ΤΡΥΠΗΤΗ(ΎΠΑΝΑ, ΙΣΟΒΑ 'Η ΜΠΙΤΖΙΜΠΑΡΔΙ ): " Ίσταται κατά τον βορράν, στηριζόμενο επί φυσικού μπαλκονίου, εξόχως μεγαλοπρεπής και η περικλείουσα αιώνια βλάστηση αποτελεί τον μανδύα του. Αυτός λάμπει και απαστράπει εις όλα τα παιχνίδια των χρωμάτων εις καθημερινό θέαμα και ακτινοβολεί ως φαιοπράσινη φλόγα υπό τας πρωϊνάς αχτίδας του ηλίου".

''Πρός άρκτον δ' 'ομορα ήν τω Πύλω δύο πολίδια Τριφυλιακά 'Υπανα και Τυπανέαι και ποταμοί δε δύο εγγύς ρέουσι, ο τε Δαλίων (Διάγων) και ο Αχέρων εκβάλοντες εις τον Αλφειόν"
(Στράβων Η΄3,15)

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΠΙΤΖΙΜΠΑΡΔΑΙΪΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΠΙΤΖΙΜΠΑΡΔΑΙΪΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

ΜΠΙΤΖΙΜΠΑΡΔΑΙΊ΄ΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ!

Σε μια προσπάθεια ,απόρροια μιας παλιότερης ιδέας , για να μην ξεχάσουμε την παραδοσιακή "λαλιά" και τις λέξεις των προγόνων μας, αποφάσισα να συγκεντρώσω ένα σημαντικό μέρος αυτών  και τις παραθέτω αλφαβητικά  με όσο πιο απλή εξήγηση είναι δυνατόν.Στο μέλλον θα συνεχίζω να συμπληρώνω και πιστεύω πως σε εύλογο χρονικό διάστημα θα υπάρχει ένας πλούτος λέξεων και ιδιωματισμών με σκοπό να θυμούνται οι παλαιότεροι και να μαθαίνουν οι πιο νέοι.
Καλή ανάγνωση.

Α
Αρουλιέμαι = ωρύωμαι, φωνάζω έντονα από πόνο
Αγκόρτσα (τα) = άγρια αχλάδια (φυτό: αγκορτσιά)
Απίδια (τα) = αχλάδια
Αλισίβα (η) = σταχτόνερο με βρόχινο νερό και ιδιαίτερες δυνατότητες καθαρισμού
Απώθα το = άφησε το
Αμούτσι (το) = τσάμπα (αμουτσαδόρος : τσαμπατζής)
Αξίνα (η) = τσάπα
Άρμη (η) = άλμη του τυριού
Αγλατζινιά (η) = Φιλλυρέα (η), αειθαλές άγριο φυτό
Αερικό (το) = πνεύμα, νεράιδα
Αλέτρι (το) = άροτρο
Αλωνάρης(ο) = Ιούλιος
Αλώνι (το) = επίπεδο μέρος στο οποίο γίνονταν το αλώνισμα με ζώα
Άμπουλας (ο) = πηγή που το νερό αναβλύζει από τον πυθμένα κάθετα
Αναβόλα(η) = η άκρη του χωραφιού εκεί που άλλαζε πορεία το ζευγάρι ζώων που επιτελούσε το όργωμα
Αναχαράζω = αναμασώ (ιδιότητα των μηρυκαστικών)
Απλάδι(το) = πολύχρωμο υφαντό από μαλλί προβάτων
Απάλιουρας (ο) = είδος αγκαθωτού φυτού που χρησίμευε και ως φράκτης
Αραποσίτι (το) = αραβόσιτος (ο)
Αρνάρι (το) = ράσπα, λίμα
Ασπροσίτι (το) = ποικιλία σταριού
Αστράχα (η) = είναι το κενό που δημιουργείται μεταξύ στέγης και τοίχων
Άταρος = (ο) ισχνός, αδύναμος
Αργαλειός ( ο) = ξύλινη υφαντική ‘’ μηχανή’’ περασμένων ετών
Αποσπερού = απόψε
Αβανιά (η) = συμφορά, υλική ζημιά (π.χ. έπαθα μεγάλη αβανιά)
Αβαρία (η) = οικονομική ζημιά
Αγκρουμάζομαι = ακούω προσεκτικά
Αδερφομοίρι (το) = μερτικό μεταξύ αδερφών
Αμί = κατάφαση
Αμποδάω = εμποδίζω, περιορίζω
Απάγκιο (το) = απάνεμο
Αφαλαρίδα (η) = θερινό αγριόχορτο με αγκάθια
Αρταίνομαι =  διακόπτω τη νηστεία
Ανακλαρίζομαι = τεντώνομαι να ξεπιαστώ, βαριέμαι

Β
Βαρικός (ο) = ακαλιέργειτος αγρός με λιμνάζοντα νερά
Βάϊζα (η)  = κόρη (η)
Βίτσα(η)  = Μαστίγιο
Βατοκόπι  (το)= μεταλλικό