Ψαχουλεύοντας, για κάτι στο χωριό βρήκα, σ’ ένα παλιό
σεντούκι τετράδια και βιβλία που είχε κρατήσει ο αείμνηστος πατέρας μου από
τα πρώτα μου μαθητικά χρόνια στο σχολείο. Ανασύροντας μνήμες το μάτι μου έπεσε
σ’ ένα πρόχειρο τετράδιο που είχα κάνει το προσχέδιο μιας έκθεσης που μας είχε
βάλει ο δάσκαλος μας τότε Κος Ανδρέας
Παπανικήτας από την Σάμο και σύζυγος της κας Θεώνη Σουρέλη από του Ζάχα και το
θέμα ήταν πως, ‘’έχουμε πια μεγαλώσει,
έχουμε φύγει από το χωριό και έχουμε πάει στα ξένα, πως αισθανόμαστε και να
γράψουμε λίγα λόγια για τον τόπο που γεννηθήκαμε’’. Το εύρημα αυτό μου έδωσε
την απάντηση που αναζητούσα τόσο καιρό
για το πότε άρχισα να αισθάνομαι τόσο έντονα την έλλειψη του και γιατί
έχω την ‘’τρέλα’’ να το αναδείξω με διαφόρους τρόπους.
Ήμουν στην Δ’
Δημοτικού, το 1982, και στις φωτογραφίες αποδεικνύεται του λόγου το αληθές. Το
κείμενο παρακάτω είναι αυτούσιο χωρίς διορθώσεις.
ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ
Όπως όλοι οι
ξενιτεμένοι άνθρωποι, έτσι και γω και επιθυμώ να ξαναγυρίσω στο μικρό, φτωχό,
αγαπημένο μου χωριό.
Ολόκληρες ώρες,
παρέα με την μοναξιά μου. Πλάθω στη σκέψη μου την εικόνα του χωριού μου. Τώρα
στα ξένα, όπως και τότε ξαναζώ τις ομορφιές του. Το γαλαζοπράσινο, φιδίσιο
ποτάμι που περιζώνει τα κατάλευκα σπιτάκια του, τον χρυσοκίτρινο ήλιο, τον
γαλανό ουρανό, και την καταπράσινη φύση. Όσο όμορφο είναι το χωριό μου τόσο
όμορφη ήταν και η ζωή μας σ’ αυτό. Ελεύθερα ζούσαμε μέσα στον μικρό παράδεισο
του χωριού μας, παίζοντας ποδόσφαιρο, κρυφτό, μήλα, ψαρεύοντας στο ποτάμι,
τριχαίους, χαμουζάδες, χελομάνες, και καβούρια. Κυνηγόντας με το λάστιχο, ή με
τις θηλειές τσίχλες και κοτσύφια, βόσκοντας τα γιδοπρόβατα μας, παίζαμε τη
φλογέρα ξαπλωμένοι στο κατπράσινο χαλί της φύσης, πίνοντας το κρυστάλλινο νερό
της πηγής. Όλοι είμασταν μαζί πάντοτε σε κάθε χαρά και λύπη. Περπατώντας τα
πλακόστρωτα, ασβεστωμένα δρομάκια, θαυμάζαμε τα μικρά κατάσπρα σπιτάκια, με τις
κάτασπρες αυλές, τα πολύχρωμα λουλούδια, την δασύσκιωτη κληματαριά. Τον φούρνο
να ψήνει το χωριάτικο ψωμί, τον πεντακάθαρο ασβεστωμένο σταύλο. Πάνω απ’ όλα τα
σπίτια ξεχωρίζει η εκκλησία με το ψηλό καμπαναριό που μοιάζει με τον τσοπάνο
που φυλάει τα προβατά του. Η μικρή όμορφη πλατεία με τα λιγοστά ξύλινα
τραπεζάκια του καφενέ του κυρ-Γιώργη μαζεύει τα βράδια τους χωριανούς. Όλοι στο
χωριό είμαστε αγαπημένοι και ο ένας βοηθάει τον άλλον. Που να τις βρείς τούτες τις ομορφιές στην ξενιτιά χωριό μου
όμορφο με τις ραχούλες και τις ρεματιές που σε προίκισε η φύση με νοικοκυριό;