ΤΡΥΠΗΤΗ(ΎΠΑΝΑ, ΙΣΟΒΑ 'Η ΜΠΙΤΖΙΜΠΑΡΔΙ ): " Ίσταται κατά τον βορράν, στηριζόμενο επί φυσικού μπαλκονίου, εξόχως μεγαλοπρεπής και η περικλείουσα αιώνια βλάστηση αποτελεί τον μανδύα του. Αυτός λάμπει και απαστράπει εις όλα τα παιχνίδια των χρωμάτων εις καθημερινό θέαμα και ακτινοβολεί ως φαιοπράσινη φλόγα υπό τας πρωϊνάς αχτίδας του ηλίου".

''Πρός άρκτον δ' 'ομορα ήν τω Πύλω δύο πολίδια Τριφυλιακά 'Υπανα και Τυπανέαι και ποταμοί δε δύο εγγύς ρέουσι, ο τε Δαλίων (Διάγων) και ο Αχέρων εκβάλοντες εις τον Αλφειόν"
(Στράβων Η΄3,15)

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ

Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

Αλή Μουλάς - Δελγιώτης, Ιστορικό Διήγημα!



ΑΛΗ ΜΟΥΛΑΣ
Υπό Αγησίλαου Τσελάλη
Το παρακάτω διήγημα του  Αγησίλαου Τσελάλη είναι στον Α’ τόμο των Ολυμπιακών Χρονικών του 1970, που εκδίδονταν από τον Σύλλογο Ολυμπίων. Η παράξενη για εμάς ορθογραφία είναι η πρωτότυπη και δεν θέλησα να αλλάξω την ομορφιά της γραφής του περίφημου συμπατριώτη μας. Θα το παραθέσω τμηματικά λόγω του όγκου και ελπίζω να ταξιδέψουμε στην πρωτεύουσα της Επαρχίας Ολυμπίας λίγο πριν την πρώτη μάχη της Ελληνικής Επάνάστασης στα στενά του Αγίου Αθανασίου.
Καθόταν, μαχμουρλής, ραχατιλίτικα, στον οντά του σαραγιού του, σταυροπόδι πάνω στον παχύ τάπητα και τα μεταξωτά πουπουλένια μαξιλάρια ο Αλή Μουλάς – Δελγιώτης κι΄έπινε γουλιά – γουλιά τον καφέ του μ’ εύραση, ξένοιαστος και σίγουρος για όλα. Έβλεπε τους Μουρτάτες Τούρκους Φαναρίτες που περνοδιάβαιναν, ανεβοκατέβαιναν, σεργιάναγαν καμαρωτοί στους δρόμους. Και καμάρωνε και τους καμάρωνε που τους κρυφοκαμάρωναν με φλογερούς πόθους και γλυκούς καϋμούς οι χανούμισες πίσω από τα καφασωτά χαγιάτια. Εχάιδευε η ματιά του στοργική τα’ αγαπημένο του Φανάρι, το κατάρρυτο και καρπερό, με τα καλά σαράγια τα πολλά τζαμιά και τα περιβόλια με τις ροδιές, τις περγολιές, τις ροδακινιές, τις αμυγδαλιές και τις αναδενδράδες.
Βούιζε ο Κέλαδος, το Φαναρίτικο ποτάμι, κι’ έτρεχε κελαριστα στις γραφικές Φαναρίτικες κοιλάδες. Κινούσε τους μύλους, δροσοπότιζε της Αλιφείρας τα χωράφια και χυνόταν βουερός στον Αλφειό. Κάτω απλώνονται οι κάμποι οι ευφορώτατοι της Παρασίας και οι λόφοι του Αιπίου. Πέρα μακριά προς τη θάλασσα η ερατεινή Αρήνη με το Σαμικό, ο ωραίος Σκιλλούντας και το Επιτάλιο με τις σταφίδες, τις λεϊμονοπορτοκαλιές και τις εληές.
Φάνταζε στο βάθος η κορφή της Μίνθης, όπυ εδοξάζονταν ο Ηρακλής κι’ έστεκε το ξακουστό Αράκλοβο που δόξασε ο ηράκλειος Δοξαπατρής. Απέναντι στα Γορτυνιακά βουνά, χωρια και λόφοι, ο Λάδων και ο Ερύμανθος. Και πέρα η Φολόη με το Λάλα, όπου αφέντευαν τα τ’ αδερφοξαδέρφια της γυναίκας του Αλή Μουλά. Ανάμεσα κατεβαίνει από τις Αρκαδικές χαράδρες γαλήνιος ο Αλφειός και χύνεται στο Ιόνιο, Πάνω από το Φανάρι η Ζακούκα, με τον Αγιολιά.
Σ’ όλη αυτή την παραδεισένια επαρχία, όπου εβασίλευε παλαιά ο Νέστορας με το μελίρρυτο στόμα κι έζησε ο Ξενοφών με την μελιστάλακτη του πέννα, αφέντευε τώρα ο Αλή Μουλάς Μπούκουρας Δελγιώτης, βοϊβόντας και ζαπίτης.
Χιλιάδες ραγιάδες έσκαφταν κι’ έσκυφταν σ’ αυτόν. Μυριάδες γιδοπρόβατα έβοσκαν στα λειβάδια. Κατοσταριές τα βοϊδάλογα, τα γαϊδουρομούλαρα έβοσκαν και θρέφονταν και γεννοβολούσαν κι’ αύξαιναν και πλήθαιναν κι’ ώργωναν και κουβάλαγαν τα’ αγαθά τούτης της γης, της καρπερής. Και γέμιζαν τις αποθήκες του Μουλά. Οι σκλάβοι σώρευαν τα σιτηρά, τυριά και μελοβούτυρα, λάδια, καρυδομύγδαλα, φουντούκια. Οι σπαήδες του γέμιζαν το σεντούκι του με γρόσια και στόλιζαν το χαρέμι του με τις πιο γκιουζέλ χανούμ.
-         Έτυχε βλέπεις - το κισμέτ – κι’ επήρε ο Τούρκος το ραχάτι και και το ζάπι κι’ έχει ο Ρωμηός το ράι και τη δουλειά. Δουλεύει ο Γιάννης και τρώει ο Σουλεϊμάνης. ¨έτσι ώρισε ο Αλλάχ. Δουλεύουν τ’ άλογα και τρώνε τά γαϊδούρια.
Χίλιοι οπλοφόροι και τα κεφάλια των προεστών εγγύηση ασφάλιζαν το ντοβλέτι του. Κι ο κατής έκρινε κι έδερνε, έλυε κι έδενε και κρέμαγε κατά την κρίση και το κέφι του Μουλά.
-         Πέκεϊμ, εφέντη μου, πέκεϊμ…
Το μισοφέγγαρο στον ουρανό είχε μεγαλώσει κι έλαμπε, ορθό. Το ζωγραφιστό στην κόκκινη σημαία, που κυμάτιζε στου σαραγιού τον πύργο, καμάρι των Τούρκων, μαράζι των Ελλήνων έπαλε ζωηρό.
-         Δόξα στο μεγάλο Πατισάχ…
Ρούφηξε μια γουλιά καφέ, μια καπνό ο Αλή Μουλάς κι έγυρε νωχελικά στ’ αφράτα μαξιλάρια. Κι έξαφνα ήρθε τρέχοντα κι εστάθη κοντά του με κομμένη ανάσα τρέμοντα η Εμινέ η μπάς χανούμ, η κόρη του Κορμπάγα.
-         Μπέη μου, έρδε Μόσκοβο!...Αλή μου, ήρθε ο Φράγκος!... Ίκινι…Να φύγουμε…Στην Τρίπολη, στο Λάλα…
Έδειξε καταφοβισμένη στην κορυφή του Κεραύσιου, προς τη Ζακούκα, που έστεκε γίγαντας φρουρός πάνω από το Φανάρι. Απόρησε ο αγάς, την κύταξε περίεργος κι αντεσηκώθη, παίρνει το κιάλι και κυττάει, στον Αγιολιά αγναντεύει. Βλέπει και ανηφόραγε, συναζώτανε λαός. Χαμογέλασε.
-         Μωρή, είναι οι ραγιάδες μας και φέρνουν το χαράτσι…
Την ησύχασε ήσυχος, ανάγυρε, σταύρωσε τα πόδια πάνω στο παχύ χαλί, κτυπησε τις παλάμες του και διάταξε γαήνιος και πρόσχαρος.
-         Μπίρ καφέ, τσιοκ καϊμακλί, τσουμούκ – τσαμπούκ…
Άπλωσε το καταστόλιστο με δαχτυλίδια αφράτο χέρι του να χαϊδέψει την πεντάμορφη Εμινέ. Δεν πρόφτασε. Δυνατές φωνές, γεμάτες φόβο και αγωνία δόνησαν τα’ αυτιά του και τάραξαν τα σπλάχνα της χανούμ.
-         «Κολοκοτρώνα!.... Κολοκοτρώνοι!... Ίκινι … Ίκινι … Να φλυγουμε … Οι Έλληνες ζώνουν το Φανάρι!... Γέμισαν τα βουνά μας Κλεφτουρια!...»
Τέλος Α’ Μέρους

Σάββατο 18 Απριλίου 2015

Το φαράγγι της Γύρας!

Γιγάντια πλατάνια, ανοιχτοπράσινες πεύκες, ολομύριστες δάφνες, δρυς, αρωματικά θυμάρια, σκίντα και πουρνάρια γίνονται προφήτες του μεγαλείου του φαραγγιού. Δέντρα προαιώνια όλα, παρθένο δάσος που δεν το μόλυνε το ανθρώπινο χέρι. Δέντρα που με την σκιά τους δεν την διέκοψε ο πανδαμάτορας Ήλιος και δεν ζέστανε τα παγωμένα νερά της Τσεμπερούλας. Απερίγραπτη η ομορφιά και το θέλγητρο του τοπίου, άγριο και επιβλητικό έκανε τους ντόπιους να αναφέρονται με δέος και να πλάθουν ιστορίες φόβου και μύθους μαγεμένους για την Γύρα.
Το αιώνιο δάσος έκανε θόλο με τα κάθε λογής κλαδιά του,  που σκύβοντας προς τα κάτω, αποτελούσαν φόρο τιμής στην πανέμορφη και συνάμα μαγική, νύμφη του ποταμού. Παγερός ο άνεμος, διαπερνά το δάσος και τον μαιανδρικό ρου της Τσεμπερούλας, τα νερά σπάζουν στα βράχια και αντίλαλος εκκωφαντικός δημιουργείται λες και είναι οι κεραυνοί του παμμέγιστου Δία που προστατεύει την ευρύτερη περιοχή της γενέτειρας του. Ο γκρεμός των, περίπου, 140 μέτρων και η εντύπωση που αποκομίζεται είναι υπέρτατο δέος και συνάμα τρόμος φοβερός. Στον στενό αυτόν λαιμό της Γύρας ο ήλιος ανατέλλει και δύει μέσα σε λίγη ώρα, προλαμβάνοντας μετά βίας να απλώσει το χρυσοκίτρινο φως του και να στολίσει με χίλια μύρια χρώματα την αέναη βλάστηση, και η επικρατούσα αντίθεση του ημίφως αναδεικνύει μια παραδεισένια όψη.
Ενώπιον των θαυμαστών αυτών εικόνων ο τρόμος συνδυάζεται με τον θαυμασμό, και εμείς οι νεώτεροι ακολουθούμε με ποιητική διάθεση της ψυχής, απωθώντας την σκέψη και τον λογισμό. Οι αρχαιότεροι, όπως οι πρόγονοί μας, διακατέχονταν από θρησκευτικό φόβο, είναι άλλωστε γνωστή η μήνη των θεών και ημίθεων της ελληνικής υπαίθρου στην αρχαία Ελλάδα, έναντι της χαράδρας που προκαλεί ίλιγγο δια της αβύσσου, της παγερότητας και του αέναου ρόχθου. Η σκηνή αυτή είχε εξάψει την φαντασία τους, πως πνεύματα και φοβερές θεότητες κατοικούσαν εκεί, με αποτέλεσμα να περνά από γονιό σε παιδί και να φτάσει ως και τις μέρες μας με κάποια εξασθένηση βέβαια, αφού το μυαλό ΄΄άνοιξε΄΄ σε νέους ορίζοντες, σε αυτούς της λογικής και όχι της θρησκοληψίας, και του συναισθήματος.
Καλύτερα ή χειρότερα δεν μπορώ να πω, ο καθένας το αντιλαμβάνεται κατά το δοκούν.
Σημείωση: το παραπάνω κείμενο αναφέρεται στην εικόνα του γράφοντος πριν τις καταστροφικές φωτιές του Αυγούστου του 2007, οι οποίες κατέστρεψαν το δάσος και μαζί την αρχέγονη μαγεία που περίκλειε το φαράγγι, την Γύρα μας.
      Λεξιλόγιο
·       Θέλγητρο: ελκτική δύναμη που διαθέτει και που ασκεί κάποιος ή κάτι .
·       Αέναος: αυτός που είναι ή γίνεται από πάντα, διαρκώς και για πάντα, αιώνιος.
·       Μήνη: από το μένος που σημαίνει θυμός.
·       Θρησκοληψία: η υπερβολική προσήλωση σε κάθε είδους θρησκευτικές αντιλήψεις και προλήψεις.
·       Δοκούν: κατά την κρίση ή κατά την προτίμηση κάποιου. 

Κυριακή 5 Απριλίου 2015

Η ΑΡΧΑΙΟΚΑΠΗΛΕΙΑ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΟΛΥΜΠΙΑΣ!



Εdward Dodwell Ναός του Επικούρειου Απόλλωνα

Οι καλλιτεχνικοί θησαυροί που δημιουργήθηκαν στην αρχαία Ελλάδα, στους Ελληνιστικούς χρόνους, στην Ρωμαϊκή κυριαρχία στον τόπο, αλλά κατά τον Μεσαίωνα στην περιοχή της επαρχίας Ολυμπίας, ήταν απαράμιλλης ομορφιάς και τέχνης. Ο πανδαμάτορας χρόνος, οι φυσικές καταστροφές και οι ανθρώπινες ληστρικές επιδρομές κατέστρεψαν μνημεία μεγάλης ιστορικής και πνευματικής κληρονομιάς. Στην πρώτη περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε και πολλά αφού κανείς, στην ιστορία του ανθρώπου πάνω στην γη,  δεν έχει μπορέσει να τα βάλει με την φύση αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέβαλλε στην διάσωση της Ολυμπίας αφού κατά τον καθηγητή Andreas Vött, του ινστιτούτου Γεωγραφίας του πανεπιστημίου του  Mainz, ένα τεράστιο τσουνάμι καταπλάκωσε όλη την περιοχή τον 5ο αιώνα μ.χ. με αποτέλεσμα να περάσουν 14 αιώνας έως ότου ο μεγάλος  γερμανός αρχαιολόγος Ερνέστος Κούρτιους έφερε στην επιφάνεια την κοιτίδα του Ολυμπισμού και της ευγενούς άμιλλας.
Όσον αφορά στην συμμετοχή βέβηλων ανθρώπων στην ληστεία και την καταστροφή των μνημείων θα εστιάζαμε στην εξ αμαθείας ορμή αυτών, στην μισαλλοδοξία και στα συμφέροντα από την πώληση των συληθέντων. Οι ξένοι επιδρομείς σκύλεψαν τους ελληνικούς θησαυρούς μπροστά στα μάτια των, ανήμπορων να αντιδράσουν, Ελλήνων και σε πολλές των περιπτώσεων συμμετείχαν παρά την θέληση τους ή μέσα στην άγνοια τους για την σημασία  και το κάλλος των μνημείων δεν έδιναν και πολύ ενδιαφέρον.
Παραδόξως το μεγαλύτερο έγκλημα διετελέστει από Ευρωπαίους γυρολόγους που πίσω από το προσωπείο του περιηγητή και λάτρη του αρχαίου Ελληνικού κόσμου, διέπραξαν περισσότερο κακό ακόμα και από αυτούς, τους κατά καιρούς επιδρομείς βαρβάρους. Η καταστροφή άρχισε κατά την Ρωμαιοκρατία στην οποία πάμπολλα μνημεία συλήθηκαν (βλέπε Σύλας) και μεταφέρθηκαν στην Ρώμη είτε να στολίζουν δημόσια κτίρια, είτε πολυτελείς επαύλεις πλουσίων και αξιωματούχων του κράτους. Επί βυζαντινοκρατίας τα περισσότερα καταστράφηκαν μέσα στην υπέρμετρη θρησκοληψία που επικρατούσε, ως παγανιστικά (βλέπε άγαλμα του Δία), 'όπως επίσης και παύση των ολυμπιακών αγώνων, κλείσιμο φιλοσοφικών σχολών κ.α.
Στην δύση του βυζαντινού κράτους , έρχονται οι σταυροφόροι και διάφοροι άλλοι τυχοδιώκτες της παπικής εκκλησίας να συνεχίσουν  την αρπαγή, με συλλέκτες πολύτιμων να επιδίδονται στην συλλογή πολύτιμων αντικειμένων και πώληση τους σε πλούσιους ηγεμόνες της Δύσης που επιθυμούσαν να γεμίσουν είτε την συλλογή τους, είτε μουσεία, ανύπαρκτων  πολιτιστικά και ιστορικά, χωρών.
Στην Οθωμανοκρατία, όπως προείπαμε, στίφη περιηγητών και πνευματικών ανθρώπων κυρίως Άγγλων και Γάλλων, χωρίς να υστερούν οι υπόλοιποι, με την πρόφαση της λατρείας του αρχαίου κόσμου δίνουν το τελειωτικό χτύπημα  από άκρη σε άκρη όλης της Ελλάδας. Ο παρανοϊκός μοναχός Φουρμόντ καταστρέφει ότι αρχαίο βρει μπροστά του, ο Κοκερέλ μαζί με τον Στάλκεμπεργκ και τον Γκρόπιους "ξηλώνουν" κυριολεκτικά τον ναό του Επικούρειου Απόλλωνος στις Βάσσες και τον μεταφέρουν στο Παρίσι και στο Λονδίνο και την Βαυαρία.

Μετά τα μάρμαρα του Παρθενώνα, τα αντίστοιχα του δίδυμου ναού στις Βάσσες, πήραν την θέση τους στο μουσείο του Λονδίνου και αποτελούν τα δεύτερα σε αξία και ποσότητα μετά αυτών του ανυπέρβλητου λαού της Ακροπόλεως των Αθηνών. Οι ελληνικές αρχαιότητες εκλάπησαν και η Ελλάδα παρατηρούσε ανήμπορη να τις προστατεύσει. Η κληρονομιά του ελληνισμού πήρε θέση σε μουσεία χωρών που αγνοείται η ύπαρξη τους μέσα στην ιστορία την εποχή που αυτοί οι θησαυροί σμιλεύονταν στα εργαστήρια Ελλήνων δεξιοτεχνών. Η Αγγλία δώρισε γύψινα αντίγραφα στην Ελλάδα, πόσο γενναιότητα θα έδειχνε αν κάποια στιγμή τα επέστρεφε εκεί που ανήκουν, εφαρμόζοντας τον ηθικό και άγραφο νόμο.

Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

Το εργαστήρι του Φειδία στην Ολυμπία!

1. Σφυράκι χρυσοχοϊκής από το εργαστήριο του Φειδία 2. Στον χώρο της Αρχαίας Ολυμπίας όπου υπήρχε το εργαστήριο του Φειδία, κτίστηκε μια Παλαιοχριστιανική Βασιλική. 3. Πήλινη μήτρα πτυχολογίας από το εργαστήριο του Φειδία στην Ολυμπία 4. Οινοχόη η οποία ανήκε στον μεγάλο γλύπτη

Στον χώρο του εικονικού εργαστηρίου άλλωστε περιλαμβάνονται όλα τα εργαλεία, τα υλικά και τα καλούπια που έχουν αναπαρασταθεί με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα. H επεξεργασία του ελεφαντόδοντου και ο τρόπος της διακόσμησις του με χρυσό είναι η γνώση την οποία μπορεί να προσλάβει ο επισκέπτης, ο οποίος μυείται παράλληλα στις ιδιαίτερες δυσκολίες που παρουσίαζε η κατασκευή του κολοσσιαίου σε διαστάσεις αγάλματος με τον πολύπλοκο διάκοσμο. Το πρόγραμμα εικονικής πραγματικότητας του Ιδρύματος αποτελεί μάλιστα την πρώτη πλήρη τρισδιάστατη απεικόνιση του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Διός και του θρόνου του, η οποία στηρίζεται σε λεπτομερή αρχαιολογική και ιστορική τεκμηρίωση ακολουθώντας τις τελευταίες εξελίξεις της έρευνας με την υποστήριξη της πλέον σύγχρονης τεχνολογίας. Ολόκληρο το πρόγραμμα εξάλλου που αφορά την αρχαία Ολυμπία θα είναι έτοιμο στα μέσα Φεβρουαρίου. Το εργαστήριο του Φειδία είχε οικοδομηθεί έξω από την Αλτι στα δυτικά του ναού του Διός και οι διαστάσεις του, όπως αναφέρει στο βιβλίο της Ολυμπία. H κοιτίδα των Ολυμπιακών Αγώνων η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ολυμπίας κυρία Ξένη Αραπογιάννη ήταν παρόμοιες με αυτές του σηκού του ναού. «Ο προθάλαμος θα χρησιμοποιούνταν ως χώρος αποθήκευσης υλικών και για τις λεπτές χειρωνακτικές εργασίες. Το κυρίως δωμάτιο έφερε την υποδομή για την κατασκευή του τεράστιου αγάλματος με πανύψηλα ικριώματα, τροχαλίες κτλ.» γράφει εξάλλου ο καθηγητής Αρχαιολογίας κ. Πάνος Βαλαβάνης στο βιβλίο του Ολυμπία.

Πολλά τμήματα από πήλινες μήτρες πτυχολογίας διαφόρων μεγεθών για τα χρυσά μέρη του αγάλματος καθώς και συμπληρωματικές μορφές, όπως ήταν οι Νίκες ή Ωρες και οι Χάριτες που κοσμούσαν τον θρόνο του Δία, τμήματα ελεφαντοστού, τεμάχια ημιπολύτιμων λίθων, σιδήρου, χαλκού και μολύβδου, γυάλινα φυλλάρια ανθεμίων και πολλά οστέινα εργαλεία χρυσοχοϊκής περιλαμβάνονται στα ευρήματα των ανασκαφών προσφέροντας τις ασφαλείς ενδείξεις ότι προέρχονται από το δημιούργημα του Φειδία. H μόνη λεπτομερής περιγραφή του που έφθασε ως σήμερα προέρχεται από τον Παυσανία και σύμφωνα με αυτήν γίνονται όλες οι προσπάθειες ανασύνθεσης του έργου. Το άγαλμα ήταν στημένο στο βάθος του κεντρικού κλίτους του σηκού πάνω στο βάθρο του και ήταν ορατό από παντού. Αν και καθισμένος στον θρόνο του, ο θεός έφθανε σε ύψος τα 12,40 μ. Παριστανόταν στεφανωμένος με κλαδί αγριελιάς και στο δεξί του χέρι κρατούσε χρυσελεφάντινο άγαλμα Νίκης ενώ στο αριστερό το σκήπτρο του, το οποίο κατέληγε σε έναν αετό. Οσο για τον θρόνο του, ήταν από έβενο και χρυσό, διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους, με παραστάσεις, ανάγλυφες και ζωγραφικές αλλά και αγάλματα Νίκης.

Σύμφωνα με την τεχνική κατασκευής χρυσελεφάντινων αγαλμάτων, στην αρχαιότητα ο πυρήνας ήταν ξύλινος, με επένδυση όμως από ελάσματα χρυσού και λεπτές πλάκες ελεφαντόδοντου. Χρυσός χρησιμοποιήθηκε στο ιμάτιο, στα μαλλιά, στα γένια, στο σκήπτρο και στη Νίκη, ενώ όλα τα γυμνά μέρη του σώματος (πρόσωπο, κορμός, βραχίονες, πόδια) ήταν ελεφάντινα. H τελική εικόνα θα πρέπει να ήταν εκθαμβωτική. Δικαιολογημένη λοιπόν η φήμη του αγάλματος στην αρχαιότητα, δικαιολογημένη και η υπερηφάνεια του Φειδία που χάραξε σε κρυφό σημείο κάτω από τα πόδια του θεού το όνομά του:«Φειδίας Χαρμίδου υιός Αθηναίος μ' εποίησεν».

Από τη χρονολόγηση των ευρημάτων προκύπτει ότι το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός φιλοτεχνήθηκε μεταξύ 440 και 430 π.X., ύστερα από εκείνο της Αθηνάς Παρθένου, το οποίο ο Φειδίας ολοκλήρωσε το 438 π.X. Το άγαλμα παρέμεινε στη θέση του επί οκτώ αιώνες, υπέστη πολλές ταλαιπωρίες αλλά και επισκευές - όπως αυτή από τον μεσσήνιο γλύπτη του 2ου αι. π.X., τον Δαμοφώντα - και στη συνέχεια, στα τέλη του 4ου αι. π.X., μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και καταστράφηκε λίγο μετά, το 475 μ.X., σε μεγάλη πυρκαϊά. Πίσω στην Ολυμπία το εργαστήρι μετατράπηκε αρχικά σε ναό για όλους τους θεούς και στα θεμέλιά του κατά τον 5ο αι. μ.X. χτίστηκε παλαιοχριστιανική βασιλική. H περιπέτεια της ανασύνθεσης όλων αυτών των στοιχείων σήμερα δεν μπορεί παρά να είναι γοητευτική. Πόσο μάλλον όταν με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας μπορεί ο καθένας να λάβει μέρος.
www.tovima.gr

Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Μπιτζιμπάρδι, ωδή στο τοπίο!


Στις πινελιές του τοπίου γύρω από το Μπιτζιμπάρδι θα μαγευτεί η ματιά σου σαν αντικρίσεις τις ποιητικές του εναλλαγές και τον ήπιο του χαρακτήρα. Θα ξαποστάσει στην σκιά του δάσους και θα δροσιστεί με τις δροσοσταλίδες της κοιλάδας που παιχνιδίζουν με τις ηλιαχτίδες. Όταν φτάσει στην καταπράσινη και ολάνθιστη κοιλάδα θα σε κάνει να ξεχαστείς, ως άλλος Οδυσσέας ακούγοντας το τραγούδι των σειρήνων στον δρόμο για την Ιθάκη του. Το πνεύμα της πανώριας θεάς Άρτεμις πλανιέται τρέχοντας με παρέα με τις Νύμφες λες και συνεχίζεται το αέναο κυνηγητό πότε με τον Αλφειό και πότε με τον Πάνα. Πλατάνια, πεύκα και δάφνες υψώνονται υπερήφανα  και  προσφέρουν καταφύγιο, στην αιώνια παρθένα θεά, από το κυνηγητό των σατύρων ημίθεων. Τα κυπαρίσσια ξεπετιούνται ορθόστητα, σε τούτη την κοιλάδα της θεάς, αναπαριστώντας τους φαλλούς των αθάνατων  θηρευτών και αναρίθμητα εαρινά λουλούδια, σκορπισμένα παντού, στολίζουν το χορτάρινο χαλί της αγαπημένης κόρης του Δία και της Λητούς. Τα ρυάκια και οι πηγές με τα κρυστάλλινα νερά τους συμπληρώνουν το μαγευτικό τοπίο. Η ησυχία και η ειρήνη βασιλεύουν μέχρι να τις διακόψουν τα τιτιβίσματα πουλιών ή κάποιο κοπάδι που βρίσκεται κάπου κοντά. Ο ήχος της ήρεμης φύσης διαταράσσεται κάπου κάπου και το μυαλό σου αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε παγανιστικές λατρείες και το χριστιανικό πνεύμα που πλανιέται, αιώνες τώρα πάνω από τα ερείπια της μονής της Ίσοβας, και συμπληρώνει την μαγεία. Τι θα διαλέξει ο νους του καθενός; Άγνωστο.

Λατρεμένο Μπιτζιμπάρδι, μαγεύεις και έλκεις  τον καθέναν μας ως άλλη Ιθάκη τον Οδυσσέα της! 

Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται!

«Οι δ' ίσαν υλοτόμους πελέκεας εν χερσίν έχοντες / σειράς τ' ευπλέκτους» αναφέρει ήδη ο Όμηρος στην Ιλιάδα (23. 114-115), με άλλα λόγια «πήγαν, κρατώντας στα χέρια τσεκούρια που έκοβαν ξύλα και καλοπλεγμένα σχοινιά». Με διαφορά λίγων αιώνων, ο Αριστοφάνης (fr. 610 K-A) αναφέρει: «αλλ' ιμάντα μοι δος και ζμινύην. Εγώ γαρ ειμ' επί ξύλα», δηλαδή «αλλά δώσε μου ένα λουρί κι ένα εργαλείο κοπής. Γιατί πάω για ξύλα». Όπως κι αλλού εκείνη την εποχή, έτσι και στην αρχαία Αθήνα οι ενεργειακές ανάγκες του πληθυσμού καλύπτονταν κυρίως από άνθρακα και ξύλο, συνεπώς η παραγωγή, η μεταφορά και το εμπόριό τους αποτελούσε μία ολοκληρωμένη οικονομική δραστηριότητα. Λόγω της πληθυσμιακής της συγκέντρωσης, αλλά και της βιοτεχνικής παραγωγής και των λοιπών οικονομικών δραστηριοτήτων, η Αθήνα της Κλασικής Περιόδου κατανάλωνε μεγάλες ποσότητες καύσιμης ύλης. Ας το σκεφτούμε λίγο καλύτερα: αρτοποιεία, μεταλλοτεχνικά και κεραμικά εργαστήρια, λουτρά, οικείες κι άλλες τόσες και τόσες δραστηριότητες απαιτούσαν για τη λειτουργία τους σημαντικές ποσότητες ξυλοκάρβουνου, πολλές φορές μάλιστα συγκεκριμένων ειδών, οι οποίες θα καίγονταν σε ειδικούς, κατά περίπτωση, κλιβάνους. Στην Περί Φυτών Ιστορία ο Λέσβιος φιλόσοφος του 4ου αι. π.Χ. Θεόφραστος αναφέρει πώς κορμοί δέντρων σχίζονταν στα δύο, στοιβάζονταν μαζί και καλύπτονταν με λάσπη πριν καούν εντός ειδικών κατασκευών.   Η εργασία αυτή ήταν, βέβαια, όσο βαριά ακούγεται, κι ακόμα παραπάνω. Τόσο ο Αριστοφάνης όσο και ο Μένανδρος έχουν δημιουργήσει αξιολύπητους ήρωες στους οποίους έλαχε να συλλέγουν και να κουβαλούν καυσόξυλα. Ο Κνήμων στον Δύσκολο του Μενάνδρου παραπονιέται ότι «ζη μόνος [...] ξυλοφορών σκάπτων τ' αεί πονών», ενώ ο Δικαιόπολις στους αριστοφανικούς Αχαρνής φαντασιώνεται ηδονικά μια νεαρή «υλοφόρον» σκλάβα. Η υλοτομία και η μεταφορά της καύσιμης ύλης ήταν, καταπώς φαίνεται, δραστηριότητες πιο ταιριαστές στους σκλάβους, στους φτωχούς και στους επαγγελματίες εμπόρους κάρβουνου και ξύλου, παρά στους ευυπόληπτους Αθηναίους πολίτες. Οι ελεύθεροι Αθηναίοι πολίτες που απασχολούνταν με το επαγγελματικό εμπόριο καύσιμης ύλης αποτελούσαν μία σχεδόν περιθωριακή, κατώτατη οικονομική τάξη. Μάλιστα, κατά τον Αθηναίο ρήτορα και πολιτικό του 5ου αι. π.Χ. Ανδοκίδη, μια πόλη σε κατάσταση πολέμου μπορεί να εκπέσει τόσο, ώστε οι ασχολούμενοι με το κάρβουνο να κατέλθουν από τα βουνά στην πόλη: «Ίδοιμεν [...] εκ των ορών τους ανθρακευτάς εις το άστυ ήκοντας». Όλα δείχνουν πως το πρόβλημα της εύρεσης καύσιμης ύλης δεν άγγιζε τόσο τις πιο εύπορες οικογένειες της πόλης. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε; Σύμφωνα με ενεπίγραφες αττικές στήλες του 5ου αι. π.Χ., οι πλούσιοι Αθηναίοι συνήθως προμηθεύονταν καύσιμη ύλη από τα εξοχικά κτήματά τους και τις εκτάσεις που κατείχαν εκτός των τειχών της πόλης. Ο Αλκιβιάδης, μέλος της αριστοκρατικής οικογένειας των Αλκμεωνίδων, είχε στην κατοχή του εκτάσεις με «ξύλα καύσιμα», «φρύγανα» και «ρυμούς» (κούτσουρα). Η πρόσβαση και απόκτηση καυσόξυλων ήταν τόσο σημαντική για πλούσιους και φτωχούς, που, σύμφωνα με τον Μένανδρο, μόλις έπεφτε μια οξιά, όλοι έσπευδαν να μαζέψουν τα ξύλα της: «Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται». Στην ακμή της ηγεμονίας της, η Αθήνα της πολύκροτης Κλασικής Περιόδου αντιμετώπιζε τις τεράστιες ενεργειακές ανάγκες της με κάθε δυνατό τρόπο: σκλάβοι, κάθιδροι καρβουνιάρηδες, φορτωμένα γαϊδουράκια, πηγαινοέρχονταν φορτωμένοι με καυσόξυλα από δημόσιες και ιδιωτικές εκτάσεις, προμηθεύοντας φούρνους, κλιβάνους και εστίες με την πολύτιμη ύλη, μέλη μιας κοινωνίας περισσότερο ταξικής απ' όσο φανταζόμαστε σήμερα, κάτω από καπνό και αιθαλομίχλη σχεδόν παρόμοια με τη δική μας – εκτός από τις πλαστικές καρέκλες.

Από την Αγιάτη Μπενάρδδου, Δρ. Ιστορίας, Μονάδα Ψηφιακής Επιμέλειας, Ερευνητικό Κέντρο «ΑΘΗΝΑ» Πηγή: www.lifo.gr

 ΠΗΓΕΣ S. Douglas Olson, Firewood and Charcoal in Classical Athens, «Hesperia», 60, 1991, p. 411-420 / T.W. Gallant, Risk and Survival in Ancient Greece: Reconstructing the Rural Domestic Economy, Palo Alto, 1991 / R. Meiggs, Trees and Timber in the Ancient Mediterranean World, Oxford, 1982 / W.E. Thompson, The Athenian Entrepreneur, AntCl 51, 1982, p. 53-85 Πηγή: www.lifo.gr

Ο παραλογισμός των Περσών κατά τον Λακεδαίμονα βασιλιά Παυσανία.


Όταν οι ενωμένοι Έλληνες υπό την ηγεσία των Σπαρτιατών νίκησαν τους Πέρσες στις Πλαταιές, στην τελευταία νικηφόρα μάχη (είχαν προηγηθεί ο Μαραθώνας, οι Θερμοπύλες και η Σαλαμίνα), ο βασιλιάς Παυσανίας βρήκε ανέπαφη την σκηνή του στρατηγού Μαρδονίου. Η επέλαση εκατό χιλιάδων συνασπισμένων Ελλήνων αποδεκάτισε τους τριακόσιους χιλιάδες Πέρσες, που βρήκαν τραγικό θάνατο και οι λίγοι που γλύτωσαν αναγκάστηκαν να φύγουν βόρεια.
 Ο λιτοδίαιτος Σπαρτιάτης βασιλιάς μπήκε στην σκηνή που τον περίμεναν έντρομοι όλοι οι ακόλουθοι του Μαρδόνιου. Ο Παυσανίας έμεινε έκπληκτος με την χλιδή που επικρατούσε με τα χρυσά και αργυρά αντικείμενα και από τα περίτεχνα χειροποίητα χαλιά, ενώ αυτός κοιμόταν πάνω σε καλαμωτές (κρεβάτι από καλάμια) από τον Ευρώτα.  Ο Παυσανίας διέταξε να του ετοιμάσουν ένα δείπνο εφάμιλλο αυτών του Μαρδονίου. Πραγματικά οι μάγειροι έβαλαν όλη τους την τέχνη και οι ευνούχοι στόλισαν το τραπέζι και τα ανάκλιντρα, με σκοπό να γλιτώσουν το κεφάλι τους.
Όταν τελείωσαν οι Πέρσες πρόσταξε σε δύο είλωτες να του ετοιμάσουν ένα δείπνο από αυτά που του σέρβιραν συνήθως. Πράγματι οι είλωτες του έβαλαν πάνω σε ένα σανίδινο τραπέζι ξερό ψωμί, ελιές και ένα κρεμμύδι. Ο Παυσανίας τοποθέτησε δίπλα δίπλα τα δύο δείπνα και κάλεσε τους στρατηγούς των Ελλήνων. Όπως μας μεταφέρει, ο μέγιστος ιστορικός, Ηρόδοτος όταν συγκεντρώθηκαν τους έδειξε τα τραπέζια και χαμογελώντας τους είπε: « Άνδρες Έλληνες, να γιατί σας κάλεσα. Για να σας δείξω τον παραλογισμό του Πέρση, ο οποίος, ενώ έχει αυτόν τον τρόπο ζωής, ήρθε να μας πάρει αυτήν εδώ την φτώχεια».


Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

Κολοκοτρώνης - Παπαφλέσσας: Μια άγνωστη ιστορία του Αγώνα!



Κατά την διάρκεια της επανάστασης οι αντιπαλότητες μεταξύ των αγωνιστών ήταν πολλές και οδηγήθηκαν στα άκρα σε πολλές των περιπτώσεων. Μια από αυτές ήταν μεταξύ του Παπαφλέσσα και του Θοδωράκι του Κολοκοτρώνη. Ο Παπαφλέσσας είχε φημισμένη λεβεντιά και μεγάλη παλληκαριά. Κοντά σ’ αυτά είχε μάθει και γράμματα και ήξερε καλά και την πολιτική. Μα δεν είχε τα τερτίπια του Κολοκοτρώνη. Φοβόταν πάντα πως ο Θοδωράκις θα είχε πάντα στον πόλεμο την πρωτειά. Με την πολιτική τα κατάφερε και έκλεισε τον Κολοκοτρώνη στην φυλακή, σ’ ένα Υδραίικο μοναστήρι. Ο ίδιος ο Παπαφλέσσας, όταν οι άνθρωποι του τον έπιασαν, του πήρε από το σιλάχι τις πιστόλες του. Όταν βγήκε στο Νιόκαστρο ο Μπραήμης και ανηφόρισε να πάει στην καρδιά του Μοριά, ο Παπαφλέσσας έτρεξε να τον χτυπήσει. Φοβόταν πως , αν δεν πρόφτανε αυτός να τον ρίξει στη θάλασσα, θα ερχόταν ο Κολοκοτρώνης, θα τον λιάνιζε όπως και τον Δράμαλη, και θα έπαιρνε καινούριες δόξες. Ο Κεφάλας, την παραμονή πρωτού γίνει ο φρικτός πόλεμος στο Μανιάκι, τα είδε τα στενά και του είπε με παράπονο:
-         Παπαζουρλέ, που μας ήφερες εδώ να μας τσακίσει ο Αράπης με την καβαλλαρία του. Θα πάρεις και εμάς και τα  παιδιά μας στο λαιμό σου.
Και ο Παπαφλέσσας του αποκρίθηκε:
-         Ορέ Παλιοδορραχίτη, πασπαλιάρη, τι κιότεψες ορέ. Αν δεν πολεμήσουμε εδώ, ταχιά θα φτάσει ο Κολοκοτρώνης και θα τον λιανίσει τον Αράπη. Και τότε πλια εσύ θα γυρίσεις στο Δορράχι στους μύλους να κλέβεις τ’ απολέσματα κι εγώ θα γυρίσω στην Πολιανή να βόσκω γουρούνια και γιδοπρόβατα.
Έπειτα από τον σκοτωμό του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι, ο Κολοκοτρώνης πήρε την φοράδα του. Στους πολέμους που έγιναν κατοπινά στο Ίσαρι, έτυχε να παραπατήσει η φοράδα και να πέσει στα κοτρώνια μαζί με τον Θοδωράκι. Ο Κολοκοτρώνης χτύπησε στον κρόταφο και έχασε τις αισθήσεις του. Τον πήγαν σ’ ένα γειτονικό χωριό και τον περιποιήθηκαν με τα πρόχειρα γιατρικά εκείνου του καιρού, ζέσταναν βούτηρο και το έβαλαν επάνω στο χτυπημένο μέρος. Με τούτο και με τ’ άλλο ήρθε πάλι ο Γέρος στα συγκαλά του. Τότε του είπαν:
-         Ο Θεός έκαμε να πέσεις γιατί πήρες την φοράδα του σκοτωμένου οχτρού σου.
Μα ο Θοδωράκις απολογήθηκε:
-         Μα και κείνος όταν μ’ έβαλε στην φυλακή μου πήρε τις πιστόλες μου!
Ο Μπραήμης έκανε με τον τακτικό στρατό του πόλεμο σκληρό. Ο Κολοκοτρώνης τον ακολουθούσε και τον χτύπαγε στις πλάτες. Κάποτε που πέρασε από ένα χωριό του Ταυγέτου εσυνάχτηκαν οι πρώτοι του χωριού και του είπαν:
-         Γιατί στρατηγέ δεν βαρείς τον Μπραήμη; Γιατί δεν τον χαλάς όπως χάλασες και του Δράμαλη τ’ ασκέρι;
Και ο Κολοκοτρώνης αποκρίθηκε:
-         Βρε τι λέτε! Τον κουμπάρο μου θα βαρέσω; Αυτός μ’ έβγαλε από την φυλακή!
Αυτοί πού  άκουσαν την απόκριση, κουτοί άνθρωποι όπως ήτανε, δεν κατάλαβαν τι ήθελε να πει ο Κολοκοτρώνης και πήγαν και διαλάλησαν πως ο Γέρος του Μοριά έστειλε και έφερε τον Αράπη για να χτυπήσει τον εχθρό του τον Φλέσσα. Κι έμεινε από τότε στα χωριά της Αλαγονίας, και λέγεται ακόμη από ανθρώπους από ανθρώπους που δεν έχουν το νου να καταλάβουν μια έξυπνη κουβέντα.


Πηγή: Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1960

Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Η 25η Μαρτίου από μια διαφορετική οπτική γωνία!

Κάθε χρόνο στις  25 Μαρτίου τιμούμε και γιορτάζουμε τον ξεσηκωμό των υπόδουλων Ελλήνων κατά του Τούρκου δυνάστη για ελευθερία και  αυτοδιάθεση. Εκ των πραγμάτων είναι η πιο σημαντική ημερομηνία στην ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, ως αφετηρία της εθνικής παλιγγενεσίας.
Τι συνέβη, άραγε, στις 25 Μαρτίου του 1821 και την έχουμε αναδείξει ως την ημέρα της εθνικής μας εορτής; Τίποτα απολύτως λένε οι ιστορικοί. Ή σχεδόν τίποτα, για να είμαστε ακριβείς, πέρα από κάποιες αψιμαχίες. Κανένα σπουδαίο πολεμικό γεγονός που να δικαιολογεί αυτή την επιλογή. Ούτε καν η ύψωση του λαβάρου της Μονής της Αγίας Λαύρας και η ορκωμοσία των παλληκαριών από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό.
Το περιστατικό της Αγίας Λαύρας είναι ένας εθνικός μύθος. Τον οφείλουμε στον γάλλο περιηγητή και ιστορικό Φρανσουά Πουκεβίλ (1770-1838), ο οποίος συνέγραψε την τετράτομη Ιστορία της Αναγεννήσεως της Ελλάδος (1824). Η ιστορία διαδόθηκε από στόμα σε στόμα, αλλά και μέσω του πίνακα Ο Όρκος της Αγίας Λαύρας (1851) του σημαντικού έλληνα ζωγράφου Θεόδωρου Βρυζάκη (1814-1878).
Άλλωστε και ο ίδιος ο Παλαιών Γερμανός δεν αναφέρει λέξη για το περιστατικό στα απομνημονεύματά του. Είναι ιστορικά εξακριβωμένο ότι εκείνη την ημέρα δεν βρισκόταν στη Μονή της Αγίας Λαύρας, αλλά στην Πάτρα, όπου όντως όρκισε τους επαναστάτες της περιοχής στην Πλατεία του Αγίου Γεωργίου.
Η επέτειος να γιορτάζουμε τον εθνικό ξεσηκωμό στις 25 Μαρτίου καθιερώθηκε στις 15 Μαρτίου 1838 από τον βασιλιά Όθωνα, προκειμένου να συνδεθεί με το εκκλησιαστικό γεγονός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Ήταν και επιθυμία του Αλέξανδρου Υψηλάντη και της Φιλικής Εταιρείας να συνδεθεί η έναρξη της επανάστασης με μια μεγάλη εκκλησιαστική εορτή για να τονωθεί το φρόνημα των υπόδουλων Ελλήνων.
Στην πραγματικότητα, η Επανάσταση δεν ξεκίνησε στις 25 Μαρτίου 1821, αλλά λίγες μέρες νωρίτερα στην Πελοπόννησο, μία περιοχή με συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς και μικρή στρατιωτική παρουσία των Τούρκων. Ο στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής της Πελοποννήσου (Μόρα Βαλεσί) Χουρσίτ πασάς βρισκόταν στα Γιάννινα για να  εξοντώσει τον Αλή Πασά, ο οποίος είχε αυτονομηθεί από την Υψηλή Πύλη. Πριν από την αναχώρησή του, ο Χουρσίτ είχε λάβει διαβεβαιώσεις από τους προεστούς του Μοριά ότι οι φήμες που κυκλοφορούσαν για τον επικείμενο ξεσηκωμό των ραγιάδων ήταν ανυπόστατες.
Αχαιοί και Μανιάτες ερίζουν για το ποιος έριξε την πρώτη τουφεκιά του εθνικού ξεσηκωμού. Στις 21 Μαρτίου αρχίζει η πολιορκία των Καλαβρύτων από τον Σωτήρη Χαραλάμπη και τους Πετμεζαίους. Είναι η πρώτη πολεμική ενέργεια της Επανάστασης και θα λήξει νικηφόρα μετά από πέντε ημέρες.
Στις 23 Μαρτίου οι Μανιάτες υπό την αρχηγία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και τη συνεπικουρία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καταλαμβάνουν την Καλαμάτα και με διακήρυξή τους κάνουν γνωστό στη διεθνή κοινότητα τον ξεσηκωμό των Ελλήνων. Την ίδια ημέρα, οι άνδρες του Αντρέα Λόντου θέτουν υπό τον έλεγχό τους τη Βοστίτσα (σημερινό Αίγιο), ενώ επαναστατικός αναβρασμός επικρατεί στην Πάτρα.  Από την Κωνσταντινούπολη με προορισμό το Άγιο Όρος αναχωρεί ο Σερραίος έμπορος και φλογερός πατριώτης Εμμανουήλ Παππάς, προκειμένου να ξεκινήσει την Επανάσταση στη Μακεδονία.
Η 23η Μαρτίου είναι ο πρώτος σημαντικός σταθμός του εθνικού αγώνα  και θα μπορούσε κάλλιστα να είχε πάρει τη θέση της 25ης Μαρτίου στο εορταστικό καλεντάρι της χώρας μας.




ΠΗΓΗ: www.sansimera.gr

Τρίτη 10 Μαρτίου 2015

Επιφανείς Ηλείοι: Δημήριος Κόκκος (1856 - 1891).

Γεννήθηκε στην Ανδρίτσαινα όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως σταθμάρχης της χωροφυλακής. Κατάγεται από την Νάξο. Όταν τελείωσε το γυμνάσιο ήρθε στην Αθήνα, όπου σπούδασε Νομικά. Μετά από μια σύντομη και μικρή διπλωματική σταδιοδρομία (υπηρέτησε στην Τεργέστη ως γραμματικός του Ελληνικού προξενείου) διορίστηκε γραμματέας στο υπουργείο οικονομικών. Χρημάτισε ιδιαίτερος γραμματέας του Χ.Τρικούπη. Δολφονήθηκε το 1891 στην Αθήνα από έναν παράφρονα λοχία που νόμισε πως ο Γερο-Νικόλας, ήρωας του Κόκκου γελοιοποιούσε τον παππού του! Ό Κόκκος άνηκε στην γενιά των ποιητών του 1880, σύντομα όμως φανέρωσε την σατιρική φλέβα του και συνεργάστηκε για ένα διάστημα με τον Σουρή, στο Ρωμιό. Διακρίθηκε κυρίως με τα κωμειδύλλια που έγραψε.
Βασική Βιβλιογραφία:
Γέλωτες, ποιήματα (1880), Κατακλυσμός, Δευτέρα παρουσία (1885), Μακεδονικοί παιάνες (1885), Αναμνήσεις και ελπίδες (1886), Ποιήσεις (1889), Οι Μαργαρίται… (1891), Αφοπλισμός της Ελλάδος, κωμικόν παίγνιον (1887), Κωμειδύλλια: Η λύρα του Γερο-Νικόλα (1903), Ο Μπαρμπα-Λινάρδος (1903), Ο Καπετάν Γιακουμής (1903), Η Νύμφη του χωριού (1903).
Άνθρωπος – Θεός
Αν είν’ αλήθεια, ότι κατ’ εικόνα
με τον θεό πλασθήκαμε κι ομοίωση του,
δεν ξέρω τι τραβάμε τον χειμώνα,
αλλά κι αυτός θα βλαστημάει την ποίησή του.

Φαντάσου ο θεός χιονίστρες νάχει
Ή και ποδάγρα μ’ ένα τέτοιο κρύο.
Φαντάσου να τον έπιανε συνάχι

Ή και ρευματισμοί!! Povero Dio!!
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΗΛΕΙΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ, Πεζογραφία & ποίηση