του Βελλή Πασά, που του ρίχναν σαν ελεημοσύνη αυτοί οι τυχοδιώκτες. Α, όχι βέβαια! Θα έβλεπαν...
Κατέβηκα από το άλογο. Μοναχός πήρα ένα μονοπάτι. Σιγά-σιγά το περιτοίχισμα άρχισε να προβάλλει μπροστά μου. Ο ήλιος του Αυγούστου του δήμου μία απαστράπτουσα λευκότη. Η είσοδος, τετράγωνη υπερυψηλή, ανοίγονταν στη δεξιά άκρη. Μπήκα αδίστακτα. Σωροί από χώμα, σπόνδυλοι από κολώνες, συντρίμματα αγαλμάτων, ήσαν ριγμένα με αταξία σε όλα τα μέρη. Μερικοί Φιγαλιώτες δουλεύανε σε ένα λάκκο. Προχώρησα υπερπηδώντας τα εμπόδια. Είχα έρθει και το 1811, σχεδόν ένα χρόνο πριν. Τι διαφορά από τότε.
Τώρα η ακαταστασία έληγε. Μπροστά στα μάτια μου, θαμπωμένα παρουσιάστηκε μία απέραντη ζωφόρος... Πήγα κοντά. Αυτά ήταν που θα μας έκλεβαν οι Φράγκοι... Τα είχαν δέσει με χοντρά σκοινιά, αίτημα... Πλησίασα ακόμη περισσότερο. Ο πόλεμος των κενταύρων στο γάμο του Πυρίθοου, η μάχη του Θησέα κατά των Αμαζόνων... Όπως και της Αθήνας, του Σουνίου... Δύο κένταυροι που σηκώνουν ένα βράχο για να σκοτώσουν έναν ήρωα σκεπασμένο με την ασπίδα του: Είναι βουτηγμένος στη λάσπη ως τη μέση, και οι ανταγωνιστές του ως τα γόνατα... Οι δύο θεοί μέσα στο άρμα των ελαφιών... Άραγε ο Παυσανίας είχε πει την αλήθεια, άραγε αυτή η ζωφόρος είχε βγει από το εργαστήρι του Φειδία; Με αγωνία έβαζα το ερώτημα στον εαυτό μου. Οι πολύπτυχες, αλλόκοτες ενδυμασίες των θεοτήτων δεν είχαν τίποτα από την απέριττη φειδιάκη τέχνη: Με απογοήτευαν. Και αυτό το σχιστό, σχεδόν γκριζωπό μάρμαρο που θύμιζε το Θησείο...
Γύρισα το πρόσωπό μου αυτό άλογα: Ήταν μία κακή εντύπωση, μία κακή εντύπωση πολύ φυσική ύστερα από τις σκέψεις που είχα στο δρόμο. Προχώρησε λίγα βήματα, επεξεργαζόμουν κάτι άλλα μέρη της ζωφόρου, πιο πέρα. Ήταν ολωσδιόλου άθικτα αυτά, ακέραια...
Άξαφνα άκουσα μία φωνή κάπου κοντά, μία γυναικεία φωνή που με τάραξε. Πόσα χρόνια ήταν που δεν την είχα ακούσει! Και εδώ...  Πάνω στο Κότυλο,στη Φιγάλεια... Πως είχε έρθει από το μυρωμένο νησί που η ανάμνηση του έμενε πάντα βαθιά χαραγμένη μέσα μου; Άφησα τη ζωφόρο και κοίταζα καλά-καλά γύρω μου. Τα ευρήματα ήταν ακουμπισμένα πάνω σε λοφίσκους από Χώματα. Τότε...Ώρμησα σε μία δίοδο σκεπασμένη με κισσό. Μία φωνή, άλλοι, απαντούσε τώρα στη φωνή εκείνη, μία φωνή τευτονική. Στην στροφή του δρόμου αντίκρισα τη ράχη του συντρόφου, έπειτα εκείνην...
- Θάλεια!
Σήκωσε το βλέμμα, εκείνο το βλέμμα που έλαμπε απαλά στις μαύρες και Στων ματιών της, που δεν είχε αφήσει ποτέ κανέναν άντρα ψυχρό. Σε ένα δευτερόλεπτο με είχε αναγνωρίσει.
- Γιώργο!
-Θάλεια... Ξαναείπα.
Ήμουν ολωσδιόλου κοντά της. Αυτό ήταν λοιπόν το κοριτσάκι που είχα γνωρίσει, η γυναίκα με την αέρινη γάζα που σκέπαζε τους γυμνούς της ώμους, με τη μουσλινένια ρόμπα, όλο ρουζ βούλλες;...
- πόσα χρόνια, πόσα χρόνια! Μουρμούρισε έκπληκτη, συγκινημένη.
-Το 99 έφυγα. Δέκα-τρία...
-Όχι, δέκα-τέσσερα, το 98 ήτανε...
Ο Γερμανός άρχισε να γελά με ένα γέλιο σαρκαστικό, αποκρουστικό.
- Λοιπόν;
Απότομα έστρεψα το βλέμμα μου. Ρετουσάριζε κάτι σκίτσα της ζωφόρου με νωχέλεια.
- Ο κύριος Βάγκνερ, ζωγράφος της αυτού υψηλότητας, του πρίγκηπος της βαυαρίας.
- Ενθουσιασμένος, είπε υποκλινόμενος.
- Ο κύριος Γεώργιος Σταύρος.
Εμείναμε λίγη ώρα ακίνητοι και οι τρεις. Έπειτα ο κύριος Βάγκνερ ξανακάθησε στο σκαμνί του χωρίς να ενοχληθεί καθόλου, με μια ειρωνική έκφραση στο πρόσωπο. Η Θάλεια ήταν ταραγμένη. Η στάση του ζωγράφου την στεναχωρούσε. Τέλος είπε διστακτικά:
- Ώστε, εσείς είστε ο Γραμματικός του Βελλή Πασά;
- Ναι και ήρθα...
- Θέλετε να δείτε τη ζωοφόρο;
Αισθανόμουν πώς ήταν η μόνη προσφυγή στη στεναχώρια της.
- Πως...
Διασχίσαμε το διάδρομο Ε τον κισσό. Είμαστε πάλι στην μακριά θεωρία των λησμονημένων θεοτήτων. Η Θάλεια με το ομπρελίνο της μου έδειχνε τις ανάγλυφες παραστάσεις. Μόνο που το ομπρελίνο αυτό έτρεμε στο χέρι της.
- Τι τύχη ε; Δεν ξαναστάθηκε ποτέ, τόσες αρχαιολογικές επιτυχίες σε τόσο λίγο καιρό. Πέρσυ τα αιγινήτικα, φέτο αυτά εδώ...Ο ο βαρώνος Χάλερ έλεγε στο σύζυγό μου...
- Στο σύζυγό σου;
Την κοίταζα με μία οδυνηρή έκπληξη.
- Ναι, ο Γκρόπιους, ο πρόξενος στο Τρικέρι...
Γύρισε προς τη ζωοφόρο.
- Ώστε παντρεύτηκες
- Ναι, είπε με μία να δυνατή, αξιολύπητη φωνίτσα.
Νόμιζα πως θα έκλαιγε. Μα γιατί; γιατί;
- Τι φασαρία, επρόσθεσε πιο φυσικά, τι φασαρία! Εμείς έχουμε αναλάβει τις διαπραγματεύσεις. Ο Φωβέλ από την Αθήνα, ο Φυρτβάγκλερ, ο Ύρλιχς...
- Τις διαπραγματεύσεις! Είπα.
Γύρισε και με κοίταξε. Τι δυστυχία, τι απελπισία γέμισε τα μάτια της!
- πόσο ευτυχισμένοι είμαστε τότε... Ψιθύρισα. Γιατί τώρα...
Άξαφνα δύο δάκρυα άρχισε να λάμπουν στα μάτια της. Έκλαιγε. Το στήθος της κλονιζόταν από λυγμούς.
- Τι έχεις, τι έχεις;
Με κοίταξε με αγωνία. Πέρασα το χέρι μου γύρω από τη μέση της. Η αδυναμία της ήταν μεγάλη. Αισθανόμουνα πως θα έπεφτε, αν δεν τη συγκρατούσα.
Την έβαλα και κάθισε σε ένα μάρμαρο. Κάθισα χάμω κοντά της. Τα μάτια μου είχαν υγρανθεί.
- Πες μου, είπε, πες μου τι έκανες από εκείνον τον καιρό...
- Τι έκανα...
- Τι έκανες...
Σήκωσα τους ώμους μου αδιαφορία.
- τι άλλο μπορούσε να γίνει ο γιος σου του Σταύρου Τσαπαλάμου παρά Γραμματικός του βελή Πασά;
- και σε έστειλε να πάρεις το μερίδιό του από τον μάρμαρα; Τι τύχη αυτή του Πασά! Να χάσει τη θέση του έτσι άξαφνα. Και τώρα θα φύγετε, θα πάτε στα Γιάννενα...
Τέλος Β΄Μέρους