Στα μέσα του Μάρτη 1821, έφτασε από τη Σμύρνη στο λιμάνι του Αρμυρού Β.Δ. της Μάνης ένα καράβι φορτωμένο με πυρομαχικά. Ηταν μπαρουτόβολα συσκευασμένα σε μικρά βαρελάκια, που παράγγειλε ο Παπαφλέσσας όταν έφθασε στις Κυδονίες και στη Σμύρνη από την Κωνσταντινούπολη. Οι Παπαφλέσσας, Αναγνωσταράς, Νικηταράς και Κεφάλας βρίσκονταν στο μοναστήρι του Αγίου Ηλία στην Καλαμάτα. Οταν έμαθε ο Παπαφλέσσας ότι έφτασε το καράβι με το φορτίο έστειλε τον αδελφό του Νικήτα μαζί με τον Νικηταρά να το παραλάβουν. Κατά τη μεταφορά του φορτίου από το λιμάνι προς το μοναστήρι, η συνοδεία σταμάτησε σ’ ένα πηγάδι για να ξεδιψάσουν τα ζώα. Ένα βαρελάκι με μπαρούτι έπεσε στο χώμα και χύθηκε το οποίο είδε, φθάνοντας στο πηγάδι ο ιπποκόμος του Τούρκου διοικητή (βοεβόδα) της Καλαμάτας. Αμέσως υποψιάστηκε και έτρεξε και το ανέφερε στον Τούρκο Διοικητή. Εκείνος θορυβημένος άνοιξε το παράθυρο και αντίκρισε το καραβάνι των Ελλήνων να ανεβαίνει το βουνό προς το μοναστήρι. Ήτανε όλοι αρματωμένοι. Πρόσταξε τότε να καλέσουν κοντά του τους προύχοντες των ραγιάδων. Τους ρώτησε να μάθει ποιοι είναι αυτοί που ανεβαίνουν στο βουνό και γιατί είναι αρματωμένοι. Αυτοί τον καθησύχασαν λέγοντάς του πως είναι χωρικοί που κουβαλάνε λάδι και είναι αρματωμένοι γιατί φοβούνται από τους κλέφτες. Παραξενεύτηκε ο Τούρκος διοικητής όταν άκουσε για κλέφτες. Δεν πίστευε ότι υπήρχαν κλέφτες στον καζά (επαρχία)του. Για να του "ρίξουν στάχτη στα μάτια" ο Παπαφλέσσας έστειλε ένα γράμμα στους προεστούς και τους ζητούσε να προμηθεύσουν τους κλέφτες, άμεσα χωρίς καθυστέρηση, με τρόφιμα, τσαρούχια και φυσέκια. Οι προεστοί παρουσίασαν το γράμμα στον Τούρκο διοικητή λέγοντάς του πως οι κλέφτες είναι χιλιάδες. Τον συμβούλευσαν μάλιστα πως ο μόνος τρόπος για να σωθεί από αυτούς ήταν να ζητήσει βοήθεια από τους Μανιάτες του Πετρόμπεη.
Ο Τούρκος διοικητής γνώριζε πως η δύναμη που υπεράσπιζε την Καλαμάτα ήσαν μόνο εκατόν πενήντα Τούρκοι αρματωμένοι. Έστειλε αμέσως μήνυμα στον Πετρόμπεη για να στείλει δυνάμεις να προστατέψουν την πόλη. Το σχέδιο των Ελλήνων πέτυχε. Στις 23 του Μάρτη 1821, ένας ολόκληρος στρατός ξεκινάει από τη Μάνη για την Καλαμάτα για να προστατέψει, δήθεν, την πόλη από τους κλέφτες. Ήταν ο στρατός των Μαυρομιχαλαίων, των Μούρτζινων (Τρουπάκηδων), των Χριστέων, των Κουμουνδουράκηδων, των Γρηγοράκηδων, των Κυβελλέων. Μαζί μ’ αυτούς ήσαν και ο Κολοκοτρώνης και όσοι κρύβονταν στο μοναστήρι του Αγίου Ηλία (Παπαφλέσσας, Νικηταράς, Αναγνωσταράς και άλλοι).
Ολος αυτός ο στρατός μπήκε στα Καλάβρυτα και ξεχύθηκε στους δρόμους. Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ειδοποίησε τότε τον Τούρκο διοικητή Αρναούτογλου να του παραδώσει τ’ άρματα. Ξαφνιασμένος ο Διοικητής μπροστά σ’ όλο αυτό το μανιάτικο ασκέρι, φοβήθηκε και του παρέδωσε όλο τον οπλισμό του. Εκατόν πενήντα ντουφέκια πέρασαν στα χέρια των Ελλήνων μαζί και η Καλαμάτα. Την άλλη μέρα 24 του Μάρτη έγινε δοξολογία. Στις 25 του Μάρτη συνεδρίασε η Μεσσηνιακή Γερουσία, η οποία ενέκρινε προκήρυξη προς τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να συντρέξουν στο δίκαιο αγώνα τους.
Αυτή ήταν η πρώτη ενέργεια των επαναστατημένων Ελλήνων έναντι των Τούρκων, χωρίς όμως να πέσει ντουφεκιά, και είναι χαρακτηριστικό πως η είσοδος στην Καλαμάτα έγινε σαν εκδρομή περιοδεύων θιάσου αφού ακόμα και αυτός ο Κολοκοτρώνης εισήλθε στην πόλη άοπλος και κραδαίνοντας ένα ραβδί.