ΤΡΥΠΗΤΗ(ΎΠΑΝΑ, ΙΣΟΒΑ 'Η ΜΠΙΤΖΙΜΠΑΡΔΙ ): " Ίσταται κατά τον βορράν, στηριζόμενο επί φυσικού μπαλκονίου, εξόχως μεγαλοπρεπής και η περικλείουσα αιώνια βλάστηση αποτελεί τον μανδύα του. Αυτός λάμπει και απαστράπει εις όλα τα παιχνίδια των χρωμάτων εις καθημερινό θέαμα και ακτινοβολεί ως φαιοπράσινη φλόγα υπό τας πρωϊνάς αχτίδας του ηλίου".

''Πρός άρκτον δ' 'ομορα ήν τω Πύλω δύο πολίδια Τριφυλιακά 'Υπανα και Τυπανέαι και ποταμοί δε δύο εγγύς ρέουσι, ο τε Δαλίων (Διάγων) και ο Αχέρων εκβάλοντες εις τον Αλφειόν"
(Στράβων Η΄3,15)

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2023

Φραγκοκρατία στην Ηλεία, το κάστρο της Θεισόας ή Αγίας Ελένης.

 


Στα σύνορα Ηλείας Αρκαδίας βρίσκεται η Θεισόα ή Λάβδα και νότια αυτής βρίσκονται τα υπολείμματα ενός φράγκικου κάστρου που κτίστηκε πάνω στα οχυρωματικά ερείπια της αρχαίας Θεισόας. Το κάστρο της Αγίας Ελένης, του 13ου αιώνα, ανήκε στον Δρόγο των Σκορτών και κτίστηκε από τον βαρόνο Ούγκω Ντε Μπρυγιέρ, προστέθηκε δε στην βαρονία της Καρύταινας και περιελάμβανε 24 φέουδα. Τα αρχαία οχυρωματικά ανακατασκευάστηκαν από τους Φράγκους και προστέθηκαν νέα δομικά στοιχεία της εποχής όπως ακροπύργια και άλλες μεσαιωνικές προσθήκες. Στο εσωτερικό του κάστρου υπήρχε η καθολική εκκλησία της Αγίας Ελένης  από την οποία πήρε το κάστρο τη μεσαιωνική του ονομασία. Το κάστρο της Θεισόας είναι από τα πρώτα που κτίστηκαν στον Μοριά, μαζί με το Κρεπακόρε ώστε να διαφυλαχτεί η ακεραιότητα της πρωτεύουσας Ανδραβίδας. Η βιασύνη των Φράγκων για οχυρωματικά οδήγησε στην χρησιμοποίηση των αρχαίων δομικών στοιχείων με έναν συνδυασμό ανακατασκευής και σύγχρονων προσθηκών. Την πρακτική αυτή δεν την συνήθιζαν και φανερώνει τα στενά χρονικά περιθώρια που είχαν. Η πρόχειρη κατασκευή δεν άφησε μεσαιωνικά κτίσματα, αντίθετα παρατηρούμε διασωθέντα τα αρχαία οχυρωματικά. Θα πρέπει να σημειωθεί πως το περίφημα κάστρο της Καρυταίνης χτίστηκε αργότερα αυτού της Αγίας Ελένης.

Το κάστρο Θεισόας ή Αγίας Ελένης είναι γνωστό από ένα επεισόδιο που ελαβε χώρα το 1301 στο οποίο  η 37χρονη Ισαβέλλα Βιλεαρδουίνου (η γνωστή Ιζαμπώ) παντρεύτηκε τον 20χρονο κόμη Πεδεμοντίου Φίλιππο της Σαβοΐας, ο οποίος με αυτόν τον τρόπο έγινε Πρίγκιπας Αχαΐας.

Το ζεύγος εγκαταστάθηκε στον Μοριά το 1302 και πολύ γρήγορα ο Φίλιππος έγινε μισητός από Φράγκους και Έλληνες εξαιτίας της απληστίας του και της βαριάς φορολογίας που επέβαλε. Το 1304, μη θέλοντας να καταβάλουν τα υπέρογκα ποσά που ζητούσε ο Φίλιππος, οι Έλληνες του Δρόγου των Σκορτών επαναστάτησαν. Εξέλεξαν στη Λινίσταινα αρχηγούς τους αδερφούς Γεώργιο και Ιωάννη Μικρονά και ζήτησαν τη βοήθεια των Βυζαντινών του Μυστρά. Ο κυβερνήτης του Μυστρά ανταποκρίθηκε άμεσα και έστειλε στρατό, ο οποίος βοήθησε τους επαναστάτες να καταλάβουν τα σχεδόν αφύλακτα κάστρα της Αγίας Ελένης και του Κρεπακόρε τα οποία καταστράφηκαν ολοσχερώς.

Μετά τις πρώτες επιτυχίες, οι επαναστάτες επιχείρησαν να καταλάβουν ένα τρίτο κάστρο, το Μπωφόρ (αταύτιστο κάστρο κοντά στην αρχαία Ήλιδα και όχι το Λεύκτρο) αλλά στο μεταξύ οι Φράγκοι ιππότες κατάφεραν να ανασυνταχθούν, και με επικεφαλής τον άρχοντα του Σαφλαούρου Nicolas le Maure αντεπιτέθηκαν και απώθησαν τους Βυζαντινούς. H στάση τελείωσε εκεί.

Μετά από αυτά τα γεγονότα (τα οποία εξιστορεί η Γαλλική έκδοση του Χρονικού του Μορέως) το κάστρο μάλλον δεν επισκευάστηκε και δεν χρησιμοποιήθηκε ξανά. Δεν περιέχεται στις λίστες με τα φράγκικα κάστρα του 14ου και του 15ου αιώνα.

Η ταύτιση του κάστρου της Θεισόας με το κάστρο της Αγίας Ελένης/Λάβδας έγινε για πρώτη φορά από ξένους περιηγητές του 19ου αιώνα. Ο Άγγλος συνταγματάρχης William Leake στο Travels in Morea (1830) γράφει ότι η ακρόπολη είναι κυκλική χωρίς πύργους, με διάμετρο 130 μέτρα. Στο εσωτερικό υπήρχε ναός με επτά δωρικές κολώνες διαμέτρου 0,45μ. Εντόπισε επίσης ερείπια ενός μεγάλου κυκλικού κτίσματος που οι ντόπιοι περιέγραφαν ως παλιό μύλο, αλλά ο ίδιος τον θεώρησε μεσαιωνικό πύργο. Ο Γάλλος περιηγητής Buchon που επισκέφθηκε την περιοχή το 1841, είδε κι αυτός τον μεσαιωνικό κυκλικό πύργο.

Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία

Η αρχαία οχύρωση κάλυπτε μια έκταση 42 στρεμμάτων εντός περιμέτρου 880 μέτρων. Στο εσωτερικό, στο ψηλότερο σημείο, υπήρχε και ένας δεύτερος , εσωτερικός οχυρωματικός περίβολος που σχημάτιζε μια εσωτερική ακρόπολη που είχε έκταση 3,5 στρέμματα με περίμετρο 240 μέτρα. Η βόρεια πλευρά του εσωτερικού περιβόλου συνέπιπτε με τον εξωτερικό περίβολο. Στον εξωτερικό περίβολο διακρίνονται σε χαμηλό ύψος τουλάχιστον 7 πύργοι εκ των οποίων ο ένας, στο νότιο άκρο, είναι κυκλικός.

Στον εσωτερικό περίβολο διακρίνονται τουλάχιστον 2 τετράγωνοι πύργοι. Όλοι οι πύργοι διατηρούνται σε χαμηλό ύψος και είτε σώζονται σε επίπεδο θεμελίων είτε είναι επιχωματωμένοι. Η πύλη του εξωτερικού κάστρου βρισκόταν στο νοτιότερο άκρο της οχύρωσης, ενώ η πύλη της ακρόπολης ήταν στη νοτιοανατολική γωνία του εσωτερικού περιβόλου. Το φράγκικο κάστρο του 13ου αιώνα πιστεύεται ότι βρισκόταν στο σημείο της εσωτερικής ακρόπολης, δηλαδή στην οχύρωση των 3,5 στρεμμάτων της κορυφής. Κοντά στο εσωτερικό τείχος εντοπίζονται ίχνη μικρού αρχαίου ναού δωρικού ρυθμού όπως συμπεραίνεται από θραύσματα κιόνων με 20 ραβδώσεις και επίσης από κιονόκρανα και θραύσματα από μετόπες. Γενικά στο χώρο διακρίνονται πολλά υπολείμματα της αρχαίας οχύρωσης, αλλά δεν δε έχει βρεθεί το παραμικρό από τη μεσαιωνική οχύρωση. Τα τείχη που σώζονται φαίνονται όλα αρχαία, με μεγάλους ημικατεργασμένους λίθους, χωρίς συνδετικό κονίαμα. Δεν υπάρχουν ούτε καν επιφανειακά ευρήματα που να παραπέμπουν σε μεσαιωνική χρήση.

Η Ολλανδική Αρχαιολογική Σχολή ανακάλυψε στη Θεισόα λίγα ερείπια οικίσκων, η χρονολόγηση των οποίων είναι εντελώς αβέβαιη. Αυτή η παντελής έλλειψη μεσαιωνικών καταλοίπων γεννά κάποιες αμφιβολίες για το αν το κάστρο της Θεισόας υπήρξε ποτέ φράγκικο κάστρο και αν πράγματι ταυτίζεται με το κάστρο της Αγίας Ελένης.

 

Πηγές

Antoine Bon, 1969, La Morée franque. Recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la principauté d'Achaïe (1205-1430), Editions de Boccard, pp.385,386,388

Wikipedia

Kastra.eu

Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2023

Μορέας ή Μοριάς (...και όχι Μωριάς) από που προήλθε το όνομα.

 

Χάρτης του Μοριά το 1608.

Η Πελοπόννησος από τα αρχαία χρόνια αποτελεί πάντα, ίσως, το σημαντικότερο κομμάτι της χερσονήσου του Αίμου και ειδικότερα του Ελλαδικού χώρου. Εμφανίζεται στον χάρτη της ιστορίας με την ονομασία Πελασγία (εκ των αυτοχθόνων Πελασγών), μετέπειτα Απία και συνεχίζει και επικρατεί η ονομασία Πελοπόννησος (΄΄νήσος του Πέλοπος΄΄, αν και παράδοξο για την εποχή εκείνη να συμπεριλαμβάνεται η λέξη νήσος) που την συνοδεύει ως και σήμερα. Υπάρχει όμως ένα μεσοδιάστημα 6, περίπου, αιώνων που ένα άλλο όνομα χαρακτηρίζει την «νήσο του Πέλοπος» και αφήνει ένα στίγμα με βαθιές ρίζες ακόμη και στις μέρες μας και αυτό δεν είναι άλλο από το όνομα «Μοριάς».

Συγκεκριμένα κατά την μεσοβυζαντινή ή μεσαιωνική περίοδο, 12ος αιώνας, ως και την επίσημη ίδρυση του Ελληνικού κράτους το όνομα Μωρέας ή Μορέας ή Μοριάς (σημ. με συνίζηση*) είναι αυτό που χαρακτηρίζει τον ανυπέρβλητο τόπο του ελλαδικού χώρου και στιγματίζει την μνήμη των κατοίκων του. Σε ελληνικό  έγγραφό του 1111 που ανακάλυψε στο Βρετανικό μουσείο ο Κωνσταντίνος Σάθας, αναφέρεται για πρώτη φορά αυτό το όνομα, Μοραίας. "Μνήσθητι Κύριε του δούλου σου Ανδρέου μοναχού του εκ της καθολικής εκκλησίας Ωλένης του Μοραίου".

Αρχικά το όνομα αυτό το έφερε μόνο η περιοχή της Ηλεία και κατόπιν επικράτησε σε όλη την Πελοπόννησο (14ος-15ος αι.). Από αυτό συμπεραίνουμε πως αναιρείται η άποψη πως το όνομα είναι συνυφασμένο με την Φραγκοκρατία αφού ήδη προϋπήρχε.

Η ετυμολογία του ονόματος έχει ερευνηθεί από πολλούς ιστορικούς

Παρασκευή 5 Μαΐου 2023

Ο κάλλιστος Ναός του Επικούριου Απόλλωνα.

Επικούριος Απόλλωνας, 1888.

Στο Κωτύλιο υπάρχει θέση ονομαζόμενη Βάσσαι και ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα, μαρμάρινος ο ίδιος και η στέγη του. Από όλους τους ναούς της Πελοποννήσου ύστερα από αυτόν της Τεγέας θα μπορούσε αυτός να πάρει την πρώτη θέση για το κάλλος του μαρμάρου και το αρμονικό σύνολο. Το προσωνύμιο δόθηκε στον Απόλλωνα, γιατί υπήρξε «Επίκουρος» σε αρρώστια επιδημική, όπως και οι Αθηναίοι τον ονόμασαν «αλεξίκακο», γιατί κι απ΄ αυτούς απομάκρυνε την αρρώστια. Έφερε και στους Φιγαλείς την σωτηρία κατά την διάρκεια του πολέμου μεταξύ Πελοποννησίων και Αθηναίων και όχι σε καμιά άλλη περίσταση…και το ότι αρχιτέκτονας του ναού της Φιγαλίας υπήρξε ο Ικτίνος, σύγχρονος με τον Περικλή και αρχιτέκτονας επίσης του λεγόμενου Παρθενώνα της Αθήνας. Ανάφερα ήδη πως το λατρευτικό άγαλμα του Απόλλωνα βρίσκεται στην αγορά της Μεγαλόπολης.

Τάδε έφη Παυσανίας κατά την περιήγησή του στην περιοχή περίπου το 174π.χ.

 

"... Έτρεξα ανυπόμονος. Ήξερα πως ήταν ο ναός αυτός ένας από τους λαμπρότερους της Ελλάδας, έργο του Ικτίνου, χτισμένος ύστερα από τη μεγάλη νίκη του Παρθενώνα. Εδώ, στα βουνά τούτα, είχαν καταφύγει οι Φιγάλιοι, γλίτωσαν από την πανούκλα και ύψωσαν τον ναό αυτό για να ευχαριστήσουν τον Επικούριο Απόλλωνα. Από μακριά στο άνοιγμα δύο λόφων, μέσα στην πρασινάδα, διέκρινα μιαν άκρα του ναού. Οι κολόνες ήταν από γαλαζωπή πέτρα, η ερημιά γύρω ήταν απέραντη, μήτε πουλί, μήτε τσοπάνης, μήτε νερό. Στο βάθος, κατά το νότο, φράζοντας τον ορίζοντα, κυμάτιζε ανάρια γαλάζιος ανοιχτός, παντοδύναμος και γαλήνιος, ο Ταΰγετος. Δύσκολα μπορώ να νιώσω τους αρχαίους ναούς, στην πρώτη επαφή μένω εντελώς ασυγκίνητος. Πρέπει να περάσει ώρα πολλή, να επικαλεστώ εντατικά τη σκέψη, να γυμνάσω το μάτι, για να μπορέσω να χαρώ την απλότητα και τη σοφία, τη δύναμη και τη χάρη του αρχαίου ναού. Σιγά - σιγά με την άσκηση σαν ένα κομμάτι του βουνού μου φάνταξε ο ναός, διακριτικά σφηνωμένος ανάμεσα στα άλλα βουνά, από την ίδια πέτρα, από τον ίδιο ρυθμό και μονάχα όταν κοίταξα πολύ τις πέτρες τούτες, ένιωσα πως έτσι που είναι πελεκημένες και τοποθετημένες εκφράζουν την ουσία όλης της γύρω της βουνίσιας ερημιάς. Θαρρείς πως είναι το κεφάλι του τοπίου, η ιερή γυροτραφισμένη περιοχή όπου λάμπει ο νους του. Κι εδώ η αρχαία τέχνη δε σε ξαφνιάζει ήσυχα, από ένα μονοπάτι ανθρώπινο, σε ανεβάζει χωρίς να λαχανιάσεις στην κορυφή....".

 Έτσι γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης για τον ναό του Επικούριου Απόλλωνα στο βιβλίο του "Ταξιδεύοντας -  Μοριάς".

 

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Η ιστορία του τραγουδιού Παπαλάμπραινα!

Δεν γνωρίζω, ακόμα τουλάχιστον, για τυχόν συγγένεια με τον δύσμοιρο Παπά-Λάμπρο, αλλά σαν επίθετο και μόνο μου προξένησε την περιέργεια να αναρτήσω την ιστορία μετά από παρότρυνση της καλής φίλης, εκ Πύργου ορμωμένης, Μαρίας Μπάστα!

Ο παπα-Λάμπρος Ζέρβας ήταν εφημέριος στο χωριό Ρωμύρι της Πυλίας το 1860. Ένας συγχωριανός του, που λεγόταν Σταύρος Φιτσιάλος, σκέφτηκε να συνεργαστεί με μία συμμορία για να τον ληστέψουν. Ο Φιτσάλος συνεννοήθηκε μαζί του, προκειμένου να έρθουν στο Ρωμύρι και να κλέψουν την περιουσία του παπα-Λάμπρου.

Δύο από τους κλέφτες πήγαν στο σπίτι του με το πρόσχημα ότι ενδιαφέρονταν να αγοράσουν ένα βόδι που πουλούσε ο παπάς, ο οποίος όμως έλειπε στην Πύλο, όπου είχε πάει για να φέρει το παιδί του, που πήγαινε σχολείο εκεί. Ο παπάς γύρισε αργά στο Ρωμύρι χωρίς το παιδί, που έμεινε στην Πύλο. Έτσι οι ξένοι φιλοξενήθηκαν στο σπίτι του την νύχτα.

Το βράδυ, όταν η οικογένεια είχε κοιμηθεί, οι δύο κλέφτες ειδοποίησαν και τους υπόλοιπους, που είχαν κρυφτεί την ημέρα έξω από το χωριό, και μπήκαν όλοι αθόρυβα στο σπίτι του παπά, οπότε άρχισαν να αρπάζουν ό,τι έβρισκαν. Χρήματα όμως δεν είχαν βρει, οπότε ξεκίνησαν να βασανίζουν τον παπά, προκειμένου να τους πει πού τα είχε κρύψει. Μια από τις κόρες του παπα-Λάμπρου, η Παναγιώτα, κατάφερε να κατέβει κρυφά στο κατώι και από έναν φεγγίτη άρχισε να φωνάζει, καλώντας σε βοήθεια.

Το χωριό ξύπνησε και οι άντρες ανήσυχοι πήραν τα τουφέκια και άρχισαν να ρίχνουν, με αποτέλεσμα να φοβηθούν οι κλέφτες και να το βάλουν στα πόδια. Δύο από αυτούς, όμως, τραυματίστηκαν και, μάλιστα, ο ένας θανάσιμα. Εξαιτίας του θανάτου του κλέφτη έγινε μεγάλος ντόρος σε ολόκληρη την Πυλία και ένας χωριάτης έφτιαξε το τραγούδι, που ζει μέχρι τις ημέρες μας, με κάποιες παραλλαγές στους στίχους σε ορισμένες περιπτώσεις.

Αυτό είναι το γεγονός στο οποίο αναφέρεται η χιλιοτραγουδισμένη «Παπαλάμπραινα», ωστόσο η ιστορία έχει και συνέχεια. Το παιδί που πήγαινε σχολείο στην Πύλο, ο Νικολάκης, μετά το δραματικό περιστατικό πήγε και έμεινε στην Αθήνα, στο σπίτι του δημάρχου Μπενάκη. Εκεί έκανε τις σπουδές του και όταν τελείωσε, ζήτησε να γίνει αστυνομικός διοικητής της επαρχίας Πυλίας. Ίσως στο μυαλό του υπήρχε η σκέψη της εκδίκησης του Φιτσάλου, ο οποίος είχε πλέον γεράσει, αλλά φοβόταν μήπως οι Παπαλάμπροι κάνουν κακό στο γιο του.

Ο Φιτσάλος, αφού τον παρακίνησε και ένας Μανιάτης, αποφάσισε να πάει στον Νικολάκη Παπαλάμπρο, να του ζητήσει συγνώμη και να του φιλήσει τα πόδια. Εκείνος όμως του είπε: «Φύγε βρωμόσκυλο, πήγες να μας ξεκληρίσεις και τώρα ζητάς συγνώμη;». Μετά όμως το παιδί του Φιτσάλου απέκτησε το δικό του παιδί και κάλεσε τον Νικολάκη να το βαφτίσει. Έτσι έσβησε αυτή η βεντέτα…

Οι αυθεντικοί στίχοι του τραγουδιού:
Στου Παπαλά, Παπαλάμπραινα,
στου Παπαλάμπρου την αυλή,
στου Παπαλάμπρου την αυλή,
είναι μια μάζεψη πολλή.

Καν ο παπάς, Παπαλάμπραινα,
καν ο παπάς είν’ άρρωστος,
καν η παπαδιά πεθαίνει,
Παπαλάμπραινα καημένη.
Ούτ’ ο παπάς, Παπαλάμπραινα,
ούτε ο παπάς είν’ άρρωστος,
ούτ’ η παπαδιά πεθαίνει,
Παπαλάμπραινα καημένη.

Οι κλέφτες, τους, Παπαλάμπραινα,
οι κλέφτες τους εγδύσανε,
οι κλέφτες τους εγδύσανε,
και τα λεφτά ζητήσανε.

Μια λυγερή, Παπαλάμπραινα,
μια λυγερή εφώναξε,
μια λυγερή εφώναξε,
τους κλέφτες, τους εφώναξε.



Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015

Μυστράς (Μέρος Α΄)!

Μυστράς 1937

Η ιστορία του Μυστρά αρχίζει από τα μέσα του 13ου αιώνα, όταν συμπληρώθηκε η κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους. Το 1249 ο Γουλιέλμος Β' Βιλλαρδουίνος έκτισε το κάστρο του στην ανατολική πλευρά του Ταϋγέτου, στην κορυφή ενός υψώματος με απότομη και κωνοειδή μορφή που κατά τους ντόπιους είχε σχήμα μυζήθρας από τσαντίλα, κσι του είχαν προσδώσει την ονομασία Μυζυθράς. Μετά από παραφθορά ντόπιων ονομάστηκε Μυστράς, ονομασία που κατέχει μέχρι και σήμερα. Άλλη εκδοχή μιλά για παλαιότερο ιδιοκτήτη-γαιοκτήμονα με το όνομα Μυζηθράς που προσέδωσε το όνομά του και στην περιοχή. Μια τρίτη εκδοχή αναφέρεται πάλι στο κωνοειδές σχήμα του  που θυμίζει μαστό που στα αρχαία ελληνικά λέγονταν μαζός.

"Βουνίν εύρε παράξενο, απόκομμα εις όρος.
κάστρον εποίκεν αφηρόν, Μυ(ζη)θράν ονομασέν το".
                                                       Χρονικό του Μορέως




Ο Μυστράς εξελίχθηκε σε μια σπουδαία καστροπολιτεία και έγινε πρωτεύουσα του Δεσποτάτου του Μορέως στην ύστερη εποχή της βυζαντινής αυτοκρατορίας που είχε κατακερματιστεί σε μικρές πόλεις-κράτη κατά το αρχαίο ελληνικό σύστημα με αυτοδιοίκητο και όλα τα παρελκόμενα. Μαζί με αυτό της Ηπείρου αποτελούσαν τα πιο σημαντικά και ισχυρά σε όλη την βυζαντινή επικράτεια.
 Κατά το 1249 ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος κτίζει τον Μυστρά και εγκαινιάζει μια ένδοξη εποχή ελληνισμού στην περιοχή. Λέμε ένδοξη εποχή ελληνισμού για τον λόγο πως μετά δέκα έτη, από την ίδρυση του κάστρου, συλλαμβάνεται από τα βυζαντινά στρατεύματα στην ήττα που υπέστη στην μάχη της Πελαγονίας και ο βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄Παλαιολόγος απαιτεί την παράδοση του κάστρου για να αφήσει ελεύθερο τον Φράγκο πρίγκηπα. Η σύζυγος του Γουλιέλμου και οι άλλες γυναίκες πείθουν την Κούρτη να δεχθούν την πρόταση του αυτοκράτορα και έτσι ο Μυστράς περνά στα χέρια των βυζαντινών Παλαιολόγων. Ήταν άνοιξη του 1262.
Ο Μυστράς γίνεται έδρα βυζαντινού στρατηγού, του σεβαστοκράτορος, και από εκεί ξεκινά η ένδοξη ιστορική του πορεία που θα διαρκέσει δύο αιώνες. Οι κάτοικοι της παραπλήσιας πόλης της Λακεδαίμονος έρχονται και εγκαθίστανται γύρω από το κάστρο και έτσι ο Μυστράς γίνεται από τις ενδοξότερες καστροπολιτείες στον ελλαδικό χώρο. 
Το 1289 μεταφέρεται η έδρα της Κεφαλής από την Μονεμβασία στον Μυστρά και έπαψε να διορίζεται διοικητής κάθε χρόνο. Από το 1308 μεταβάλλεται το σύστημα διοικήσεως και οι στρατηγοί γίνονται μόνιμοι διοικητές. Το 1349 ο Μυστράς θα γίνει έδρα του, σχεδόν, αυτόνομου Δεσποτάτου του Μορέως με πρώτο "Δεσπότη" τον Μανουήλ Καντακουζηνό γιο του αυτοκράτορα Ιωάννη Στ'. Οι Έλληνες του Μυστρά έζησαν ήρεμα σε συνδυασμό την αφομοίωση των Φράγκων που επέλεξαν να παραμείνουν εκεί. Τα προβλήματα του Μανουήλ ξεκίνησαν σαν ο Ιωάννης Καντακουζηνός ακολούθησε τον μοναχικό βίο και τον διαδέχτηκε ο γαμπρός του Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος. Συναυτοκράτωρ ήταν ο γιος του Ματθαίος ο οποίος ήθελε μόνος του τον θρόνο. Ο πατέρας του σε αντάλλαγμα του προσέφερε το Θέμα της Πελοποννήσου χωρίς να ζητηθεί η γνώμη του Μανουήλ που ονομάστηκε δεσπότης της Λήμνου. Ο Ιωάννης έστειλε τα ξαδέρφια του Μιχαήλ και Ανδρέα Ασάνη αλλά ο Καντακουζηνός δεν παρέδιδε με αποτέλεσμα να γυρίσουν πίσω άπρακτοι. Ο Μανουήλ απέκτησε μεγάλη ισχύ και ο Μυστράς πλέον θα γίνει η πρωτεύουσα του Μοριά.
Το 1383 την δυναστεία των Καντακουζηνών διαδέχεται η οικογένεια των Παλαιολόγων που έμελλε να είναι και η τελευταία πριν την πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας στα χέρια των Οθωμανών. 
Ο πρώτος Παλαιολόγος ήταν ο Θεόδωρος Α΄ θα διοικήσει τον Μυστρά με μεγάλη σύνεση και θα επεκτείνει την εξουσία του Δεσποτάτου σε όλον τον Μοριά και θα γίνει κοιτίδα πολιτισμού και ελληνισμού στο απέραντο μωσαϊκό της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Τα γράμματα και οι τέχνες θα βρεθούν σε μεγάλη ανάπτυξη με αποτέλεσμα να έχουμε την ελληνική αναγέννηση. Σοφοί, λόγιοι και καλλιτέχνες συγκεντρώθηκαν στην αυλή του Δεσπότου με σημαντικότερο όλων των Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα.
Προτελευταίος Δεσπότης έμελλε να είναι ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄Παλαιολόγος ο μετέπειτα τραγικός αυτοκράτορας της βασιλευούσης. Ο Κωνσταντίνος διαδέχτηκε τον αδερφό του Ιωάννη Η΄στον αυτοκρατορικό θρόνο.
Το 1460 ο Μυστράς παραδίδεται, στον Μωάμεθ Β΄τον πολιορκητή, από τον τελευταίο Δεσπότη Δημήτριο Παλαιολόγο. Έκτοτε μέχρι και το 1540 ο Μυστράς αποτελεί πρωτεύουσα του σαντζακίου του Μοριά και γίνεται από τα πιο σημαντικά κέντρα παραγωγής και εμπορείας μετάξης στην Ανατολική Μεσόγειο. Το 1687 μέχρι και το 1715 ο Μυστράς περνά στα χέρια των Ενετών, που κατέχουν όλη σχεδόν την Πελοπόννησο και το 1715 επανέρχεται στην κατοχή των Τούρκων.
Το 1770 με τα Ορλωφικά, μικρό στράτευμα Ελλήνων και Ρώσων πολιόρκησαν την τουρκική φρουρά μέσα στο κάστρο, οι Τούρκοι άμαχοι παραδίδονται και σφαγιάζονται στην είσοδο της πόλης από του Μανιάτες που σε όλες τις περιπτώσεις έβαζαν το κέρδος πάνω από κάθε τι άλλο. Την ολοκληρωτική σφαγή θα σταματήσει ο μητροπολίτης που μπήκε στην μέση. Μετά τα Ορλωφικά ο Μυστράς υπέστη αντίποινα, όπως συνέβη παντού, ανακαταλαμβάνεται από τους Τουρκαλβανούς και έκτοτε αρχίζει η  πτώση και τελική ερήμωσή του.
Το 1825 ο Ιμπραήμ λεηλατεί την πολιτεία και εγκαταλείπεται και από τους τελευταίους η περίφημη καστροπολιτεία. Μεταφέρονται στους πρόποδες του λόφου και εκεί θα ιδρύσουν τον νέο Μυστρά. Με την απελευθέρωση οι τοπικές αρχές του νέου κράτους εγκαθίστανται στον ερειπωμένο Μυστρά και το 1834, που ο Όθωνας θα θεμελιώσει την νέα πόλη της Σπάρτης με πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα πολεοδομικό σχέδιο, θα εγκαταλειφθεί και πάλι η ένδοξη καστροπολιτεία και θα αρχίσει να ερημώνεται. 
"Παρόρι με τα κρύα νερά κι΄ Άι Γιάννη με τ΄ άνθη.

"...κι΄ εσύ, καημένε μου Μυστρά, 
που σ΄ έφαγεν η Σπάρτη".

O Φώτης Κόντογλου ήταν  πρώτος που έγραψε για τον Mυστρά:
«...είναι μια στοιχειωμένη πολιτεία,
γιατί ’ναι μεν ρημασμένη, μα στέκεται μ’ ούλα της τα σπίτια,
οι δρόμοι, οι καμάρες, τα μνημόρια, τα τειχιά,
όπως ήταν ζωντανά. Kαι κάθε έθνος
που πέρασε άφ ησε τα δικά του χνάρια
και για τούτο είναι μπερδεμένα
αναμεταξ ύ τους βυζαντινά, φράγκικα
και τούρκικα».

Οι τελευταίοι κάτοικοι που θα την εγκαταλείψουν θα είναι το 1953 μετά την ολική απαλλοτρίωση του χώρου από το ελληνικό κράτος. Το 1921 είχε προηγηθεί η κήρυξη του χώρου ως  εξέχον μνημείο βυζαντινής κληρονομιάς.Το 1989 με απόφαση της αρμόδιας επιτροπής της Unesco, ο Μυστράς εγγράφεται ως πολιτιστικό αγαθό στον κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

Οδοιπορικό στον Μυστρά!

Αφιερωμένο το οδοιπορικό στην αγαπητή φίλη Αγγελική Νικητοπούλου-Κωνσταντάρα που μεγάλωσε στον "ίσκιο" του Μυστρά!

Άποψη του Μυστρά



Το πρώτο χτυποκάρδι είναι μόλις αφήσεις την Οθωνική Σπάρτη (πολεοδομικά εννοώ) και αρχίσεις ν΄αντικρίζεις τον Μυζηθρά. Φθάνοντας στην ρίζα του λόφου, κάτω από τα βαθύσκιωτα πλατάνια, και αρχίζοντας να ανηφορίζεις τον ελικοειδή δρόμο με προορισμό την ιστορικότερη καστροπολιτεία, το χτυποκάρδι γίνεται δέος, ρίγος, ρεύμα που διαπερνά όλο σου το κορμί. Αγαλλιάζεις σαν ξεκινάς το ανηφορικό, κακοτράχαλο μονοπάτι ανάμεσα στα χαλάσματα και στις εκκλησιές. Ψαλμωδίες έρχονται στ΄αυτιά σου και ένα αεράκι ιστορίας, θρησκείας και πολιτισμού δροσίζει το ιδρωμένο σου πρόσωπο. Ακατανόητη δύναμη παρουσιάζεται στα πόδια σου και θαρρείς πως ο αρχαίος, παγανιστικός Ερμής σου΄χει δανείσει τα φτερωτά του σανδάλια. Θέλεις να συνεχίσεις.
Φωνές ακούγονται από την μια, λειτουργίες ακούς από την άλλη, κατάνυξη και θαυμασμός για τον λατρεμένο τόπο. Ταξιδεύεις στους αιώνες λες και ανακάλυψες την μηχανή του χρόνου, γυρίζεις πίσω έξι αιώνες. Οι Παλαιολόγοι κυβερνούν και ο Πλήθωνας αναγεννά το ελληνικό πνεύμα, παγώνεις. Τα πόδια καρφωμένα στην γη δεν υπακούν στο μυαλό, περιμένεις. Αφουγκράζεσαι ήχους και περιμένεις να γεμίσουν τα ρουθούνια σου με το άρωμα ιστορίας τούτου εδώ του τόπου. Συνεχίζεις. Κοιτάς δεξιά, κοιτάς αριστερά, η λαλιά σου έχει χαθεί, ρεύμα μεγάλης ισχύος έχει χτυπήσει το κορμί σου, η σπονδυλική σου στήλη έχει παραλύσει. Συνεχίζεις.
Φθάνεις στην κορυφή του λόφου, στο κάστρο που αγέρωχο απλώνει τον ίσκιο της ιστορίας του ακόμη και πάνω από την ιστορική πόλη του Λυκούργου και του Λεωνίδα, την πρών Λακεδαίμονα και νύν, Οθωνική, Σπάρτη. Αναρωτιέσαι πως γίνεται έξι αιώνες να ρίχνουν τον ίσκιο τους πάνω στην πλούσια ιστορία των είκοσι. Ίσκιος βαρύς, ακόμη πιο βαρύς και από αυτουνού του μισέλληνα Φραγκόπαπα του Φουρμόντ, που δεν άφησε πέτρα πάνω σε πέτρα στο πέρασμά του από την Σπάρτη. Κοιτάς την κοιλάδα και θέλεις να μείνει κι άλλο, αλλά ο Ταΰγετος έχει κρύψει τον φωτοδότη πλανήτη. Θέλεις να μείνεις και να ατενίζεις την λαμπρότερη βυζαντινή  ιστορία στον Μοριά, εδώ στην πιο μεγαλοπρεπή καστροπολιτεία της μεγαλυτέρας νήσου της Ελλάδος.
Αυτός είναι ο Μυστράς.

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Ο Φυλετικός Χάρτης της Αρχαίας Πελοποννήσου!

Στην Πελοπόννησο αρχικά έμεναν οι Αρκάδες και οι Αχαιοί, συμφωνα με τον Παυσανία, πρβ: «Από τις φυλές της Πελοποννήσου αυτόχθονες είναι οι Αρκάδες και οι Αχαιοί, τους Αχαιούς τους έδιωξαν από τη χώρα τους οι Δωριείς, αλλά αυτοί δεν εγκατέλειψαν την Πελοπόννησο, έδιωξαν όμως τους Ίωνες και ζουν στην περιοχή που παλιά ονομάζονταν Αιγιαλός, και που τώρα έχει πάρει το όνομα αυτών των Αχαιών. Οι Αρκάδες, από την αρχή μέχρι σήμερα κατοικούν στη χώρα τους. Όλη η υπόλοιπη Πελοπόννησος ανήκε σε επήλυδες. Οι σημερινοί Κορίνθιοι είναι νεώτεροι από τους Πελοποννήσιους, γιατί τότε που πήραν τη γη τους απον βασιλιά έχουν περάσει διακόσια δέκα επτά χρόνια μέχρι τις μέρες μου. Οι Δρύοπες και οι Δωριείς ήρθαν στην Πελοπόννησο από τον Παρνασό και την Οίτη αντίστοιχα. Γνωρίζουμε ότι οι Ηλείοι πέρασαν από την Καλυδωνα και την υπόλοιπη Αιτωλία.» (Παυσανίας, Ηλιακά, 1-3) 

Κατά το έτος 1511 π.Χ. , σύμφωνα με το Πάριο χρονικό, ήρθαν στο Άργος της Πελοποννήσου οι Δαναοί με τον Δαναό από την Αίγυπτο και αναμείχθηκαν με τους Αργείους (φυλετικά Αχαιούς). Ακολούθως δυο γενιές πριν από τα Τρωικά ήρθαν στις Μυκήνες οι Φρύγες (Πέλοπες) με τον Πέλοπα από τη Μ. Ασία και αναμείχθηκαν με τους ντόπιους. Στη συνέχεια και συγκεκριμένα ογδόντα χρόνια μετά τα Τρωικά, κάπου το 1120 π.Χ., έφυγαν από τη Στερεά Ελλάδα Δωριείς και πήγαν και κατέλαβαν τις πόλεις Σπάρτη, Μεσσήνη και Άργος κ.α., οδηγημένοι από τους Ηρακλείδες.

Η Πελοπόννησος στον Όμηρο χωρίζεται στις εξής περιοχές: Το Άργος (Το Άργος, η Τίρυνς,  η Ασίνη κι η Ερμιόνη,η Επίδαυρος, τα μέρη της Τροιζήνος,των Ηιονών, του Μάσητος, ακόμη της Αιγίνης), οι Μυκήνες (οι Μυκήνες, η Κόρινθος, οι Κλεωνές, των Ορνεών  τα μέρη, η Αραιθυρέα, η πόλις Σικυώνος, η Υπερησία, και η Γονούσσα και η Πελλήνη, ο Αιγιαλός, το Αίγιον κι η απλωμένη Ελίκη, η Λακεδαίμων (η Μέσση, η Σπάρτη και η Φάρις, οι Βρυσειές, οι Αιγειές, οι Αμύκλες,το Έλος, χώρ’ ακρόγιαλη, ο Οίτυλος και ο Λάας), η Πύλος  (Αρήνη, το Θρύον, πόρος του Αλφειού, το Αιπύ, τα μέρη του Κυπαρισσήεντος και της Αμφιγενείας, του Έλους και της Πτελεού, το Δώριον), η Αρκαδία (ο Ορχομενός, η Ενίσπη, η Ρίπη και ο Φενεός κι η Στρατία, η Μαντινεία, η Στύμφαλος κι ακόμη η Παρρασία,  η χώρα της Τεγέας), η Ήλιδα (κι απ’ το Βουπράσιον η Μύρσινος, η Υρμίνη, το Αλείσιον κι η Ωλενία πέτρα.)

 «Στην Πελοπόννησο κατοικούν επτά διαφορετικοί λαοί. Δύο απ’ αυτούς, οι Αρκάδες και οι Κυνούριοι, είναι αυτόχθονες και ως τώρα κατοικούν όπου κατοικούσαν και παλιά. Οι Αχαιοί ζούσαν πάντα στην Πελοπόννησο, μολονότι μετακινήθηκαν από τα αρχικά τους εδάφη· οι τέσσερις άλλοι από τους επτά —οι Δωριείς, οι Αιτωλοί, οι Δρύοπες και οι Λήμνιοι— είναι επήλυδες (ξένοι μετανάστες). Οι Δωρικές κοινότητες είναι πολυάριθμες και πολύ γνωστές· οι Αιτωλοί έχουν μόνο μία, την Ηλεία· η Ερμιόνη και η Ασίνη κοντά στην Καρδαμύλη της Λακωνίας, ανήκουν στους Δρύοπες και όλοι οι Παρωρεάτες είναι Λήμνιοι. Οι όντας αυτόχθονες Κυνούριοι, μόνοι νομίζονται από μερικούς  ότι ήσαν  Ίωνες και ότι με τον καιρό έγιναν Δωριείς, υπό την εξουσία των Άργείων, καθώς και οι Ορνεάται και λοιποί περίοικοι. (Ηροδότου Ιστορία Η 72 -73).

«Οι Ίωνες όσο μεν χρόνον κατοικούσαν την Πελοπόννησο, τη λεγόμενη σήμερα Αχαία, και πριν έλθουν στην Πελοπόννησο ο Δαναός και ο Ξούθος, καθώς λέγουν οι Έλληνες, ονομάζονταν Πελασγοί Αιγιαλείς, μετονομάστηκαν δε Ίωνες από τον Ίωνα του Ξούθου (Ηρόδοτος Θ, 85). 

Μετά τα τρωικά η Πελοπόννησος χωρίζονταν στις εξής 7 περιοχές: Λακωνία ή Λακεδαιμόνα, Μεσσηνία, Αχαΐα. Αρκαδία, Αργος ή Αργολίδα. Κορινθία και Ηλεία. Από τις περιοχές αυτές προέρχονται οι 7 ονομασίες: Λάκωνες ή Λακεδαιμόνιοι, Αχαιοί, Αργείοι, Κορίνθιοι,Μεσσήνιοι, Αρκάδες και Ηλείοι.
Πηγή:http://theseus-aegean.blogspot.gr/2013/03/blog-post_2535.html