ΤΡΥΠΗΤΗ(ΎΠΑΝΑ, ΙΣΟΒΑ 'Η ΜΠΙΤΖΙΜΠΑΡΔΙ ): " Ίσταται κατά τον βορράν, στηριζόμενο επί φυσικού μπαλκονίου, εξόχως μεγαλοπρεπής και η περικλείουσα αιώνια βλάστηση αποτελεί τον μανδύα του. Αυτός λάμπει και απαστράπει εις όλα τα παιχνίδια των χρωμάτων εις καθημερινό θέαμα και ακτινοβολεί ως φαιοπράσινη φλόγα υπό τας πρωϊνάς αχτίδας του ηλίου".

''Πρός άρκτον δ' 'ομορα ήν τω Πύλω δύο πολίδια Τριφυλιακά 'Υπανα και Τυπανέαι και ποταμοί δε δύο εγγύς ρέουσι, ο τε Δαλίων (Διάγων) και ο Αχέρων εκβάλοντες εις τον Αλφειόν"
(Στράβων Η΄3,15)

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ

ΤΡΥΠΗΤΗ :ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

ΙΟΥΛΙΟΣ Ο ΜΗΝΑΣ ΤΟΥ ΘΕΡΟΥΣ !


"Κι έβαζε ακόμα χτήμα απάνω τον βασιλικό, κι αργάτες θέριζαν, κοφτερά στα χέρια τους φουχτώνοντας δρεπάνια· άλλα χερόβολα σωριάζονταν στο χώμα αράδα αράδα κι άλλα τα δέναν με ασταχόσκοινα γερά οι δεματιαστάδες· κι ήτανε τρεις πον τα δεμάτιαζαν, και πίσω τονς αγόρια τρέχαν, μάζευαν τα χερόβολα, στην αγκαλιά τα παίρναν, και τα 'διναν πιο πίσω ...
Κάπου πιο πέρα οι κράχτες σύνταζαν κάτω από δρυ το γιόμα· βόδι τρανό είχαν σφάξει κι έψηναν με προθυμία, κι οι δούλες σωρό το αλεύρι το άσπρο εζύμωναν, να φαν οι θεριστάδες. (Ομήρου Ιλιάς Σ, στ. 550-556 και 558-560. Μετάφραση: Ι. Κακριδή - Ν. Καζαντζάκη)

Όταν τα στάχυα κιτρινίσουν σαν το κυδώνι τότε το σιτάρι είναι ώριμο και πρέπει ν' αρχίσει ο θερισμός. Αυτό στον τόπο μας γίνεται τον Ιούλιο, γι' αυτό κι ο μήνας λέγεται "Θεριστής".
Οι θεριστάδες ετοίμαζαν τα εργαλεία του θερισμού, δρεπάνια, ετοίμαζαν και τα δεματικά  για να δέσουν τα δεμάτια.
Οι άντρες με  πλατύγυρο ψάθινο καπέλο στο κεφάλι κι οι γυναίκες με τη μαντήλι στο πρόσωπο, πρωί με τη δροσιά ξεκινούσαν για τα χωράφια τους. Εκεί έμπαιναν με τη σειρά κι έπαιρνε ο καθένας τον όργο του. Στο δεξί χέρι κρατούσαν το δρεπάνι και στ' αριστερό έβαζαν την παλαμαριά στα δάκτυλα, που προστάτευε το χέρι και βοηθούσε να πιάνουν μεγαλύτερες χεριές.
Πρώτος άρχιζε ο πρωτεργάτης, που ήταν ο πιο καλός κι έμπειρος θεριστής της ομάδας. Προτού αρχίσει, γυρνώντας "καταηλιού", έκανε το σταυρό του λέγοντας: "Αιντε στ' όνο­μα του Θεού! Καλοξόδιαστα και τυχερά! Τ' χρόν' πλειότερα! Χίλια κιλά να δώσ' ου Θεός. Αφεντικό! (το κιλό 22 οκάδες). Αμήν! Γεια στα χέρια σας. Και δύναμη να σας δίν' ο Θεός" απαντούσε τ' αφεντικό.
Κι ο πρωτεργάτης άρχιζε και θέριζε τόσο, όσο μπορούσε να φτιάσει ένα δεμάτι. Βάζοντας τις χεριές επάνω στ' ανοιχτό δεματικό, τις έδενε κι έστηνε όρθιο το πρώτο δεμάτι με τα στάχυα κοιτάζοντας τον ουρανό. Το πρώτο αυτό δεμάτι, που το στόλιζαν με παπαρούνες κι αγριολούλουδα, θα έστεκε όρθιο σ' όλη τη διάρκεια του θερισμού σαν προσφορά και θυσία του γεωργού στο Θεό, όπως έκαναν και οι αρχαίοι ικετεύοντας τη γη να είναι πάντοτε καλή κι απλόχερη μαζί τους.
 Τ' αφεντικό κερνούσε τους θεριστάδες κι όλοι μαζί με τραγούδι άρχιζαν το θερισμό, αφήνοντας κάτω τις χεριές, που σχημάτιζαν τόσες σειρές, όσοι ήταν κι οι θεριστάδες. Ο δεματατζής από κοντά έδενε τα δεμάτια με  ξύλο λεπτό ως τριάντα πόντους, λίγο γυριστό και μυτερό στην άκρη.
Καθώς η μέρα προχωρούσε, η ζέστη δυνάμωνε κι ο ιδρώ­τας έσταζε από τα πρόσωπα, ενώ τα άγανα γρατσούνιζαν τα χέρια. Όλη την ώρα ακουγόταν ο μεταλλικός ήχος των δρε­πανιών πάνω στην καλαμιά.
Το μεσημέρι, όταν η ζέστη γινόταν αφόρητη, κάθονταν όλοι στον ίσκιο κάποιου κοντινού δέντρου για να ξεκουραστούν και να φάνε το φαγητό που ετοίμαζε η νοικοκυρά μαζί με το δροσερό ξιδόνερο.Άπλωναν μετά να κοιμηθούν για λίγο ώσπου να πέσει η ζέστη. Κι όταν ξυπνούσαν, αφού τρόχιζαν τα δρεπάνια με το λαδάκονο, άρχιζαν τη δουλειά με το τραγούδι:
                                     
"Κάτω στους τρανούς τους κάμπους και στα πράσινα λιβάδια
έσπειρα σπυρί σιτάρι, φύτρωσε μαργαριτάρι
κι έβαλα περ' σους εργάτες, έβαλα κι ένα λεβέντη
νια να δένει τα δεμάτια."
Πολλά ήταν τα τραγούδια του θέρου. Τα θέματα τους ήταν παρμένα από τα βάσανα και τις πίκρες τής ζωής, από τους πόθους, τήν αγάπη και τον έρωτα.
Το μεροκάματο κρατούσε από τα χαράματα μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Κι οι θεριστάδες..... αποκαμωμένοι από την κούραση τις απογευματινές ώρες, παρακαλώντας το ήλιο να βα­σιλέψει γρήγορα,τραγουδούσαν:
"Ήλιε μ' τι αργοπόρησες, τι αργείς να βασιλέψεις;
σε καταργιέται η αργατιά απού ξενοδουλεύει".
Κι όταν ο ήλιος βασίλευε κι ήταν η ώρα να φύγουν, έκα­ναν με στάχυα ένα σταυρό, τον σκέπαζαν με πλάκα για να μη φυσήξει και τον πάρει ο αέρας και στο σημείο αυτό σταματούσαν το θέρισμα.
Την άλλη μέρα, που συνέχιζαν το θερισμό στο ίδιο χωράφι, έβγαζαν το σταυρό από την πλάκα, τον έβαζαν σε μια χεριά, και κάνοντας πάλι το σημείο του σταυρού για να έχουν τη βοήθεια του Θεού, άρχιζαν τη δουλειά τους.
Κι έτσι δουλεύοντας έφτανε η τελευταία μέρα του θερισμού, η οποία έπαιρνε χαρούμενο και πανηγυρικό χαρακτήρα. Στο τελευταίο χωράφι που θέριζαν άφηναν ένα μέρος αθέριστο για να κάνουν το "δράκο" κι έβγαιναν στον ίσκιο όπου ξάπλωναν λίγα λεπτά "για να βάίσουν τα σπαρτά της επόμενης χρονιάς από το βάρος των καρπών τους". Σε λίγο σηκώνονταν με τα δρεπάνια και τις παλαμαριές κι έστηναν χορό γύρω από το δράκο. Ο πρωτοθεριστής, μπαίνοντας μέ­σα στο αθέριστο κομμάτι, ξερίζωνε τα πιο ψηλά και μεστωμένα στάχυα και τα έδινε στα κορίτσια για να πλέξουν το "Χτένι"και το "Σταυρό". Και τα κορίτσια άρχιζαν να πλέκουν με τέχνη τραγουδώντας:
"Το δράκο μας τον πλέκουμε
κυρά μας κοσκινίζει
να φκιάσει πίττα και γλυκό
να σφάξει κοκοτσέλια".
                                
Υστερα οι θερισταδες άρχιζαν να θερίζουν το δράκο (δραξιά, δρακιά, χεριά). Γέμιζαν καλά τις παλαμαριές με μεγάλες χεριές για να γίνει χοντρό και βαρύ το δεμάτι του δράκου. Όσο γεμάτες ήταν οι χεριές τόσο πολύ και βαρύ θα ήταν το σιτάρι του νοικοκύρη την επόμενη χρονιά. Ο μπακλατζής (δεματάς) έδενε το δεμάτι, το έστηνε όρθιο και οι άλλοι το στόλιζαν με αγριολούλουδα και παπαρούνες. Το δεμάτι αυτό το έριχνε ο νοικοκύρης στ' αλώνι που προοριζόταν για το σπόρο της άλλης χρονιάς.
Τελειώνοντας το δράκο ο θεριστάδες πετούσαν ψηλά και προς τα πίσω τα δρεπάνια τους με την ευχή "όσο ψηλά φτάνει ο λέλεκας τόσο ψηλά να γίνουν του χρόνου τα σιτάρια".
Σε πολλά χωριά της περιοχής τα καλύτερα στάχυα τα ξερίζωναν ο γυναίκες, αφού πρώτα μια νεα έριχνε άφθονο νερό στις ρίζες τους, και τα στόλιζαν με αγριολούλουδα. Τα έδεναν κατόπιν με κόκκινη κλωστή σε τρία μέρη, στις ρίζες, στη μέση και στην κορυφή κοντά στα στάχυα, γιατί τρία είναι και τα πρόσωπα τής Αγίας Τριάδας.
Το "Δράκο" αυτόν τον έδιναν στο νοικοκύρη με τήν ευχή "Του χρόνου πλειότεοα να δώσει ο Θεός αφεντικό". Κι ο νοικοκύρης τον έπαιρνε και τον έβαζε στο εικονοστάσι του σπι­τιού του, κάτω από τη θεϊκή προστασία. Εκεί παρέμενε ώσπου να 'ρθει ο καιρός να τον τρίψουν με τις παλάμες τους και να τον ρίξουν στο σπόρο για τή νέα σπορά, ώστε να με­ταδώσει σ' αυτόν τη γονιμοποιό του δύναμη.
Σε λίγο στο θερισμένο χωράφι έμενε μόνο η καλαμιά και τα δεμάτια συγκεντρωμένα σε μικροθημωνιές, που έμοιαζαν με ορθογώνιες πυραμίδες με εννέα ή δώδεκα δεμάτια η καθεμιά (γκουρτζούμια ή τσιρένια). Επάνω στο τελευταίο δεμά­τι έμπηγαν ένα πράσινο κλαδί. Με τον τρόπο αυτό στεφάνω­ναν το τέλος της πομπής του θερισμού και αποχαιρετούσαν Το χωράφι με χορούς και τραγούδια.
Στο σπίτι ο αποχαιρετισμός του θερισμού τελείωνε με τον "Κριτσμά", το φαγοπότι με γλέντι, που κρατούσε ως τα μεσάνυχτα.
                                       
Ο Αλωνισμός
"Στρώσε ύστερα του υποταχτικούς της Δήμητρας να λιχνίσουν τ' άγιο σιτάρι, μόλις πρωτοφανεί ο μέγας και φοβερός Ωρίωνας, σε τόπο που να το πιάνη καλά ο αέρας και σε καλοστρωμένο αλώνι. Κι αφού προσεχτικά μετρήσεις όλο σου το βιός, σιγούρεψε το σε αγγεία. Κι όταν τους καρπούς θα έχεις πια αποθηκέψει με ασφάλεια στο σπιτικό σου μέσα, τότε σου λέω να προμηθευτείς έναν εργένη υπηρέτη και δούλα οικονόμο δίχως παιδί γιατί η γυναίκα που έχει γίνει μά­να είναι επικίνδυνη. Να βρεις και σκύλο με δόντια κοφτερά και να τον τρέφεις δίχως τσιγκουνιές στο φαΐ του, μην τύχη και σου πάρει κάποια στιγμή κανείς το βιός σου, απ' αυτούς που κοιμούνται την ημέρα. Σύναξε σανό και άχυρα, για να 'χουν όλη τη χρονιά τα βόδια και τα μουλάρια σου. Κι ύστερα άφησε τους υποταχτικούς σου να χαλαρώσουν πια τα γόνα­τα και λύσε και τα βόδια."
(Ησιόδου: Έργα και Ημέραι, στ. 597-608. Απόδοση στη νέα ελληνική των κειμένων του Ησιόδου Α. Ι. Γαβρίλη)
Η λαμπρότερη ιερουργία, μετά το θερισμό, ήταν ο αλωνισμός. Γραφική ή εικόνα του. Στον κάμπο φορτώνονταν τα δεμάτια σε ζώα ή σε κάρα και μεταφέρονταν στ' αλώνια, όπου γίνονταν θημωνιές. Τ' αλώνια, χωματένια και πλακόστρωτα, που ο λαός τα ήθελε μαρμαρένια, πρόβαλλαν στα ψηλώματα του κάθε χωριού, όπου φυσά ο αέρας. Χορταριασμένα όλο τον καιρό, σαν έφτανε η ώρα του αλωνισμού, καθαρίζονταν από τα αγριόχορτα. Τα χωματένια, βρέ­χονταν με νερό, σκεπάζονταν με λεπτό άχυρο και πατιούνταν με τα αργοκίνητα βόδια για να κολλήσει τ' άχυρο αυτό στο χώμα και να δημιουργηθεί λεία και στερεά επιφάνεια. Σε μερικά χωριά αλείφονταν με βουνιά βοδιών όλο το αλώνι.
Στη μέση τ' αλωνιού φάνταζε ο στέντζιρος, που ήταν ξύλο στρογγυλό και χοντρό, μπηγμένο κάθετα και βαθιά στη γη για να μην κουνιέται. Στο στο δεντρο εδεναν την τριχιά, χοντρό σχοινί από αλογότριχα και μακρύ όση η ακτίνα του κύκλου τ' αλωνιού.
Την ημέρα του αλωνισμού όλοι οι σπιτικοί βρίσκονταν στο πόδι από τα βαθιά χαράματα. Έστρωναν σ' όλο το χώρο τ' αλωνιού 100 - 120 μεγάλα δεμάτια σιταριού, απλωμένα χωρίς τα δεματικά τους, με το πρώτο δεμάτι όρθιο, στηριγμένο στο στέντζιρο σαν σημάδι αρχής του αλωνισμού. Και μόλις ανέτειλε ο ήλιος και οι κοφτερές ακτίνες του έψηναν τα στάχυα και την καλαμιά, έβαζαν ζεμένα τρία - τέσσερα και πέντε άλογα στ' αλώνι, γαντζώνοντας τον κλούτσο της τριχιάς στη θηλιά, που είχε στο λαιμό του το πρώτο άλογο.
Πρώτος ο νοικοκύρης, κάνοντας το σταυρό του κι ανεμί­ζοντας το καμτσίκι, με μια φωνή "οτς - οτς - οτς, άιντε αλο­γάκια μου" ανάγκαζε τα ζώα ν' αρχίσουν το γύρισμα επάνω στα απλωμένα δεμάτια.
Καθώς η τριχιά ξετυλιγόταν τα ζώα κάλυπταν με τους γύρους όλο τον κύκλο τ' αλωνιού κι έσπαζαν κάτω από τη βαριά πατησιά τους τις καλαμιές. Κι όταν πάλι μαζευόταν η τριχιά στο στέντζιρο, ο αλωνιστής γυρνούσε τα ζώα στην αντί­θετη κατεύθυνση, περνούσε τον κλούτσο στο άλλο ζώο κι άρχιζε πάλι από την αρχή το γύρισμα των αλόγων στο αλώνι με το ξετύλιγμα και το επανατύλιγμα της τριχιάς.
Στην αρχή οι γύροι στο αλώνι γίνονταν με δυσκολία, σιγά - σιγά όμως οι καλαμιές συνθλίβονταν και τα ζώα με τη φωνή του αλωνιστή έτρεχαν όλο και πιο γρήγορα και λιάνιζαν συ­νεχώς με τα πόδια τους ό,τι είχε απομείνει ακέραιο από τα σταχοκάλαμα.
Σε μερικά από τα χωριά του Νομού στον αλωνισμό χρησιμοποιούσαν τη βαριά δοκάνη. Ήταν ένα είδος σβάρνας, που την έσερναν δυο βόδια ή ένα άλογο πάνω από τα απλωμένα δεμάτια του σιταριού στ' αλώνι. Σ' όλη την κάτω επιφάνεια της δοκάνης ήταν καρφωμένες τεχνικά κοφτερές τσακμακό­πετρες από χαλαζία ή δόντια κοφτερά από λεπίδες σιδηρένιες.
Με υπομονή τ' αργοκίνητα βόδια έσερναν τη δοκάνη όλη μέρα, οδηγούμενα από τον αλωνιστή με τη σουβλερή βου­κέντρα, ώσπου να γίνει άχυρο η καλαμιά. Και με τα δικράνια οι αλωνιστάδες γύριζαν και ξαναγύριζαν την καλαμιά κι εκείνη συνεχώς μετατρέπονταν σε λεπτό άχυρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου