Γιά
τήν Πελοπόννησο, άπό πλευράς ιστορίας τής αρχιτεκτονικής, ό 13ος
αιώνας είναι μιά εποχή πού θά μπορούσε ϊσως νά χαρακτηριστεί ώς μεταβατική,
μεταξύ τής μεσοβυζαντινής καί τής παλαιολογείου. Μετά τόν διαμελισμό τής
αυτοκρατορίας άπό τους Σταυροφόρους, στην επικράτεια τού φραγκικού πριγκιπάτου
τής 'Αχαίας θά διαπιστωθεί μιά διπλή αρχιτεκτονική δραστηριότητα με τήν
ανέγερση αφενός μερικών μεγάλων, καθαρά γοτθικών μνημείων άπό τό έπικυρίαρχο
φραγκικό στοιχείο4 καί αφετέρου μικρών ορθόδοξων εκκλησιών πού συνεχίζουν τήν
ντόπια παράδοση καί επηρεάζονται κατά περίπτωση άπό τήν ξένη.
Στή δεύτερη αυτή κατηγορία...
ανήκει ή εκκλησία τής Θεοτόκου. Είναι ένα μνημείο πού, αν καί μικρό, έχει στοιχεία πού μαρτυρούν τίς νέες ιδέες τής εποχής. Ή σημασία της, λοιπόν, γιά τήν έρευνα τών προβλημάτων τής ναοδομίας στην Πελοπόννησο κατά τή φραγκοκρατία, δέν είναι μικρή. Τό 'Ανήλιο, άλλοτε Γκλάτσα, βρίσκεται στην επαρχία 'Ολυμπίας του νομού 'Ηλείας, 5 χλμ. περίπου ανατολικά άπό τήν εθνική όδό, μετά τά χωριά Ζαχάρω καί Κακόβατος. Ή εκκλησία τής Παναγίας, προσιτή σήμερα άπό αγροτικό χωματόδρομο, υψώνεται σέ θέση κάπως απόμερη, 1 χλμ. περίπου στά νοτιοανατολικά τού οικισμού. "Ας σημειωθεί οτι τό χωριό αναφέρεται ήδη άπό τόν 14ο αιώνα καί ότι σχετίζεται μέ τήν παρουσία των Φράγκων στην περιοχή. Ή ερειπωμένη σήμερα εκκλησία είναι τοπικά γνωστή ώς Παναγία και πιστεύεται οτι ήταν άλλοτε καθολικό μοναστηριού ή μάλλον εκκλησία μετοχίου καί μάλιστα της μονής της Θεοτόκου των Πάντων Χαράς, των Στροφάδων. Ή απομονωμένη θέση, κοντά σέ πηγή νερού, κάνει πολύ πιθανή τήν ανέγερση του μνημείου αρχικά ώς καθολικού.Οί
περιηγητές τού περασμένου αιώνα δέν σημείωσαν κάν το μνημείο, πού ήταν μακριά
άπό κλασικές αρχαιότητες καί εξω άπό τους δρόμους πού συνήθως ακολουθούσαν. Δυστυχώς
ή εκκλησία τού 'Ανήλιου δέν είναι απλώς ερειπωμένη, άλλα καί καταδικασμένη νά
καταστραφεί. Ή πλήρης εγκατάλειψη καί οί ευνοϊκές
φυσικές
συνθήκες τού περιβάλλοντος επέτρεψαν τή διάλυση τού κτιρίου άπό τή βλάστηση.
Πλήθος άπό δέντρα έχουν φυτρώσει άπό παλιά πάνω στους ερειπωμένους τοίχους,
έτσι ώστε νά τους χωρίσουν σέ κομμάτια και ενίοτε νά τους μετακινήσουν άπό τή
θέση τους. 'Αποτέλεσμα αυτού είναι Άπό τόν δυτικό
τοίχο,
την πρόσοψη του, δέν σώθηκαν παρά μόνο θεμέλια. Ό τοίχος μεταξύ νάρθηκα καί
κυρίως ναού έχει πέσει καί εν μέρει έχει παραχωθεί από τις πέτρες.
Είναι
φανερό οτι τό μνημείο, ως προς τήν αρχιτεκτονική του έμμεσα σχετίζεται μέ εκκλησίες
τού 12ου αιώνα τής λεγόμενης 'Ελλαδικής Σχολής, όπως τίς γειτονικές του στή Μανωλάδα
καί τή Γαστούνη ή μέ τήν Κοίμηση τού Μέρμπακα. Σχετίζεται όμως άμεσα καί εντυπωσιακά
μέ τους δύο επίσης γειτονικούς του ναούς, τή Βλαχέρνα τής 'Ηλείας καί τόν
"Αγιο Γεώργιο τής Άνδρούσας. Βρισκόμαστε μπροστά σέ τρία συγγενικά μνημεία,
πού πιθανότατα κτίστηκαν άπό τό ίδιο συνεργείο ή άπό τόν ίδιο άρχιμάστορα. Καί τά
τρία έχουν τήν εξωτερική εμφάνιση πολύ επιμελημένων κτιρίων μέ τά γενικά χαρακτηριστικά
τού τέλους του 12ου αιώνα, στά όποια εντάχθηκαν μεμονωμένα στοιχεία γοτθικής τεχνοτροπίας,
πού διατηρούν τή μορφική τους συνέπεια, χωρίς αλλοιώσεις. Δυστυχώς, ούτε ενα άπό
τά μνημεία αυτά δέν είναι ακριβώς χρονολογημένο
καί
κατά συνέπεια ή αβεβαιότητα γύρω άπό τήν παλαιότητα τους επεκτείνεται καί στη Θεοτόκο
του Άνηλίου. Δυστυχώς, κάποια ιδιαίτερα στοιχεία πού θά διαφοροποιούσαν κατηγορηματικά
τά μνημεία τής 12ης άπό εκείνα τής 13ης εκατονταετίας δέν έχουν
προσδιοριστεί
ακόμα. Κατά τόν Antoine Bon «...Στό διάστημα τού 12ου αιώνα πολλαπλασιάζονται
οι επαφές μεταξύ τής βυζαντινής Ανατολής και τής Δύσεως, τής οποίας ό πολιτισμός
πραγματοποιεί άπό τήν πλευρά του προόδους αποφασιστικής σημασίας. Τά αποτελέσματα
τών επαφών αυτών καί ή ακριβής χρονική στιγμή πού θά μπορούσαν νά εκδηλωθούν στην
ελληνική τέχνη -πρό ή μετά τήν 4η σταυροφορία- είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστούν.
Πιστεύουμε ότι ή αβεβαιότητα πού περιβάλλει τά ζητήματα αυτά θά μπορέσει νά περιοριστεί
εφόσον ή έρευνα πού θά τείνει προς το αντικείμενο, θά βασιστεί στην ακριβή ανάλυση
τής κάθε περιπτώσεως...».
Πηγή:
Δελτίον της Χριστιανικής Εταιρείας, τόμος ΙΒ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου