ΤΡΥΠΗΤΗ(ΎΠΑΝΑ, ΙΣΟΒΑ 'Η ΜΠΙΤΖΙΜΠΑΡΔΙ ): " Ίσταται κατά τον βορράν, στηριζόμενο επί φυσικού μπαλκονίου, εξόχως μεγαλοπρεπής και η περικλείουσα αιώνια βλάστηση αποτελεί τον μανδύα του. Αυτός λάμπει και απαστράπει εις όλα τα παιχνίδια των χρωμάτων εις καθημερινό θέαμα και ακτινοβολεί ως φαιοπράσινη φλόγα υπό τας πρωϊνάς αχτίδας του ηλίου".

''Πρός άρκτον δ' 'ομορα ήν τω Πύλω δύο πολίδια Τριφυλιακά 'Υπανα και Τυπανέαι και ποταμοί δε δύο εγγύς ρέουσι, ο τε Δαλίων (Διάγων) και ο Αχέρων εκβάλοντες εις τον Αλφειόν"
(Στράβων Η΄3,15)

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

Μουσείο Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας!

Σχετική εικόνα  

Η αξεπέραστη προσφορά των αρχαίων Ελλήνων στους τομείς της Φιλοσοφίας και των Καλών Τεχνών είναι πασίγνωστη και δεν αμφισβητείται από κανένα. Το ίδιο γνωστή είναι και η προσφορά τους στο χώρο των αρχαίων Επιστημών. Όμως η Τεχνολογία των αρχαίων Ελλήνων είναι σχετικά άγνωστη όπως και οι απίστευτες επιδόσεις τους στον τομέα αυτό. Η έκθεση του μουσείου αρχαίας ελληνικής τεχνολογίας ξαναζωντανεύει 300 περίπου εξαιρετικές εφευρέσεις του αρχαιοελληνικού τεχνολογικού θαύματος (από το ρομπότ - υπηρέτρια του Φίλωνος μέχρι τον κινηματογράφο του Ήρωνος και από το αυτόματο ωρολόγιο του Κτησιβίου μέχρι τον αναλογικό υπολογιστή των Αντικυθήρων) που καλύπτουν την περίοδο από το 2000 π.Χ. μέχρι το τέλος του αρχαίου ελληνικού κόσμου κατόπιν 25χρονης έρευνας και μελέτης του Κώστα Κοτσανά. 
 Πρόκειται για την εγκυρότερη (καθότι στηρίζεται αποκλειστικά στην ενδελεχή μελέτη της αρχαιοελληνικής, λατινικής και αραβικής γραμματείας, των αγγειογραφικών πληροφοριών και των ελαχίστων σχετικών αρχαιολογικών ευρημάτων) και την πληρέστερη έκθεση του είδους της παγκοσμίως. Όλα τα εκθέματα και το υποστηρικτικό τους υλικό έχουν δημιουργηθεί από τον ίδιο χωρίς καμιά επιχορήγηση από οποιοδήποτε δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα. Το μουσείο βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της κεντρικής πλατείας του Κατακόλου, απέναντι από το σιδηροδρομικό σταθμό και λειτουργεί υπό την αιγίδα του Δήμου Πύργου. Εγκαινιάσθηκε στις 11 Μαρτίου 2011 από τον ομότιμο καθηγητή του Ε.Μ.Π και πρόεδρο της ΕΜΑΕΤ Θεοδόση Τάσιο.
Σκοπός του μουσείου είναι να αναδείξει...

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

Τάκη Δόξα: "Κτίσματα στον Καϊάφα", (Μέρος Α')!

Θα συνεχίσω τις δημοσιεύσεις, αγνώστων στο ευρύ κοινό, διηγημάτων με απώτερο στόχο, όσο το δυνατόν περισσότεροι, να ανακαλύψουν κρυμμένα διαμάντια της λογοτεχνίας και λαογραφίας.
Το παρακάτω διήγημα είναι του γνωστού Ηλείου, λογοτέχνη και πεζογράφου και ποιητή, Τάκη Δόξα με τον τίτλο "Κτίσματα στον Καΐάφα".
(Βιογραφικό Τάκη Δόξα)
Ο συγγραφέας σε αυτό το διήγημα του καταπιάνεται, εμμέσως πλην σαφώς, με την παράνομη και άναρχη οικοδόμηση στην πανέμορφη  παραλία του Καΐάφα, με την έλευση ανθρώπων από ορεινά χωριά και την καταπάτηση παραλίας για την χρήση εξοχικών, θαλάσσιων κατοικιών. Το φαινόμενο συνεχίστηκε ως και τις μέρες μας, αλλά με την εφαρμογή του νόμου περί αιγιαλού έχει περιοριστεί και πολλά από αυτά τα κτίσματα έχουν  κατεδαφιστεί. Βέβαια δεν είναι αυτό το θέμα μας, αλλά το υπέροχο άγνωστο διαμάντι του εξαίρετου πεζογράφου. Ας το απολαύσουμε σε δύο μέρη:


(Ά Μέρος)


Δεκαπέντε σχεδόν χρόνια δεν τον είχαν πειράξει ούτε με τη μικρότερη κουβέντα. Και οι αρχές, από νομάρχη μέχρι χωροφύλακα, και οι γειτόνοι που αγοράζουν οικόπεδα και έχτιζαν σπίτια ευπρόσωπα με τούβλα και πολύχρωμες βεράντες ή για τις καλοκαιρινές διακοπές.
Ο μόνος που του έδωσε κάποτε κάποια σημασία, ήταν ο τουρισμός. Μα και αυτός, όπως αργότερα αποδείχθηκε, μάλλον από περιέργεια.
Ο τουρισμός ήταν ένας ευγενικός κύριος πολύ ψηλός σαν αρχεία σκοροφαγωμένη κολώνα με Ευρωπαϊκή φυσιογνωμία που ανακατεύει τα ελληνικά με άλλες γλώσσες και ρώταγε τους ηλικιωμένους παραθεριστές για το σπίτι του Ξενοφώντα. Αυτός Λοιπόν κάθισε λίγη ώρα και κοίταζε εκείνο το σπίτι που είχε κολλήσει σε μία αγκαλιά άμμο και φαινόταν ότι από στιγμή σε στιγμή θα το παιρνε ο αυγουστιάτικος αέρας και θα το Πήγαινε στη θάλασσα.
Το σπίτι ήταν από σανίδες, λαμαρίνες, σταφιδωτά να και ξερά χόρτα δεμένα με παλιό σύρματα, και είχε πάνω από την πόρτα καρφωμένο ένα χαρτί που έγραφε με πράσινα λόγια "Σεράι Βαρώνου Φον Κορδονούρη". Ίσως αυτός ο αρχοντικός τίτλος να κίνησε περισσότερο το ενδιαφέρον του τουρισμού και έφτασε στο τέλος ως την πόρτα.
- Excuse me, κυρία μου! Έσκουζε ο τουρισμός μόλις Είδε μία ξερακιανή γυναίκα να ξεπετιέται στο κατώφλι με τα χέρια γεμάτα απορία και σαπουνάδες. Ο Μίστερ Βον Κορδονούρης είναι εδώ;
Η γυναίκα από γράμματα ήξερε μόνο όσα της είχε μάθει Η φτώχεια και η θάλασσα, και δεν κατάλαβε τα περισσότερα. Τρόμαξε κιόλας μπρος στο ανάστημα αυτού του ανθρώπου, γιατί ούτε από Αρχαιολογίας σκάμπαζε.
- Mήπως λέτε για τον άντρα μου; έκανε σε λίγο.
-Ω, γιές! Εδώ είναι;
Απάνω στην ερώτησή του πέσανε 4- 5 κουτσούβελα, με ένα παλλόμενο κοντό βρακάκι το καθένα, που μύριζαν αρμύρα και πείνα, και τον τριγύριζαν. Ένα μάλιστα από αυτά άνοιξε κρυφά και δεξιά του χούφτα και άρχισε να από πίσω να τον μετράει πόσες παλάμες ψηλός είναι. Το πιο μεγάλο έκανε τον διερμηνέα:
- Καλέ μάνα ντιπ στούρνος είσαι; Για τον πατέρα ρωτάει ο κύριος Κολόνας...
- Όχι, απάντησε με σέβας εκείνη. Ο Αντώνης δεν είναι σπίτι, πάει για τσίρους.
-Τσίρους;
-Για τσιροπούλια που λέμε. Για τσικουλήθρες και σπουργίτια. Κυνηγάει και τέτοια με το λάστιχο και με το γκρα. Βάνει και κόλλα καμιά φορά. Για να τρώμε καλέ...
- Α!
Ο Τουρισμός ήταν έξυπνος άνθρωπος και νόμισε πως μπορούσε να μάθει και άλλα πράγματα, ας ήταν προ Χριστού. Του είχε καθίσει μεράκι  ιστορία του Ξενοφώντα και μάζευε στοιχεία να γράψει για το κτήμα που του χάρισαν κάποτε οι Σπαρτιάτες στον Σκιλλούντα. Για αυτό περισσότερο έχει φτάσει ως τον Καϊάφα.
Ρώτησε λοιπόν για όλα αυτά και πρώτα πρώτα για τον Ξενοφώντα  που κάθισε χρόνια στον Σκιλλούντα κάνοντας τον αγρότη
, και ας ήταν ιστορικός στρατηγός, μα ούτε η κυρία Κορδονούρη ούτε τα κουτσούβελα είχαν ακούσει ποτέ για αυτό το πρόσωπο τίποτα.
Μόνο ο " διερμηνέας " πετάχτηκε πάλι να δώσει πληροφορίες:
- για τον Ξενοφώντα είπατε:
- για αυτόν...
- αυτός κύριε κολώνα, ήταν στο πρωί στο καφενείο και έπαιζε τάβλι με τον αγροφύλακα. Να σας πω που κάθεται;
... Και σήκωσε αμέσως το δεξί η διερμηνέας να δείξει κάπου, μα ο τουρισμός είχε πια υποχρεωθεί πολύ και τράβηξε να βρει το σιδηροδρομικό σταθμό.
Κόντευε να σουρουπώσει σε όλη την αμμουδιά, πάνω στα πεύκα ο ήλιος έλιωνε τις τελευταίες του αχτίδες, κι όμως ο τουρισμός μίκραινε ολοένα και πιο πολύ φεύγοντας, μαζεύτηκαν και τα άλλα κουτσούβελα του Κορδονούρη, κάνανε μία μάζα μισοξεβράκωτη και τον ξεπροβόδιζαν σαν φωνάζοντας, στη γλώσσα του:
- Αβάντι Μαέστρο! Στο καλό ψηλέα!
Στο καφενείο του σταθμού ρώτησε, έμαθε ότι ο Κορδονούρης είχε 11 παιδιά και πως το χαρτί με τα πράσινα λόγια απάνω στην πόρτα του, το κάρφωσαν μία νύχτα κάποιοι περαστικοί Αθηναίοι τεντυμπόιδες, μα είπε γιατί δεν τον ένοιαζε είπε γιατί του άρεσε και το "Σεράι και το Φον" το άφησε.
Το βράδυ που γύρισε ο Κορδονούρης με ένα καλάθι γεμάτο σχεδόν σπουργίτια που είχε σκοτώσει δέντρο σε δέντρο από το πρωί, και μύδια που Μάζεψε βουτώντας ίσα Με το γόνατο και Ψάχνοντας τη θάλασσα, έμαθε τα καθέκαστα με τον τουρισμό και ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
Έπειτα ψήσαμε πάνω σε βέργες τα πουλιά, μοιράστηκαν τα μύδια και φάγανε καθισμένοι γύρω-γύρω κατάχαμα...
Έτσι γινόταν πάντα. Το Σεράι είχε δύο μεγάλα δωμάτια πατωμένα και ταβανωμένα όπως όπως, πιο πέρα στην άκρη έναν τόσο δα τόπο για κουζίνα. Μεσημέρι και βράδυ, βράδυ πιο σπάνια, αυτός ο τόπος στούφωνε από καπνό και τα παιδιά στριμώχνονταν το ένα πάνω στο άλλο και ρούφαγαν την τσίκνα με ηδονή, ώσπου να ‘ρθει η ώρα για να μου κόψουν το στομάχι τους.
Ο Κορδονούρης ψάρευε κιόλας κατεβαίνοντας η λιμνοθάλασσα της Αγουλινίτσας, ποτέ με πυροφάνι και πότε με κανένα δυναμίτη που πάντα τη γλίτωνε από το δόκανο του νόμου. Πήγαινε και στο κυνήγι της μπάλιζας πριν έρθει το κράτος και ξεράνει τα νερά για να φυτέψει δέντρα και σπίτια εκεί που άλλοτε σπαράζουν τα ψάρια και τα χέλια ταΐζοντας κόσμο και κοσμάκη. Οι μπάλιζες ήταν κάτι μαύρα πουλιά με σκληρό Μα νόστιμο κρέας, που γέμιζαν καρύδια στο μαγείρεμα ή το 'καναν στιφάδο και μοσχοβόλαγε ο τόπος, και το στόμα.
Στο ψάρεμα και στο κυνήγι ο Κορδονούρης έπαιρνε και μερικά από τα παιδιά του, τα μεγαλύτερα. Όχι μόνο για να τον βοηθάνε ή να πα να φυλάνε, όταν έριχνε το δυναμίτη μην τον πιάσει ο νόμος. Πιο πολύ γιατί ήταν κατεργάρηδες και μπορούσαν να κλέβουν το κυνήγι των άλλων χωρίς να τους μυρίζετε κανείς! Περισσότερο από όλους τα κατάφερναν ο Κλάψας, ο Σπάγγος και ο Ψώρας. Τα παιδιά βέβαια δεν πήραν αυτά τα ονόματα για βαφτιστικά τους, αλλά τους θα χε κολλήσει ο ίδιος ο πατέρας τους- του πρώτου γιατί όλο γκρίνιαζε, του δεύτερου γιατί ήταν αδύνατος σα λέλεκας και του τρίτου γιατί ξηνόταν από το πρωί ως το βράδυ.
Τα μικρότερα ήταν σχεδόν αυτοσυντήρητα. Κάθε καλοκαίρι κατέβαινα να παραθερίζουν ή για μπάνια στην παραλία του Καϊάφα πολλές οικογένειες από τις γύρω πόλεις και τα χωριά, μα και το χειμώνα έρχονταν πολλοί ξένοι που έπασχαν από τα νεφρά τους ή από χολή και έκαναν λούσεις η Έπιναν από θαυματουργό θειαφόνερο που βγάζουν αδιάκοπα οι σπηλιές του Λαπίθα. Τότε οι σβόμπιροι του Κορδονούρη ξεκίναγαν με το χεράκι τους απλωμένο για ζητιανιά... Μάζευαν από λεφτά μέχρι και αποφάγια ακόμα, και όταν συγκεντρώνονταν απαρτία στο Σεράι, σαν όλα στη σειρά και τα μοιράζονταν δίκαια. Το Σεράι είχε πολλές χαραμάδες και τρύπες εδώ και εκεί, κι άλλο το ήλιος, άλλοτε το φεγγάρι κρυφό κοίταζαν τη μοιρασιά και χαμογελούσαν για την περίεργη ανθρώπινη ευτυχία.
Ο Βαρώνος Φον Κορδονούρης και η φαμελιά του έμεναν βέβαια στο ίδιο σπίτι και το χειμώνα. Μα τότε τα πράγματα ήταν κάπως δύσκολα με τους Αέρηδες και τις βροχές που τους φοβερίζουν και τους το ξεσήκωναν με όλα τα υπάρχοντά τους και τους άφηναν για ταβάνι Μόνο τον ουρανό, έναν ουρανό χωρίς οίκτο. Την ίδια φοβερά τους έκανε και η θάλασσα. Αυτή ανέβαινε πάνω στους ώμους και ήθελε σώνει και καλά να μπει στο Σεράι, πάστα για να μάθει πόσα δωμάτια έχει και πώς το λένε το κάθε παιδί.
Ωστόσο, την τελευταία ώρα το σπίτι μετάνιωνε, αντιστεκόταν και ριζών βαθύτερα όπως και η μοίρα τους.
Όταν ήρθε διαταγή να γκρεμιστούν τα παράνομα κτίσματα, ο Κορδονούρης είχε στρωθεί έξω από την πόρτα του και τάιζε τραχανά τη Χρυσούλα. Η Χρυσούλα ήταν η Χιονάτη του σπιτιού και δεν είχε κλείσει ακόμα τα δύο χρόνια της. Έκλαιγε κιόλας γιατί μέρες τώρα έτρωγε το ίδιο φαγί και όμως δεν μπορούσε να το συνηθίσει. Δεν ήξερα Επίσης και γράμματα για να καταλάβει Τον πατέρα της που της παίνευε τον τραχανά.
- Φάτο, νεράιδα μου, τι σε έκανε παρακαλώντας. Ούτε τα πριγκιποπούλα δεν τρώνε αυτό το φαΐ...
Η Χρυσούλα κάθε που της έλεγε για πριγκιποπούλα, έβγαζε από το στόμα της ένα σβώλο τραχανά και τον έφτυνε.
Τη διαταγή την έφερε ένας δημοτικός υπάλληλος με ένα χωροφύλακα. Ήταν ένα χαρτί ψυχρό και κίτρινο, απότομο. Το διάβασαν στον Κορδονούρη, τα άκουσε και η Χρυσούλα έτοιμο πάλι να κάνει εμετό, μαζεύτηκαν ολόγυρα και οι άλλοι να μάθουν τα νέα της ημέρας.
Ο " διερμηνέας" ήταν πολύ περίεργος και στα κέφια του. Ρώτησε τι σημαίνει παράνομα κτίσματα και ποιος γράφει τόσο ωραία χαρτιά. Ο χωροφύλακας πούλησε τις απορίες με μία ανάποδη σφαλιάρα και ο δημοτικός υπάλληλος απευθύνθηκε στον πατέρα του:
- καταλαβαίνεις, κύρια φωνή, τι θέλει να πει αυτή η διαταγή;
- όχι και τόσο, συμπάθα με...
- να σου την κάμω εγώ λοιπόν λιανά: Λέει ότι το Σεράι θα πάει περίπατο!
- Δηλαδή, θα το πάρετε από δω και θα μετακομίσουμε αλλού;
- κάθε άλλο, κύριε Κορδονούρη! Λέει ότι το Σεράι είναι παράνομο κτίσμα και κάθε παράνομο κτίσμα πρέπει να κατεδαφίζεται.
- και γιατί αυτό; εγώ το έφτιαξα με το ίδιο μου το αίμα! Κατεδαφίζεται το αίμα κύριοι;
Εκεί να χωθεί και στη μέση ο χωροφύλακας και τους έλυσε τη διαφορά πειστικότερα:
- Σου το 'παμε, κύριε έξυπνε, ότι το παλιό Σεράι σου θα ‘ρθει η μπουλντόζα και θα το μαζέψει
- Και τι της φταίει της μπουλντόζας το σπιτικό το δικό μου;
- το χτίσεις χωρίς άδεια καταλαβαίνεις; Κι' είναι ένα πράγμα σιχαμερό που προσβάλει τον Τουρισμό.
Με τη λέξη τουρισμό, ένας από τους σβόλους του Κορδονούρη θυμήθηκε τον ψηλό άνθρωπο με τις μπερδεμένες γλώσσες και έβαλε τις φωνές:
- και θύμωσε ο κύριος Κολώνας, επειδή δεν ξέραμε πού είναι το σπίτι του Ξενοφώντα;
Ο "Διερμηνέας" τον ανίσκοψε:
- Πάψε ρε κιτρινόσκατο, δεν τούπα εγώ ότι παίζει τάβλι στο καφενείο;
Η συζήτηση τελείωσε με μία δεύτερη σφαλιάρα και έπειτα ο δημοτικός υπάλληλος τους άφησε τη διαταγή και έφυγαν με το χωροφύλακα. Το χαρτί το στροβίλισε στην αρχή ένα αεράκι και ύστερα το 'ρίξε μέσα στο πιάτο του τραχανά. Ο Κορδονούρης Σταμάτησε απότομα το τάισμα της Χρυσούλας και πήρε παράμερα τη γυναίκα του να κουβεντιάσουν, για τη Συμφορά που τους περίμενε. Είχαν κιόλας θολώσει τα μάτια του, έσφιγγε τις γροθιές του, κοίταζε πότε-πότε και τον ουρανό ρωτώντας τον μυστικά να μάθει το γιατί.
Τα παιδιά το κατάλαβαν Τι θα γινόταν και πως όλα τα παιδιά εκεί με το που το χάρτη με τα κατάμαυρα, όλο κακία γράμματα. Το βγάλανε Λοιπόν από το πιάτο, έτρεξε ο Σπάγγος να φέρει σπίρτα και του βάλανε φωτιά- νομίζοντας ότι θα πέθαινε...
Όσο και εγώ όταν, με κάποια δυσκολία και ειρωνεία, η διαταγή, ο δημοτικός υπάλληλος με το χωροφύλακα φαίνονταν ακόμα περπατώντας στην άμμο. Και ο ψαράς άφησε και μία στιγμή το ξύσιμο και του φώναξε:
- Καλέ 'σεις που φέρατε το χαρτί, το βλέπεται; Κατά διαόλου πάει!
Είχε εκτελεστεί και η προθεσμία που είχε να ζήσει το Σεράι, ήταν μόνο τέσσερις μέρες. Έπειτα θα 'ρχότανε μπουλντόζα με την κίτρινη χοντροκομμένη φάτσα, θα κύλαγε τις πελώριες, τις ανελέητες ρόδες της και θα πέρναγε, τραγουδώντας ίσως έναν αμανέ, σύρριζα στο σπίτι, θα το αναποδογύριζε και ύστερα θα ξανά πέρναγε για να το λειώσει.

Τέλος Α΄Μέρους.

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

Αγησίλαου Τσέλαλη: ο αγιοβασιλιάτης (Μέρος Β).

Σχετική εικόνα

- "Δε βαριέσαι. Τον σκότωσε, τον σκότωσε. Θα τον φάμε. Βάλε θερμό γυναίκα. Φτιάστονε με χυλοπήττες. Για τ' 'Αγιοβασιλιού θα βρούμε άλλονε". Και μπήκε σπίτι.
Η Περικλίνα τον ετοίμασε καλά, τονε ξεπουπούλιασε, τον άνοιξε, τον καψάλησε, τον έκοψε κοψίδια και τον έβαλε στον τέντζερη. Τα κορίτσια φέρανε ξύλα, γέμισαν το τζάκι. Τα πουρνάρια σε λίγο τριζοβολούσαν, ξέφευγαν οι φλόγες από την τρίποδη σιδεροστιά και κύκλωναν τον τέντζερη που άρχιζε σιγά σιγά να χοχλάζει.
- "Άει πιάσε κρασί Ελενιώ", είπε στην μεγαλυτερή του κόρη ο Περικλής κι' εξαπλώθη στο παραγώνι, κατέβασε το μπουζούκι του κι' άρχισε να παίζη να του περάση η στεναχώριακι' ο θυμός.
Σε λίγο μοσχοβολούσαν στον τέντζερη τα κοψίδια, η κανάτα, γεμάτη κρασί, έχυνε από λίγο μεράκι στην ψυχή του Περικλή και μεριά από την ευωχία που ετοιμαζότανε, μεριά από το κρασί, μεριά από το ξέσπασμα της στεναχώριας, εμερακλώθη για καλά.
- "Κορίτσια, πέστε το τραγούδι. Ας ειπούμε πως είναι σήμερα πρωτοχρονιά. Ούλες οι μέρες του θεού είναι, άγιες είναι".
Τα κορίτσια, καθισμένα γύρω στη φωτογωνιά, έσκυψαν ντροπαλά το κεφάλι, εχαμογέλασαν η μια την άλλη και κοίταξαν τη μάνα τους δειλά. Αυτή τους έγνεψε θαρρυντικά κι' άρχισαν το σκοπό σιγά-γλυκά.

- Με πήρε το παράπονο και το μεγάλο ντέρτι
και για την κόρη εκίνησα και για τα μαύρα μάτια.
Βρίσκω την κόρη μοναχή στον αργαλειό και υφαίνει.
- " Κρίνε μου αγάπη, κρίνε μου, δυο λόγια μπιστεμένα".
- " Για κοντοστέκα, ψυχογιέ μη με κοντοζυγώνεις,
τι αναγαλλιάζει ο κόρφος μου και φλιτουράει η καρδιά μου".

Η Περικλίνα έρριχνε με καμάρι ματιές στα κορίτσια, στον Περικλή, κι' ανακάτευε μια τους μεζέδες στον τέντζερη με την κουτάλα και μια την φωτιά με την μασιά.
Και τα τραγούδια, το ένα κοντά στ' άλλο, σειρά, για τα κορίτσια με τις ψιλές ταρναριστές τους φωνές και μία ο Περικλής με το μπουζούκι, γέμιζαν το σπίτι αχό.
Ο Γιάννης περίμενε. Είχε χίλιες φορές σχεδιασμένα στο νου του τα λόγια που θα του λεγε του Περικλή, σαν θα βγή να του ζητήση το λόγο. Και περίμενε πότε θα βγή.
- " Γιατί τόση ώρα; Τι κάνει τόση ώρα; Για δε βγαίνει; Μα για δε βγαίνει; Τι είναι τούτο πάλε; Γιατί αργεί; Μα γιατί αργεί;!!Μην εβγήκε και επήγε στην αστυνομία; Μπά, δεν κάνει τέτοιο αυτός. Κάνει τον φιλότιμο. Αμ' τότε; Δεν τον αφήνη η γυναίκα του.Ακούει αυτός γυναίκα;!! Συγκοπή τούρθε; Θα σκούζανε. Άμ' τότε για δε βγαίνει; Τι διάβολο, τόσο το αψήφησε; Δεν μπορεί. Δεν μπορεί θα βγή ο μασκαράς και θα στον κάμω που να μην τον πλένει της Λιοδώρας το ποτάμι. Όπου νάναι θα βγή...Τώρα θα βγή.
Μα γιατί; Γιατί αργεί; Δεν μπορεί, πρέπει να βγή... Μα τι είναι τούτο;!!!
Γλυκές οι νότες του μπουζουκιού έβγαιναν από το παράθυρο χειμωνιάτικο κι' έφταναν στ' αυτιά του.
Αλαφιάστη. Αφουγκράζεται καλύτερα.
Γλυκές οι φωνές των κοριτσιών δονούν την ατμόσφαιρα μέσ' στο σούρουπο.
- " Ρε τι είναι τούτο; Τι διάβολο γίνεται;"
Βγαίνει στο παράθυρο. Ακούει, δεν πιστεύει στ' αυτιά του, βγαίνει στην πόρτα, ακούει μπουζούκι, τραγούδι, γέλια. Πετάγεται στο πορτόσκαλο, στην αυλή, κατεβαίνει στον κήπο, τεντώνει καλά τ' αυτιά του.
Ντρίγκ,ντρίγκ, ντρίγκ,ντρίγκ,ντρίγκ, ακούει ξάστερα.
-" Το μπουζούκι του Περικλή! Και οι φωνές των κοριτσιών!!!"

Και αν πας Μαλάμω για νερό, 
εγώ στη βρύση καρτερώ... 

-"Ζουρλαθήκανε μωρέ;::" Δεν πιστεύει, δεν καταλαβαίνει, πηδάει το φράχτη, μπαίνει στην αυλή του Περικλή. Ο ντορής μασούσε αργά άχερο στ' αχούρι και οι γίδες σηκωθήκανε φοβισμένες και παραμερίσανε. Βάνει αυτί καλά στην πόρτα.
Μπουζούκι, τραγούδι, χαρές. Έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια και τόσφιξε δυνατά. Τα τραγούδια τον κυνηγούν, βουίζουν στο κεφάλι του, δεν μπορεί να ησυχάση, τούρχεται σαν τρέλλα. Διαλογίζεται έτσι, για να ηρεμήση, να ιδή που βρίσκεται, τι είναι τούτο.
-"Επίτηδες το κάνει ο κερατάς. Επίτηδες το κάνει ο άτιμος! Για να με σκάση. Αφήνει τα πουλιά του, μου τρώνε τον κήπο, τραφήκανε και τώρα τα τρώει και γλεντάει για να με σκάση. Στάσου τότε να του δείξω γώ του πρόστυχου".
Και μανιασμένοςδίνει μια σπρωξιά στην πόρτα του Περικλή και μπαίνει μέσα.
Η Περικλίνα με ανασκουμπωμένη την ποδιά, άφησε τα πιάτα που 'φερνε στα χέρια της και την ποδιά και πέσανε στο πάτωμα. Τα κορίτσια σηκωθήκανε ταραγμένα. Άφησε το μπουζούκι ο Περικλής, ανασηκώθη και γελαστός, καλοκαρδισμένος:
-"Βρε, καλώς το Γιάννη. Πως ήταν και τούτο, ρε; Κάτσε, κάτσε να φάμε".
Και κάρφωσε μόνος ένα μεζέ από τον τέντζερη, γιόμισε ποτήρι κρασί και με τα δυο του τα χέρια αυθόρμητα, χαρούμενα, τα πρόσφερε απο καρδιάς στον Γιάννη. Η μορφή του εξέχυνε όλη την καλοσύνη της ψυχής του κείνη την στιγμή κι' έλαμπε το κόκκινο από την ευθυμία, το τραγούδι και την φωτιά, προσωπό του.
Ο Γιάννης εκοκκάλωσε, εξεράθη. Με γουρλωμένα τα μάτια , με σφιγμένες τις γροθιές, αναμαλλιασμένος, σαστισμένος, εμάρμαξε. Αστραπή οι σκέψεις περνούσαν από το νού του.
-" Μωρέ!! Τι 'ναι τούτο;" Τόσο μίσος στην ψυχή, τόση έχθρα, σήμερα τους σκότωσε τον αγιοβασιλιάτη, τους έβρισε, ήταν έτοιμος για μεγαλύτερα, κι' αυτοί γλεντάνε, αυτοί τονε καλωσορίζουνε, τον δίνουνε μεζέ, τον δέχονται αγνά ακι αγαπητά και χαρούμενα. "Μωρέ τι 'ναι τούτο;"
Μπήκε στο σπίτι τους να τους βρίση κι' αυτοί; Για φαντάσου!!!
-"Ρε μη μου φτιάνουν φάκα να με καθήσουν κάτου να με κάνουνε του αλατιού;"
Η καλοσύνη έλαμψε στα μάτια του Περικλή και γλυκοχαμογελούσε ευχαριστημένος.
Συνεκλονίσθη. Κάτι εγκρεμίστη μέσα του και κάτι ανεστήθη.Μια στεναχώρια του 'σφιξε τα στήθη και η καλωσύνη που ένοιωθε στην φαμελια τον έπνιγε. Το αίσθημα του συμφιλιωμού, της αγάπης, που συγχωρεί και ταπεινώνει και ανυψώνει και εξευγενίζει, του γέμισε την ψυχή. Συνεταράχθη βαθιά, ανατρίχιασε σύγκορμος από την ταραχή αυτή κι' ένας κόμπος του ΄σγιξε το λαιμό.
-"Εβίβα Γιάννη, καλώς ώρισες, έπειτα από τόσα χρόνια μες στο φτωχικό μου. Να! πάρε τον μεζέ!".
-"Και μεζέ ρε Περικλή; Και μεζέ, ρε;... Φτύσε με ρε γείτονα, φτύσε με. Έφταιξα τόσο καιρό, έφταιξα", απολογήθη και ο κόμπος ελύθη απ' το λαιμό του. Τα δάκρυά του απόλυσανε βρύση κι' έπεσε στ' αμπάρι πούτανε κοντά του.
Ο Περικλής εσηκώθη, τον αγκάλιασε, τον κάθησε κοντά του στο παραγώνι κι'είπε της Περικλίνας να πάη να πάρη τη Γιαννού και τα παιδιά να συφάνε απόψε συφάμελα.


Ανδρίτσαινα 1938
ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ ΤΣΕΛΑΛΗΣ

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2018

31-Δεκεμβρίου-1790: Η αρχαιότερη διασωθείσα ελληνική εφημερίδα!


Πρωτοσέλιδο

Η πρώτη ελληνική εφημερίδα κυκλοφόρησε στη Βιέννη από τον ζακυνθινό λόγιο, εκδότη και τυπογράφο Γεώργιο Βενδότη τον Ιούνιο του 1784. Η εφημερίδα διέκοψε την κυκλοφορία της μόλις μέσα σε ένα δίμηνο, μετά από πιέσεις του Σουλτάνου προς τις αυστριακές Αρχές. Δυστυχώς, δεν έχει διασωθεί κανένα αντίτυπο από τα οκτώ φύλλα που έβγαλε συνολικά η εφημερίδα του Βενδότη.
Στα τέλη του 1790, κυκλοφόρησε στην Βιέννη η Εφημερίς των δύο πρωτοπόρων Ελλήνων τυπογράφων Πούλιου και Γεωργίου Μαρκίδη-Πούλιου. Οι αδελφοί Πούλιου, που κατάγονταν από την Σιάτιστα, είχαν λάβει άδεια από τις αυστριακές Αρχές, από τον Οκτώβριο του 1790 για την έκδοση εφημερίδας στην ελληνική, την "Ιλλυρική" (Σερβική) και τη Γερμανική γλώσσα.
Από τα πρώτα φύλλα της η Εφημερίς δημοσίευε σε συνέχειες τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως τα διατύπωσε η Γαλλική Επανάσταση. Στην εφημερίδα αυτή τυπώθηκαν επίσης πολλά εθνεγερτικά συγγράμματα του Ρήγα Βελεστινλή. Μεταξύ άλλων, τυπώθηκαν σε μορφή βιβλίου στο ίδιο τυπογραφείο το Σχολείον των ντελικάτων εραστών, ο Θούρειος και η Χάρτα της Ελλάδος.
Η Εφημερίς έπαψε να κυκλοφορεί το 1797 μετά τη σύλληψη του Ρήγα Φεραίου αλλά και του Γεωργίου Πούλιου, που βρισκόταν στο τυπογραφείο, ενώ ο αδελφός του απουσίαζε στο εξωτερικό.
Η εξέλιξη της τυπογραφίας καθυστέρησε στον ελλαδικό χώρο εξαιτίας της Τουρκοκρατίας. Παρόλα αυτά, αξιόλογες προσπάθειες έγιναν το 1819 σε δύο σημαντικές πνευματικές εστίες της υπόδουλης Ελλάδας, τις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας και τη Χίο. Με το ξέσπασμα όμως της επανάστασης του 1821, οι Κυδωνίες καταστράφηκαν και μαζί με αυτές και το τυπογραφείο. Ακολούθως, ένα χρόνο αργότερα, με τη σφαγή της Χίου, και αυτό το τυπογραφείο έπεσε θύμα της εκδικητικής μανίας των Τούρκων.
Το τυπογραφείο της Κέρκυρας δεν ήταν σε θέση να προσφέρει καμία υπηρεσία στην ελληνική επανάσταση εξαιτίας της σχετικής απαγόρευσης από τον Άγγλο κυβερνήτη των Ιονίων Νήσων.
Τον Ιούνιο του 1821 ο Δημήτριος Υψηλάντης έφερε στην Ύδρα, από την Τεργέστη, ένα πιεστήριο το οποίο μετά από περιπέτειες λειτούργησε μέσα σε ένα τζαμί στην Καλαμάτα από τους τυπογράφους των κατεστραμμένων πια Κυδωνιών. Σε αυτό το τυπογραφείο τυπώθηκαν οι πρώτες προκηρύξεις της επανάστασης και η πρώτη εφημερίδα της επαναστατημένης Ελλάδας, Σάλπιγξ Ελληνική.