ΤΡΥΠΗΤΗ(ΎΠΑΝΑ, ΙΣΟΒΑ 'Η ΜΠΙΤΖΙΜΠΑΡΔΙ ): " Ίσταται κατά τον βορράν, στηριζόμενο επί φυσικού μπαλκονίου, εξόχως μεγαλοπρεπής και η περικλείουσα αιώνια βλάστηση αποτελεί τον μανδύα του. Αυτός λάμπει και απαστράπει εις όλα τα παιχνίδια των χρωμάτων εις καθημερινό θέαμα και ακτινοβολεί ως φαιοπράσινη φλόγα υπό τας πρωϊνάς αχτίδας του ηλίου".

''Πρός άρκτον δ' 'ομορα ήν τω Πύλω δύο πολίδια Τριφυλιακά 'Υπανα και Τυπανέαι και ποταμοί δε δύο εγγύς ρέουσι, ο τε Δαλίων (Διάγων) και ο Αχέρων εκβάλοντες εις τον Αλφειόν"
(Στράβων Η΄3,15)

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ

Σάββατο 29 Ιουλίου 2017

Βαχίτ Τουρσούμ: "Η μητρική μας γλώσσα δεν ήταν τουρκική. Τα ποντιακά είχαμε ως μητρική. Ρωμαίικα την ονομάζαμε εμείς".


Mε αφορμή μια δήλωση του Ερντογάν, όπου μεταξύ άλλων τα εδάφη της  Ελλάδας τα ανάφερε ως «εδάφη γκιαούρηδων«, ας θυμηθούμε ένα παλιό άρθρο του Βαχίτ Τουρσούμ. Είναι Ελληνόφωνος μουσουλμάνος από τον Πόντο, ο οποίος  αναζήτησε στην Ελλάδα τις ρίζες του. Ο ίδιος θεωρείται ανεπιθύμητος από τους φανατικούς γιατί αφιέρωσε την ζωή του στη διάσωση της ποντιακής διαλέκτου. Η επίσημη Τουρκία θεωρεί τους ποντιόφωνους στη Μαύρη Θάλασσα Τούρκους, που μιλούν μια «περίεργη» γλώσσα και ο Βαχίτ εργάστηκε συστηματικά για να γράψει και να εκδόσει ένα λεξικό για την μητρική του γλώσσα. Μια από τις καταγωγές του Ερντογάν είναι ρωμαίικη και ουδεμία φυλετική προέλευση έχει από τις τουρκικές εθνοτικές ομάδες. Αυτή ακριβώς είναι και η εξήγηση της ακραίας ισλαμικής του καθήλωσης. Το Ισλάμ για τον Ερντογάν λειτουργεί ως ένα σημείο αναπλήρωσης της ταυτότητας. Μιας ανάγκης για αναπλήρωση που προκύπτει από τη γνώση της δικιάς του εθνοτικής προέλευσης. Τον Φεβρουάριο του 2007 η τουρκική εφημερίδα «Ραντικάλ» δημοσίευσε ολοσέλιδο άρθρο του Vahit Tursun, ελληνόφωνου από την περιοχή Οφη Τραπεζούντας, με τίτλο «Τα Ρωμαίικα της Ανατολής πεθαίνουν». Το άρθρο αναφερόταν στο χωριό Οτσενα της Τραπεζούντας, όπου ένας πανάρχαιος πολιτισμός -ο ελληνικός- ψυχορραγεί και μία γλώσσα -η ελληνική- αργοσβήνει. Στις 11 Νοεμβρίου η εφημερίδα φιλοξένησε νέο άρθρο του Tursun, με τίτλο «Το τίμημα της γλώσσας», στο οποίο ο αρθρογράφος μιλάει για τα αισθήματα που προκαλεί το γεγονός, ότι έπρεπε από μικρός να καταπνίγει τη γλώσσα, που έμαθε, όπως και τα συναισθήματά του.
Αυτό το άρθρο του δημοσιεύθηκε στη μεγάλης κυκλοφορίας κεντροαριστερή εφημερίδα της Τουρκίας Radikal, στις 11 Νοεμβρίου 2007. Τουρκική εφημερίδα Radikal, 11 Νοεμβρίου 2007. Ο αρθρογράφος Vahit Tursu είναι ελληνόφωνος από την περιοχή Οφη Τραπεζούντας. Το τίμημα της γλώσσας άρχιζε από το σχολείο Ελευθερία… Μια αίσθηση που είναι αδύνατο να την εξηγήσει κανείς. Ομως ο καθένας προσπαθεί να την περιγράψει χωρίς να την έχει κατανοήσει καλά. Είναι σαν τη φωτιά, που σε ζεσταίνει και σε καίει ανάλογα με τη χρήση της. Είναι σαν το ριπίδιο, που στη μία άκρη του βρίσκεται η στέρηση που δημιουργεί αγανάκτηση και στην άλλη η κατάχρηση που την υποδαυλίζει ολέθρια. Ο Πλάτωνας λέει ότι: «Η πολύ ελευθερία στον άνθρωπο και το κράτος μετατρέπεται σε σκλαβιά». Ενώ ο Επίκτητος επαναστατεί κατά του ίδιου του θεού του, λέγοντας: «Μπορείτε να μου περάσετε δεσμά στα πόδια, αλλά όχι στην πίστη μου. Ούτε ο Δίας μπορεί να με νικήσει». Ετσι, επί χιλιάδες χρόνια συναντάμε το αίτημα της ελευθερίας στο γραπτό και προφορικό λόγο, στην ιστορία, στην ποίηση, στη φιλοσοφία, στις παροιμίες, στην κλαγγή των όπλων. Για μένα η ελευθερία είναι δώρο της Φύσης, που όσο το μοιράζεσαι με τους άλλους, τόσο το χαίρεσαι και ο ίδιος. Οσο το στερείς από τους άλλους, τόσο το στερείσαι και εσύ. Η ανθρωπιά, η φιλία και η αδελφοσύνη μόνο κάτω από συνθήκες ελευθερίας μπορούν να επικρατήσουν. Αν και η ελευθερία πιάνεται και δεσμεύεται, πάλι ελεύθερο θα έρθει στον κόσμο, το κάθε παιδί που γεννιέται. Ετσι και εμείς, όπως όλα τα παιδιά, ελεύθεροι γεννηθήκαμε στο χωριό μας. Σε έναν πανέμορφο οικισμό πάνω στα βουνά. Ενας οικισμός που ανήκει στην κωμόπολη Κατωχώρι της Τραπεζούντας και λέγεται Οτσενα. Η μητρική μας γλώσσα δεν ήταν τουρκική. Τα ποντιακά είχαμε ως μητρική. Ρωμαίικα την ονομάζαμε εμείς. ΚΕΡΑΣΟΥΝΤΑ / GIRESUN. Άποψη της πόλης από το Κάστρο. Φωτογραφία Δήμητρα Στασινοπούλου Τα Ρωμαίικα ήταν για μας μέσον έκφρασης του φλερταρίσματος της αλληλεγγύης και βοήθειας, του χαμόγελου και της ευτυχίας. Ήταν δρόμος που μας οδηγούσε στην αγάπη και στον έρωτα. Για πρώτη φορά, στο δημοτικό σχολείο βιώσαμε το πρόβλημα με τη γλώσσα μας. Ο κάθε δάσκαλος που διοριζόταν στο σχολείο μας, απαγόρευε την ομιλία στη μητρική μας. Κάποτε μας εκφόβιζε και κάποτε μας έδερνε για να μη την μιλάμε. Ζητούσε να καταγγείλουμε αυτόν που μιλούσε Ρωμαίικα, αλλά δεν τον ακούγαμε. Συνεχίζαμε να αστειευόμαστε και να παίζουμε, να μαλώνουμε και να τα βρίσκουμε με τη μητρική μας γλώσσα. Με τον καιρό, αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε για τη μητρική μας γλώσσα. Ρωτούσαμε τους μεγάλους, τι γλώσσα μαθαίναμε και τι μιλούσαμε. Μάθαμε πως λεγόταν «Τούρκτσε» αυτή που μαθαίναμε και «Ρούμτζε» αυτή που μιλούσαμε. Όμως, στο ερώτημα γιατί μαθαίναμε ενώ μιλούσαμε άλλη γλώσσα, ποτέ δεν υπήρξε ικανοποιητική απάντηση. Αυτό που συχνά επαναφερόταν σαν απάντηση ήταν «με τα Ρωμαίικα άνθρωπος δεν γίνεσαι». Είναι άγνωστο αν μορφωθήκαμε και γίναμε άνθρωποι ή όχι, όμως τελειώνοντας το δημοτικό, γνωριστήκαμε με τα Τουρκικά. Υποκρινόμενοι σαν χαμαιλέοντες Μεγαλώνοντας αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε για τη μητρική μας γλώσσα και γενικά για την καταγωγή μας πιο επίμονα. Γιατί μιλούσαμε Ρωμαίικα, σε μία χώρα που μιλάνε Τουρκικά; Ολοένα ξεφύτρωναν στο νου μας διάφορες ερωτήσεις γύρω από το τι ήμασταν, ποιοι ήμασταν και ποιοι ήταν οι πρόγονοί μας. Ο καθένας προσπαθούσε να πει κάτι. Κάποιοι λέγανε αυτά που είχαν ακούσει από τους γονείς και τους παππούδες τους και κάποιοι βγάζανε τα δικά τους συμπεράσματα. Ομως, κάθε φορά που άνοιγε και έκλεινε το κεφάλαιο αυτό, καταλήγαμε σε μία εκτίμηση, πως πρέπει να έχουμε σχέση με τους Ρωμιούς και φυσικά με την Ελλάδα. Η πιο αναπάντητη ερώτηση που μας τυραννούσε ήταν: είμαστε τα εγγόνια των Ελλήνων, που εξισλαμίσθηκαν ή τα εγγόνια των Τούρκων που μάθανε τα Ρωμαίικα από Έλληνες. Τα παιδικά μας χρόνια πέρασαν με αυτές τις ερωτήσεις και με τις ανικανοποίητες απαντήσεις. Πικρία Με τη μητρική μας γλώσσα ζήσαμε προβλήματα και στην ξενιτιά που πήγαμε. Κάθε φορά που μαζευόμασταν και μιλούσαμε Ρωμαίικα με τους χωριανούς μας, η πρώτη ερώτηση αυτών που καταλάβαιναν ότι μιλάμε μία ξένη γλώσσα ήταν «τι γλώσσα μιλάτε;». Όταν τους απαντούσαμε «μιλάμε Ρωμαίικα», δεχόμασταν άλλες ερωτήσεις και διάφορες αντιδράσεις. Έτσι για πρώτη φορά, με τους ανθρώπους που συναντήσαμε στην ξενιτιά, αρχίσαμε πραγματικά να αισθανόμαστε την πικρία της μειονεκτικότητας. Κάθε φορά που γινότανε λόγος για τους Έλληνες, ο ισχυρισμός ότι «οι Έλληνες είναι λαός άναντρος και εχτρός» μας τραυμάτιζε ψυχολογικά. Πληγωνόμασταν με τη σκέψη ότι ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να ισχύει και για μας, εφόσον μιλάμε, αν όχι την ίδια, μία άλλη διάλεκτο της ίδιας γλώσσας που μιλάνε και οι Ελληνες. Γι’ αυτό και με τον καιρό, αρχίσαμε να κρύβουμε την αλήθεια και κάθε φορά που μας ρωτούσανε για τη γλώσσα μας, λέγαμε ότι είναι Λαζικά. Γιατί, όταν τους λέγαμε πως είμαστε από τη Μαύρη Θάλασσα, νομίζοντας ότι είμαστε Λαζοί, χαιρόντουσαν. Τα προβλήματα που ζούσαμε με τη μητρική μας γλώσσα, συμπληρώνονταν με τα έργα που παρακολουθούσαμε στην τηλεόραση. Οταν βλέπαμε έργα με θέμα πολέμους μεταξύ Βυζαντινών και Τούρκων, ή μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, εμείς πληγωνόμασταν. Διότι, όταν βλέπαμε την τραγικοκωμική κατάσταση των Ελλήνων στη σκηνή, ο νους μας μάς έφερνε στο δίλημμα να πάρουμε θέση: με σωστούς, τίμιους, ήρωες Τούρκους, ή με ανίκανους πολεμιστές, δολοπλόκους, ψεύτες και το χειρότερο, με «γκιαούρηδες» τους Έλληνες, όπως παρουσιάζονταν στο έργο. Ελα που η μητρική μας γλώσσα, δεν μας άφηνε. Ήταν εμπόδιο στο να διαλέξουμε μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων. Μέσα σε αυτό το δίλημμα, ζούσαμε ψυχικές καταστάσεις που ίσως δεν έχει ζήσει η ανθρωπότητα στην ιστορία της. Παρακολουθώντας το έργο, από τη μία υποστηρίζαμε τους ήρωες Τούρκους, από την άλλη μας βασάνιζε μια αίσθηση ανεξήγητης ενοχής. Για να κρύβουμε την κατάσταση μας αυτή, προσπαθούσαμε να δείξουμε περισσότερη χαρά στον ηρωισμό των Τούρκων, διαμορφώνοντας τους μυς του προσώπου μας διαφορετικά από αυτό που σηματοδοτούσε ο εγκέφαλός μας. Σε αυτή την επίδοσή μας, μπορούσαν να μας ζηλέψουν και οι χαμαιλέοντες. Σήμερα Στο σήμερα που φτάσαμε, ο Ελληνόφωνος πληθυσμός του Πόντου, που πιάστηκε στη μέγκενη ανάμεσα στην αγάπη προς τη μητρική του γλώσσα και σε μια καταραμένη ταυτότητα, αδυνατεί πια να αντεπεξέλθει. Ηδη αρκετοί συμπολίτες μας άρχισαν να μαθαίνουν Τουρκικά στα παιδιά τους από τη γέννησή τους. Ακόμη και τα ρατσιστικά λόγια, συνθήματα και οι εθνικιστικές προπαγάνδες που έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, κοντεύουν να σβήσουν από την ιστορία έναν ολόκληρο λαό, με έναν πανάρχαιο πολιτισμό. Το να εξαφανίζεται ένας πολιτισμός, ισούται με το να εξαφανίζεται ένας λαός. Ποιος θα πληρώσει μπροστά στην ιστορία γι’ αυτό το έγκλημα δεν ξέρω.
ΠΗΓΗ: ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Τετάρτη 5 Ιουλίου 2017

Το ντοπάρισμα στην αρχαιότητα!

Το ντοπάρισμα των αθλητών και η δωροδοκία με σκοπό τη νίκη εμφανίστηκαν στους στίβους της αρχαιότητας μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, την «αυτοκτονία της Ελλάδας», όπως τον χαρακτήρισε διάσημος ιστορικός (έληξε το 404 π.Χ.). Ως τότε κι από τα βάθη των αιώνων, από κανενός το μυαλό δεν μπορούσε να περάσει η σκέψη να παραπλανήσει τους κριτές (Ελλανοδίκες). Όμως, μετά το τέλος του σχεδόν 30χρονου αιματηρού εμφύλιου πολέμου, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αναζητούσαν την κοινωνική καταξίωση με μια νίκη σε κάποιον από τους πανελλήνιους αγώνες, τους Ολυμπιακούς κατά προτίμηση. Περίπου τον ίδιο καιρό εμφανίστηκαν και οι επαγγελματίες αθλητές.
Ήταν η εποχή που ο πιο αναγνωρισμένος γιατρός της αρχαιότητας, ο Ιπποκράτης (πέθανε το 377 π.Χ.), αμφισβητούσε τη ρήση «νους υγιής εν σώματι υγιεί» και δίδασκε ότι δεν είναι η άθληση που εξασφαλίζει την υγεία αλλά το μέτρο στην εργασία, στο φαγητό, στον ύπνο και στον έρωτα. Μισόν αιώνα αργότερα, ο Αριστοτέλης (384 – 322 π.Χ.) περιέγραφε τα ορατά αποτελέσματα από την ειδική δίαιτα, στην οποία υποβάλλονταν οι αθλητές: Παραμορφωμένα πρόσωπα που έμοιαζαν με ζώων. Και, έπειτα από αρκετούς αιώνες, ο επίσης αναγνωρισμένος γιατρός της αρχαιότητας, Γαληνός (128 – 200), δίδασκε ότι η πολύωρη καθημερινή άθληση δε βοηθά τη φυσική ομορφιά, καθώς οι απαιτήσεις πολλών αγωνισμάτων συχνά παραμορφώνουν το πρόσωπο και το σώμα των αθλητών.
Στην Ολυμπία, ο έλεγχος των αθλητών ήταν ασφυκτικός. Τα «διατροφικά συμπληρώματα» ξεκινούσαν από ένα κοκτέιλ «μέλι με σύκα» κι έφταναν στο κρέας ταύρου, ενώ οι πιο ριψοκίνδυνοι έπιναν ούρα από γνωστά για τη δύναμή τους ζώα, θεωρώντας ότι περιείχαν τις ουσίες εκείνες που τα έκαναν δυνατά (σήμερα γνωρίζουμε ότι η τεστοστερόνη παράγεται από τον διάμεσο ορχικό ιστό του ανθρώπου, αυτόν που ονομάζουμε κύτταρα του Λάιντιχ). Στην Ολυμπία άλλωστε, οι αθλητές έπρεπε να φτάσουν ένα μήνα πριν από την έναρξη των αγώνων. Τους συνόδευαν οι γυμναστές ή, των παίδων, οι πατέρες ή μεγαλύτερα αδέλφια. Στον μήνα αυτό, διδάσκονταν τους κανονισμούς των αθλημάτων, παρακολουθούσαν αγώνες κι έμεναν απομονωμένοι σε ιδιαίτερο κτίριο της Ήλιδας. Η δήλωση συμμετοχής γινόταν ένα χρόνο πριν και καταγραφόταν σε ειδικές λίστες. Υπεύθυνη για την οργάνωση των αγώνων ήταν η Ολυμπιακή Βουλή, ενώ κριτές ήταν οι Ελλανοδίκες, μέλη της αρμόδιας επιτροπής (δυο αρχικά, δέκα στη συνέχεια, δώδεκα έπειτα και, από το 348 π.Χ., πάλι δέκα). Εκλέγονταν με κλήρο ανάμεσα στους Ηλείους και είχαν απόλυτη εξουσία.
Απέρριπταν αθλητές που δεν είχαν τα κατάλληλα να αγωνιστούν προσόντα, απέκλειαν όσους υπέπιπταν σε παραπτώματα και τιμωρούσαν με πρόστιμα ή και με δημόσια μαστίγωση τους παραβάτες των κανονισμών. Παραβάσεις ήταν η αργοπορημένη προσέλευση, η μη υπακοή στις εντολές, η μη τήρηση των κανονισμών διεξαγωγής των αθλημάτων και η δωροδοκία είτε για να αφεθεί αθλητής να νικηθεί είτε για ευνοϊκή μεταχείριση. Σε περίπτωση δωροδοκίας, έπεφτε τόσο βαρύ πρόστιμο στον αθλητή και στην πόλη του, ώστε με τα χρήματα που εισπράττονταν, ανεγείρονταν αγάλματα του Δία, οι Ζάνες (από τον πληθυντικό της λέξης Ζευς) πάνω σε ειδικά βάθρα. Βρέθηκαν 17 βάθρα Ζανών που σημαίνει ότι τόσες δωροδοκίες τιμωρήθηκαν στα 1169 χρόνια που κράτησαν οι Ολυμπιάδες. Πρώτο κρούσμα δωροδοκίας αποκαλύφθηκε το 388 π.Χ. (16 χρόνια μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου). Δεύτερο, είκοσι χρόνια αργότερα (368 π.X.), όταν κατασκευάστηκαν δύο Ζάνες από πρόστιμα που επέβαλαν οι Ελλανοδίκες σε δύο Ρόδιους παλαιστές που, κατά τον Παυσανία, πιάστηκαν επ’ αυτοφώρω (ο Φιλόστρατος να δωροδοκεί τον Εύδηλο). Το επόμενο κρούσμα συνέβη μετά από 36 χρόνια (332 π.Χ.). Η δυσφήμιση του αθλητή αλλά και της πόλης την οποία εκπροσωπούσε και το στίγμα της «πλαστής νίκης» απέτρεπαν την απόπειρα δωροδοκίας παρ’ όλο που ο δεκασμός για τους αρχαίους Έλληνες ήταν σε πολλές περιπτώσεις τρόπος ζωής.
Έφεση κατά μιας απόφασης των Ελλανοδικών (των οποίων το σκεπτικό απαγορευόταν να γνωστοποιηθεί) επιτρεπόταν μόνο στην Βουλή της Ήλιδας. Στη συντριπτική πλειοψηφία τους όμως, οι αποφάσεις γίνονταν αποδεκτές. Οι Ελλανοδίκες ήταν αναγνωρισμένα αμερόληπτοι και αδέκαστοι.
Στην Αρχαία Ρώμη, το ντοπάρισμα ήταν περίπου νόμιμο. Στα άλογα των ιπποδρομιών χορηγούσαν «υδρομέλας» (ένα οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται από την αλκοολική ζύμωση διαλύματος μελιού σε νερό). Το πόσο αποτελεσματικό ήταν φαίνεται και από το γεγονός ότι το έπιναν και οι στρατιώτες, πριν από τη μάχη. Τον Α’ μ.Χ. αιώνα, για να αυξήσουν τη μυϊκή τους μάζα, οι Έλληνες αθλητές προτιμούσαν να πίνουν εκχύλισμα από το φυτό «υπουρίς», είδος φτέρης, βασικού συστατικού από την οποία σήμερα παράγεται το οργανικό καύσιμο τύρφη. Ένα μείγμα κρασιού και στρυχvίvnς (δηλητηρίου που σε μικρές δόσεις λειτουργεί ως διεγερτικό) δινόταν σε νεαρούς αθλητές στις αρχαίες Ολυμπιάδες.
Εκεί όμως που το ντοπάρισμα έδινε και έπαιρνε, ήταν στο αγώνισμα της πάλης. Νικητής αναδεικνυόταν όποιος έριχνε τον αντίπαλό του στο έδαφος τρεις φορές καθώς οι αθλητές έπρεπε να παλεύουν όρθιοι. Αναπτύχθηκαν δυο τεχνικές: Του συνδυασμού ταχύτητας, ευκινησίας και ευστοχίας που χαρακτήριζε κυρίως τους αθλητές του πένταθλου (όπου ένα από τα αθλήματα ήταν και η πάλη) και της δύναμης που κυρίως χρησιμοποιούσαν οι μόνο παλαιστές. Η πρώτη τεχνική ήταν δημοφιλής στους Αθηναίους, η δεύτερη στους Σπαρτιάτες. Με τον Μίλωνα τον Κροτωνιάτη ονομαστό για τη δύναμή του Ολυμπιονίκη, κυρίαρχο του αγωνίσματος για 24 συναπτά χρόνια (540 – 516 π.Χ.). Κάποια φορά σήκωσε και περιέφερε στα χέρια του ένα ταύρο ζωντανό, μετά τον έσφαξε, τον έψησε και τον έφαγε μόνος του. Κάποια άλλη, σήκωσε τον ανδριάντα του και τον μετέφερε μόνος του στην Άλτη. Και κάποια τρίτη, στήθηκε όρθιος πάνω σε ένα δίσκο αλειμμένο με λάδι χωρίς κανένας από όσους προσπάθησαν να μπορέσει να τον μετακινήσει από εκεί. Το αγώνισμα της πάλης ήταν τόσο δημοφιλές ώστε συντηρούσε στρατιές επαγγελματιών παλαιστών, σωστών θηρίων σε όγκο και δύναμη.


historyreport